Στην αρχή ήταν εγκαταλειμμένες αλάνες στην αδόμητη πόλη, ύστερα άδεια οικόπεδα, αγωγοί αέρα και φωτός ανάμεσα σε πολυόροφες πολυκατοικίες στις αστικές γειτονιές, καμιά φορά ανοιχτές ταράτσες χειμερινών κινηματογράφων. Κάπως έτσι χωροθετήθηκε αυτό το κατά βάση ελληνικό φαινόμενο των θερινών σινεμά. Διέξοδος φθηνής λαϊκής ψυχαγωγίας, κατά τους ζεστούς μήνες του ελληνικού καλοκαιριού, όταν μπορούσες να επιλέξεις μόνο ανάμεσα στον ανεμιστήρα του σπιτιού σου ή στην δροσιά ενός μυστικού κήπου της πόλης.
Μοναχικοί τύποι ή παρέες φασαριόζικες, ερωτευμένα ζευγαράκια ή φιλενάδες από την δουλειά, μαθητές σε διακοπές από το σχολείο, υπάλληλοι του δημοσίου με τις συζύγους τους, απένταροι φοιτητές, αλλά και οι καθηγητές τους, όλοι αυτοί απολάμβαναν να βλέπουν στο άσπρο πανί μοιραίες γυναίκες και παράτολμους άντρες χαμένους σε περιπετειώδεις αναζητήσεις μεταξύ του νοήματος της ζωής και της ευτυχίας της αληθινής αγάπης. Δράμα ή γέλιο, Χόλυγουντ ή νουβέλ βαγκ, κουλτούρα ή σασπένς, ανακατεμένα με ποπ κορν, μπύρα, ψιθύρους και τσιγάρο.
Λίγοι θερινοί έχουν απομείνει στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών, λόγω επέλασης των μούλτιπλεξ και λόγω της σταδιακής αλλαγής του τρόπου ζωής των Νεοελλήνων. Ανάμεσα σε αυτούς, το Παλάς και η Όασις στο Παγκράτι, η Αθηναία στο Κολωνάκι, το Σινέ Παρί στην Πλάκα, και φυσικά το διάσημο πια Θησείον στον πεζόδρομο του Αποστόλου Παύλου, το καλύτερο σινεμά του κόσμου, σύμφωνα με το αμερικάνικο δίκτυο CNN. Τελικά όμως είτε βλέπεις την ταινία σου με θέα την Ακρόπολη στην Πλάκα ή στο Θησείο, είτε δίπλα στη θάλασσα, όπως στο θερινό Αέλλω της Ραφήνας, ή σε μια άδεια αλάνα κάτω από τους ευκάλυπτους, όπως στην θερινή Κινηματογραφική Λέσχη της Ελευσίνας, αυτό που χαρακτηρίζει την απόλαυση στο θερινό σινεμά είναι η φευγαλέα αίσθηση ότι, έστω κι αν δεν πρόκειται να γευτείς ποτέ την λάμψη ενός σταρ, είσαι ελεύθερος να χαθείς για λίγο ανάμεσα στα αστέρια του καλοκαιρινού ουρανού που τρεμοπαίζουν πάνω από το κεφάλι σου.