«Je suis l’alpha et l’oméga, le premier et le dernier, le commencement et la fin» λέει το βιβλίο της Αποκάλυψης μεταφρασμένο στη Γαλλική, κι απ’ αυτήν την αποστροφή για τον άλφα και τον ωμέγα, τον πρώτο και τον τελευταίο, την αρχή και το τέλος, αντλεί τον τίτλο του, κάνοντας πιο ευθεία κι απ’ την ευθεία τη βιβλική αναφορά της τέταρτης ταινίας του ο Bouli Lanners. Με το The First and the Last, μια πενταετία μετά την αιρετική ιστορία ενηλικίωσης του Les Geants (για δυο ανήλικα πιτσιρικάκια που νοικιάζουν το σπίτι του νεκρού παππού τους σ’ έναν έμπορο ναρκωτικών σε αναζήτηση… επαγγελματικής στέγης) ο Βέλγος ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνοθεσία, για να αφηγηθεί μια αντίστοιχα αιρετική, αλλά σαφώς πιο ενηλικιωτική ιστορία.
Με τη φόρμα ενός ιδιότυπου road movie για κεντρικό αφηγηματικό του άξονα, ο Lanners ακολουθεί ένα ταλαίπωρο, κατατρεγμένο ζευγάρι που διασχίζει τις αφιλόξενες ανοιχτωσιές του Βελγίου καθ’ οδόν προς ένα μυστηριώδες και κατεπείγον προσκύνημα, αλλά και τους δυο μπράβους που βρίσκονται στο κατόπι του ζευγαριού, προκειμένου να πάρουν πίσω ένα μυστηριώδες κινητό που κουβαλούν μαζί τους οι δυο προσκυνητές. Ο πυκνός αέρας του ανεξήγητου αποκτά ηλεκτρισμό θυέλης όταν οι αχανείς συννεφιασμένοι ουρανοί, που συνθέτουν το εικαστικό μεγαλείο των πρώτων πλάνων του Lanners, αντιστοιχίζονται ευθέως με ένα επικείμενο και κατά τα φαινόμενα αδιαμφισβήτητο «τέλος του κόσμου», και το μυστήριο τριτώνει με την εμφάνιση ενός μυστηριώδη αγνώστου, που συστήνεται στο ζευγάρι ως Ιησούς.
Πλήρες μαύρου χιούμορ και λανθάνουσας σάτιρας, το πρώτο μισό της ταινίας απλώνεται σαν το στήσιμο μιας πυκνογραμμένης φάρσας, μέσα από την οποία ο Lanners μάς συστήνει κατ’ αρχήν μια τετράδα από αξιαγάπητες όσο και ιντριγκαδόρικες φιγούρες, οι οποίες ένα συνεχεία αποκτούν βάθος και εύρος, έρεβος πίσω απ’ το βλέμμα, και λάμψη πίσω απ’ την πατίνα της σκοτεινιασμένης τους καρδιάς. Το πρωταγωνιστικό του κουαρτέτο ενισχύεται από περιφερειακούς, βοηθητικούς χαρακτήρες, που σαν τα εξωτικά φυτά στο θερμοκήπιο αυτού του πολύ παράξενου ξενοδόχου που συναντούν στο διάβα τους, εμπλουτίζουν αυτόν τον ιδιότυπο Κήπο της Εδέμ που καλλιεργεί ο Lanners στην οθόνη του, φυτεύοντας όλο και πιο βαθιά τους σπόρους του μετα-Αποκαλυπτικού καλαμπουριού του.
Σύντομα, οι παιχνιδιάρικες χιουμοριστικές ηλιαχτίδες της ταινίας κρύβονται πίσω απ’ τα σύννεφα του western που αρχίζει όλο και πιο αποφασιστικά να ρίχνει τη σκιά του στην πλοκή, τα εγγενή υπαρξιακά δίπολα του είδους για τη ζωή και το θάνατο, τη μοναξιά και τη συντροφικότητα, την κάθαρση και την εξιλέωση, εναλλάσσονται με τα μεταφυσικά μοτίβα των βιβλικών αναφορών του σεναρίου, και το χιούμορ παραλόγου που επιστρατεύει ο Lanners για να διατηρήσει μια κάποια αλαφρότητα στην υπόθεση, παραμερίζεται για να αποκαλυφθούνε τα γρανάζια του νουάρ, που γύρναγαν διακριτικά, αλλά με αδιαμφησβήτητη αποφασιστικότητα απ’ την ώρα που πέσαν στην οθόνη οι πρώτοι τίτλοι της ταινίας.
Αλλάζοντας ταχύτητες και αφηγηματικές τροχιές με αποφασιστικότητα και δεξιοτεχνία ολότελα εθιστική, ο Lanners οδηγεί με σταθερό το χέρι στο τιμόνι, μέχρι να σε φτάσει σ’ ένα περίεργο σημείο συνάντησης των υφολογικών ζογκλερισμών των αδερφών Coen, με τις ουμανιστικές ανθρωπογεωγραφικές αφετηρίες των αδερφών Dardenne. Εκεί, βρίσκει το τέλειο χωράφι για να σπείρει, να θρέψει και να δρέψει τους καρπούς των πιο προσωπικών (κι εκ τούτου οικουμενικών) των υπαρξιακών ανησυχιών, και να φτιάξει μια ταινία που, μέσα απ’ όλες της τις εναλλαγές, τις τούμπες και τις μεταστροφές, εν τέλει σού μιλάει για το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει η ζωή, όταν αντικρίζει το θάνατο: να τού γελάσει κατάμουτρα, και να αλλάξει πεζοδρόμιο.