Ξενοδοχείο Grand Budapest *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γουες Άντερσον
Πρωταγωνιστούν: Ραλφ Φάινς, Φ. Μάρει Άμπραχαμ, Σάουαρς Ρόναν
Διάρκεια: 99’
Το ύφος του Γουες Άντερσον αποτελεί αφορμή αντιλογίας για αρκετούς σινεφίλ. Άλλοι αναγνωρίζουν τον ξεχωριστό τρόπο που επιλέγει να παρουσιάσει τους μικρόκοσμούς του ως πηγαίο ταλέντο ενώ άλλοι αρνούνται να παραδεχτούν κάτι τέτοιο, αποκαλώντας τον φιλμικό νάρκισσο και περίεργο χάριν της περιέργειας. Οι στρεβλά παραμυθένιοι χαρακτήρες του, το ελαφρύ, κρυμμένο πολλές φορές, χιούμορ του και ο τρόπος με τον οποίο φορμάρει τις σεκάνς του δεν μιλούν εξίσου σε όλους, μα συρράπτουν αυτό το αναγνωρίσιμο ύφος που πολλοί έχουν ταυτίσει με ενός είδους indie παραξενιά. Το έτσι-κι-έτσι του Οι Έρωτες Του Φεγγαριού έρχεται να διαδεχτεί το Ξενοδοχείο Grand Budapest, ένα φιλμικό γκράντε κτίσμα με εσάνς μεσοπολεμική.
Ένας ανώνυμος συγγραφέας μας πάει πίσω στα 60’s, στο ταξίδι του στη Δημοκρατία της Ζουμπρόφκα και στο Ξενοδοχείο Grand Budapest, όπου γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη του. Το ξενοδοχείο έχει χάσει την παλιά του αίγλη, πάνε τα χρόνια που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη χλιδή και την αρχοντιά. Ο ιδιοκτήτης, Μουσταφά Ζιρό αναπολεί εκείνες τις ημέρες που πρωτοέπιασε δουλειά ως γκρουμ, διηγείται τις θεότρελες ημέρες που έζησε υπό την επίβλεψη του ματαιόδοξου πορτιέρη-μέντορά του, κυρίου Γκουστάβ. Η σημαντικότερη περιπέτεια που οι δύο τους έζησαν περιλαμβάνει την κλοπή ενός πίνακα ανεκτίμητης αξίας και τη σφετεριστική μάχη για την περιουσία μιας οικογένειας που τους οδήγησε στα πλέον απίστευτα ευτράπελα. Και όλα αυτά με φόντο την άνοδο του ναζισμού.
Όταν είχα δει πρώτη φορά Γουες Άντερσον σε τρυφερή ηλικία (την Οικογένεια Τένενμπαουμ συγκεκριμένα), η παράξενη δομή της ταινίας με έφερε στα πρόθυρα της κατάθλιψης, το χιούμορ της κάθε άλλο παρά άμεσο και εύκολο μπορεί να χαρακτηριστεί. Τώρα, για πρώτη ενδεχομένως φορά, βρίσκω τον εαυτό μου να γελάει ασταμάτητα με ταινία του Άντερσον. Και αυτό όχι επειδή μεγάλωσα και τον πιάνω καλύτερα, μα γιατί χρησιμοποιεί, περιέργως για τα δεδομένα του, τα στοιχεία της κωμωδίας τόσο άμεσα και, απ’ ότι βλέπουμε, επιτυχημένα. Οι διάλογοι είναι γεμάτοι με τσιτάτα (πλην των αναφορών και των περίεργων ονομάτων χωρών), όλες οι κατηγορίες ατάκας που μπορεί να φανταστεί κανείς εκπροσωπούνται, από τα πικάντικα σεξουαλικά αστειάκια μέχρι τη βρετανική πλαγιότητα και τη μαυρίλα του θανάτου. Τα gags είναι έντονα και δείχνουν να συμφωνούν με την κινηματογραφική παραγωγή της περιόδου που απεικονίζει, ξαναγραμμένα για τα σημερινά δεδομένα, όχι με τρόπο vintage και αναφορικό μα με μια υποψία επανεγγραφής του ήδη υπάρχοντος και τετελεσμένου.
Όλα όσα καθιστούν τον Άντερσον αναγνωρίσιμο auteur συναντώνται σε αφθονία: το ευρηματικό casting, οι «ζαβοί» χαρακτήρες, οι μικρές σιωπές σε στενούς χώρους (ασανσέρ κλπ), τα στατικά πλάνα και τα γρήγορα τράβελινγκ της κάμερας. Και, επί του προκειμένου, ο χρονικός καμβάς που χρησιμοποιεί του επιτρέπει να φτιάξει μεγαλειώδεις, πανέμορφες εικόνες, βγαλμένες από θεατρικά και παραμύθια που χαϊδεύουν το μάτι και ρουφάνε ευχάριστα το θεατή στα εκπληκτικά σκηνικά. Χάρμα, ίσως η πρώτη φορά που η σκηνοθεσία και οι παραστάσεις που χρησιμοποιεί φαίνονται τόσο ταιριαστές σε σχέση με την ιστορία που διηγείται.
