Οι δίσκοι τους στο μικροσκόπιο

Midnight Hop 7’’ [Art Nouveau, 1985 / Blind Bastard Reissue, 2007]

H επανακυκλοφορία του πρώτου αυτού 7’’, πριν από 6 πλέον χρόνια, στάθηκε, όπως επιβεβαιώνει και ο Alex K. , η αφορμή για να πάρει μπρος η δεύτερη περίοδος των Last Drive, η οποία και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Με απλές κιθαριστικές γραμμές, έξυπνη «πίσω» μελωδία, ψιθυριστές κραυγές πάνω στο μικρόφωνο και ψυχραιμία στην ανορθόδοξη rhythm section,  το “Midnight Hop” δεν είναι φυσικά το καλύτερο τραγούδι των Drive, συνολικά όμως αυτό το 7’’ –πέραν της νοσταλγικής του αξίας- αναδεικνύει ακόμη και σήμερα τις αρετές μίας μπάντας αποφασισμένης να επενδύσει πρωτίστως  στις παραδοσιακές rock ‘n’ roll αξίες  και μάλιστα με κάθε τίμημα (όπως και έγινε τελικά). Η Art Nouveau ανήκε(ι) φυσικά στον Νίκο Κοντογούρη, ο οποίος πίστεψε εξ αρχής στην μπάντα και της «χάρισε» το πρώτο της βινύλιο.

Underworld Shakedown [Hitch Hyke, 1986]

Ενώ τραγούδια όπως τα “Night Of The Phantom” και “Valley Of Death” αντέχουν στο χρόνο, ακριβώς εξαιτίας της φορμαλιστικής τους εμμονής, συνολικά το Underworld Shakedown (που περιέχει και τη δική τους άποψη επάνω στο “Misirlou”) ακούγεται σήμερα σαν προσπάθεια του συγκροτήματος να ξεμπερδέψει με την πρώτη και με τόλμη με τα σημεία αναφοράς του, να περιχαρακώσει την αισθητική του και με αυτό τον τρόπο, να μπορέσει να την απογειώσει αργότερα και όταν πραγματικά θα έρθει η ώρα να το κάνει,  ακόμη και πετσοκόβοντας την. Οι Drive αυτού του δίσκου είναι ένα υποδειγματικό garage rock σχήμα, που όμως περισσότερο επιβιώνει, παρά αναβιώνει το είδος, με τη συνδρομή της rhythm section να παραμένει και εδώ υποτυπώδης. Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί  της πρώτης περιόδου διαφωνούν ασφαλώς και κατά παράδοση επί των ανωτέρω, αλλά η ιστορία απέδειξε ότι οι Drive ήταν πολλά περισσότερα από αυτόν εδώ το δίσκο. Χωρίς αυτό το δίσκο όμως, είναι σίγουρο ότι δεν θα ήταν ποτέ οι Last Drive, όπως τελικά συνεχίζουν να μας συστήνονται μέχρι σήμερα.

Heatwave [Hitch Hyke, 1988]

«Το garage είναι ίσως το πιο συντηρητικό παρακλάδι του ροκ. Παραμένει πεισματικά εκτός εξελίξεων, τα συγκροτήματα δε και οι οπαδοί τηρούν με υπερηφάνεια την σκληροπυρηνική αυτή στάση και χωρίς κόπο καταδικάζουν κάθε “προδότη”. Μεγάλες του είδους μπάντες, όπως οι Fuzztones, έχουν περάσει από καιρού τα όρια του γραφικού, κάθε νέο άλμπουμ τους είναι εγγυημένα αδιάφορο και συντηρούνται με την “ενέργεια” των ζωντανών εμφανίσεων. Καμία μεγάλη garage μπάντα δεν κατάφερε να εξελίξει τον ήχο και την αισθητική της. Καμία εκτός από τους Last Drive.

