Το όνομα του προέδρου είναι γνωστό από χθες: Προκόπης Παυλόπουλος. Εδώ όμως δε θα ασχοληθούμε με το πρόσωπο αλλά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως θεσμό. Τι κάνει τέλος πάντων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και είναι τόσο σημαντικός;
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί ιστορικά συνέχεια του θεσμού της Βασιλείας, η οποία και καταργήθηκε στη χώρα μας με το Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008, έπειτα από δημοψήφισμα, στο οποίο τα 2/3 του ελληνικού εκλογικού σώματος είπαν να στείλουν τους Γλύξμπουργκ για μόνιμες διακοπές και φιλανθρωπίες.
Το Σύνταγμα του 1975 παρείχε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ευρείες αρμοδιότητες, οι οποίες ήταν εν πολλοίς οι εξουσίες που είχε ο Βασιλιάς από το Σύνταγμα του 1952. Οι αρμοδιότητες του περιορίστηκαν αισθητά με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Στόχος της τότε ελληνικής Κυβέρνησης ήταν ο περιορισμός των εξουσιών του Προέδρου, έτσι ώστε να μην αναμιγνύεται στην πολιτική ζωή της χώρας. Ήταν ακόμη νωπή η ιστορική εμπειρία της ενεργής ανάμειξης του Παλατιού στις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων. Η αναθεώρηση του 1986 οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στο πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό σύστημα που γνωρίζουμε σήμερα.
Τι λέει όμως το Σύνταγμα για τον Πρόεδρο;
Ο καταστατικός χάρτης του πολιτεύματος αφιερώνει στο ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας το δεύτερο Τμήμα του τρίτου Μέρους του (άρθρα 30-50), όπου και καθορίζεται η αρχιτεκτονική του θεσμικού πλαισίου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Πρόκειται για διατάξεις με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, οι οποίες ωστόσο δεν στερούνται πολιτικής ουσίας.
Σύμφωνα με το αρθρ. 30 παρ. 1 Συντ., «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος», ενώ το ίδιο άρθρο ορίζει ότι μόνο μία φορά μπορεί να επανεκλεγεί Έλληνας πολίτης στο ύπατο αυτό αξίωμα. Κάτι σαν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ δηλαδή.
Τι θα πρέπει να ξέρει ο απλός πολίτης σχετικά με την αρχιτεκτονική των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας;
Ανάμεσα στις σημαντικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ο διορισμός του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, η παροχή των διερευνητικών εντολών, η διεθνής εκπροσώπηση του Κράτους, η κήρυξη πολέμου και η συνθηκολόγηση ειρήνης, η σύγκληση και η διάλυση της Βουλής, η έκδοση και η δημοσίευση των νόμων, καθώς και η έκδοση διαταγμάτων. Για τις αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας μιλήσαμε με τον κ. Κώστα Χρυσόγονο, καθηγητή Συνταγματικού δικαίου του τμήματος Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ευρωβουλευτή με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μας είπε πως «σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε, μέσα από τη συγκριτική έρευνα σε κοινοβουλευτικά συστήματα όπως το δικό μας, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιφορτίζεται με τεσσάρων ειδών αρμοδιότητες: Πρώτον, αρμοδιότητες διεθνούς παραστάτη, δηλαδή εκπροσώπησής του κράτους απέναντι σε άλλα κράτη, δεύτερον, αρμοδιότητες συμβολικές της ενότητας και συνέχειας του κράτους, τρίτον, αρμοδιότητες ρυθμιστικές του πολιτεύματος ασκούμενες κατά διακριτική ευχέρεια (π.χ. σε μας η κατά το άρθρο 41 παράγραφος 1 του Συντάγματος διάλυση της Βουλής) και, τέταρτον, ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες όπου προβλέπονται με βάση τις συνταγματικές διατάξεις τέτοιες. Με βάση αυτή την αρχιτεκτονική, στο Σύνταγμά μας στα άρθρα 30 παράγραφος 1, 26 παράγραφος 1 και 26 παράγραφος 2, διακρίνουμε, αντιστοίχως, τις προεδρικές αρμοδιότητες σε ρυθμιστικές, νομοθετικές και εκτελεστικές και οι οποίες διέπονται από συγκεκριμένες αρχές που συνδέονται με τον ίδιο το θεσμό του ΠτΔ. Αυτές είναι ο κανόνας της προσυπογραφής (δηλαδή ο γενικός κανόνας ότι οι πράξεις του Προέδρου αποκτούν κύρος μόνο με την υπογραφή τους από τον αρμόδιο Υπουργό αφού αυτός φέρει εντέλει την ευθύνη και όχι ο ουσιαστικά και κατά βάση ανεύθυνος ΠτΔ), ο κανόνας της δημοσιότητας (δηλαδή ο κανόνας της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως προϋπόθεση για το κύρος των πράξεων του ΠτΔ) και, τέλος, το τεκμήριο της αναρμοδιότητας αφού ο ΠτΔ έχει μόνο τις απονεμόμενες σε εκείνον από το Σύνταγμα αρμοδιότητες και καμία άλλη».
