Το πιθανότερο είναι ότι αν ρωτήσουμε εκατό διαφορετικούς οπαδούς των Last Drive θα λάβουμε τουλάχιστον 100 διαφορετικές απαντήσεις για αυτόν εδώ το δίσκο. Και αν επαναλαμβάνουμε το ερώτημα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, θα διαφοροποιούνται ακόμη και αυτές. Το είχα αγοράσει ένα-δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του, μαζί με το Heatwave, και ένιωσα συμπυκνωμένη τη σύγχυση (όπως μπέρδεμα, και όχι όπως αγανάκτηση) των επί μακρόν οπαδών τους. Πλέον έχοντας κλείσει κι εγώ από την πλευρά μου μία γεμάτη εικοσαετία συνεχούς ακρόασης και οπαδοσύνης, καταλήγω στη δικαίωση τόσο της παραπάνω σύγχυσης, όσο και της αγανάκτησης.
Ανοίγει η παρένθεση. Εξάλλου μιλάμε για τα τελευταία χρόνια κατά τα οποία το rock ‘n’ roll ήταν χωρισμένο σε εσωτερικά στρατόπεδα, και παρά τις διακηρύξεις περί των αρετών της ομόνοιας και του crossover, ξέρουμε πλέον καλά ότι αυτός ο διαχωρισμός περισσότερο καλό, παρά κακό έκανε στην εξέλιξη του. Σήμερα, που η πρώτη επιλογή των Arcade Fire ως αντιστάθμισμα της ανίας (ή και της άνοιας, πιο σωστά) είναι η καλωδίωση του James Murphy, ο Bobby Gillespie έρχεται να διορθώσει το ιστορικό λάθος και να επισημάνει ότι ακόμη και εκείνη του Andrew Weatherall δεν ήταν τόσο θέμα επιλογής, αλλά σωστών-λάθος ναρκωτικών,. Συνεπώς, όχι μόνον δεν θα πάμε μπροστά όντας αγαπημένοι, απλά θα βαριόμαστε όλοι μαζί ακόμη περισσότερο καθώς φαίνεται. Κλείνει η παρένθεση.
Το άλμπουμ ξεκινάει με ένα μπουκωμένο «rollin’», για τις ανάγκες του μνημειώδους πλέον “Shot With Crystal Balls In My Head” και από εκεί και πέρα συσσωρεύει και την ίδια στιγμή αποδεσμεύει προς το περιβάλλον του, τεράστιες ποσότητες rock ‘n’ roll ενέργειας, που υπακούει στο πνεύμα των καιρών περισσότερο από κάθε άλλη φορά (ίσως και από κάθε επόμενη, όπως το δει κανείς). Αποκορύφωση –από κάθε άποψη- το “Killhead Therapy”, το πλέον απαιτητικό τραγούδι των μέχρι τότε ηχογραφήσεων τους, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους ακροατές τους. Πολύς λόγος γίνεται εδώ κι εκεί για την μεταλλοποίηση των Last Drive (οι ίδιοι θα πουν αρκετές φορές και σε ελεύθερη απόδοση «δεν παίζουμε metal, γιατί απλά εκτός των άλλων δεν έχουμε την τεχνική διάθεση και ικανότητα για αυτό»- αποδεχόμενοι και αποκρούοντας τις «κατηγορίες» ταυτόχρονα), αυτό όμως που ουσιαστικά συμβαίνει είναι η σχεδόν ελεύθερη βουτιά της μπάντας σε ένα υγιώς σκεπτόμενο ψυχεδελικό ροκ, που είτε ακουμπάει σε μεταλλικά άκρα, είτε διαμορφώνει επιτέλους ελεύθερα τις 70s καταβολές του, δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι συντάσσεται ιδανικά με την ψυχεδελική μουσική επικαιρότητα, που έμελλε να αναδειχτεί ακριβώς 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του!
