Ελεύθερος Σκοπευτής (American Sniper) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Clint Eastwood
Πρωταγωνιστούν: Bradley Cooper, Sienna Miller, Kyle Gallner
Διάρκεια: 132’
Το ταλέντο του Chris Kyle στη σκοποβολή φαινόταν από τα παιδικά του χρόνια. Μεγαλώνοντας, τον οδήγησε στο να γίνει ο ικανότερος ελεύθερος σκοπευτής που γνώρισαν ποτέ οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ. Στέλνεται στο Ιράκ σε μια αποστολή υποστήριξης της μονάδας του, η οποία, όμως, θα αποβεί πολύ περισσότερο ψυχοφθόρα απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Θα είναι ποτέ ο ίδιος με πριν; Ένα εύληπτο φιλμ που τοποθετεί τη στρατιωτική ψυχολογία στο κέντρο, αφήνει τον Bradley Cooper να αναδείξει το ταλέντο του και, αναπόφευκτα, εγείρει τις αντιδράσεις του κοινού που ταυτίζουν τη στρατιωτική αμερικάνικη ταινία με προπαγάνδα. Θεμιτό μέχρι ενός σημείου, αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι ισχύει και εδώ.
Όσα χρόνια σκηνοθετεί, κατηγορείται από μέρος των κριτικών και του κοινού (εκτός Αμερικής στην πλειοψηφία, βεβαίως) πως κραδαίνει την αμερικάνικη σημαία στα μούτρα του θεατή και ασκεί τεχνηέντως την προπαγάνδα του. Μπα; Σοβαρά; Στο παραδεκτό του αριστούργημα, τον Ασυγχώρητο, δεν κάνει πάνω-κάτω το ίδιο; Ή, για να μιλήσουμε με άλλα κριτήρια, μπορεί κανείς να μειώσει την προσφορά του John Ford στον κινηματογράφο για τα διαρκή ερωτικά του γράμματα στο παρελθόν της πατρίδας του;
Και όχι, δε ντρέπομαι να ομολογίσω ότι ο Ελεύθερος Σκοπευτής μου φάνηκε νοστιμότατη ταινία ενώ αντιπάθησα το ’71 λόγω του πολιτικού του μηνύματος. Αν και πρόκειται για δύο ταινίες που αφορούν στο θέμα του πολέμου, πόσο μάλλον από τη σκοπιά του κατακτητή, η φύση του σκηνοθέτη και του μηνύματος που θέλουν να περάσουν είναι άρδην διαφορετική. Και μέρος αυτού οφείλεται στον ίδιο τον Clint Eastwood.
Μπορούμε από τη μια να αναγνώσουμε την αγάπη του προς την αστερόεσσα, μα δεν είναι αυτός λόγος να αποκηρύξουμε μια ταινία σαν το American Sniper, δεδομένου, μάλιστα και διάφορων παραμέτρων όπως της ηλικίας του και του background του. Δεν μπορείς να πεις πως είναι ένας γεροξεκούτης ξενοφοβικός και την ίδια στιγμή να αποθεώνεις το ’71, ο σκηνοθέτης του οποίου υποτίθεται πως είναι ένας σαφώς νεαρότερος δημιουργός με μοντέρνες απόψεις και πολιτική ευαισθησία. Και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρος πως στην περίπτωση του θείου Clint ισχύει απόλυτα η όλη αμερικανολατρεία ή απλά κυνηγάμε φαντάσματα, όντες προκατειλημμένοι από τη θεματολογία της ταινίας. Αν παρατηρήσουμε καλύτερα, πίσω από την αγριότητα των πράξεων αυτών των «βαρβάρων» που καταδεικνύει σε πρώτο επίπεδο ως υπαίτιους για τους θανάτους των Αμερικάνων στρατιωτών, θα δούμε πως οι δύο πλευρές εξομοιώνονται, χωρίς να τηρείται καμία λογική ίσων αποστάσεων, που και να τηρούταν, οι ΗΠΑ ήταν εξαρχής σε μειονεκτική θέση. Δύο πλευρές που κλήθηκαν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, αφήνοντας πίσω τις μέχρι τότε ζωές τους και μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε μηχανές θανάτου. Η αγάπη του πρωταγωνιστή για τη σκοποβολή δε διαφέρει από αυτή του κυπελλούχου αντιπάλου του, όπως και η έλλειψη οίκτου στο απέναντι στρατόπεδο. Σίγουρα, οι Ιρακινοί δεν αναλύονται το ίδιο ενδελεχώς και φαίνονται να πράττουν χωρίς ενδοιασμό (κάτι που στην περίπτωση του πρωταγωνιστή δεν ισχύει) μεγαλύτερες βαρβαρότητες, μα αυτό δε σημαίνει αυτόματα πως μόνο η μια πλευρά αποτελείται από κτήνη και η άλλη από αγίους. Fuck this place λέει ο αποκαμωμένος αμερικάνος στρατιώτης, κάτι που στη γλώσσα του Eastwood μπορεί να σημαίνει πως το ίδιο λένε και οι κατακτημένοι. Δεν είναι δα και ο πιο μέγιστος διανοούμενος για να απαιτήσουμε απ’ αυτόν να το αναδείξει με άλλον τρόπο. Κι ας θυμίζει προς το τέλος κάτι από την προπαγανδιστική ταινία που προβάλλεται στους Άδωξους Μπάστερδους.
