To Μαϊάμι είναι μια εντελώς sui generis πόλη όπου η πραγματικότητα μπλέκεται με το φαντασιακό (και κυρίως όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το σινεμά και την τηλεόραση και που λίγο έχει σχέση με την πραγματικότητα – τουλάχιστον του τώρα). Είναι μια λάτιν “χώρα” μέσα στις ΗΠΑ, όπου το Ισπανικά είναι η κυρίαρχη γλώσσα, όπου τα συγκλονιστικά art deco κτίρια του Miami Beach (το νησάκι και βασικό τουριστικό θέρετρο της Φλόριντα) μπλέκονται με τις πολυτελείς βίλες στα Venetian Islands και τους ουρανοξύστες του Downtown Miami, όπου τα γκράφιτι του Wynwood (το μεγαλύτερο υπαίθριο street art “μουσείο” στον κόσμο) εναλλάσσονται με τα κουβανέζικα μπαρ της Little Havana, όπου ηλιοκαμένοι ηλικιωμένοι περπατούν μαζί με τους hipsters, εκεί όπου το παλιό συναντάει το νέο σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μίξη και συνδιαλλαγή.
Εκεί για μια εβδομάδα μερικοί από τους καλύτερους bartender, μερικοί από τους σημαντικότερους ανθρώπους στην βιομηχανία του ποτού (master distillers, master blenders, brand ambassadors), σπουδαίοι ειδικοί δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά του πλανήτη, συγκεντρώθηκαν στο μαγικό πολυτελές ξενοδοχείο 1 Hotel South Beach για να λάβουν μέρος και να παρακολουθήσουν το Champions League του mixing, τους World Class Finals.
Για όσους δεν γνωρίζουν ο σκοπός του World Class είναι να ανακαλύψει τους καλύτερους bartender του πλανήτη και μέσα από τις δοκιμασίες του διαγωνισμού να αναδείξει το ταλέντο, την τεχνική, τις γνώσεις και την προσωπικότητά τους και να επιβραβεύσει τον καλύτερο (αν και η εμπειρία που αποκομίζουν και οι γνωριμίες που αποκτούν, τους καθιστά στο τέλος όλους νικητές). Στο διαγωνισμό συμμετείχαν bartender από 56 χώρες (οι οποίοι επιλέχθηκαν από πάνω από 10.000 υποψηφίους) οι οποίοι υποβλήθηκαν σε διάφορες συναρπαστικές δοκιμασίες: την πρώτη ημέρα του διαγωνισμού, συμμετείχαν σε τρεις απαιτητικές δοκιμασίες με στόχο μια θέση στην τελική δωδεκάδα του διαγωνισμού. Την δεύτερη ημέρα, οι 12 φιναλίστ κλήθηκαν να περάσουν την δοκιμασία American Classics, κατά την οποία έπρεπε να δημιουργήσουν ένα κλασικό κοκτέιλ και μια νέα εκδοχή του υπό πίεση χρόνου (σε σύνολο οχτώ ποτών). Τελική δοκιμασία για τους 6 φιναλίστ, το πιο κλασικό και ενδιαφέρον στάδιο των τελικών του World Class, φέτος επονομαζόμενο ως «Miami Shakedown» κατά το οποίο θα έπρεπε μέσα σε 24 ώρες να δημιουργήσουν (στον χώρο όπου γίνεται και η τελική εκδήλωση/απονομή) ένα pop–up bar στο οποίο θα βγάλουν μέσω της διακόσμησης την αισθητική τους και την προσωπικότητά τους, καθώς και να δημιουργήσουν μια μικρή cocktail list – αντιπροσωπευτική της άποψής του για το κοκτέιλ.
Ο «διαστημικός» Nick Wu από την Ταϊβάν, ο Ryu Fujii από την (πάντα πλασαρισμένη στις υψηλές θέσεις) Ιαπωνία, η Jennifer Le Nechet από τη Γαλλία, ο Adrián Michakčík από την Τσεχία, ο Jonas Anderson από τη Δανία και ο Dries Botty από το Βέλγιο ήταν οι έξι εκλεκτοί που θα έπρεπε σε ελάχιστο χρόνο να μεταμορφώσουν μια γωνία των Ice Palace Film Studios («θρυλικά» studio του Μαϊάμι που βρίσκονται εκεί από το 1923) σε ένα μπαρ -φαντάζομαι- κοντά σε αυτό που θα έφτιαχναν αν είχαν περισσότερο χρόνο και πόρους, μια μινιατούρα που θα περίκλειε το απόσταγμα της fine drinking φιλοσοφίας τους και θα τους έφερνε πιο κοντά το μεγάλο βραβείο.
