«Ο Κέρουακ κι εγώ θεωρούσαμε πως ήμασταν προορισμένοι από τη Μοίρα για ποιητές/συγγραφείς κι ο Μπιλ ήταν πολύ ξεχωριστός για να παίζει τέτοιο εξωφρενικό θέατρο στον εαυτό του» έλεγε ο Allen Ginsberg στην εισαγωγή της εν έτει 1977 επανακυκλοφορίας του Junky (που είχε κυκλοφορήσει ως Junkie το 1953), αναφερόμενος στους τρεις μεγάλους της Beat Γενιάς της λογοτεχνίας, δηλαδή στον εαυτό του, τον Jack Kerouac και τον William S. Burroughs. Ο τελευταίος, ίσως πήγε το θρύλο του ένα βήμα παραπέρα από τους άλλους δύο, τόσο μέσα από την ίδια τη λογοτεχνική του στόφα που κινούταν από τον πεζό και σκληρό ρεαλισμό μέχρι το δυστοπικό παραληρηματικό σύμπαν του Γυμνού Γεύματος, όσο κι από την γενικότερη επιρροή του στην κουλτούρα των χρηστών, των ομοφυλόφιλων αλλά και όλης της ποπ κουλτούρας.
Στις 2 Αυγούστου 1997 έφυγε από τη ζωή στα 83 του χρόνια και μάλιστα 5 μήνες μετά τον Allen Ginsberg. Παρακάτω κωδικοποιούμε το φαινόμενο Burroughs μέσα από 20 πτυχές της ζωής του. Αν και ο ίδιος κάποτε έλεγε πως «Καμιά φορά η παράνοια έχει όλες τις απαντήσεις».
Σκότωσε με όπλο κατά λάθος την δεύτερη σύζυγό του, Joan Vollmer το 1951. Σε μία προσπάθεια να δοκιμάσει την τύχη του ως άλλος Γουλιέλμος Τέλλος, έβαλε στόχο με το όπλο του ένα ποτήρι με νερό που ισορροπούσε πάνω στο κεφάλι της γυναίκας του αλλά τελικά αστόχησε και η 28χρονη υπέκυψε μετά από λίγο στα τραύματά της. Στην εισαγωγή του βιβλίου του Queer που έγραψε δύο χρόνια αργότερα αλλά κυκλοφόρησε το 1955 έγραψε: «Καταλήγω στο φρικτό συμπέρασμα ότι δεν θα είχα γίνει ποτέ συγγραφέας αν δεν είχε πεθάνει η Joan. Ο θάνατός της με έφερε σε επαφή με τον επιδρομέα, το Κακό Πνεύμα και με διεύθυνε προς μία ισόβια πάλη όπου δεν είχα άλλη επιλογή από το να βρω τον δρόμο μου γράφοντας». Αν δεν ήταν αυτός καταραμένος συγγραφέας, τότε ποιός;
Ανέπτυξε τον περίφημη cut-up λογοτεχνική τεχνική. Σε αυτήν, ο δημιουργός παίρνει ένα ήδη υπαρκτό κείμενο και κόβει τις λέξεις με ψαλίδι, τις ανακατεύει και ύστερα τις επανασυντάσσει προκειμένου να παραχθεί ένα νέο νόημα. Αν και παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην δεκαετία του 1920 από τους Ντανταϊστές, έγινε δημοφιλής μέσα από τον Burroughs τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Έτσι έγραψε το κοινώς αποδεκτό ως magnum opus του, Γυμνό Γεύμα. H cut-up τεχνική υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής και στην μουσική: ανάμεσα στους καλλιτέχνες που έχουν επηρεαστεί είναι ο Paul McCartney και ο David Bowie, ενώ ο Thom Yorke έγραψε με παρεμφερή τρόπο τους στίχους του Kid A (2000) των Radiohead. Και φυσικά, την μέθοδο απογείωσε ο Kurt Cobain -τώρα ξέρετε που οφείλονται οι αλλόκοτοι, τις περισσότερες φορές, στίχοι του.
Κυκλοφόρησε το 1965 το spoken word album, Call Me Burroughs και το 1990 το Dead City Radio ένα album με συμμετοχές, μεταξύ άλλων του John Cale και των Sonic Youth. Συμμετείχε επίσης στο album Songs in the Key of X: Music from and Inspired by The X-Files (1996), που περιλαμβάνει είτε κομμάτια που ακούστηκαν στη γνωστή σειρά είτε άλλα επηρεασμένα από αυτή και μπορείτε να ακούσετε τον Bourroughs στο “Star Me Kitten” μαζί με τους R.E.M. Αν θέλετε κι άλλο, το Spare Ass Annie and Other Tales (1993) με αποσπάσματα του συγγραφέα με μουσική από τους The Disposable Heroes of Hiphoprisy και η συνεργασία του με τον Kurt Cobain στο The “Priest” They Called Him (1992) θα σας αποζημιώσουν.