Αυτό που ενδιαφέρει το σκηνοθέτη είναι η λειτουργία του μηχανισμού του στρατού. Δεν αποτελεί ένα θέμα πρωτότυπο, και ο Kubrick και ο Oliver Stone μας έχουν ξαναμιλήσει γι’ αυτό στο παρελθόν, όπως και πολλοί άλλοι. Με τον τρόπο του, ο Eastwood καταφέρνει να μετατρέψει μια ήδη δοκιμασμένη ιδέα σε ένα ρεσιτάλ έντασης, μια ταινία καταιγιστικής δράσης από τη μια και απλοϊκής μα εύστοχης ανάδειξης των ψυχικών απότοκων της σύρραξης από την άλλη. Το πώς γεννιέται η όλη πατριδολαγνεία από τις ρίζες του ατόμου, πως καλλιεργείται από τα μέσα, πως η ίδια η φύση του πολέμου εντείνει το λασκάρισμα της βίδας και τι σημαίνει να επιστρέφεις σπίτι σου ακούγοντας φωνές μέσα στο κεφάλι σου είναι ζητήματα που αναδεικνύονται με το ιδιαίτερο στυλ του Eastwood. Γεμάτο ένταση, κυρίως προφανή μα και ενίοτε υποβόσκουσα, εντάσσεται στο δραματουργικό περιεχόμενο επιτυχημένα και προσλαμβάνεται εξίσου από το κοινό.
Στα της δράσης καθαυτής, πρόκειται για τα γνωστά, καλογυρισμένα μονοπάτια που ο βετεράνος δημιουργός έχει περπατήσει στο παρελθόν, με μια πιο μοντέρνα πινελιά. Στις ριπές των πυροβολισμών, στις εκρήξεις των χειροβομβίδων, στα σκόπευτρα που στοχεύουν τους υποψήφιους μελλοθάνατους και στο ψέκασμα του αίματος σε κάθε λογής επιφάνειες θα θυμηθούμε μέχρι και το Black Hawk Down του Ridley Scott. Όσο και να διαφωνεί κανείς με το περιεχόμενο, δεν μπορεί να μη νιώσει την ένταση των πλάνων, να μην αισθανθεί την αγωνία των μαχητών, έστω και αν μπορεί να εγείρει αντιδράσεις ως προς το λόγο και το περιεχόμενο της απόγνωσης και της τραγωδίας. Και μιας και μιλάμε για τραγωδία, είναι απόλυτα προβλέψιμο το προς τα πού θα πάει το φιλμ, μιας και η παραδοσιακή σεναριακή φόρμουλα του Eastwood με τον τραγικό κεντρικό ήρωα δε φεύγει ούτε λεπτό από τον κανόνα της. Και θα είμαστε άδικοι αν δεν τονίσουμε το ταλέντο με το οποίο ο αγνώριστος Bradley Cooper ενσαρκώνει τον redneck που υπακούει στο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια για να καταλάβει αργότερα το τίμημα της πλήρους υποταγής του. Δε μιλάμε για έναν μονοδιάστατο χαρακτήρα, αλλά για έναν άνθρωπο γεμάτο συγκρούσεις που γράφονται με άνεση στο πανί.