Μεγάλη θριαμβεύτρια η Jennifer Le Nechet, bartender στο Café Moderne στο Παρίσι, η οποία δημιούργησε ένα (κατά γενική ομολογία) εντυπωσιακό steampunk αισθητικής pop up bar και ένα cocktail menu με σπιτικά emulsions και οργανικές πρώτες ύλες, που «ξεπούλησε» σε χρόνο-ρεκόρ αφού η φήμη τους εξαπλώθηκε γρήγορα μεταξύ των παρευρισκομένων στα Ice Palace Film Studios.
«Έχω μείνει έκπληκτη – είναι τόσο μεγάλη τιμή το να κερδίζεις τον τίτλο του καλύτερου bartender στον Κόσμο – ειδικά όταν συναγωνίζεσαι με τόσο ταλαντούχους bartender από όλον τον κόσμο. Αυτή η εβδομάδα με ενέπνευσε ώστε να συνεχίσω να εξερευνώ τα όρια των γεύσεων, καθώς και τρόπους με τους οποίους τα cocktail μπορούν να αγκαλιάσουν όλες τις αισθήσεις. Ανυπομονώ για τις εμπειρίες που μου επιφυλάσσει το μέλλον!» δήλωσε η Jennifer και τώρα είναι έτοιμη για μια χρονιά γεμάτη περιπέτεια αφού θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο ως Brand Ambassador της Diageo Reserve, ασκώντας χρέη κριτή σε διαγωνισμούς και δημιουργώντας μοναδικά ποτά σε εξωτικούς προορισμούς.
Είναι εντυπωσιακό και άκρως ενδεικτικό της απόλυτης τάσης της εποχής, το επίπεδο του bartending, όχι κυρίως τεχνικά (θεωρώ πως αυτό είναι και το μάλλον «εύκολο» κομμάτι) αλλά κρίνοντάς το με απολύτως αισθητικά κριτήρια. Το επίπεδο πια πολλών bartender (και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα θα το δεις στο πρεστιζάτο World Class) είναι απίστευτα ανεβασμένο – παίζει σε σοφιστικέ γήπεδα, αντλεί τις αναφορές του περισσότερο από καλλιτεχνικά και φιλοσοφικά ρεύματα και λιγότερο από το εφήμερο, και προσδίδει στο επάγγελμα έναν νέο κοσμοπολιτισμό που είχε εκλείψει για πολλά χρόνια. Είναι επίσης εντυπωσιακό πως αυτό το blending αναφορών, επιρροών, γνώσεων, ταξιδιών και γνωριμιών που δημιουργεί το εκρηκτικό χαρμάνι της νέας εποχής του bartending, συμπαρασύρει μαζί τους (επιτέλους) τα σοβαρά ποτά, τα «ψαγμένα» συστατικά, το digging στις τοπικές παραγωγές και στα ράφια των deli – απωθώντας τις (αμφιβόλου ποιότητας) default επιλογές και εκπαιδεύοντας ταυτόχρονα τον καταναλωτή προσκαλώντας τον σε μια άλλου επιπέδου γευστική εμπειρία. Και είναι εντυπωσιακό να το παρακολουθείς live όλο αυτό, μέσω ενός διαγωνισμού, που προσωπικά τον αντιλαμβάνομαι σαν έναν ongoing project, σαν ένα διαρκές παγκόσμιο εργαστήριο για την αναζήτηση της «νέας γεύσης» που (για να μην παρεξηγηθώ) κλείνει μέσα της πολύ παρελθόν και ακόμα περισσότερο μέλλον σε τέλειες αναλογίες, όπως ένα ολόσωστο κλασικό cocktail με σύγχρονο twist.
*Για την Ελληνική συμμετοχή του Αλέξη Σιμωνίδη, ο οποίος δεν πέρασε στην τελική δωδεκάδα για μια ανάσα (κατετάγη 13ος στη συνολική βαθμολογία), μόνο εντυπωσιασμένος μπορώ να δηλώσω – γιατί πέρα από τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του πίσω από το μπαρ (άλλωστε έχει καταθέσει καιρό τώρα τα διαπιστευτήριά του στο Theory στο Χαλάνδρι και πια στο The Clumsies στην Πραξιτέλους) εκπροσωπεί ιδανικά την νέα εποχή του bartender που ανέφερα πιο πάνω: Έτη φωτός μακριά από το ανούσιο show-off, κοσμοπολίτης και τζέντλεμαν, με βαθιά γνώση των υλικών, υψηλό βαθμό δημιουργικότητας και σωστές αναφορές, είναι το είδος των bartender που θέλουμε να μας φτιάχνουν τα ποτά μας τώρα και στο μέλλον.