Δεν έχει κανένα νόημα όμως να αναζητήσεις την μετεξέλιξη αν πρώτα δεν έχεις αγγίξει κάποιο ζενίθ. Διαφορετικά είσαι τυχάρπαστος χαμαιλέοντας που ψάχνει την τύχη του αλλού από εκεί όπου απέτυχε. Και οι Last Drive άγγιξαν ένα ατόφιο ζενίθ, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τη μουσική, η οποία τους έδωσε αφορμή και λόγο να ανέβουν σε σκηνές και να μπουν σε στούντιο. Το Heatwave -με τη γαλήνη των είκοσι ετών που έχουν περάσει από την κυκλοφορία του- κατέχει πλέον ξεχωριστή θέση όχι μόνο στη δισκογραφία των Drive, αλλά και ανάμεσα στα αριστουργήματα του garage rock, όπως αυτό αναγεννήθηκε στη δεκαετία του 80 και πέθανε μαζί με αυτή.

Στην παραγωγή και πάλι το ίδιο το συγκρότημα, που με αυτόν τον τρόπο καθοδηγεί σφιχτά τον ήχο του και -το σημαντικότερο- δεν απομακρύνεται από την αίσθηση της “live” απόδοσης των πραγμάτων. Συνήθως ως παραγωγός του δίσκου αναφέρεται ο Peter Zaremba των Fleshtones (=η αγαπημένη garage μπάντα του Peter Buck των R.E.M.), ο οποίος μάλιστα σε μια προ αιώνων εμφάνιση του γκρουπ στο Ρόδον είχε αναλάβει και χρέη τραγουδιστή. Η νεότερη άποψη τον θέλει απλά να έχει επιμεληθεί το τελικό remixing του δίσκου. Ακούγοντας κανείς τις “απολιθωμένες” ηχογραφήσεις των Fleshtones κλίνει προς αυτήν.

Από εκεί και πέρα και μέχρι το τέλος, το Heatwave προχωράει ορμητικά και ερμητικά οριοθετεί τα όρια του είδους στο οποίο ανήκει. Εδώ και πολλά χρόνια οποιοδήποτε άλλο garage άλμπουμ μου ακούγεται “λίγο” σε σύγκριση με το Heatwave. Κυρίως πάντα λόγω της πραγματικά σπουδαίας στόφας των τραγουδιών του. Σαν να υπήρχε μια μεγάλη συνθετική ομάδα από πίσω (σε στυλ Motown κι έτσι) που έγραψε όλα αυτά τα μικρά κλασσικά αριστουργήματα και τα χάρισε στους Drive για να το ποτίσουν στην ούτως ή άλλως θρυλική δύναμη και ενέργεια τους.»

Στην πρώτη εμπύρετη περίοδο της επιστροφής των Last Drive, αυτά έγραφα στο Mic.gr για το Heatwave και αν υπάρξει ανάγκη μετά από 10 χρόνια αυτά θα ξαναγράψω. Δίσκος που κάθε φορά που τον ακούς και κάθε χρονιά που περνάει, όχι μόνο δεν ξεθωριάζει, αλλά αντίθετα αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο ουσιαστικός. Για εμένα το garage rock άρχισε και τέλειωσε εδώ.

Time EP [Hitch Hyke, 1989]

Τα “Black Limo” και “Have Mercy” είναι τραγούδια σήματα-κατατεθέντα για τους Last Drive, τον ήχο, την αισθητική τους, το στυλ τους, τη στάση τους απέναντι στο rock ‘n’ roll και τις ανάγκες του, την ανελέητη διασκέδαση στην οποία «κατρακυλούν» οι συναυλίες τους από ένα σημείο και μετά (ανεξαρτήτως τεχνικής διέγερσης…) και εν γένει για την ίδια τους την ύπαρξη και το νόημα. Ειδικά το δεύτερο θα μπορούσαν να το είχαν γράψει οι Jagger & Richards στην περίοδο της πιο αβίαστης δημιουργικότητας τους και να το είχαν παραδώσει στους Καλοφωλιά-Καρανικόλα, για να το διατηρήσουν ανέπαφο από κάθε είδους μεγαλομανία, που έμελλε να ακολουθήσει. Κάθε live των Drive, που τέλειωσε χωρίς να ακουστεί η φράση «Push Me Baby To The End Of The World/ Kiss Me Baby You’re So Far From The Score», παραμένει έκτοτε αιώνια ημιτελές, αναζητώντας το πραγματικό του encore.