Ακόμα δεν χορτάσατε; Ορίστε μερικές μπάντες που τα ονόματά τους χρωστάνε στον beat συγγραφέα: οι Steely Dan πήραν το όνομά τους από έναν δονητή με το ίδιο όνομα από το Γυμνό Γεύμα και οι Soft Machine πήραν το δικό τους από το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο. Άλλα συγκροτήματα με όνομα εμπνευσμένο από τον Burroughs είναι οι Clarknova, The Mugwumps, The Insect Trust, Clem Snide, Thin White Rope (μια φράση που χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας για την εκσπερμάτωση), Success Will Write Apocalypse Across the Sky και οι Nova Mob που σχημάτισε ο Grant Hart μετά τους Hüsker Dü. Μη νιώθετε άσχημα, ούτε εμείς τους ξέραμε όλους.
Οι Beatles τον συμπεριέλαβαν στο κολάζ του εξωφύλλου του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, ενώ η Patti Smith έτρεφε τόσο μεγάλο θαυμασμό για το πρόσωπό του που είχε πει κάποτε: «Είναι σαν ένα διαφορετικό είδος της Βίβλου». Αμήν.
Τη δεκαετία του ’40 εργάστηκε ως ντετέκτιβ, ευελπιστώντας πως έτσι θα βιώσει τον σκοτεινό κόσμο συγγραφέων όπως ο Raymond Chandler. Τελικά, απογοητεύτηκε από το επάγγελμα μιας και κατά βάση εργαζόταν σε καταστήματα παρακολουθώντας τους εργαζόμενους προκειμένου να μην κλέψουν κάτι. Ε, δε λες ότι μοιάζει και πολύ με κάποια ιστορία του Chandler αυτό.
Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 2 Αυγούστου του 1997 στο Lawrence του Kansas στα 83 του χρόνια, πέντε μήνες μετά το θάνατο του Allen Ginsberg. Όταν είχε ρωτηθεί σε συνέντευξή του το 1961 «Τι είναι θάνατος;», η απάντηση του ήταν: «Ένα κόλπο. Το κόλπο του χρόνου-γέννησης-θανάτου. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, το έχουν φιλοσοφήσει τόσοι». Μας σκότωσε.
Οι τελευταίες λέξεις του τελευταίου δημοσιευμένου κειμένου του ήταν: «Αγάπη; Τί είναι; Το πιο φυσικό αναλγητικό που υπάρχει. Αγάπη». Την ακούσαμε (την αγάπη).
Είχε κόψει μόνος του την άκρη από το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού του στην ηλικία των 25. Όταν μετέφερε το περιστατικό (αλλά και το κομμένο δάχτυλο) στον ψυχίατρό του, Herbert Wiggers, εκείνος έκρινε ότι έπρεπε να εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. O Burroughs είχε υποστηρίξει ότι ο αυτο-ακρωτηριασμός ήταν η έναρξη για την εισαγωγή στο Crow Tribe. Αργότερα έγραψε μία ιστορία σχετικά με αυτό με τίτλο -τί άλλο;- The Finger.
Σε άλλα ιατρικά δεδομένα, ο γιος του Burroughs ήταν ένας από τους πρώτους Αμερικανούς στους οποίους έγινε μεταμόσχευση ήπατος.
Είχε μεγάλη αδυναμία στις γάτες. Μάλιστα, κάποια περίοδο μαζί με την σύζυγό του Joan είχαν 13 γάτες ενώ, κρατούσε ημερολόγιο για όλες τις γάτες τις ζωής του και από αυτές του τις σημειώσεις προέκυψε ύστερα το βιβλίο Η Γάτα Μέσα Μας.