Το ζήτημα εδώ έχει να κάνει με το αν είστε έτοιμοι να μιλήσετε για αμερικανιές ή όχι. Αν η απάντηση είναι θετική, δε θα αλλάξει απολύτως τίποτα και μετά την προβολή της ταινίας. Αν μπορείτε να αφήσετε το επιμέρους κούνημα της σημαίας στην άκρη, ετοιμαστείτε να δείτε την καλύτερη ταινία του Dirty Harry από το Gran Torino κι έπειτα.
Διαβάστε επίσης: Τα Όσκαρ είναι εκείνο το παιχνίδι όπου στο τέλος κερδίζει ο Clint Eastwood.
Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας) (Birdman or The Unexpected Virtue of Ignorance) ****1/2*
ΗΠΑ, Καναδάς, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alejandro González Iñárritu
Πρωταγωνιστούν: Michael Keaton, Edward Norton, Andrea Riseborough
Διάρκεια: 119’
Σε ένα θέατρο του Broadway η νύχτα της πρεμιέρας πλησιάζει. Η μαρκίζα γράφει με μεγάλα γράμματα το όνομα του πρωταγωνιστή: Riggan Thomson. Ένας παλιός, ξεγραμμένος ηθοποιός που έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο ως ο υπερήρωας Birdman. Τίποτα, όμως, δεν πηγαίνει σωστά εντός του θεάτρου. Ο ίδιος καταδιώκεται από την ευκαιρία του να επανορθώσει και να ξαναφτιάξει την κατεστραμμένη οικογενειακή ζωή του, αλλά και ο υπόλοιπος θίασος πηγαίνει κατά διαόλου. Οι μέρες κυλούν και οι κριτικοί ακονίζουν τις λεπίδες τους. Η λύτρωση θα έρθει; Μετά από μια παύση αρκετά μεγάλης διάρκειας, ο Iñárritu επιστρέφει με ένα αριστούργημα, όπου τα πάντα λειτουργούν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή και μας ξαναθυμίζει το γιατί το όνομα του Michael Keaton κάποτε γέμιζε το στόμα μας όταν αναφερόμασταν σε αυτόν.
Το Operation: Mindcrime των Queensryche ήταν ένας δίσκος που πάντα με γοήτευε, μια μέταλ όπερα γεμάτη δράμα, εξαιρετικές ερμηνείες, στιγμές ανατριχίλας και μια αφήγηση που την έβλεπες με τα αυτιά σου. Αλλά το σημαντικότερο όλων, όσον αφορά στο παρασκήνιο του δίσκου, είναι το γεγονός πως ο Geoff Tate, η φωνή πίσω από το μικρόφωνο, χρειάστηκε ψυχολογική βοήθεια μετά το τέλος των ηχογραφήσεων και των περιοδειών προκειμένου να μπορέσει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον Nikki, τον πρωταγωνιστή του Mindcrime. Για καιρό εξακολουθούσε να ζει κάτω από τη σκιά του δημιουργήματός του. Που θέλω να καταλήξω με αυτό; Θα δείτε. Άλλη μια παρομοίωση πρώτα, για να γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό που θέλω να πω.
Θυμάστε εκείνη τη σκηνή από το Mephisto του István Szabó όπου ο Karl Maria Brandauer καταδιώκεται από τους προβολείς του πάλκου που έστησαν προς τιμήν του οι ναζί, όπου και συνειδητοποιεί πως πλέον δεν μπορεί να ξεφύγει από τις πράξεις του; Αυτό το φως μοιάζει να περιέλουσε τον Tate. Όπως και τον Riggan Thomson, τον κεντρικό χαρακτήρα του Birdman, μπροστάρη και αρχικελευστή ενός θιάσου βασανισμένων ψυχών που δεν μπόρεσαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους εαυτούς τους και στο μέσον ενός αγωνιώδους αναβρασμού δείχνουν, επιτέλους, να σπάνε το προσωπείο που τους επιβάλλει η ιδιότητά τους ως ηθοποιών, να διαχωρίζονται από το φανταστικό. Η περίπτωση του Riggan, όμως, είναι αρκετά πιο προχωρημένη.
