Ήταν η δεκαετία που πέθανε οριστικά το «δεν βλέπω τηλεόραση». ΟΚ, κανείς δεν στήνεται πια να παρακολουθήσει π.χ. κάθε Πέμπτη το αγαπημένο του τηλεοπτικό πρόγραμμα, αλλά ας μην κάνουμε ότι δεν καταλαβαινόμαστε. Τόσο πολύ τηλεοπτικό περιεχόμενο δεν καταναλώναμε ποτέ, τόσο εξοικειωμένοι με το τηλεοπτικό τοπίο των ΗΠΑ ή της Μεγάλης Βρετανίας δεν υπήρξαμε ξανά ποτέ.
Μετά το σκάσιμο της peak TV στα 00s, τις πρώτες σειρές που μας έθισαν στο binge watching, τα επιπόλαια συμπεράσματα ότι «η τηλεόραση είναι το νέο σινεμά» που στην πορεία αντικαταστάθηκαν από βαρύγδουπες ανακοινώσεις ότι «στην τηλεόραση γράφονται τα μεγάλα μυθιστορήματα της εποχής μας», γίναμε πιο εκπαιδευμένοι τηλεθεατές από ποτέ. Μάθαμε να αναζητάμε όχι μόνο πρωταγωνιστές αλλά και δημιουργούς, καταναλώσαμε αμέτρητα «σκεπτόμενα άρθρα» αναλύσεων και reviews που ίσως έδιναν υπερβολικές διαστάσεις σε όσα έδειχνε η μικρή οθόνη (“dude, it’s just TV”, πάντα κάποιος μας προσγείωνε στην πραγματικότητα), βάλαμε τη συνδρομή στο Netflix (ο αναμφισβήτητος game changer της δεκαετίας όσον αφορά την οικιακή ψυχαγωγία) στο «καλάθι του νοικοκυριού», γεμίσαμε τα σαλόνια μας με θεόρατες έξυπνες plasma.
Ή απλά αξιοποιήσαμε τις αμέτρητες, πιο «ποιοτικές από ποτέ», επιλογές για να ικανοποιήσουμε τη διαχρονική ανάγκη να δούμε κάτι ξεκούραστο γυρίζοντας σπίτι από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Στο τέλος εκείνης της ημέρας (ή της δεκαετίας εν προκειμένω), βέβαια, αναστήθηκε το Survivor και όλοι ψηφίσαμε μάταια στον τελικό του GNTM…
Αυτές ήταν οι αγαπημένες σειρές της Popaganda για τη δεκαετία που τελειώνει σε λίγες μέρες.
Tο είδα όλο πρόσφατα και έτσι είναι πολύ δυνατό το αποτύπωμά του. Κοιτώντας πίσω το χρόνο μπορώ να πω ότι σίγουρα μπορεί να υπήρχαν ποιοτικότερες σειρές, όπως για παράδειγμα το Better Call Saul. Με μεγαλύτερο hype όπως το Stranger Things. Μεγάλες παραγωγές όπως το The Crown, μεγάλες μανίες όπως το Game Of Thrones, μεγάλες αφηγήσεις όπως το Mindhunter, μεγάλοι κι επικίνδυνοι χαρακτήρες που μπλέκονται σε ναρκοϊστορίες. Τι να πει κανείς επίσης για το Fleabag η για το Μarvelous Μrs Μaisel που έφεραν μια νέα φεμινιστική σπαρταριστή προσέγγιση; Δεν έχετε ιδέα, πόσα ακόμα μπορεί να ξεχνάω.
