«Αναβολή πήρατε;», ρωτάει τον Ηλία Κασιδιάρη η Ρένα Δούρου, ίσως στο πιο πολυπαιγμένο στιγμιότυπο της ελληνικής τηλεόρασης των τελευταίων χρόνων. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, ο τότε υποψήφιος βουλευτής της Χρυσής Αυγής θα ρίξει ένα ποτήρι νερό σε εκείνη και τρεις σφαλιάρες στη Λιάνα Κανέλλη, αφήνοντας εμβρόντητο το πανελλήνιο. Η εξωφρενική σκηνή έμεινε στην ιστορία, λίγοι όμως θυμούνται τι ακριβώς διημείφθη ακριβώς πριν. Το σχόλιο της κυρίας Δούρου αφορούσε στην κατηγορία για συνέργεια σε ληστεία, ξυλοδαρμό κι επίθεση με μαχαίρι σε βάρος ενός φοιτητή που εκκρεμούσε σε βάρος τού νυν κρατουμένου των φυλακών Κορυδαλλού. «Ναι πήρα αναβολή, έχετε κανένα πρόβλημα;» της είχε απαντήσει εν εξάλλω. «Με τη ρουφιάνα του ΣΥΡΙΖΑ που μας στέλνει στα δικαστήρια;» είχε αναρωτηθεί πριν ορμήξει.
«Αυτή ήμουν εγώ» λέει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαίρη Μαυρή-Βαβαγιάννη, ενώ μας σερβίρει πράσινο τσάι στο σπίτι της στην πλατεία Αμερικής. Λίγο ζεστό νερό χύνεται στο πιατάκι, αλλά η μικρή ζημιά δεν είναι από ταραχή. «Αυτά που έχω ακούσει τόσα χρόνια δεν περιγράφονται» λέει εντελώς ήρεμα. «Ξέρω ότι σε διάφορα χρυσαυγίτικα σάιτ έχουν γραφτεί φοβερά πράγματα για μένα. Δεν τα ‘χω δει, αρνούμαι να μπω, τα παιδιά μου που κάπως ασχολούνται μου το ‘χουν πει. Σ΄ αυτήν την υπόθεση έχω υποστεί εξευτελισμό, έχω χάσει χρήμα, χρόνο, ψυχική ηρεμία. Κι έπεται συνέχεια. Έχω πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα εκείνης της πράξης. Αλλά αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα έκανα ακριβώς το ίδιο», συνεχίζει προσφέροντάς μας ένα γλύκισμα με σοκολάτα που έχει φτιάξει η ίδια. Εδώ και λίγους μήνες, από όταν βγήκε στη σύνταξη, στα 67 της, η ημέρα έχει περισσότερες ώρες.
Όλα άρχισαν πριν από ακριβώς επτά χρόνια, τον Οκτώβριο του 2007. Ο άνδρας της είχε περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο από την Πανεπιστημιούπολη. «Είχαμε ξεκινήσει από το κτίριο του Χημικού και βρισκόμασταν μπροστά από το κτίριο του Φυσικού όταν ξαφνικά είδαμε ένα αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση του δρόμου. Είδαμε να πετάγονται 4-5 άτομα και να αρχίζουν να χτυπάνε κάποιον» θυμάται η κυρία Βαβαγιάννη. Ήταν γεροδεμένοι, κοντοκουρεμένοι, φορούσαν μαύρα και κασκέτα και κρατούσαν γκλοπς. Το 2007 ζούσαμε σε μια άλλη χώρα, χωρίς κρίση και με τη Χρυσή Αυγή και τα στελέχη της ακόμα στο περιθώριο. Αν σήμερα κάποιος έβλεπε πέντε μαυροντυμένους μαντράχαλους με ξυρισμένα κεφάλια να ξυλοκοπούν κάποιον ο συνειρμός θα ήταν αυτόματος. «Τότε δεν ήμασταν ακόμα εξοικειωμένοι με την εικόνα αυτή» εξηγεί η ίδια. Η σκέψη ότι επρόκειτο για μέλη της Χρυσής Αυγής προέκυψε κατά βάση από τα φέιγ βολάν της οργάνωσης που βρέθηκαν πεταμένα στην Πανεπιστημιούπολη. Δεν κατάφεραν να δουν πρόσωπα, ούτε καν ποιον χτυπούσαν. Όμως σημείωσαν σε ένα χαρτί τον αριθμό του αυτοκινήτου. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα μάθαιναν ότι ανήκε σε έναν Ηλία Κασιδιάρη.