Μέσα σε όλα αυτά και πίσω από τις μεταλλικές γρίλιες, με τραγούδια όπως το “8Ball”, οι Drive υπογραμμίζουν ότι το νήμα που ξεκίνησε με την κυκλοφορία του Midnight Hop, παραμένει πάντοτε το ίδιο έστω και αν στη πορεία χρειάστηκε να πάρει μέχρι και τη μορφή σύρματος, για να παραμείνει πάντοτε αρραγές στην ούτως ή άλλως ουτοπική αναζήτηση της ιδανικής rock ‘n’ roll άκρης του.
«Το Subliminal είναι ένας ανήσυχος rock ‘n’ roll δίσκος, με απόηχους της θορυβώδους ψυχεδελικής περιόδου των Drive και με τα απαραίτητα μόνο θραύσματα της garage’ n’ roll εμμονής, που τους ανέδειξε (και δεν πρέπει να υποτιμάται). Επιταχύνει σε μετρημένες, αλλά απαραίτητες περιπτώσεις, αλλά κυρίως σέρνεται ηδονικά σε κιθάρες που σχεδόν διαφιλονικούν και σε διαλογικές προτάσεις στα φωνητικά, που καταλήγουν έως και ερεθιστικές για τον ανοιχτόμυαλο ακροατή του. Το Blood From A Stone είναι καλύτερο από τα περισσότερα εύκολα χιτ των Monster Magnet και το Skin είναι μέσα στις πέντε καλύτερες συνθετικές στιγμές των Drive, ενώ το αντίρροπο του παρακάτω στο δίσκο, Helmet Head, θυμίζει την προαιώνια ρήση περί του rock ‘n’ roll, που μόνο ως τέτοιο στέκει, οπότε μην το γαμάς σαν να είναι βαριά φιλοσοφία. Ο δίσκος κλείνει με το οχτάλεπτο 20.000 miles, στη διάρκεια του οποίου η μπάντα αποχαιρετά (προσωρινά ως αποδείχτηκε) τον μάταιο τούτο rock ‘n’ roll κόσμο, αφήνοντας πίσω της μία αίσθηση ενδοεταιρικού improvisation με όλα τα μαχαίρια πάνω στο τραπέζι.»
Τα υπόλοιπα στα ενδότερα της Popaganda και στη στήλη Rumore Bianco, λίαν προσφάτως. Τι άλλο να πούμε δηλαδή;
Δεν το είχε προσέξει (σχεδόν) κανείς, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της απουσίας των Last Drive, μέχρι και την επιστροφή τους κάπου μετά τα μέσα των 00s, και παρά την άνευ ετέρου ανασυγκρότηση της ελληνικής σκηνής, που μεταξύ άλλων επέφερε και την –καθώς φαίνεται μόνιμη- εδραίωση του αγγλόφωνου εγχώριου ροκ, υπήρξε ουσιαστικό έλλειμμα σε ατόφιο και παραδοσιακό rock ‘n’ roll, με τον τρόπο που –τελικά- μόνο εκείνοι κατάφεραν να το εκφράσουν εντός συνόρων. Με ελαττώματα και προτερήματα, χωρίς ακρότητες και υπερβατικούς πειραματισμούς τελικά (δεκαεφτά χρόνια μετά ακόμη και το F*head Entropy είχε ταυτιστεί αρμονικά με τον θρύλο της μπάντας), αλλά πάντοτε με την ίδια εμμονή από ανθρώπους που αποφάσισαν να ζήσουν την rock ‘n’ roll ζωή για την πάρτη τους και μόνο και χωρίς ποτέ να υποπέσουν σε συμπτώματα είτε αλαζονικής, είτε επιδεικτικά παρακμιακής συμπεριφοράς, οι Drive τελικά επέστρεψαν πρώτα επί σκηνής και στη συνέχεια στο στούντιο. Και το βάρος δόθηκε από όλους στην πρώτη επιστροφή.