Αλλά το Leftovers είχε μια υπόγεια δύναμη, μια τυραννική επιρροή, λες και είμαι το μαγνητισμένο ποίμνιο ενός λαοπλάνου δικτάτορα. Με επηρέασε ψυχολογικά ρίχνοντας με σε μια βαθιά θλίψη, ξαναφέρνοντας την απελπισία που προκαλούν τα ερωτήματα που αφορούν την ίδια την ύπαρξη. Ποιος είμαι; Πού πάω;
Η ιστορία βασίζεται σε ένα βιβλίο του Τομ Περόττα που είναι και συνδημιουργός της σειράς μαζί με τον Ντέιμον Λίντελοφ, το παλικάρι που μας χάρισε το Lost (μαζί με τον Άμπρααμς).
Το κεντρικό γεγονός της σειράς είναι ότι στις 14 Οκτωβρίου του 2011 εξαφανίζεται ξαφνικά το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού.Τη μια ήταν εδώ, την άλλη χάθηκε. Πέρα από την θλίψη αυτό προκαλεί μια έξαρση της ανάπτυξης των θρησκευτικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων. Κάποιοι ανακαλύπτουν ξανά τον Θεό των Χριστιανών, άλλες καπνίζουν μόνο και δεν μιλάνε και μερικοί σφάζουν κατσίκες για ψύλλου πήδημα.
Βασικοί ήρωες είναι ο Κέβιν Γκάρβεϊ (Τζάστιν Θερού), σερίφης μια μικρή πόλης, η πρώην γυναίκα του, τα παιδιά του και την υποψήφια σύντροφό του που την υποδύεται η Κάρι Κουν. Εκπληκτικός είναι ο Κρίστοφερ Έκλεστον που υποδύεται τον πάστορα και αδερφό της τελευταίας.
Ο Λίντελοφ συνεχίζει να μπλέκει τη Βίβλο, τη φιλοσοφία, την κόντρα μεταξύ πίστης και λογικής, διάφορες φιλοσοφικές αναζητήσεις μαζί με το μύθο της Αλίκης που «χάνεται» στη χώρα των θαυμάτων. Σε κάθε επεισόδια έχεις δύο με τρεις «τι έγινε τώρα ρε παιδιά» στιγμές. Μέχρι το τέλος, κυριαρχεί η αγωνία για το πόσες απαντήσεις θα δοθούν. Θα τις δώσει ο Λίντελοφ ή θα μας κάνει τα ίδια με το Lost;
Το Leftovers στον πρώτο κύκλο μπέρδεψε κοινό και κριτικούς. Στον δεύτερο το κοινό το άφησε, η κριτική το αποθέωσε και στον τρίτο δημιούργησε έναν πυρήνα φανατικών οπαδών. Σε αυτό ευθύνεται ότι παρακολουθήσαμε ένα τέλος-αριστούργημα που δεν θα γράψω κουβέντα για να μη το χαλάσω. Απλά, να σημειώσω ότι η μεγαλύτερη θρησκεία του ανθρώπου είναι οι σχέσεις που δημιουργεί.
Σταύρος Διοσκουρίδης
Η καλύτερη κωμική σειρά της δεκαετίας ολοκληρώθηκε φέτος μετά από 7 σεζόν βιτριολικής σάτιρας και ύψιστης ποιότητας χιούμορ, που δεν χάθηκε ούτε στη μετάβαση από το δημιουργό Αρμάντο Ιανούτσι (godlike για εμάς) στα χέρια του Ντέιβιντ Μαντέλ (από τους πιο επιφανείς σεναριογράφους του Seinfeld, οπότε επίσης godlike για εμάς.) Η Τζούλια Λούι Ντρέιφους απέφυγε εντυπωσιακά την περίφημη «κατάρα του Seinfeld», ενσαρκώνοντας άλλον έναν εμβληματικό χαρακτήρα στην 30ετή καριέρα της: μετά την Ιλέιν εκείνης της σειράς, έμπηξε τα δόντια της στην κάπως ανίκανη αλλά αδίστακτη αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Σελίνα Μάγιερ, που προσπάθησε με κάθε νόμιμο αλλά και ανίερο τρόπο να κρατηθεί στην εξουσία, ακολουθώντας τις συμβουλές του ξεκαρδιστικά αδέξιου επιτελείου της.
