Αυτό το εμβληματικό λαγουδάκι στη συσκευασία των βαφών Νίκη, δεν μπορεί παρά να σου θυμίζει σήμερα τη χαρά που ένιωθες μικρός όταν τη Μ.Πέμπτη λέρωνες τα χέρια σου με κόκκινο χρώμα στην κουζίνα της μαμάς. Μερικά πράγματα, βλέπεις, παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
Και η Νίκη, που ξεκίνησε το 1946, είναι ένα από αυτά. Ο Θανάσης Σωτηρίου μας άνοιξε την πόρτα της βιοτεχνίας του που χαρακτηρίζει τη μία από τις δύο μεγαλύτερες ελληνικές γιορτές και μας διηγήθηκε πολλές, ωραίες ιστορίες.
Το 1942 η οικογένειά μου έμενε στον Πειραιά που ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ την Αθήνα, λόγω του ότι ήταν το λιμάνι που φεύγανε τα πλοία για Κρήτη και Μ. Ανατολή. Ο Χίτλερ δεν βομβάρδιζε την Αθήνα λόγω Ακρόπολης ενώ στο Πειραιά ήταν συνέχεια ο κόσμος μες τα καταφύγια. Ο κόσμος προσπαθούσε να επιβιώσει, να βρει έναν τρόπο να ζήσει. Πήγαιναν πολλοί στα χωριά και έπαιρναν το μαλλί απ’ τα κατσίκια και τα πρόβατα. Έτσι έκανε και ο παππούς μου μαζί με τον μεγάλο του γιό. Πήγαιναν στην επαρχία και έπαιρναν το μαλλί, το ασπρίζανε και μετά το έβαφαν και το πουλούσαν για πλέξιμο.
Τον Οκτώβριο του 1944 που τέλειωσε ο πόλεμος στην Ελλάδα και έφυγαν τα γερμανικά στρατεύματα σκέφτηκαν πως η βαφή αυτή θα μπορούσε να βάψει και αυγά. Δοκίμασαν, πειραματίστηκαν και έβγαλαν τη βαφή Νίκη , που κρατάει ακόμα το όνομά της από την απελευθέρωση. Η πρώτη αφίσα της Νίκης ήταν ζωγραφισμένη στο χέρι και έδειχνε ένα πασχαλινό αυγό που έσπαγε στο κεφάλι του Χίτλερ.
Ο μεγαλύτερος γιος του παππού μου δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά και ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο πατέρας μου στα 16 του χρόνια έβγαλε μαζί με τον παππού μου την πρώτη παραγωγή 8000 φακελάκια μόνο κόκκινου χρώματος. Το κάθε φακελάκι έβαφε 100 αυγά ενώ σήμερα βάφει τριάντα αυγά. Τότε ο κόσμος έβαφε πολλά αυγά, οι οικογένειες ήταν μεγάλες! Ο παππούς το 1946 έφυγε απ’ τη ζωή. Έτσι ο πατέρας μου πήρε πάνω του όλες τις ευθύνες της δουλειάς και της οικογένειας μόνος του.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κάποιος χώρος να δουλέψουν, όλη η δουλειά έβγαινε στο σπίτι στον Πειραιά. Μετά το 1945 πήραν ένα μαγαζί στα Μανιάτικα και μπήκε η πρώτη επιγραφή Νίκη. Εντωμεταξύ ο μεσαίος αδερφός του απολύθηκε απ’ το στρατό γνώρισε και τη γυναίκα του και είπε στον πατέρα μου, δεν τα κρατάς εσύ; Έτσι κι έγινε.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε 21 χρονών τη μάνα μου και ήρθε εδώ στου Αμπελόκηπους όπου με τη βοήθεια της μητέρας μου συνέχισαν τη δουλειά. Άρχισαν να πουλάνε βαφές στη Θεσσαλονίκη, στις Κυκλάδες και σε κάποιους νομούς της Πελοποννήσου. Στα μπακάλικα ψώνιζες τότε. Δεν υπήρχαν supermarket. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 μπήκαμε στην εταιρία εγώ και η αδερφή μου και ο πατέρας μας συνταξιοδοτήθηκε. Είμαστε η μοναδική εταιρία στο θέμα της βαφής αυγών που είμαστε βιοτεχνία. Όλες οι άλλες εταιρίες είναι βιομηχανίες μπαχαρικών που το Πάσχα βγάζουν και βαφές αυγών μιας που έχουν τον εξοπλισμό. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται πλέον από όλους μας είναι χρώματα ζαχαροπλαστικής και δεν έχουν καμιά σχέση με τα παλαιότερα τοξικά, υποκατάστατα του πετρελαίου που χρησιμοποιούνταν μέχρι το 1960.
Η λαογραφία λέει ότι το βάψιμο των αυγών συμβολίζει το αίμα του Χριστού και τη θυσία του για τους ανθρώπους γι’ αυτό και τα παραδοσιακά αυγά είναι τα κόκκινα. Η παλαιά διαθήκη είναι η ίδια με των Εβραίων. Εμείς οι Χριστιανοί στην ουσία έχουμε πάρει τη θρησκεία μας από τους Εβραίους. Οι διαφορές μας ξεκινούν με την καινή διαθήκη, από τη γέννηση του Χριστού και μετά.
Δεν ξέρω γιατί αλλά από την κρίση και μετά μπορώ να πω ότι πουλάμε σχεδόν αποκλειστικά κόκκινο χρώμα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω μιας που δεν είναι φθηνότερη. Ίσως ο κόσμος επιλέγει την επιστροφή στην παράδοση. Νομίζω ότι όλοι περνάμε μια ηλικία που αντιδρούμε σε όλα αυτά. Έτσι κ εγώ σαν νέος δεν είχα το μυαλό μου στις βαφές και στη δουλειά του πατέρα μου. Ταξίδευα, ήθελα να ζήσω τη ζωή και έτσι έκανα. Ήρθε όμως μια στιγμή που γέμισα απ’ όλα και επέστρεψα. Βλέπω και τώρα τα νέα κορίτσια δεν ασχολούνται να βάψουν αυγά για παράδειγμα αλλά όταν κάνουν παιδάκια ξαναθυμούνται τις παραδόσεις και το βλέπουν λίγο διαφορετικά. Λογικό είναι.
Εμείς δεν είμαστε μεγάλη εταιρία. Φαντάσου όταν είχε γίνει το θέμα με τις άρρωστες κότες και δεν πουλήθηκαν αυγά, δεν είχαμε φράγκο. Πάντα έτσι ήταν ο πατέρας μου. Δεν τον ενδιέφερε το χρήμα, πήγαινε για την επιβίωση. Εγώ τώρα αυτό που προσπαθώ είναι να προβλέψω τυχόν αναποδιές για να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε.