Τις τελευταίες μέρες, όποιο social media και να δεις είναι πνιγμένο από φωτογραφίες σκαλισμένων κολοκυθών και μεταμφιεσμένων νεαρών που κάνουν μια γκριμάτσα μπροστά από το φλας ενός κινητού τηλεφώνου σε κάποιο Halloween πάρτι πάνω στη Γη. Έχω και εγώ τέτοιες από προχτές, όμως δεν έχω κολοκύθα. Αν είχα, αυτήν εβδομάδα θα έγραφα “πάρτε την σκαλισμένη κολοκύθα σας, πασαλείψτε την με λάδι και αλάτι, γεμίστε την με σκόρδα, βάλτε την ολόκληρη στο φούρνο και φάτε την”. Οι κολοκύθες για σκάλισμα είναι όμως σκληρές και σχετικά άγευστες, μεγαλωμένες για διακόσμηση και όχι για μαγείρεμα. Επίσης, διατρέχετε κίνδυνο δηλητηρίασης εφόσον η κολοκύθα σας έκατσε “σφαγμένη” σε θερμοκρασία δωματίου για πολλές ώρες. Ξέρω όμως πως εγώ θα προσπαθούσα να την φάω με πείσμα, έστω και αν αργότερα με ανάγκαζε να ανατρέξω στη συνταγή για τον λαπά.
Πριν από το πάρτι του Σαββάτου, ρώτησα την Μυρτώ να μου προτείνει κάποιο θέμα να γράψω για αυτή την εβδομάδα και μου πρότεινε “φαγητό για hangover”. Πρέπει να ομολογήσω πως αν και βρίσκω ενδιαφέρον το πως αντιμετωπίζει ο κάθε λαός αυτό το θέμα και το έχω κατά καιρούς διερευνήσει, δεν το θεώρησα κατάλληλο γιατί για εμένα, για το δικό μου σώμα, πρόκειται για μια υπόθεση που πλέον αντιμετωπίζεται σχεδόν αποκλειστικά με μπανάνες, ψωμί και κόκα κόλα.
Αντί αυτού, η συνταγή μου αυτή την εβδομάδα εστιάζει στην δεύτερη μέρα μετά από ένα τέτοιο πάρτι και σκοπό έχει να ξορκίσει (sic) την κακή διάθεση. Να δώσει φτηνή χαρά και στιγμιαία ευχαρίστηση, να ερεθίσει το σώμα ώστε αυτό να επανέλθει στη ζωή. Να ξεπλύνει από πάνω μας το ζόμπι που είμαστε από το πάρτι και ύστερα. Ένα εύκολο, φτηνό και απλό φαγητό, ντόμπρο και με ξεκάθαρες, αλληλοσυμπληρούμενες αντιθέσεις. Κάτι που να μην απαιτεί τίποτε από εμάς, άλλα απλόχερα να μας δίνεται χωρίς μα-μου. Τραγανό, τρυφερό, ζουμερό, καυτερό. Να τρώγεται με τα χέρια ώστε να προκαλεί τα ένστικτα μας. Κάτι που να θέλουμε να το πάρουμε μέσα σε μια σπηλιά και εκεί να μας δώσει το έναυσμα που θα μας οδηγήσει από την αλαλία στα “ουγκ ουγκ”, στα “μιαμ μιαμ” και έπειτα σε πιο πολύπλοκες και ολοκληρωμένες προτάσεις όπως “καίει! τρέχει η μύτη μου! χαίρομαι!”
Όταν πρωτοήρθα στην Αγγλία βγαίναμε βόλτα μαζί με τον Λάμπρο και κάναμε γύρες προσπαθώντας να βρούμε κάτι που να αντικαταστήσει κάπως τις συνήθειες που είχαμε στην Θεσσαλονίκη. Καφές, Ναυαρίνου, πίτσα First, παγκάκι, παραλία, Τσιμισκή, πάλι καφές. Βέβαια δεν υπήρχε τέτοιο αντίκρισμα στους δρόμους του Κίνγκστον.
“…Λάμπρε…δες τι πολλά τρίγωνα σάντουιτς έχει εδώ….
Από που λες να στρίψουμε;..Όχι ρε, από δω ήρθαμε, πάμε από την άλλη…”
Από αυτές τις βόλτες, θυμάμαι μια γενικότερη αίσθηση απορίας για το που να βρίσκονται όλοι αυτοί οι τύποι που μας υποσχέθηκε το MTV και ενώ δεν θυμάμαι και πολλά περισσότερα, μου έχει μείνει η φοβερή εντύπωση που μας έκαναν τα τηγανητά κοτόπουλα τύπου KFC που παίρναμε καμιά φορά και με βιασύνη καταβροχθίζαμε σιωπηλά, εκτός από κανένα “πω ρε μάγκα καίει..τρέχει η μύτη μου…!”
1.99 λίρες για έξι φτερά και πατάτες τότε. Καυτερά και με απροσδιόριστα μπαχαρικά, αγορασμένα από μικρά πανομοιότυπα μαγαζιά που συχνά φέρουν το όνομα κάποιας τυχαίας νότιας πολιτείας ή τοποθεσίας της Αμερικής. Dallas, Texas, Tennessee chicken κτλ. Μετά γλείφαμε τα βρώμικα δάκτυλά μας και συνεχίζαμε αισιόδοξοι. Ίσως στο επόμενο στενό να πέφταμε πάνω σε μια μπασίστρια βγαλμένη από βίντεο κλιπ, με όμορφα μαλλιά και μακρύ κασκόλ.