Με ένα καστ που θα μπορούσε να βγάλει γέλιο διαβάζοντας ακόμα και τα συστατικά του νερού (σε αντίθεση με εμάς που δεν μπορούμε να κάνουμε μια αστεία αναλογία) και σενάρια που ανήγαγαν τις βρισιές και τις προσβολές σε ποίηση, το Veep έμεινε σταθερά στις παρυφές της πολιτικής επικαιρότητας χωρίς να καπελώνεται από τα γεγονότα, εξασφαλίζοντας έτσι τη διαχρονικότητά του, ενώ μας χάρισε μια τηλεοπτική φιγούρα που θα αναφέρεται στην ίδια πρόταση με τον Τόνι Σοπράνο, τoν Χόμερ Σίμπσον και τον Γουόλτερ Γουάιτ – κρίμα που είναι φανταστική, γιατί αυτό είναι το σπουδαιότερο legacy της Σελίνα Μάγιερ.
Μάρα Θεοδωροπούλου
Αγαπημένη μου τηλεοπτική σειρά στα 10s ήταν το «ήσυχο» The Americans. Έχτιζε σιγά σιγά την σημασία του, φανέρωνε με αργό ρυθμό τα επόμενα επίπεδα που ξεδιπλώνονταν πίσω από το σασπένς του κατασκοπικού θρίλερ και ίσως γι’ αυτό άντεξε την φθορά. Ελάχιστες σειρές γίνονται καλύτερες όσο αυγατίζουν οι σεζόν, το The Americans πίκαρε από τον 4ο (απόλυτα συναρπαστικό) κύκλο του κι έπειτα. Για να φτάσουμε στο Φινάλε – (τολμώ να πω) το πιο ωραίο, ανθρώπινο, χαρούμενο μα και λυπητερό, τρυφερό και συνάμα σκληρό φινάλε που έχουμε παρακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια που βγάζουμε τα μάτια μας μπροστά στη μικρή οθόνη. Ούτε αμφιλεγόμενο, ούτε διχαστικό, απλά θαυμάσιο.
Η σειρά όμως που, νομίζω, ταυτίζεται με τη δεκαετία που φεύγει είναι το Black Mirror. Ξέρω: «άνισο», τα αυτοτελή επεισόδια σημαίνουν και μεγάλα σκαμπανεβάσματα στην ποιότητα κάθε σεζόν. Ξέρω: «mainstream (πια)», ειδικά μετά τη «μεταγραφή» στο Netflix μοιάζει να προσπαθεί να απευθυνθεί σε όλο και μεγαλύτερο κοινό, ο δε 5ος κύκλος ήταν απλά too soon. Ξέρω: «αλαζονικά φιλόδοξο», το Choose Your Own Adventure επεισόδιο πέρυσι τα Χριστούγεννα ήταν απλά κατώτερο των προσδοκιών.
Όποια όμως κι αν είναι η εξέλιξη της σειράς από δω και πέρα, ο Τσάρλι Μπρούκερ δεν παύει να είναι ο μοντέρνος δημιουργός που περιέγραψε καλύτερα από κάθε άλλον τη συναρπαστική κι αντιφατική εποχή που ζούμε. Ο Μπρούκερ στα 10s δεν έγραψε για το μελλον: έγραψε για το πολύ κοντινό μας…παρόν, εκεί που η τεχνολογική πρόοδος συναντιέται με τα κατώτερα ένστικτα και τους φόβους μας. Συστατικά πάνω στα οποία τζογάρει η εποχή μας. Και πολύ συχνά πάνε όλα (κι εντελώς) λάθος. Είναι η μανία επιβεβαίωσης μέσα από την κούφια αξιολόγηση των σόσιαλ μίντια, η επανεφεύρεση του εαυτού στα κάθε λογής ψηφιακά περιβάλλοντα, η περιβαλλοντική εκμετάλλευση που είναι πια σε οριακό σημείο. Ο Μπρούκερ τα προσέγγισε με μοναδικές ιδέες, αποδεικνύοντας ότι όταν κάποιος συλλαμβάνει τόσο καλά το zeitgeist της εποχής, είναι σε θέση να βάζει τον πρωθυπουργό της Αγγλίας να κάνει σεξ με γουρούνι σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση 4 χρόνια πριν το «αντίστοιχο» σεξουαλικό σκάνδαλο του Ντέιβιντ Κάμερον. Ή να φαντάζεται ένα καρτούν να κερδίζει τις εκλογές, τρία χρόνια πριν βγει ο Τραμπ.