«Δεν μισώ τους σκύλους. Μισώ όμως αυτό που κατάντησε ο άνθρωπος τον καλύτερο του φίλο. Το γρύλισμα ενός πάνθηρα είναι σίγουρα πιο επικίνδυνο από το γρύλισμα ενός σκύλου αλλά δεν είναι άσχημο. Η οργή μιας γάτας είναι πανέμορφη, βράζει μια αγνή γατίσια φλόγα, το τρίχωμά της έχει σηκωθεί όρθιο και πετάει μπλε σπίθες, τα μάτια της στραφταλίζουν και σπιθοβολούν. Όμως το γρύλισμα ενός σκύλου είναι άσχημο, είναι το γρύλισμα του όχλου των μισαλλόδοξων λευκών που λυντσάρει έναν Πακιστανό… το γρύλισμα εκείνου με το αυτοκόλλητο “Σκότωσε μια αδερφή για χάρη του Χριστού” στο αμάξι του, ένα γρύλισμα γεμάτο φαρισαϊσμό. Όταν βλέπεις αυτό το γρύλισμα, βλέπεις κάτι που δεν έχει δικό του πρόσωπο. Η οργή ενός σκύλου δεν είναι δική του. Υπαγορεύεται από τον εκπαιδευτή του. Και η οργή του όχλου που λυντσάρει υπαγορεύεται από εξαρτημένα ανακλαστικά». Νιάου.
Αρκετά πριν ο William S. Burroughs και ο Jack Kerouac γίνουν οι δύο από τις τρεις μεγάλες μορφές της «Γενιάς Beat» (ο τρίτος ήταν ο Allen Ginsberg), οι δύο συγγραφείς το 1945 έγραψαν από κοινού το μυθιστόρημα Και Έβρασαν Οι Ιπποπόταμοι Στις Γούρνες Τους, με το κάθε κεφάλαιο να είναι γραμμένο εναλλάξ από τον καθένα. Κι αν το έχετε απορία για τον τίτλο, ο Burroughs έχει την απάντηση: «Προέκυψε από μία ραδιοφωνική εκπομπή την περίοδο που γράφαμε το βιβλίο. Είχε πιάσει φωτιά σε ένα τσίρκο και θυμάμαι να ακούγεται αυτή η φράση στο ραδιόφωνο: “Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους!”. Οπότε το χρησιμοποιήσαμε». O Jack Kerouac σε συνέντευξή του στο Paris Review το 1967 δήλωνε ότι η φωτιά ήταν στον Ζωολογικό Κήπο του Λονδίνου. Παρ’ όλα αυτά, στην έκδοση του βιβλίου το 2008 ο James Grauerholz υποστηρίζει ότι η πραγματική πηγή του τίτλου είναι άγνωστη αλλά ενδέχεται να προέκυψε από πυρκαγιά σε ζωολογικό κήπο στην Αίγυπτο. Μίλα καθαρά William…
Ο χαρακτήρας Old Bull Lee στο On The Road που χάρισε μία περίοπτη θέση στο λογοτεχνικό πάνθεον για τον Kerouac είναι βασισμένος στον Burroughs. Eίναι ένας δάσκαλος και junky που μοιράζεται τη ζωή του μεταξύ Τέξας και Νέας Ορλεάνης μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του, ενώ έχει μία σαφή αγάπη για την αμερικανική κουλτούρα των 1900s και 1910s. Hipster before it was cool.
Ο τίτλος του Γυμνού Γεύματος προέκυψε κατά λάθος όταν ο Allen Ginsberg διάβαζε δυνατά ένα παλαιότερο κείμενο του συγγραφέα και αντί για “naked lust” διάβασε “naked lunch”. Ο Kerouac το θεώρησε έναν καλό τίτλο για το βιβλίο που έγραφε ο Burroughs εκείνη την περίοδο.
To 1991 o David Cronenberg γύρισε την ταινία Naked Lunch το σενάριο της οποίας βασίστηκε εν μέρει στο ομώνυμο βιβλίο και εν μέρει σε στοιχεία της ίδιας της ζωής του Burroughs. Αν και αρχικά προβλεπόταν η ταινία να γυριστεί στην Ταγγέρη (όπου ο συγγραφέας έζησε μέρος της ζωής του) αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω του Πολέμου του Κόλπου και η ταινία τελικά γυρίστηκε στο Τορόντο.
Ο Burroughs εμφανίστηκε στο Drugstore Cowboy (1989) του Gus Van Sant στο ρόλο του Tom the Priest, που είναι (τι άλλο;) ένας junkie ιερέας που συναντά τον νεότερο junkie Bob (Matt Dillon). Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, έστειλε το σενάριο στον συγγραφέα και του άρεσε αρκετά, αλλά δεν του άρεσε ιδιαίτερα ο τρόπος που απεικονιζόταν ο δικός του χαρακτήρας. Έτσι, ο συνεργάτης του Burroughs, James Grauerholz, έγραψε μαζί με τον ίδιο το μέρος του, ώστε να του ταιριάζει περισσότερο. Αρχικά ο Gus Van Sant ήθελε τον Tom Waits για τον συγκεκριμένο ρόλο αλλά η εταιρεία του απέρριψε την πρόταση, μιας και δούλευε σε άλλη ταινία εκείνη την περίοδο.