Όπως το (εξαιρετικό, μολαταύτα) μονοπλάνο που χρησιμοποιεί ο Iñárritu για να αφηγηθεί την υπαρξιακή παράσταση είναι πλαστό, αλλά ο θεατής το αντιλαμβάνεται ως πραγματικό, έτσι και οι χαρακτήρες του μοιάζουν να μην μπορούν πια να δουν πίσω από τη σκηνοθεσία που ακολουθούν και μπορούν να λειτουργήσουν μόνο στα πλαίσια αυτής, με ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική τους ζωή αλλά και στων γύρω τους. Το ίδιο πλαστό φαίνεται να είναι και το κουστούμι του Birdman, της φωνής που στοιχειώνει το κεφάλι του πρωταγωνιστή και του υπενθυμίζει το τρανό του παρελθόν. Μόνο που, ανάμεσα σε άλλα, λέει και την αλήθεια, μια αλήθεια καθόλου αρεστή. Η κατάβαση στην παράνοια και η αναζήτηση της κάθαρσης όσο η ταινία πλησιάζει προς το τέλος της αποκτά μεγαλύτερη δυσκολία.
Πέρα από την τραγωδία του νοήματος που συνεπάγεται η σύνθεση του σεναρίου, ο σκηνοθέτης δε σταματά να ασκεί κριτική στο σύστημα το οποίο περιγράφει. Σαν βγαλμένο από βιβλίο του Bret Easton Ellis, το φιλμ του βρίθει αναφορών σε εικόνες και ονόματα από τον κόσμο του θεάματος και της εμπορικής επιτυχίας, το σύστημα της showbiz, το κύκλωμα των κριτικών (έτσουξε λίγο, η αλήθεια είναι), όλα περνάνε μέσα από μια καθόλου τραχιά ή γιαλαντζί κριτική και το θάμπος υφίσταται με την αρνητική του έννοια. Και, επιπλέον, αρεσκόμενος στο να αφήνει ερωτήματα ανοιχτά για το θεατή, συγχέει με ενδιαφέρον αλήθεια και φαντασία, ίσως με κάποιες ευκολίες, αλλά αρκετές για να σηκώσουν συζητήσεις ανάμεσα σε αυτούς που αρέσκονται στην ανάπτυξη θεωριών και στην επίλυση γρίφων.
Τι να πει κανείς, επιπλέον, για τις ερμηνείες των ηθοποιών; Για τον αγχώδη εγωμανή Γαλιφιανάκη, την πικραμένη Naomi Watts, τη μοντέρνα αδιάφορη Emma Stone, τη γοητευτική Andrea Riseborough και τον μπουκοφσκικό Edward Norton; Με ικανότητα και υπομονή αναπτύσσουν τους πολυσχιδείς (συμβολικούς ως επί το πλείστον) ρόλους τους και, αν και κάποιοι δεν εξερευνώνται βαθύτερα, αυτό γίνεται λόγω της ίδιας της ιστορίας, όχι λόγω σεναριακών ή ερμηνευτικών κενών. Μα σίγουρα, αυτός που θα συζητηθεί περισσότερο απ’ όλους, που δικαίως θα θεωρηθεί στυλοβάτης της ταινίας και πολύ πιθανόν θα κρατήσει το χρυσό αγαλματίδιο είναι ο Michael Keaton σε μια τιτάνια επιστροφή. Άλλοτε παρανοϊκός, άλλοτε εγωιστής, μα πάντα πικραμένος και με διάθεση επανόρθωσης της ζωής του, ξέρει πως είναι να ζεις με ένα παρελθόν που χαρακτηρίζεται από ένα κοστούμι σούπερ ήρωα και συνοψίζει, ενδεχόμενα, τη ζωή του με απίστευτο τρόπο.