Τρέμω για το ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της MIley Cirus…
Παναγιώτης Μένεγος
Μίνι σειρά τεσσάρων ωριαίων επεισοδίων, βασισμένη στο ομώνυμο, βραβευμένο μεταξύ άλλων με Πούλιτζερ Λογοτεχνίας βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ. Στο ρόλο της καταθλιπτικής, κοινωνιοπαθούς, συνταξιούχου δασκάλας Όλιβ Κίτεριτζ η συγκλονιστική Φράνσες ΜακΝτόρμαντ. Την πλαισιώνουν ο Ρίτσαρντ Τζένκινς, η Ζόι Καζάν και ο Μπιλ Μάρεϊ, άπαντες σε υποκριτικά high times. Πλησιάστε με δική σας ευθύνη. Δεν πρόκειται απλά για μία από τις καλύτερες σειρές της δεκαετίας με σαρωτική βραβειακή πορεία, αλλά και για μία από τις πιο βαριές κι ασήκωτες. Όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους θα χρειαστείτε νοβοκαϊνη για την ψυχή.
Θεοδόσης Μίχος
Είναι λίγες εκείνες οι σειρές που έχουν στο επίκεντρο τους γυναίκες και είναι ακόμα λιγότερες εκείνες που δεν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες στερεοτυπικά, όσο κι αν θέλουν να λέγονται πρωτοποριακές (βλ. Sex and the City). Το OITNB, όμως, έχει ένα καστ που αποτελείται σχεδόν κατά 90% από γυναίκες. Όχι γκλαμουράτες, αλλά κανονικές, από εκείνες που είναι γαμάτες, αλλά και πλήρως «ελλατωματικές». Κάθε μια από τις κρατούμενες του Litchfield κρύβει μια ιστορία πίσω της, που για να την ξεδιπλώσεις, πρέπει να σηκώσεις ένα-ένα τα στρώματα της προσωπικότητάς τους. Τα τελευταία λεπτά του τελευταίου επεισοδίου της 3ης σεζόν, μας έμαθαν ότι η ευτυχία είναι πολύ πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε…
Ντενίσα Μπαϊρακτάρι
Οι Americans είναι μια σειρά που κάνει τσεκ σε όλα τα κουτάκια (μου). Ψυχροπολεμικό το κλίμα, η σειρά εκτυλίσσεται στα ‘80s και μπορεί να μην παρακολουθούμε το εικαστικό μεγαλείο του Mad Men, αλλά από τα κουστούμια μέχρι το “Don’t Go” των Yazoo για μουσικό χαλί σε μια φοβερή σκηνή (που δεν βρίσκω για να δώσω λινκ), όλα είναι μελετημένα.
Για έξι σεζόν παρακολουθούμε ένα ζευγάρι σοβιετικών κατασκόπων να ζουν μια όσο το δυνατόν φυσιολογική ζωή εντός των ΗΠΑ, περιμένοντας πάσης φύσεως εντολές από τα κεντρικά της KGB. Το πρωί νοικοκύρηδες, το βράδυ σε διάφορους ρόλους. Υπήρχαν όντως τέτοια ζευγάρια κατασκόπων στις ΗΠΑ με πιο γνωστή την υπόθεση του ζεύγους Ρόζενμπεργκ κι αυτό δίνει μια έξτρα δόση αληθοφάνειας στο σενάριο. Παράλληλα, βλέπουμε Ριγκανισμό και Περεστρόικα να διαμορφώνουν όχι μόνο εκείνη τη δεκαετία, αλλά να αφήνουν το σημάδι τους και στις επόμενες.