Η βασική συνταγή θεωρείται πως ήρθε στον αμερικάνικο νότο από τους Σκωτσέζους, αν και το βαθύ τηγάνισμα πουλερικών υπήρχε ήδη στην Ευρώπη από τον μεσαίωνα. Εκεί, έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, ενώ στην συνταγή προσέθεσαν τα δικά τους μπαχαρικά οι Αφρικανοί σκλάβοι μάγειρες στους οποίους δεν επιτρεπόταν να εκτρέφουν άλλα ζώα. Το στερεότυπο πως πρόκειται για τυπικό soul food και ο συσχετισμός του τηγανητού κοτόπουλου με τους μαύρους Αμερικανούς, οφείλεται σε τακτικές μεγάλων εστιατορίων στις αρχές του εικοστού αιώνα να χρησιμοποιούν καρικατούρες και αποκρουστικές αναπαραστάσεις Αφρικανών στα μενού, τις πινακίδες, ακόμη και στην επιλογή και την ενδυμασία των υπαλλήλων τους. Παρόμοιες όμως συνταγές υπάρχουν στην Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, με μικρές διαφορές στο τρόπο σερβιρίσματος και στα μπαχαρικά.
Η συνταγή μου γίνεται στο φούρνο και παίρνει λιγότερο από μια ώρα. Δίνει όμως τα ίδια αποτελέσματα, αποφεύγοντας το τηγάνισμα και την αγορά πουλερικών των οποίων δεν γνωρίζουμε την προέλευση.
5 με 8 φτερούγες με κόκαλο και πέτσα ανά άτομο.
Μην χρησιμοποιήσετε άλλα μέρη του κοτόπουλου, ώστε να μαγειρευτούν όλα στο ίδιο χρόνο. Το κόκαλο βοηθάει στο να κρατηθεί η λιγοστή σάρκα ζουμερή, ενώ έτσι αναλογικά θα έχουμε μεγάλη εκτεθειμένη επιφάνεια που θα πάρει γεύση από τα μπαχαρικά και θα είναι τραγανή.
Πλύνετε και στεγνώστε το κοτόπουλο. Αλατίστε και πιπερώστε ελαφρά. Σε μια σακούλα ρίξτε ένα φλιτζάνι αλεύρι. Προσθέστε δύο με τρεις κουταλιές τις σούπας μπαχαρικά και μια ακόμη κουταλιά αλάτι. Στην δικιά μου συνταγή βάζω σκόνη σκόρδου, καπνιστή πάπρικα, σουσάμι και ένα μείγμα μπαχαρικών που θυμίζει το μαροκινό Ρας ελ χανούτ. Περιέχει μοσχοκάρυδο, κανέλα, σπόρους κόλιανδρου, μαύρο πιπέρι, καγιέν, κάρδαμο και τζίντζερ.
Βάλτε τις φτερούγες στη σακούλα και κουνήστε μέχρι να καλυφτούν τελείως και να ασπρίσουν ομοιόμορφα. Τοποθετήστε τις γρήγορα σε ελαφρά λαδωμένο ταψί, σε προθερμασμένο φούρνο, στους 190 βαθμούς. Αν αργήσετε, η υγρασία θα μετατρέψει το αλεύρι σε πάστα που θα ξεκολλά εύκολα από την επιφάνεια και θα κολλά στα χέρια σας.
Γυρίστε τα πλευρά σε είκοσι λεπτά. Μην ανησυχείτε αν φαίνονται ακόμη άχρωμα. Το λίπος της φτερούγας θα τηγανίσει το αλεύρι. Δείτε τα πάλι σε είκοσι λεπτά και σερβίρεται αν είστε ικανοποιημένοι από το χρώμα.
Προαιρετικά σε ένα μπολ διαλύστε λίγο μαρμελάδα βερίκοκο μαζί με μια κουταλιά νερό και λίγους ακόμη σπασμένους σπόρους κόλιανδρου και κάποιο καυτερό. Περιχύσετε ενώ είναι ακόμη ζεστά. Αφήστε το σιρόπι να απορροφηθεί για τρία λεπτά και τρίψτε λίγη ρίγανη στο τέλος, ώστε να πέσει απαλά και να επικολληθεί χωρίς όμως να ανακατευθεί.
Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται σε ασιατικές συνταγές και έχει επηρεάσει κάποιες γλυκόξινες και γλυκοκαυτερές συνταγές στην Αμερική. Το σιρόπι γρήγορα θα απορροφηθεί και θα εμπλουτίσει την σάρκα χωρίς να πάρει από την τραγανή του υφή.
Ήξερα έναν σεκιουριτά που δούλευε και στο “Dallas chicken spot” και όποτε με έβλεπε με συμβούλευε να ανοίξω ένα τέτοιο μαγαζί στην Θεσσαλονίκη. Αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει κάποια σπηλιά ας επικοινωνήσει μαζί μου.