Μέσα στην πολύβουη και φολκλορικά τουριστική Πλάκα λίγα σκαλάκια σε οδηγούν στα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου, την ιστορική ταβέρνα που άνοιξε το 1865, δηλαδή μετράει 152 χρόνια ζωής.
Εκεί θα σας υποδεχθεί η κ. Βίλλυ Δαμίγου, σημερινή ιδιοκτήτρια της ταβέρνας και 4η γενιά της οικογένειας καθώς το μαγαζί το άνοιξε η θεία της γιαγιάς της. Η καταγωγή της οικογένειας της είναι από τη Σαντορίνη γι’ αυτό θα δείτε στους τοίχους της ταβέρνας γκραβούρες και χάρτες του νησιού.
Αρχικά το μαγαζί λειτουργούσε κυρίως ως μπακαλοταβέρνα, όπως άλλωστε ήταν το σύνηθες εκείνη την περίοδο, έως ότου πέρασε στα χέρια του παππού της κ. Δαμίγου, εκεί στις αρχές του 20 αιώνα όπου μετατράπηκε αμιγώς σε ταβέρνα με σπεσιλιατέ τον μπακαλιάρο εκ Νορβηγίας. «Ο παππούς ήθελε να διαφοροποιηθεί από τις υπόλοιπες κλασικές ταβέρνες της περιοχής και έτσι σκέφτηκε να σερβίρει ως σπεσιαλιτέ τον φρέσκο μπακαλιάρο Νορβηγίας που ούτως ή άλλως εμπορευόταν».
Ποιο είναι το μυστικό όμως και ο μπακαλιάρος στην ταβέρνα του Δαμίγου είναι τόσο νόστιμος; «Πολύ σημαντικό είναι ότι πρόκειται για φρέσκο και όχι κατεψυγμένο. Έρχεται σε μεγάλα τριγωνικά κομμάτια που έχουν μέγεθος σχεδόν όση η επιφάνεια ενός τραπεζιού μας και μέσα στο αλάτι για να συντηρείται. Φιλετάρουμε ώστε να μην έχει κόκκαλο, βέβαια εδώ να πω ότι πάντα καλό είναι να είμαστε προσεκτικοί όταν τρώμε ψάρι όσο καλό κι αν είναι το φιλετάρισμα υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει κάτι κι ας είναι σπάνιο αυτό, και μετά τον ξαλμυρίζουμε για 2-3 ημέρες και τον τηγανίζουμε σε κουρκούτι ώστε να είναι τραγανός απέξω και τρυφερός από μέσα. Έχουμε 2-3 μυστικά στο κουρκούτι, που μας τα έμαθαν ο παππούς και η γιαγιά έτσι ώστε να έχει την καλύτερη γεύση». Τις προάλλες μάλιστα ο Έλληνας χονδρέμπορος που φέρνει τον μπακαλιάρο στην Ελλάδα έφερε στην ταβέρνα τον Νορβηγό που αλιεύει τους μπακαλιάρους και αυτός «ενθουσιάστηκε από τον τρόπο που τον επεξεργαζόμαστε και μας είπε χαρακτηριστικά ότι είναι ο καλύτερος ξαλμυρισμένος μπακαλιάρος που έχει δοκιμάσει».
Και όντως ο μπακαλιάρος είναι εξαιρετικός όπως και η σκορδαλιά, ο ταραμάς και ο μαριναρισμένος και πικάντικος λόγω μπούκοβου γαύρος που έρχονται στο τραπέζι. Όλα όσα σερβίρονται στα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου παρασκευάζονται μέσα στην κουζίνα του μαγαζιού. Πολύ καλό είναι και το χύμα κρασί του, παλιότερα το παρασκεύαζαν μέσα στο μαγαζί, τώρα πια το παρασκευάζουν στα Μεσόγεια αλλά στον πίσω χώρο έχουν παραμείνει τα βαρέλια.
Λόγω του ότι το μαγαζί μένει κλειστό τους καλοκαιρινούς μήνες η πελατεία είναι κυρίως Έλληνες και πολύ λιγότερο τουρίστες. Έτσι έχει καταφέρει να διατηρήσει γνήσια την αρχική του κουζίνα χωρίς εκπτώσεις αν και έχει εμπλουτίσει το μενού του. «Έρχονται βέβαια και ξένοι και δοκιμάζουν τον μπακαλιάρο μας, βλέπω ότι ειδικά οι Ιάπωνες ενθουσιάζονται. Το ενδιαφέρον είναι ότι έρχονται και θαμώνες που ήταν γνώριμοι του παππού μου, δηλαδή μας προτιμούν εδώ και 40 χρόνια, έρχεται όμως και νέος κόσμος που ψάχνει για κάτι διαφορετικό. Το βλέπω μάλιστα, ότι αν και ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, η τάση είναι και πάλι τα μαγαζιά που μπορούν να γίνουν το στέκι σου, που θα νιώσεις ότι όλοι μπορούν να γίνουν μια παρέα».
Μια παρέα γινόντουσαν και όσοι ήταν παλιά τακτικοί θαμώνες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ορέστης Μακρής, δεύτερος ξάδερφος του παππού της κ. Δαμίγου, και μάλιστα κάποιες σκηνές του «Μεθύστακα» έχουν γυριστεί μέσα στα Μπακαλιαράκια. Κι άλλοι ηθοποιοί αγαπούσαν την ταβέρνα του Δαμίγου μεταξύ αυτών ο Μάνος Κατράκης, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Τζένη Ρουσσέα, ο Αλέκος Τζαννετάκος, η Ζωζώ Σαπουντζάκη ενώ ο Γιώργος Τσιτσόπουλος ήταν συμμαθητής και αδερφικός φίλος του πατέρα της, παλιοί δήμαρχοι Αθηναίων και πολιτικοί. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει «Εδώ δεν ερχόμαστε για να φάμε μπακαλιάρο, ερχόμαστε για να προσκυνήσουμε».
Μια ιδιαίτερη μαρμάρινη κολώνα δεσπόζει στο κέντρο του μαγαζιού και ουσιαστικά είναι αυτή που το στηρίζει. Δεν ξέρουμε τη χρονολογία της πάντως σίγουρα μετράει αρκετούς αιώνες στην πλάτη και όσοι μπαίνουν για πρώτη φορά στο μαγαζί τη φωτογραφίζουν ενθουσιασμένοι.
Έχει ζήσει τόσα πράγματα αυτό το μαγαζί, τους τοίχους του κοσμούν και σκίτσα που το απεικονίζουν και είναι προσφορά των θαμώνων που οικειοθελώς το αποτύπωσαν, μεταξύ αυτών κι ένας Ιταλός καθηγητής αρχιτεκτονικής στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
«Από τα πιο συγκινητικά πράγματα που έχω ζήσει εδώ είναι όταν πέρσι το καλοκαίρι ένας κύριος με αναζήτησε. Είχε έρθει από την Αμερική όπου ζει και μου έφερε ένα απόκομμα της Καθημερινής με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου του 1955 που είχε αφιέρωμα στα Μπακαλιαράκια. Στο άρθρο απεικονίζεται ο δημοσιογράφος με τον παππού μου και αυτός που ήρθε ήταν ο ανιψιός του δημοσιογράφου, μου έδωσε το απόκομμα και μου ζήτησε να το κρατήσω στο αρχείο μου. Το μαγαζί μας έχει πλούσια ιστορία και είναι πλημμυρισμένο με αναμνήσεις».