Είχε μπερδεμένη σεξουαλικότητα. Αν και παντρεύτηκε δύο φορές με γυναίκες (o ένας γάμος εκ των δύο βέβαια ήταν «λευκός»), είχε καταλάβει από την εφηβεία του ότι ήταν ομοφυλόφιλος και ως νέος σύναψε πολλές φορές σχέσεις με άντρες. Μία τραυματική εμπειρία που αποκάλυψε αργότερα κάνοντας ψυχανάλυση ήταν ότι στα 4 του χρόνια η νταντά του τον εξανάγκασε να κάνει στοματικό σεξ στον σύντροφό της. Αν και το ομοφυλοφιλικό στοιχείο υπάρχει στο μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του, το Queer που κυκλοφόρησε το 1952 επικεντρώνεται περισσότερο στο ζήτημα. Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την ζωή της gay κοινότητας στη σκοτεινή πόλη του Μεξικού την δεκαετία του ’40 μέσα από τον πρωταγωνιστή του βιβλίου και ουσιαστικά αυτοβιογραφικό ήρωα, William Lee.
Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το μεταφυσικό στοιχείο. Τον απασχολούσε η μαγεία, ενώ πίστευε ότι υπάρχει τηλεπάθεια μεταξύ των αδελφών-ψυχών. Πίστευε ακόμη στο «Κακό Πνεύμα» (που αναφέρεται και παραπάνω) και στην δεκαετία του ’60 ασχολήθηκε πολύ με την Σαϊεντολογία και προς το τέλος της ζωής του με τον σαμανισμό.
Και με το όνομα William Lee κυκλοφόρησε το 1953 το πρώτο ουσιαστικά βιβλίο του, εξαιρουμένου το από κοινού με τον Jack Kerouac γραμμένου Και Έβρασαν Οι Ιπποπόταμοι Στις Γούρνες Τους που γράφτηκε μεν το 1945 αλλά δεν κυκλοφόρησε πριν το 2008. Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό (ο ίδιος ήταν χρόνιος χρήστης ενώ πειραματίστηκε για πρώτη φορά στα 13 του χρόνια) κι επικεντρώνεται κυρίως στη χρήση ουσιών. Ο αρχικός τίτλος ήταν Junk και μερικά μέρη του δεν συμπεριλήφθηκαν, καθώς το ζήτημα των ναρκωτικών θεωρούταν ακόμη ταμπού τότε για την αμερικανική κοινωνία. Η πρώτη έκδοση από την Ace Books σε δύο τόμους θεωρείται πλέον πολύ σπάνια, ενώ το 1977 οι εκδόσεις Penguin κυκλοφόρησαν το αποκατεστημένο κείμενο.
Ο Allen Ginsberg (στον οποίο ο Burroughs απαντούσε με κεφάλαια από το Junkie στην αλληλογραφία τους κατά την περίοδο γραφής του) λέει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή της έκδοσης του 1977 του βιβλίου, αναφερόμενος στην πρώτη έκδοση: «[…] αν ληφθεί υπ’ όψη και η απειρία μας, ήταν ένα είδος θαύματος γενναιότητας το ότι το βιβλίο τυπώθηκε και διαβάστηκε την επόμενη δεκαετία από ένα εκατομμύριο επαϊόντων -που πραγματικά εκτίμησαν το ευφυές του πράγματος, την ξεκάθαρη αντίληψη, την ακριβόλογο λιτή γλώσσα, την κοφτή σύνταξη και τις νοητικές εικόνες- κι ακόμα την εξαιρετική κοινωνικολογική αντιμετώπιση, την καλλιεργημένη επαναστατική στάση απέναντι στη γραφειοκρατία και το νόμο και τη στωική και γεμάτη ψυχρό χιούμορ ενατένιση του εγκλήματος».
Ο Norman Mailer τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον μοναδικό Αμερικανό συγγραφέα που πιθανώς να έχει καταληφθεί από την ιδιοφυία». Τον θαυμασμό τους για το συγγραφέα έχουν εκφράσει και ο κριτικός και βιογράφος Peter Ackroyd, ο ροκ κριτικός Lester Bangs, ο φιλόσοφος και θεωρητικός κινηματογράφου Gilles Deleuze και συγγραφείς όπως οι J. G. Ballard, Angela Carter, Jean Genet, William Gibson, Alan Moore, Kathy Acker και Ken Kesey, ενώ θεωρείται βασική επιρροή του cyberpunk κινήματος.