Αν ο Lloyd Bacon ζούσε σήμερα και επέμενε στο δράμα παρασκηνίου του Broadway, είναι πολύ πιθανόν η ταινία που θα έκανε να ήταν, αν όχι το Birdman, σίγουρα όμοιο με αυτό. Γλυκόπικρο, σουρεαλιστικό, ψυχωτικό, ένα κάμωμα της σκοτεινής πλευράς του εγκεφάλου που θέλει να χαμογελάσει και να ρίξει λίγο φως στα αυλάκια της.
Μεγαλώνοντας (Boyhood) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Richard Linklater
Πρωταγωνιστούν: Ellar Coltrane, Patricia Arquette, Ethan Hawke
Διάρκεια: 165’
Ο Mason έζησε μια σχεδόν φυσιολογική ζωή, με τα πάνω της και τα κάτω της. Από τα δύσκολα προεφηβικά χρόνια μέχρι την καλύτερη και σταθερότερη εφηβεία. Ανακάλυψε τα ταλέντα του, έζησε κάθε είδους εμπειρίες, γνώρισε ανθρώπους, είδε άλλους να εξαφανίζονται, είδε τους γονείς του να γερνάνε, έφυγε από το πατρικό του και είδε τη νέα του, ενήλικη αυτή τη φορά, ζωή να ανοίγεται εμπρός του. Και αυτή είναι η ιστορία του. Ο Linklater δεν παραδίδει απλά μαθήματα νατουραλισμού με το μακρόχρονο πόνημά του, μα καταφέρνει κάτι που πολλοί άλλοι φθονούν: να κάνει ένα φαινομενικά απλοϊκό μα υπέρλαμπρο Αριστούργημα (απαραιτήτως κεφαλαίο το Α) που δε θα ξεθωριάσει, όσα χρόνια και να περάσουν.
Κάτσε σε μια καρέκλα και πάρε μια βαθιά ανάσα. Πες μου την πρώτη σου ανάμνηση. Όχι αυτή που σου ‘ρχεται στο μυαλό, την πρώτη-πρώτη σου ανάμνηση. Την αμέσως επόμενη. Θυμάσαι τι φόραγες και πως ήταν τα μαλλιά σου; Τι είπε η μαμά στο μπαμπά; Ωραία, Μετά τι άλλο θυμάσαι; Θέλω να μου διηγηθείς όλη σου τη ζωή μέχρι στιγμής με τέτοια γραμμικά περιστατικά. Να δω πως το πας, τι συγκρατεί ο εγκέφαλός σου, και στις μεγάλες και στις μικρές στιγμές. Γιατί ο Richard Linklater με το Μεγαλώνοντας έκανε ακριβώς αυτό, οπότε θέλω να διαπιστώσω τη μαγεία της ανθρώπινης μνήμης και της καθημερινότητας του παρελθόντος.
Για τους γνώριμους με το έργο του, δεν αποτελεί έκπληξη πως ο Linklater ανέκαθεν αρεσκόταν στην παρατήρηση του χρόνου και τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο. Ανάθεμα, η τριλογία του Πριν… ακριβώς αυτό εξετάζει, τα ίδια άτομα και τις αλλαγές τους με την πάροδο του χρόνου. Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο. Φανταστείτε, το λοιπόν, ένα φιλμ που κατά κάποιο τρόπο συμπυκνώνει την ουσία της τριλογίας του σε μια μοναδική ταινία, η οποία, μάλιστα, είναι γυρισμένη σε πραγματικό χρόνο.
Δε χρειάζεται να αναφέρουμε πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι για τον σκηνοθέτη η εκπόνηση ενός τέτοιου opus, μα το πόσο αξιοπρόσεκτο είναι το ότι κρατάει μια σταθερή υφολογία επί 12 χρόνια με το ίδιο πάθος, χωρίς να περνά τίποτα στα ψιλά ή να δείχνει κουρασμένος και ανυπόμονος για τη λήξη. Αφήνεται ολοκληρωτικά σε έναν ποιητικό νατουραλισμό που μετατρέπει την απλή καθημερινότητα σε ένα λυρικό ταξίδι στο χρόνο και παραδίδει ένα έργο-ποταμό με γάργαρο νερό. Η σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια, χωρίς να γίνεται ενοχλητικός ή ηδονοβλεπτικός, δίνοντας βάση και στην παραμικρή λεπτομέρεια, καταγράφοντας τις μικροκινήσεις που κρύβουν περισσότερα από αυτά που αφήνουν να εννοηθούν.