Είναι κάτι παραπάνω από μια κατασκοπευτική σειρά. Για την ακρίβεια είναι τόσο που στο The Americans η κατασκοπεία έρχεται σε δεύτερο μοίρα. Εμβαθύνει στις κοινωνικές σχέσεις των πρωταγωνιστών (δεν ξέρω αν φταίει που είναι ζευγάρι και στη ζωή, αλλά οι Κέρι Ράσελ και ο Μάθιου Ρις κάνουν εκπληκτικό δίδυμο), οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι οποιασδήποτε πρώτης γενιάς μετανάστες. Παρακολουθεί μια συζυγική ζωή που υπεραμύνεται και πολλές φορές χάνει από την επαγγελματική. Ζουμάρει στη φιλία που δεν ξεχωρίζεις την αυθεντικότητά της από τον χειρισμό ενός κατασκοπευτικού asset. Μας ξαναβάζει μπροστά στις δυσκολίες της εφηβείας γιατί στο πλάνο υπάρχουν και παιδιά. Πάντα κάποιος έχει το άγχος της επίτευξης του american dream, όταν ήταν ακόμα λαμπερό.
Με το The Americans δεν μπορείς να βαρεθείς, αγχώνεσαι.
Ζωή Παρασίδη
Η Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ γράφει και πρωταγωνιστεί στo Fleabag. Και μας κοιτάει με αυτό το πλάγιο βλέμμα που λέει: «Το έχεις ξαναδεί αυτό ε; Στο σαλόνι σου, στην κρεβατοκάμαρα σου, στο πατρικό σου, στο γραφείο σου, στον δρόμο. Το έχεις ζήσει αυτό. Είχες σκεφτεί αυτό που μόλις είπα αλλά δεν το είχες εκστομίσει. Έχεις κλάψει για τους ίδιους λόγους, έχεις γελάσει με τις ίδιες σκέψεις, έχεις νιώσει κι εσύ αδύναμος, έχεις νιώσει κι εσύ γαμάτος, έχεις κερδίσει, έχεις χάσει. Είμαι κι εγώ αληθινή, όσο είσαι κι εσύ». Και κάπως έτσι η Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ έγινε ο καθρέφτης μας. Και μας καψούρεψε για μια ζωή.
Λίνα Ρόκου
Υπαρξιακός όσο ο Ντον Ντρέιπερ, άσωτος όσο ο Τσάρλι Σιν και καυστικά κωμικός όσο ο Πίτερ Γκρίφιν, o BoJack Horseman -αν και animation άλογο- συμπύκνωσε στην εικόνα του τις πιο βαθιές και σκοτεινές ανθρώπινες ανησυχίες, παρουσιάζοντας το οξύμωρο ως ξεκαρδιστικά τραγικό. Με όχημα την κατακεραύνωση της χολιγουντιανής φούσκας και την αυτοαναφορικότητα του ίδιου του τηλεοπτικού μέσου, μας έκανε να αναλογιστούμε έστω και για λίγο τα σκοτεινά μας αποθέματα. Αν και λίγο πριν μας ρίξει στα τάρταρα φρόντιζε να μας επαναφέρει στα συγκαλά μας με κάποιο ξεκαρδιστικό killerline ή μια κωμική slapstick σκηνή. Ελπίζουμε σε ένα μήνα από τώρα ο Ράφαελ Μπομπ Γουάξμπεργκ να ρίξει την αυλαία όπως αρμόζει στην καλύτερη animation σειρά της δεκαετίας. Για μένα στην καλύτερη σειρά της δεκαετίας, σκέτο.
Ελένη Τζαννάτου