Τα θυμάμαι όλα. Όπως συμβαίνει πάντα με έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ήταν ένα Κυριακάτικο μεσημέρι του Γενάρη, κρύο και βροχερό. Το έτος: 2016. Το μέρος: το εστιατόριο NOLAN στο Σύνταγμα όπου μαγειρεύει ο chef και κριτής του MasterChef, Σωτήρης Κοντιζάς. Μια μεγάλη παρέα που επέμενε να πάμε εκεί κι εγώ που δεν είχα ιδέα τι με περίμενε. Όταν όλοι είπαν να δοκιμάσουμε τα “καμμένα λάχανα” τους κοίταξα σαν ηλίθια. “Είστε σοβαροί; Καμμένα λάχανα ήρθαμε να φάμε;” ήταν, προφανώς, η αντίδρασή μου.
Μέχρι που τα δοκίμασα. Και είδα φωτεινές κουκκίδες ευτυχίας να πετούν μπροστά στα μάτια μου. Κάθε πιάτο που ακολούθησε ήταν και μία οργασμική εμπειρία. Και να πως δημιουργούνται οι σπουδαίες στιγμές στη ζωή κάποιου. Όταν προς το τέλος της χρονιάς το Star έψαχνε τους νέους κριτές του Master Chef, μια πολύ καλή μου φίλη και πρώην συνάδελφος είχε πάθει ακριβώς ό,τι και εγώ όταν δοκίμασε τα πιάτα του Σωτήρη στο NOLAN και σκέφτηκε να τον προτείνει στην παραγωγή. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία η οποία γράφεται ακόμη με τον πιο γευστικό τρόπο. Από αυτές που κάποιος τις κάνει λαμπρές με «το σπαθί του».
Σε μία Ελλάδα που έχει γεμίσει με σεφ που ενδιαφέρονται μόνο για τους followers τους στο ίνσταγκραμ και το χρήμα από χορηγούς, βαριούνται να πρωτοτυπήσουν και ενώ πληρώνονται από διαφημιστικούς πελάτες για νέες συνταγές εκείνοι καμουφλάρουν παλιότερες για να παρουσιάσουν γρήγορα και αβίαστα μια ξεπέτα αλλά και σεφ τόσο ανταγωνιστικούς, αγενείς και ανασφαλείς σε σημείο να μην αφήνουν μέλη της ομάδας τους να πουν ούτε “γεια” σε άλλους σεφ, ο Σωτήρης Κοντιζάς σίγουρα ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία του, την αφοσίωσή στο έργο του, την αγάπη του προς την ομάδα του και το δημιουργικό του ταλέντο. Και αυτοί είναι κάποιοι μόνο από τους λόγους που έκανε τη διαφορά αλλά και όλους τους άλλους να τον ζηλεύουν.
Ο αέρας της σιγουριάς που πολλές φορές αγγίζει την αλαζονεία και ξυπνάει σε όσους βρίσκονται απέναντί του το: «θα σου δείξω εγώ, θα σε λυγίσω». Συνήθως βέβαια λυγίζει μόνος του γιατί κάπου στο βάθος κρύβεται μια τρυφερή καρδιά και εκεί γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Είναι η στιγμή που ο Σωτήρης χαμογελάει, εξηγεί και μιλάει γλυκά και ήρεμα. Και έτσι ξεκινά η συγκίνηση στο πλατό (και τα δάκρυα ενίοτε).
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει την ομάδα του στο εστιατόριο. Δεν τους χαϊδεύει αλλά δεν τους κατατροπώνει κιόλας. Στη μπριγκάντα του, είναι όλοι παιδιά του. Τους μαθαίνει τα μυστικά χωρίς αίσθημα ανταγωνισμού και χωρίς κρυμμένα κόμπλεξ (έτσι μου έχουν πει, σας το μεταφέρω).