Θυμάσαι τις πρώτες σου μπύρες; Τα τυχαία «ξεπετάγματα» με ενδιαφέροντα άτομα του άλλου φύλου; Τις συζητήσεις ουσίας με τον πατέρα σου; Εκείνο το ξημέρωμα που ήσουν εσύ και Αυτή απέναντι από την Ανατολή και ενώ τύλιγες τα χέρια σου γύρω της στην πρωινή δροσιά όλα αποκτούσαν νόημα; Άτομα που κάποτε ήσασταν αχώριστοι μα τώρα ούτε που τους θυμάσαι; Όλα τους είναι εκεί, όχι φουσκωμένα, μα όπως ακριβώς τα έζησες. Με μια διάχυτη μελαγχολία, που προέρχεται από την εξής απλή συνειδητοποίηση: ότι, τελικά, μπορείς να αφηγηθείς όλη σου τη ζωή σε ένα τρίωρο, τόσο ζωντανά σαν να τα έζησες χτες. Ενώ στην πραγματικότητα πάνε 10 χρόνια.
Επίδειξη δεινότητας γίνεται επίσης και στην τήρηση ενός σταθερού και ανίκητου ρυθμού, που επιτρέπει, μέσω μιας σημειολογίας, την άμεση κατανόηση του χρόνου που πέρασε από τη μια σεκάνς στην άλλη. Μαλλιά κουρεύονται-μαλλιά μακραίνουν. Ο κοντός γίνεται ψηλός. Η τσιριχτή φωνή παχαίνει. Το αυτί διακοσμείται με ένα σκουλαρίκι. Και να σου και ένα γενάκι. Για την καλύτερη κατανόηση του κοινωνικού χωροχρόνου, σε ποιο έτος είμαστε αν θες, ο Linklater επιστρατεύει και ένα ολόκληρο σύμπαν ποπ αναφορών: το Dragonball Z γίνεται Dark Knight, το Gameboy Advance μετατρέπεται σε Xbox και αυτό με τη σειρά του σε Wii, η Britney Spears μεταμορφώνεται στη Lady Gaga και λίγο μετά στον Gotye. Και κάπου εκεί ενδιάμεσα υπάρχουν ως όνομα και οι Bright Eyes.
Τέλος, η μεγαλύτερη μαγκιά του Linklater. Νομίζεις πως βλέπεις μια ταινία ενηλικίωσης τόσην ώρα; Το ‘χασες. Αν κοιτάξεις λίγο πίσω από τον Mason, θα δεις και την πορεία των μεγαλύτερων, οι οποίοι, όπως τα παιδιά τους, αμφιταλαντεύονται. Θα δείξουν τις ανησυχίες τους, πλάγια και έμμεσα, κάνοντας το σκηνοθέτη να δείξει πόσο μεγάλος καλλιτέχνης είναι που καταφέρνει να συγκεράσει σε μια ταινία την ανάπτυξη με την ωρίμανση με έναν τρόπο διακριτικότατο. Και όλα αυτά με ερμηνείες τιτάνιου νατουραλιστικού βεληνεκούς, με την παράσταση εξαρχής κλεμμένη από τον πιτσιρικά Ellar Coltrane.
Όλοι, ανεξαιρέτως, σπεύστε. Χαμογελάστε που είστε ζωντανοί και θυμάστε αυτές τις στιγμές. Δείτε τις να ξαναπερνούν στο πανί και υποκλιθείτε στο μεγαλείο μια από τις τρεις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Θα σας φανεί όλο σαν μια στιγμή και, πιστέψτε με, πολύ πιθανόν η επαναπροβολή να είναι συντομότερη απ’ όσο νομίζατε στην αρχή. Γιατί ακριβώς δεν έχει κανένα ακαδημαϊλίκι, μα ως βασική του κινητήρια δύναμη την ανάλαφρη πλευρά της ζωής.
Διαβάστε τη συνέντευξη του πρωταγωνιστή της ταινίας, Ellar Coltrane, στον Θεοδόση Μίχο.
Page: 1 2