Από συγκίνηση και τελικό μήνυμα, πως τα πάμε εδώ; Περίφημα θα έλεγα. Όπως ο Μουσταφά εξυψώνει έναν αυτάρεσκο άνθρωπο που σημάδεψε τα νεαρά του χρόνια και την επιμονή του στην ευγένεια και στην καλοπέραση, έτσι και ο Άντερσον επαινεί, εν τέλει, τα μικρά παράλογα της ζωής που βγάζουν τον άνθρωπο από το κουκούλι του και δείχνουν ποιος πραγματικά είναι, χωρίς φτιασιδώματα και λοιπά συμπράγκαλα. Που του επιτρέπουν να δείξει τα δυνατά του σημεία και να σεβαστεί τον άλλον, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί την ίδια του την προσωπικότητα. Το κλείσιμο όπου το μήνυμα αρχίζει και ξεκαθαρίζει (στα μείον, ίσως για κάποιους, ότι πλοκή και μήνυμα δε συμβαδίζουν συνεχώς) βαραίνει την καρδιά με τη συγκινητική του στάση προς το παρελθόν και την τελετουργική τίμηση των αναμνήσεων.
Με άλλα λόγια, οι ήδη φανατικοί τρέξτε με την πρώτη ευκαιρία. Θα έχετε τη χαρά να απολαύσετε τον αγαπητό σκηνοθέτη να «κεντάει» σε glamorous παλαιακά σκηνικά και να λάμπει όσο στα πιο αγαπητά έργα του. Άλλο ένα διαμαντάκι-παρακαταθήκη του κυρίου σκηνοθέτη. Οι υπόλοιποι αγνοήστε, όλοι οι λόγοι που τον μισείτε δεν ξεβάφουν ούτε εδώ, όσο δήθεν σας φάνηκαν τα άλλα φιλμ του θα σας φανεί και αυτό.
Το Παιχνίδι Της Μίμησης (The Imitation Game) ***1/2**
Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Morten Tyldum
Πρωταγωνιστούν: Benedict Cumberbatch, Keira Knightley, Matthew Goode
Διάρκεια: 114’
Ο Alan Turing συλλαμβάνεται το 1952 από τις βρετανικές αρχές. Το έγκλημά του; Η ομοφυλοφιλία του. Θα ανακριθεί εξονυχιστικά με τρόπο σχεδόν προσβλητικό και θα αποκαλυφθεί πως αυτό το «εγκληματικό» στοιχείο ήταν ένας ήρωας πολέμου με σημαντική συμβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μια ιδιοφυία στην οποία στηρίζεται μεγάλο μέρος της πληροφορικής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Μετά το εξαιρετικό Headhunters, ο ταλαντούχος Morten Tyldum σκηνοθετεί την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία. Κυρίαρχα συστατικά της, ο αμείωτος και κρατημένος σε υψηλά επίπεδα ρυθμός, η ποιότητα της σκηνογραφίας και, φυσικά, η εκπληκτική ερμηνεία του Benedict Cumberbatch, ο οποίος διοχετεύει με άνεση την ενέργειά του στο ρόλο και την εκπέμπει σε ολόκληρη την ταινία.
Selma ***1/2**
Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ava DuVernay
Πρωταγωνιστούν: David Oyelowo, Carmen Ejogo, Tim Roth
Διάρκεια: 128’
1965: Η Αμερική βρίσκεται μπροστά σε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Οι νέγροι, με ηγέτη τους τον Αιδεσιμότατο Martin Luther King, προχωρούν σε μια ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας από τη Selma μέχρι τη Louisiana προκειμένου να κάνουν αντιληπτή την αγανάκτησή τους και να διεκδικήσουν το βασικό δικαίωμα της ψήφου. Αυτό δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη την κυβέρνηση της εποχής, ούτε όμως και τον υπόλοιπο κόσμο, πόσο μάλλον στον ρατσιστικό αμερικάνικο Νότο. Αν είχε κυκλοφορήσει μαζί με όλη την περσινή και προπέρσινη φουρνιά ταινιών σχετικών με την ιστορία των αφροαμερικάνων, πιθανόν και να ‘χε χαθεί μέσα στη βοή. Τώρα είναι σίγουρο πως είναι η καλύτερη απ’ όσες ταινίες αφορούν στο συγκεκριμένο ζήτημα, με στρωτή σκηνοθεσία και ταιριαστές κεντρικές ερμηνείες.