Blood Nirvana [Hitch Hyke, 1990]

Αυτός ο δίσκος με το Heatwave απέχουν χρονικά δύο χρόνια και… μία ολόκληρη δεκαετία. Και αυτό το εξυπνακίστικο τρικ αποδίδει όσο να πεις με κάποιον τρόπο τις – όχι ακόμη τρικυμιώδεις, αλλά πάντως συνταρακτικές- αλλαγές, που έλαβαν χώρα στον ήχο των Last Drive, σε αυτή την διττά ερμηνευόμενη χρονική περίοδο. Η αισθητική και το καλά κατοχυρωμένο στυλ του συγκροτήματος παραπέμπουν στους Last Drive της πρώτης περιόδου και ικανοποιούν (ακόμη) το εγχώριο κοινό περί garage δικαίου αίσθημα. Πάντως,  σε τραγούδια  όπως το “Holy War” η μπάντα  αποκτά ήδη από τώρα το  ατόφια σκληρό  της πρόσωπο (και όχι απλά προσωπείο, όπως θα αποδειχτεί).

Ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους μέχρι σήμερα παραμένει το “Overloaded”, που πρόωρα συγκεντρώνει σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά, τους Drive όλων των περιόδων (ακόμη και αυτών που δεν είχαν έρθει ακόμη) και ταυτόχρονα «ακυρώνει» τη θεωρία ότι υπάρχουν διάφοροι περίοδοι στην ιστορία του συγκροτήματος, καθότι η στόχευση ήταν και είναι πάντοτε η ίδια, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι επιτυγχάνεται σώνει και καλά μέσα από τον ίδιο δρόμο. Οι κιθαριστικοί δρόμοι, πάντως,  γίνονται σταδιακά πιο πολύπλοκοι, η rhythm section αλλάζει πλάνο και σιγά- σιγά προχωράει και αυτή προς το προσκήνιο, τα παθιασμένα ρεφρέν συνεχίζουν και είναι το σήμα κατατεθέν τους και η υπόθεση rock ‘n’ roll στο πρόσωπο των Last Drive είναι πλέον ξεκάθαρο ότι έρχεται αντιμέτωπη με ζόρικους τύπους, που παρότι αμφισβητούν ανοιχτά την παραδοσιακή της καθαρότητα, εν τούτοις δεν το έχουν σε τίποτε να στήσουν για μία ακόμη φορά ένα τρικούβερτο rock ‘n’ roll γλέντι με όλα τα απαιτούμενα της παράδοσης στοιχεία για κάτι τέτοιο.

Στιχουργικά, πάντως, τόσο εδώ, όσο και διαχρονικά στην πορεία τους, οι Last Drive, δεν περιορίζονται στο μυθοπλαστικό rock ‘n’ roll χαβαλέ, με σεξ, ντραγκς και αυτοκίνητα (που πάντως δεν λείπουν από τον κόσμο τους- και καλά κάνουν), αλλά αντιλαμβάνονται με ικανότατο τρόπο τον αστικό πόλεμο και την ταξική αταξία, η οποία διαταράσσει και τη δική τους σχέση με την πόλη στην οποία κινούνται και δημιουργούν. Η «γαμημένη εντροπία» ήταν εξ αρχής παρούσα στον κόσμο των Drive, ακόμη και προτού δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο την παρουσία της. Παρότι φαινομενικά απέχουν από την ξεκάθαρα πολιτική προβληματική και την σχεδόν στρατευμένη στάση σχημάτων όπως οι Αδιέξοδο και οι Deus Ex Machina, οι Drive επί της ουσίας δρουν και κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, φιλτραρισμένο σε έναν παράλληλο δικό τους rock ‘n’ roll  κόσμο, που αρνείται να ξεφτίσει παράλληλα με την φθορά του πραγματικού.

Στην επόμενη σελίδα: F*head Entropy, Subliminal, Heavey Liquid, News From Nowhere

Page: 1 2

Άρης Καραμπεάζης

Share
Published by
Άρης Καραμπεάζης