Το Heavy Liquid δεν είναι ο δίσκος που έλειπε από τον μύθο των Last Drive και αυτό δεν έχει αλλάξει τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Η ορμή είναι μετρημένη, αλλά όχι σώνει και καλά περιορισμένη. Οι ταχύτητες διατηρούν την ατμοσφαιρική διάσταση που είχε προσδώσει στα χρόνια της απουσίας η αύρα των Earthbound, ενώ και η εμπειρία των Blackmail, προσφέρει στους αναγεννημένους Drive την ενθύμηση ότι η μουσική γύρω από αυτούς διαρκώς κινείται και αλλάζει και διαρκώς παραμένει η ίδια και όλο η ίδια μένει (άλλωστε και ο Νίκος Παπάζογλου ροκ παραγωγός ήτανε κατά βάση). Δεν ασχολήθηκα εκτενώς μαζί του κατά το χρόνο της κυκλοφορίας του, παρασυρόμενος κύρια στο διονυσιασμό που επέβαλλαν οι ζωντανές εμφανίσεις σε διάφορα μέρη και χρόνους. Εδώ και περίπου ένα χρόνο έλαβε θέση σε –παραδόξως για δίσκο των Last Drive- νυχτερινές ακροάσεις, χωρίς την αναζήτηση της επιβεβαίωσης των εκρήξεων, που απαιτούν οι πιο βιωμένες δισκογραφικές στιγμές τους και –κατά το αφόρητο κλισέ- κερδίζει τη μάχη του με τον χρόνο.
Το hyper-cool κλείσιμο με το “Alabama Blues” (όπως συνέβη λίγο αργότερα και με το εκπληκτικό “Hermione’s Sleep Song” στη δισκογραφική επιστροφή των Blackmail ως BLML), τονίζει με τον καλύτερο τρόπο ότι η έννοια της rock ‘n’ roll ωρίμανσης δεν είναι κάτι που έχει σώνει και καλά εφευρεθεί από τα δελτία τύπου των δισκογραφικών για να δικαιολογηθεί όπως- όπως η απώλεια της πραγματικής έμπνευσης. Ενίοτε συμβαίνει αυτό που έγραψε ο Χρήστος Αναγνώστου για το The Gift των τελευταίων, ταιριάζει όμως γάντι και σε αυτή την περίπτωση, που πάντως προηγήθηκε χρονικά : «Με το πέρασμα του χρόνου κάποιοι ωριμάζουν, επενδύουν στη jazz, στη yoga και ίσως κάνουν και κάνα μάθημα ιστιοπλοΐας. Υπάρχουν όμως και αυτοί που επιλέγουν άλλο είδος ωρίμανσης. Παίρνουν αυτό που έκαναν καλά, το ξεσκονίζουν, το περιποιούνται, το εμπλουτίζουν και μας το προσφέρουν.»
Μισό βήμα υποχώρησης προς τα ιδανικά των πρώτων ημερών για τους Last Drive, πολλά βήματα μπροστά στον ανανεωμένο ενθουσιασμό των βετεράνων οπαδών τους, αλλά και των νεόκοπων καθώς αποδείχτηκε, διότι τα ιδανικά του garage, στη χώρα μας κινούνται –ως γνωστόν στα όρια του ιερού και του όσιου.
To News From Nowhere, τόσο από άποψη μορφής (το EP επανέρχεται εν γένει δυναμικά, σε μια εποχή που αμφισβητείται –ίσως και δικαίως εν μέρει- η αξία του LP), όσο και από άποψη περιεχομένου, οριοθετεί την υπόθεση Last Drive στις κυρίως ορέξεις των οπαδών τους, που θέλοντας και μη έχουν γίνει το εναπομείναν θέλω και της ίδιας της μπάντας. Τα τραγούδια είναι υποδεέστερης δυναμικής από αυτά του Heavy Liquid, ενώ το “Butterfly 69”, με την υπερβολικά ευπρόβλεπτη μελωδία του, αποκαλύπτει μια μπάντα που εκτός από τις ρίζες της, αναζητάει και τα αφελή λάθη του παρελθόντος της και στην περίπτωση Last Drive, υπάρχουν και σε αυτό μπόλικα δεύτερα νοήματα για να φιλοσοφήσει κανείς. To αμέσως επόμενο “Black Rain” ακούγεται σαν βελτιωμένη συνέχεια του, με περισσότερη επεξεργασία στην κιθαριστική του ράχη, γενικώς όμως το εν λόγω EP καθίσταται απαραίτητο περισσότερο ως κυκλοφορία, παρά ως άκουσμα.
Page: 1 2