Αν σκοπεύετε να θέσετε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι απαιτείται να έχετε συμπληρώσει 40 χρόνια ζωής σε αυτόν τον πλανήτη και να είστε Έλληνας πολίτης για τουλάχιστον πέντε χρόνια, με ελληνική καταγωγή είτε από μητέρα είτε από πατέρα.
Τη διαδικασία εκλογής Προέδρου, η οποία ρυθμίζεται στο 32 άρθρο του Συντάγματος, τη γνωρίσαμε καλά τον τελευταίο καιρό, αφού ζήσαμε τις 3 από τις 6 ψηφοφορίες που προβλέπει το εν λόγω άρθρο για την προεδρική εκλογή. Ο θεμελιώδης νόμος του πολιτεύματος προβλέπει αρχικά τρεις ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου, με τις δύο πρώτες να απαιτούν πλειοψηφία 2/3 (200) και την τρίτη 3/5 (180) του συνόλου των Βουλευτών για τη θετική έκβαση της ψηφοφορίας. Αν οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφορήσουν, η Βουλή διαλύεται, προκηρύσσονται εκλογές και η νέα Βουλή εκλέγει Πρόεδρο, με την πλειοψηφία που απαιτείται να είναι πάλι 3/5 (180) του συνολικού αριθμού των Βουλευτών. Πρόκειται για την ψηφοφορία με την οποία εκλέχθηκε ο Προκόπης Παυλόπουλος στο ύπατο αξίωμα. Αν σήμερα δεν εκλεγόταν Πρόεδρος, η επόμενη ψηφοφορία θα απαιτούσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών (151), με την έκτη και τελευταία να αρκείται σε σχετική πλειοψηφία. Κερδίζει δηλαδή όποιος μαζέψει περισσότερες ψήφους.
Έξι ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου. Μήπως είναι πολλές;
«Ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι βαρύτερος από τις αρμοδιότητες των οποίων απολαμβάνει», λέει στην Popaganda ο Γεώργιος Δελλής, Επίκουρος Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος προσθέτει: «Ίσως είναι υπερβολικό να οδηγούμαστε σε εκλογές λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου. Από την άλλη, η ισχύουσα διαδικασία απαιτεί ένα consensus, μία συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, για την προεδρική εκλογή. Αυτό το consensus, είτε επιτυγχάνεται μετά από συμφωνία, είτε μετά από εκλογές και ανάδειξη νέας Βουλής, είναι εξαιρετικά σημαντικό».
Το συνταγματικό πλαίσιο του Προέδρου της Δημοκρατίας παρουσιάζει αδυναμίες που απαιτούν συνταγματική αναθεώρησή του;
Επί του θέματος ο κ. Χρυσόγονος απαντά πως «θα μπορούσε να προβλεφθεί η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται από ένα μικτό εκλεκτορικό σώμα όπου θα συμμετέχουν και εκλεγμένοι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τα πρότυπα που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες (βλ. το άρθρο 54 του Γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου όπου προβλέπεται η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσα από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση η οποία συγκροτείται εξίσου από μέλη του Κοινοβουλίου και από μέλη των τοπικών κοινοβουλίων των κρατιδίων της Ομοσπονδίας). Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή της υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής όταν υφίσταται αδυναμία συγκέντρωσης της απαιτούμενης πλειοψηφίας για την εκλογή ΠτΔ, με βάση το ισχύον σύστημα».
Για τις αδυναμίες του συνταγματικού πλαισίου που αφορούν στον ΠτΔ μας μίλησε και ο Ανδρέας Δημητρόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Θα πρέπει να απαγκιστρωθεί η διαδικασία εκλογής ΠτΔ από τη διάλυση της Βουλής. Θα ήταν προτιμότερο μετά τις τρεις πρώτες ψηφοφορίες να προβλέπεται ψήφιση του Προέδρου από το εκλογικό σώμα και να μην προκηρύσσονται εκλογές. Δε θα ήταν προβληματική βέβαια και η απευθείας εκλογή του ΠτΔ από το λαό. Παρά τα όσα υποστηρίζουν πολλοί, κάτι τέτοιο δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του πολιτεύματός μας ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφού τη φύση του πολιτεύματος καθορίζει όχι ο τρόπος εκλογής του Προέδρου, αλλά οι αρμοδιότητές του». Ο ίδιος υποστηρίζει ακόμη την επαναφορά της εξουσίας που είχε ο ΠτΔ πριν την αναθεώρηση του 1986 να προκηρύσσει δημοψήφισμα αντί να εκδώσει και να δημοσιεύσει τον σχετικό ψηφισθέντα νόμο.