Σ΄ αυτήν την υπόθεση έχω υποστεί εξευτελισμό, έχω χάσει χρήμα, χρόνο, ψυχική ηρεμία. Κι έπεται συνέχεια. Έχω πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα εκείνης της πράξης. Αλλά αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα έκανα ακριβώς το ίδιο
Η Βαβαγιάννη κάλεσε αμέσως τον πρόεδρο του Φυσικού να αναφέρει το περιστατικό. Εκείνος είχε ήδη ενημερωθεί από το θύμα, τον τότε μεταπτυχιακό φοιτητή Κώστα Διαλυνά (σήμερα είναι ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών). Είχε χτυπηθεί άσχημα και με μαχαίρι. Ποτέ δεν έγιναν γνωστά τα αίτια της επίθεσης. Εικάζεται ότι τους «προκάλεσε» η εμφάνισή του, με τα μακριά μαλλιά και τα σκουλαρίκια. «Είσαι αναρχικός ρε μαλάκα;» τον είχαν ρωτήσει λίγο πριν τον χτυπήσουν.
Την επόμενη ημέρα, η καθηγήτρια ανέφερε το συμβάν στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, που εξέδωσε ένα καταδικαστικό ψήφισμα. Κάπως έτσι ο μεταπτυχιακός φοιτητής έμαθε ότι κάποιος είχε κρατήσει το νούμερο του αυτοκινήτου. Όταν συνήλθε, αναζήτησε την κυρία Βαβαγιάννη και τη ρώτησε εάν θα ήθελε να καταθέσει. Του είπε ναι.
«Από τότε άρχισε η περιπέτεια».
Έδωσε συνολικά τρεις καταθέσεις, δύο στην αστυνομία και μία όταν αργότερα την κάλεσε η ανακρίτρια. Για καιρό δεν είχαν νέα. «Στο μεταξύ είχαμε μάθει ότι το αυτοκίνητο ανήκε σε εταιρία leasing και ήταν υπό την κατοχή κάποιου Κασιδιάρη. Τότε δεν μας έλεγε τίποτα αυτό το όνομα. Καταλάβαμε περί τίνος επρόκειτο όταν μια μέρα ο Κώστας (σ.σ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής) είδε στην τηλεόραση να μιλάει ως εκπρόσωπος τύπου της Χρυσής Αυγής ένας Κασιδιάρης».
Μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, στις 7 Μαρτίου 2013 ξεκινά η δίκη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας. Η Μαίρη Μαυρή-Βαβαγιάννη είναι η μόνη αυτόπτης μάρτυρας κατηγορίας. Οι υπόλοιποι μάρτυρες είχαν δει το χτυπημένο φοιτητή αλλά εκ των υστέρων. Σε μια περίεργη εκδοχή της θεωρίας του χάους, η γυναίκα είχε σημειώσει έναν αριθμό αυτοκινήτου το 2007 και το 2013 βρισκόταν να καταθέτει εναντίον του νούμερο δύο της πιο επικίνδυνης εγκληματικής οργάνωσης που έχει γνωρίσει η χώρα. «Η δίκη υπήρξε τραγική εμπειρία για μένα. Αισθάνθηκα εξευτελισμό και αδικία» λέει. Το δικαστήριο ήταν φίσκα από χρυσαυγίτες. «Υπήρχε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας. Δεν επέτρεπαν σε κανέναν που είχε έρθει να συμπαρασταθεί στο θύμα ή σε μένα να μπει στην αίθουσα. Η εικόνα ήταν τραγική. Φώναζαν, ειρωνεύονταν, δεν μας άφηναν να καθίσουμε, μας τράβαγαν φωτογραφίες, εμένα, τα παιδιά μου, όποιον μας μιλούσε έξω από την αίθουσα. Όταν μπήκαμε, δεν είχαμε πού να κάτσουμε. Οι δικηγόροι πολιτικής αγωγής ζήτησαν να αλλάξει αίθουσα, αλλά το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό από το δικαστήριο. Ο αξιωματικός της αστυνομίας που ήταν εκεί προσπαθούσε να μας βρει μια θέση και ζήταγε την άδεια από τον Κασιδιάρη να σηκωθούν κάποιοι για να κάτσουμε εμείς. Προφανώς αρνηθήκαμε να καθίσουμε με άδεια του Κασιδιάρη».
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στην εμπειρία της εξέτασής της από το συνήγορο υπεράσπισης. «Ήταν φρικτό. Ο ίδιος ο Κασιδιάρης είχε μπει στο ρόλο του “μεγαλόψυχου”, έλεγε στους δικούς του να κάνουν ησυχία και τέτοια. “Καθάριζε” ο δικηγόρος του. Με φοβερά επιθετικό τρόπο έλεγε και ξανάλεγε ότι είμαι κομματική εγκάθετη, εγώ που δεν είμαι καν μέλος κόμματος, ενώ μιλούσε με απαράδεκτο τρόπο για το σύζυγό μου που πέθανε το 2009. Όλη η γραμμή υπεράσπισης στηρίχθηκε στο ότι έλεγα ψέματα, ότι εγώ ή ο χώρος μου, που αυτοί θεωρούσαν ότι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλαμε να καταστρέψουμε τον Κασιδιάρη. Παρουσίασαν μια δήλωση στήριξης πανεπιστημιακών στον τότε Συνασπισμό που είχα υπογράψει και μια δήλωση συμπαράστασης σε φοιτητές μου που είχαν συλλάβει παράτυπα σε κάτι επεισόδια που είχαν γίνει κάποτε στον Άγνωστο Στρατιώτη. Είχαν φέρει και μια δημοσιογράφο ως μάρτυρα (σ.σ. τη Νάντια Αλεξίου), που υποστήριξε ότι στο indymedia υπήρχε το νούμερο του αυτοκινήτου του Κασιδιάρη και θα μπορούσα να το έχω βρει από εκεί. Έλεγαν ότι με έβαλαν, με έπεισαν να καταθέσω. Για ποιο λόγο; Για να πέσει από 0,3% που είχε τότε η ΧΑ χαμηλότερα; Ή μήπως για να γίνει από 4% που είχε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση;» Η υπεράσπιση εμφάνισε μάρτυρα, που χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο ισχυρίστηκε ότι είδε το αυτοκίνητο του Κασιδιάρη εκείνο το πρωί σε ένα πάρκινγκ. Του ζήτησαν απόδειξη στάθμευσης, αλλά δεν μπορούσε να την προσκομίσει.