Η Θεωρία των Πάντων (The Theory of Everything) **1/2***
Ηνωμένο Βασίλειο, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: James Marsh
Πρωταγωνιστούν: Eddie Redmayne, Felicity Jones, Tom Prior
Διάρκεια: 123’
Ο Stephen Hawking δεν είναι μόνο ένα μεγάλο μυαλό που άνοιξε νέες οδούς στο πως αντιλαμβάνεται η επιστήμη τον κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι και ένας άνθρωπος που πάλεψε με το πρόβλημα που τον κατέβαλλε σωματικά και συναισθηματικά στην οικογενειακή του ζωή. Η γυναίκα του με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει τη δυσκολία που συνεπάγεται ο γάμος της με τον ίδιο και μαζί κλήθηκαν να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τα πράγματα. Τι συνέβη πραγματικά εντός των κλεισμένων θυρών; Ως βιογραφία αποτυγχάνει να δείξει το μεγαλείο του νου του υπό εξέτασιν προσώπου και αφιερώνεται περισσότερο στη ρομαντική πλευρά της ζωής του. Ως μελόδραμα ναι, τα καταφέρνει, μα δεν είναι αυτό το ζητούμενό της. Ας όψεται η εκπληκτική ερμηνεία του Eddie Redmayne.
Χωρίς Μέτρο (Whiplash) ****1/2*
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Damien Chazelle
Πρωταγωνιστούν: Miles Teller, J. K. Simmons, Melissa Benoist
Διάρκεια: 107’
Απαρατήρητος από τους πάντες στο μουσικό πανεπιστήμιο που σπουδάζει και ορκισμένος να φτάσει την τεχνική του Buddy Rich, ο Andrew βλέπει την ευκαιρία που ζήταγε να ξεπροβάλλει όταν ο εκκεντρικός κέρβερος καθηγητής Fletcher παρατηρεί τις ικανότητές του. Σύντομα θα ενσωματωθεί στο ensemble του και θα καταλάβει πως ίσως η μέχρι τότε εξάσκησή του να μην ήταν αρκετή, καθώς τα μαθήματα θα είναι εξαντλητικά και θα χρειαστεί να ματώσει γι’ αυτό που αγαπά. Στην κυριολεξία. Η πιο ζωντανή μουσική ταινία των τελευταίων ετών, προσπερνά το συμβατικών προδιαγραφών σενάριο προκειμένου να αφήσει την κάμερα να διηγηθεί μέχρις εσχάτων όλα όσα πρεσβεύει η άνευ όρων πειθαρχία στο σκοπό. Με ένταση και γνήσιο συναίσθημα.
Το ομολογώ, η αρχική ιδέα του να δω μια ακόμη ταινία για τη μουσική δε μου ήταν και η πιο ευχάριστη, δεδομένων των απλά συμπαθητικών ή αδιάφορων στιγμών που είχε η φετινή «σοδειά» (Get On Up εξαιρουμένου). Άκουγα επαίνους από παντού, είδα και συμμετοχή στα Όσκαρ, αποφάσισα να επιλέξω μικρό καλάθι. Μέχρι που τελικά οι τίτλοι τέλους έπεσαν και το καλάθι είχε ξεχειλίσει με σκέψεις και συναισθήματα τα οποία δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αποκομίσω από μια ταινία σαν το Χωρίς Μέτρο.
Τα πράγματα στο σύμπαν της ταινίας είναι τόσο απλά όσο δεν είναι οι εξαντλητικές πρόβες, οι ώρες εξάσκησης, η απάρνηση των περαιτέρω ενασχολήσεων προς όφελος του αυτοσκοπού για τον οποίο ούτε λόγος για οπισθοχώρηση. Άπαξ και μπει στον τοίχο, σαν μια φωτογραφία ινδάλματος των νεανικών σου χρόνων, τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσα σε εσένα και αυτό. Καμία κοπέλα, κανένας συγγενής που επιμένει ότι είσαι ένας ηλίθιος αιθεροβάμων, κανένα σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα. Τίποτα. Ξέρεις ότι αν το θες θα πρέπει να φτάσεις στα άκρα, να απαρνηθείς τον ίδιο σου τον εαυτό και να ατσαλωθείς, να σου γίνει μια εμμονή την οποία οφείλεις να την πραγματοποιήσεις. Αυτό δεν είναι που σε κάνει να ορθώνεις, εν πάσει περιπτώσει, το ανάστημά σου εκεί που οι υπόλοιποι κωλύονται;