Ποια είναι η συμβολική σημασία του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας;
«Η σημασία του Προέδρου της Δημοκρατίας έγκειται στο ότι αποτελεί κατά το Σύνταγμα τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Είναι κάτι σαν τον διαιτητή. Ένας καλός διαιτητής περνά απαρατήρητος, ενώ ένας κακός καταστρέφει τους κανόνες του παιχνιδιού και γίνεται ο ίδιος αρνητικός πρωταγωνιστής. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρόεδρο, του οποίου η σημασία έγκειται στον συμβολικό του ρόλο. Ένας καλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να περνά απαρατήρητος. Βασική αποστολή του είναι η εξασφάλιση της συνέχειας, της ισορροπίας. Σε τελική ανάλυση είναι το σύμβολο της ενότητας. Αυτή η αποστολή του δεν πρέπει να υποτιμάται ως καθαρά συμβολική και στερούμενη κάθε πολιτικής ουσίας», υποστηρίζει ο κ. Δελλής. Όσον αφορά το συμβολισμό του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κ. Χρυσόγονος υπογράμμισε πως «συμπυκνώνεται στην αναφορά του όρου «ρυθμιστής του πολιτεύματος» στο κείμενο του Συντάγματος. Η έννοια αυτή πρωτίστως σημαίνει ότι ο ΠτΔ θα πρέπει να (αυτο) περιορίζεται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε έναν διαδικαστικού κυρίως χαρακτήρα ρόλο, με στόχο τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας. Με άλλες λέξεις, ο Πρόεδρος οφείλει να επιδεικνύει πολιτική «αχρωματοψία», απέχοντας από κάθε εύνοια ή προτίμηση σε κόμματα, πρόσωπα ή ιδεολογίες, καθώς και από κάθε προσπάθεια παρέμβασης στην κυβερνητική πολιτική. Εάν και εφόσον ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανταποκρίνεται στο ρόλο του αυτόν, αναδεικνύεται σε ζωντανό εκφραστή της ενότητας και συνέχειας της πολιτείας και διαφυλάσσει το «κύρος»του θεσμού, κατακτώντας ευρύτατη αποδοχή στην κοινή γνώμη (έτσι π.χ. δεν είναι τυχαίο ότι ο Κων. Στεφανόπουλος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τα έτη 1995-2005, διατηρούσε σταθερά κορυφαία θέση στις θετικές γνώμες των πολιτών για τα δημόσια πρόσωπα στις σχετικές σφυγμομετρήσεις κατά τη διάρκεια των δύο προεδρικών θητειών του)».
Με τη σειρά του ο κ. Δημητρόπουλος επισημαίνει πως «ο συμβολικός χαρακτήρας του ΠτΔ έγκειται στο ότι αποτελεί τον ανώτατο άρχοντα, ο οποίος αποτελεί το ρυθμιστή και φύλακα του πολιτεύματος. Όμως θα πρέπει να ξέρουμε ότι ο Πρόεδρος απλώς προεδρεύει και δεν κυβερνά και ότι θα πρέπει, ως σύμβολο της ενότητας, να απέχει από εκδήλωση κομματικών προτιμήσεων».
Θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη ανάμειξη με τα εσωτερικά;
«Οι αρμοδιότητες που έχει σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνάδουν άριστα με τη φύση του κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Αν θέλουμε να επεκτείνουμε τις αρμοδιότητες του Προέδρου, θα πρέπει στην πραγματικότητα να μιλήσουμε για νέο Σύνταγμα και πολίτευμα, το οποίο θα είναι όχι προεδρευόμενο όπως το σημερινό, αλλά προεδρικό», υποστηρίζει ο κ. Δελλής. Αρνητικός σε μια πιθανή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας εμφανίζεται και ο κ. Χρυσογονος αφού κάτι τέτοιο θα «απέβαινε εις βάρος του νομοθετικού σώματος τα μέλη του οποίου είναι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του κυρίαρχου ελληνικού λαού. Μια ενδεχόμενη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ θα ήταν ανακόλουθη με την πρόβλεψη έμμεσης εκλογής του από τη Βουλή, έστω και με αυξημένη πλειοψηφία και όχι άμεσα από τον λαό».
Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο κ. Δημητρόπουλος, ο οποίος επισημαίνει πως «αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα με τον Βασιλιά, ο οποίος προκαλούσε προβλήματα με την ανάμειξή του στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Σχετικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας μέχρι σήμερα έφεραν με άριστο τρόπο το έργο τους σε πέρας, τιμώντας το θεσμό του Ύπατου Αξιώματος».