Με το Low, γραμμένο και ηχογραφημένο στο Βερολίνο, ο Bowie κάνει ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στην καλλιτεχνική τελείωση και φτάνει στο απόγειο της άγλωσσης επικοινωνίας χρησιμοποιώντας ιδέες και δεχόμενος επιδράσεις από τα πειράματα των Kraftwerk και το κομματιαστό συγγραφικό στυλ του William Burroughs – ο ίδιος θα το ονομάσει τεχνική του ψαλιδιού. Στο Βερολίνο άρχισε και να συνεργάζεται με τον Brian Eno, τον τότε εγκέφαλο του Αγγλικού ηλεκτρονικού αβάν-γκαρντ. Από την ένωσή τους βγήκε ένα άλμπουμ που ο Bowie πέταξε κατάμουτρα στους κριτικούς όλου του κόσμου στο τέλη του 1976.
«Είχα εξαντλήσει εκείνο το ιδιαίτερο περιβάλλον [του Λος Άντζελες] και της επίδρασης του στις συνθέσεις μου. Φοβόμουν ότι αν συνέχιζα να εργάζομαι εκεί θα άρχιζα να επαναλαμβάνομαι», λέει ο ίδιος. (Και απ ότι ξέρουμε τώρα έφυγε και για να κόψει τον εθισμό του στην κοκαΐνη.) Για μια ακόμα φορά ο Bowie προπορευόταν των κριτικών και του κοινού του. Αποφασισμένος να μην τυποποιηθεί άρχισε να αποξενώνει τους αρχικούς οπαδούς του γρηγορότερα απ’ ότι δημιουργούσε νέους. Η αλλαγή ήταν θεαματική: όχι μόνο το στυλ του Bowie άλλαξε δραστικά για τρίτη φορά στην καριέρα του, αλλά και άρχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρονικά ινστρουμένταλ. Αν και τίποτα δεν είχε προετοιμάσει το κοινό για την δεύτερη πλευρά του δίσκου, η πρώτη πλευρά παρουσιάζεται σήμερα αρκετά εύληπτη με ινστρουμένταλ όπως το Speed Of Life και το Α New Carreer In A New Town να σου αφήνουν την ίδια νοητή εντύπωση που θα σου άφηνε ένα τραγούδι με στίχους – ένδειξη του πόσο πέτυχε ο Bowie στην εφαρμογή των ιδεών του Burroughs.
To Low ξένισε και κατέπληξε τον μουσικόκοσμο ακόμα περισσότερο από τη σόουλ στροφή μετά το Diamond Dogs. Το Βερολίνο και ο Eno τον διαφοροποίησαν τόσο ώστε ο Bowie του Low να μοιάζει μόνο κατ’ όνομα με τον Bowie του Ziggy Stardust. Εμφανίζει στο έργο του ένα γερμανικό angst τόσο προσωπικό που ξαφνιάζει. Ο Bowie σίγουρα νιώθει αποξενωμένος στο Βερολίνο – συναίσθημα που γίνεται ακόμα πιο έντονο για έναν Βρετανό σε μη αγγλόφωνη χώρα. Συγχρόνως συνδυάζει τις συνθέσεις του με μια καταθλιπτική μοναξιά, όπως στο Warszawa, όπου τα φωνητικά είναι άναρθρα και ακατάληπτα. Στο Sound & Vision θεωρεί τον εαυτό του κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο ηλεκτρικού μπλε, του χρώματος της κατάθλιψης, με τις κουρτίνες κατεβασμένες δίχως να λέει ή να διαβάζει τίποτα. Ο ψυχρός παγερός τόνος του Bowie κάνουν να είναι το κομμάτι το ultimate retreat song (χαρακτηρισμός του ίδιου). Δείχνει λαμπρά την αδιεξοδική συνέπεια της παραμονής του στην Αμερική.
Η τεχνική του Bowie και του συμπαραγωγού του Tony Visconti είναι και η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του δίσκου: το φανκ του Λεπτού Λευκού Δούκα υπάρχει ακόμα, αλλά η ηλεκτρονική οπτική γωνία του Eno έχει αναστατώσει τις μουσικές αισθήσεις του. Μιξάρει το μπάσο πολύ πιο ψηλά από τα προηγούμενά άλμπουμ και κομματιάζει τον ήχο των ντραμς, ιδιαίτερα του snare. Εδώ που τα λέμε διαμελίζει και αποσυνθέτει όλες τις υπάρχουσες ιδέες του: από τους στίχους έως τα ριφς και την ενορχήστρωση. Ο Bowie των επιδέξιων μελωδιών γίνεται ο Bowie των στίχων που καταντούν λάιτ-μοτίφ, ακόμα και σε τρίλεπτα τρακ (προσέχτε το ρόλο του ημι-ρεφραίν ‘Sometimes I Get To Lonely’ στο Be Μγ Wife).
Όσο για την φημισμένη δεύτερη πλευρά: κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει το συναίσθημα της πρώτης ακοής στο συγκεκριμένο Τότε. Και όμως ιδού το θαύμα: αυτοί που μεγάλωσαν με τον Ζίγκυ και ωρίμασαν μαζί με τον Bowie κατάλαβαν το νόημα της προσπάθειάς του να δώσει μουσική μορφή στα άγχη του. Σιγά σιγά όμως η δεύτερη πλευρά του Low – τέσσερα ηλεκτρονικά, δύσκολα ινστρουμένταλς – έγινε εκπληκτικά καταληπτή από ένα κοινό που είτε είχε ηρωοποιήσει τον Bowie, είτε τον θεωρούσε σαν ένα κενό τραβεστί. Μερικοί μάλιστα την θεώρησαν – και την θεωρούν ακόμη – σαν το αριστουργηματικό σινεματικό soundtrack της πρώτης του ταινίας The Man Who Fell To Earth που ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε.
Πιστός στα πιστεύω του ο Bowie μιλάει για την ψυχική αποξένωση που νιώθει στο Βερολίνο όντας στο κατώφλι της των τριάντα με τον μόνο τρόπο που θεωρεί γνήσιο: αποξενώνοντας τον ίδιο τον ακροατή μέσω της μουσικής του. Είναι τεράστια η αμηχανία που νιώθει κανείς αν ακούσει το Warszawa, το Subterraneans ή το Weeping Wall με κάποιον άλλον μαζί. Η δεύτερη πλευρά του Low με το βογκητό των συνθεσάιζερς, τα ουρλιαχτά της κιθάρας και τα απόκοσμα φωνητικά, ακούγεται καλύτερα με ακουστικά, σε 10/10 ένταση, στο σκοτάδι.
Δοκιμάστε το και, αν επιζήσετε από την εμπειρία, θα έχετε γίνει κατά πολύ σοφότεροι…
malathronas.com // twitter.com/malathronas // facebook.com/John.Malathronas