Η ώρα επτάμισι το πρωί. Ζέστη, κι απ’ το παράθυρο μόνο ήλιος, κόρνες και φωνές.
Το ραδιοξυπνητήρι, ξεψυχισμένο, έχει ανάψει στον αγαπημένο μου σταθμό, κάτι τύποι λένε για μπάλα, πάλι για μπάλα, μόνο για μπάλα. Πρώην αγαπημένος μου σταθμός δηλαδή, γιατί απ’ όταν εξαφανίστηκαν οι γυναίκες απ’ αυτήν την πόλη, το μόνο που μπορείς να ακούσεις στο ραδιόφωνο είναι κάτι τύποι να μιλάνε για μπάλα.
Ποιο ραδιόφωνο δηλαδή, παντού για μπάλα ακούς: στις καφετέριες -όσες απ’ αυτές απόμειναν, γιατί τι να πας να κάνεις στις καφετέριες αν δεν έχει γυναίκες να χαζέψεις-, στα μαγέρικα -όσα απ’ αυτά έχουν ακόμα φαγητό που να τρώγεται, γιατί μαζί με τις μαγείρισσες χάθηκαν κι οι μαμαδίστικές τους γεύσεις-, και κυρίως, στα σουβλατζίδικα.
Ένα μυστήριο πράγμα, απ’ όταν εξαφανίστηκαν οι γυναίκες, έχουμε πήξει στα σουβλατζίδικα, την τσίκνα απ’ την ψητή χοληστερίνη, και τους λεκέδες απ’ το τζατζίκι στα πουκάμισα που έχουν αρχίσει να ζορίζονται απ’ τις κοιλιές που απλώνουν από κάτω. Χωρίς γυναίκες γύρω άλλωστε, ποιος νοιάζεται αν θα ‘χει καινούργιο σωσίβιο ενσωματωμένο στη μέση όταν θα πάει παραλία;
Σκέφτομαι τα γυμναστήρια, πρέπει να κλαίνε με μαύρο δάκρυ, οι διάδρομοι να γυρνάνε μόνοι τους και τα ποδήλατα να ‘χουν κρεμάσει τα τιμόνια κάτω απ’ τη θλίψη, κι απ’ το παράθυρο μονάχα ζέστη, ήλιος, κόρνες και φωνές.
Κοιτάζω το δρόμο κι είναι σα να φτιάχτηκε από αυτοκίνητα και νεύρα, να αντικαταστάθηκε η άσφαλτος από ένα κράμα λαμαρίνας και τσαντίλας, για να κυλάει απάνω του πιο απότομα η αγνή, βραστή τεστοστερόνη.
Μόνο για να πάνε στη δουλειά τους βγαίνουν απ’ το σπίτι πια οι άντρες, τα μπαράκια ερήμωσαν, στις βόλτες, στις πλατείες και στα πάρκα, μόνο μαγκούφηδες αξύριστοι να χάσκουν σα χαμένοι. Κλείνω το παράθυρο μπαίνω για ντους, μου ‘χει τελειώσει το αφρόλουτρο, αλλά σιγά, θα παρεξηγηθεί ο Μπάμπης στο γραφείο; Αυτός μυρίζει σα βαγόνι του ηλεκτρικού, μεσημέρι καθημερινής Αυγούστου, τον έχω συνηθίσει.
Πολλά μπορεί να συνηθίσει ένας άντρας, το να πηγαίνει κάθε μέρα στη δουλειά χωρίς την καλημέρα της κυρα-Σούλας, της μαμάς του κουλουρτζή για παράδειγμα, ή την υποδοχή της εταιρείας δίχως το χαμόγελο της Κατερίνας, αυτά είναι απ’ τα πιο δύσκολα.
Στον καθρέφτη μου μια μπάλα από τρίχες με μια μύτη και δυο μάτια με κοιτάζει, έχω να ξυριστώ ούτε ξέρω από πότε, να κουρευτώ ακόμα πιο πολύ. Μάλλον απ’ όταν έχασε η πόλη τις γυναίκες, κι απορώ γιατί τη λένε ακόμη πόλη κι όχι πόλο: τόσες αρκούδες τριχωτές κι αξύριστες, μόνο στο Βόρειο Πόλο βλέπεις πάντως. «Άντρας είμαι, θα κάνω ό,τι θέλω» είχα πει, αλλά αυτό που βλέπω απέναντι μάλλον σε μαλλιαρό θηλαστικό μού φέρνει.
Πιάνω τη Philips μου και τα ξυρίζω όλα. What Makes A Man σκέφτομαι και ανασαίνω. Βλέπω και πάλι τις γωνίες μου, εκείνη τη λακκούβα κάτω απ’ το ρουθούνι. Σα να γεννήθηκα ξανά, σωστό αντράκι. Αν και, χωρίς γυναίκες γύρω του, τι είναι ο άντρας;