Ο Damien Chazelle, αν και σχετικά νιούφης στο σκηνοθετικό κάθισμα, δείχνει κι αυτός, όπως και ο πρωταγωνιστής του, πως ξέρει πολύ καλά τι απαιτεί από την ταινία του. Δεν τον ενδιαφέρει η λεκτική διατύπωση και οι λαβυρινθώδεις διάλογοι προκειμένου να μιλήσει για το τι πραγματικά εστί άσβεστο πάθος. Όλα έχουν ήδη ειπωθεί προφορικά για οποιοδήποτε ζήτημα, μα η ίδια η εμπειρία είναι κάτι που ακόμα και σήμερα έχει περιθώρια εξέτασης και πειραματισμού. Με ένα υποτυπώδες σενάριο, προκειμένου να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις του, αφήνει την εικόνα να μιλήσει αντί για τα στόματα των πρωταγωνιστών του. Να καταγράψει τις μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να διαφεύγουν, μα αν παρατηρηθούν αλλάζουν άρδην όλο το συναισθηματικό φορτίο της εικόνας στην οποία περιέχονται. Μια παράλογα απαιτητική πρόβα, με αυτόν τον τρόπο, από μια ευκόλως εννοούμενη έννοια καταλήγει να είναι κάτι το βιώσιμο, γεμάτο σάλια, ιδρώτα, δάκρυα, αίμα. Αν θες να αγγίξεις το Τέλειο, πρέπει να απεικονίσεις και όποιον κόπο αυτό συνεπάγεται. Και με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψεις την εικόνα σε έναν ολοζώντανο οργανισμό που αναπνέει, έχει υπόσταση, ήχο και οσμή. Να καταφέρει ο παρατηρητής από ψυχρό μάτι σε απόσταση ασφαλείας να νιώσει την ένταση και να ξεφύγει από τη ζώνη ασφάλειας που χτίζεται ανάμεσα σε αυτόν και τα σκηνοθετημένα σκηνικά. Και, με άριστο τρόπο, η απόσταση καταρρίπτεται.
Εκτός αυτών, το Χωρίς Μέτρο είναι και μια πειστική ιστορία επιβεβαίωσης, με παρόν το πατρικό πρότυπο. Μια συνομιλία με το υποσυνείδητο το οποίο προσωποποιείται σε έναν μαυροφορεμένο και υπερβολικά απαιτητικό καθηγητή, ο οποίος δε θα διστάσει, σαν ψυχοσωματικό σύμπτωμα, να διακινδυνεύσει τη σωματική σου ακεραιότητα αν ξεφύγεις έστω και λίγο από αυτό. Φυσικά και θα χρειαστεί να το καταπολεμήσεις, να το κατανοήσεις και να συμφιλιωθείς μαζί του προκειμένου στη συνέχεια να σου πει πως «όλα είναι εντάξει, απλά σε τέσταρα για να δω αν μπορείς να φτάσεις εκεί που θες». Για να το πει αυτό, δε θα ξεκινήσει τους βαθυστόχαστους διαλόγους ούτε τις άσκοπες φλυαρίες. Θα κρατήσει στο απειροελάχιστο και απολύτως βασικό τους διαλόγους και θα προτιμήσει να δείξει αυτά που άλλοι θα έλεγαν με χαρακτηριστική απλότητα. Και, όπως στην περίπτωση των σκηνών που περιγράφηκαν προηγουμένως, κάθε λέξη θα έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα και αντίκτυπο με τη λιτότητά της, επιφέροντας έτσι μια επιθυμητή ταύτιση με τον κεντρικό πρωταγωνιστή. Και, μιας και αναφέρθηκα σε αυτόν, να δηλώσω πως οι δύο κεντρικές ερμηνείες δε στερούνται καμίας αληθοφάνειας. Απόλυτα τρομακτικός ο δικτάτωρ J. K. Simmons, άψογα ανεπτυγμένος ο Miles Teller, καταφέρνουν να δώσουν πραγματική σάρκα και οστά σε δύο χαρακτήρες-γεννήματα κάποιου μυαλού.
Σε αυτό το σημείο να δηλώσω πως πραγματικά χαίρομαι που δεν είχα παρακολουθήσει την ταινία όταν προβαλλόταν στις Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι η περίοδος του χρόνου που η υπερκατανάλωση ταινιών δεν επιτρέπει στις αισθήσεις να παραμένουν διαρκώς διαυγείς και δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν δυνατό να είμαι δίκαιος με αυτήν, αν θα με είχε επηρεάσει εξίσου ή θα ήμουν πολύ κουρασμένος για να την εκτιμήσω όπως πρέπει. Εσείς, τώρα, μην τη χάσετε. Αν υπάρχει μια from zero to hero ταινία που θα ευχαριστηθείτε και θα συζητάτε για αρκετό καιρό, δεν είναι άλλη από αυτήν εδώ. Διερωτώμαι, παραταύτα γιατί νιώθω κάπως καχύποπτος: τι έγινε και έχουμε πλακωθεί στα αριστουργήματα από την αρχή του χρόνου; Να φοβάμαι;
Page: 1 2