Η δίκη υπήρξε τραγική εμπειρία για μένα. Αισθάνθηκα εξευτελισμό και αδικία. Υπήρχε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας. Δεν επέτρεπαν σε κανέναν που είχε έρθει να συμπαρασταθεί στο θύμα ή σε μένα να μπει στην αίθουσα. Φώναζαν, ειρωνεύονταν, δεν μας άφηναν να καθίσουμε, μας τράβαγαν φωτογραφίες, εμένα, τα παιδιά μου
Παρόλα αυτά, ο Κασιδιάρης αθωώθηκε πανηγυρικά. «Όλοι κάνουμε λάθη» είπε ανακοινώνοντας την απόφαση η πρόεδρος της έδρας. «Τι θα πει λάθος; Σ’ αυτό δεν υπάρχει λάθος. Προφανώς λες ότι είμαι ψευδομάρτυρας, γιατί δεν μπορεί να έγραψα ένα νούμερο που έτυχε να είναι του Κασιδιάρη». Εξερχόμενος από το δικαστήριο ο Ηλίας Κασιδιάρης δήλωνε στα κανάλια «είμαστε πανίσχυροι», ενώ η Βαβαγιάννη αποχωρούσε σε αστυνομικό κλοιό.
Ωστόσο η περιπέτεια συνεχίζεται. Από μάρτυρας κατηγορίας, η πανεπιστημιακός θα βρεθεί σε λίγο καιρό στο εδώλιο του κατηγορουμένου για ψευδορκία. «Το 2010, όταν ο Κασιδιάρης έμαθε ότι υπάρχει μάρτυρας κατηγορίας, κατά τον προσφιλή σ’ αυτούς τρόπο μού έκανε μήνυση για ψευδορκία και συκοφαντία». Η μήνυση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο γεγονός ότι στις δύο πρώτες καταθέσεις η Βαβαγιάννη δεν είχε αναφέρει την παρουσία του συζύγου της. «Όταν είχε γίνει το περιστατικό, είχαμε μόλις μάθει ότι ο άνδρας μου είναι άρρωστος. Από αυτή την ασθένεια απεβίωσε τελικά το 2009. Δεν τον ανέφερα γιατί προφανώς ήθελα να τον προφυλάξω, αφού έμπαινε και έβγαινε στα νοσοκομεία. Δεν ήξερα πώς θα εξελισσόταν η ιστορία. Προφανώς δεν με είχε ρωτήσει και κανείς ευθέως. Όταν με ρώτησε η ανακρίτρια συγκεκριμένα εάν ήταν κάποιος άλλος μαζί μου, το είπα».
Η δίκη είχε προγραμματιστεί για τις 5 Μαϊου, ωστόσο η άλλη πλευρά δεν εμφανίστηκε. Η νέα δικάσιμος έχει οριστεί για τις 15 Μαρτίου 2015. Στο πλευρό της έχει τους πρώην συναδέλφους της, σύσσωμη τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών, φίλους, γνωστούς, την οικογένειά της. Όμως είναι φανερό ότι η υπόθεση την έχει εξαντλήσει. «Για μένα είναι αυτονόητο ότι όταν σε ένα χώρο πανεπιστημιακό μπαίνουν κάποιοι εγκληματίες και χτυπάνε ένα φοιτητή μας, πρέπει να αντιδράσεις. Δεν κάνω τη γενναία. Όλα αυτά τα χρόνια πολλοί φίλοι μού είπαν να το αφήσω, αλλά θα ήταν τουλάχιστον αναξιοπρεπές. Μια ζωή πίστευα και πιστεύω ότι με ό,τι δυνάμεις έχει ο καθένας πρέπει να προσπαθεί να αντιδρά σε αυτά τα πράγματα. Από την άλλη πλευρά, έχω γίνει παράδειγμα προς αποφυγή. Όσοι είδαν τι τραβάω, τι θα κάνουν αν αύριο δουν ένα αντίστοιχο περιστατικό μπροστά τους; Φοβάμαι ότι θα σκεφτούν ότι είναι λίγο μάταιο».