Ο Αυστραλός ακτιβιστής του διαδικτύου, Julian Assange, ανακίνησε τη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης, όταν σαν σήμερα πριν από 15 χρόνια, ίδρυσε τη διεθνή, μη κερδοσκοπική οργάνωση WikiLeaks. Ο ιστότοπος, αποτέλεσε τον πυρήνα της διαρροής ειδήσεων (news leaks), με τη δημοσίευση των πρώτων αποκαλυπτικών απόρρητων εγγράφων στις 4 Οκτωβρίου 2006.
Η Wikileaks, ήρθε για να αλλάξει τον ρου των online καταγγελιών (whistleblowing), δίνοντας ένα εντελώς νέο νόημα στην «ελευθερία της πληροφόρησης». Στόχος της, όπως η ίδια περιγράφει, είναι «να γνωστοποιήσει στο κοινό σημαντικές ειδήσεις και πληροφορίες».
«Μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητές μας, είναι η δημοσίευση πρωτότυπου υλικού παράλληλα με τις ειδήσεις μας, έτσι ώστε οι αναγνώστες, οι ιστορικοί και οι επιστήμονες να μπορούν να έρθουν σε επαφή με πειστήρια», αναφέρει. Το website – που δεν σχετίζεται με την Wikipedia παρά το κοινό πρώτο συνθετικό των λέξεων – διαθέτει ένα ανώνυμο “drop box” με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι καταγγέλλοντες μπορούν να υποβάλλουν πληροφορίες στον ιστότοπο, χωρίς τον φόβο της δίωξης να ελλοχεύει. Κατά τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας της, η σελίδα δημοσίευσε 10 εκατομμύρια έγγραφα online.
Τον Νοέμβριο του 2007, μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυσή της, δημοσιεύθηκαν στο site οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του κόλπου Guantanamo Bay, οι οποίες φανέρωσαν ότι ο στρατός είχε αιχμαλωτίσει επιθεωρητές του Ερυθρού Σταυρού, ενώ κρατούσε νέους κρατούμενους σε απομόνωση για δύο εβδομάδες, με σκοπό να τους «συμμορφώσει».
Το 2008, εμφανίστηκαν ευαίσθητες πληροφορίες από την Εκκλησία Scientology, συμπεριλαμβανομένων μυστικών Βίβλων και σημειώσεων του ιδρυτή της, L. Ron Hubbard. Η Εκκλησία απείλησε πως θα καταφύγει σε νομικές διαδικασίες μετά τη διαρροή των απόρρητων πληροφοριών.
Το 2009, περισσότερα από 500.000 εμπιστευτικά μηνύματα σχετικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έφτασαν στο WikiLeaks, συμπεριλαμβανομένων εκείνων μεταξύ του Πενταγώνου, του FBI, του FEMA και του theNYPD, τα οποία αποκάλυπταν την αντίδρασή τους απέναντι στην καταστροφή.
Έτος – σταθμός για τον Julian Assange και το μέσο του, ήταν το 2010, όταν σε αυτό δημοσιεύτηκαν βίντεο που διέρρευσαν από αμερικανικό ελικόπτερο, στο οποίο απεικονίζεται αεροπορική επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 12 άμαχοι Ιρακινοί στη Βαγδάτη, συμπεριλαμβανομένων δύο δημοσιογράφων του Reuters. Αργότερα την ίδια χρονιά, είδαν το φως της δημοσιότητας μισό εκατομμύριο έγγραφα που σχετίζονται με τις επιθέσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα οποία περιελάμβαναν πληροφορίες για θανάτους πολιτών, αλλά και ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με το ανθρωποκυνηγητό του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Μία από τις πιο διάσημες διαρροές, σημειώθηκε το 2016 όταν 20.000 emails της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής (Democratic National Committee) έφτασαν στον ιστότοπο. Λίγο αργότερα, το US intelligence διαπίστωσε ότι τα μηνύματα είχαν κλαπεί από Ρώσους χάκερ. Σύμφωνα με τα emails, οι εκπρόσωποι των Δημοκρατικών ευνοούσαν την Hillary Clinton έναντι του αντιπάλου της Sanders, δίνοντάς της εκ των προτέρων τις ερωτήσεις του μεταξύ τους debate. Η διαρροή φαίνεται να επηρέασε την κοινή γνώμη και την έκβαση των προεδρικών εκλογών.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ, γεννημένος στο Townsville, ανέπτυξε από μικρός ενδιαφέρον για τους υπολογιστές και το hacking. Το 1987, σε ηλικία 16 ετών, άρχισε να χακάρει με το όνομα Mendax – το οποίο όμως στη συνέχεια εντοπίστηκε από την αστυνομία. Μέχρι το 1993, χρησιμοποιούσε τις γνώσεις του στους υπολογιστές για να βοηθήσει τη Μονάδα Εκμετάλλευσης Παιδιών της Αστυνομίας της Βικτώριας, εντοπίζοντας άτομα που ήταν υπεύθυνα για τη δημοσίευση και τη διανομή παιδικής πορνογραφίας.
Ξεκινώντας το Wikileaks στην Αυστραλία, μετέφερε άμεσα σέρβερς και στη Σουηδία, προτού επεκταθεί τελικά σε πολλές άλλες χώρες, δίνοντας τη δική του απάντηση στους νόμους σχετικά με την προστασία του Τύπου. Ένα από τα σημαντικότερα έγγραφα που δημοσίευσε στο WikiLeaks λίγο μετά την ίδρυσή του, ήταν μία απόφαση δολοφονίας κυβερνητικών αξιωματούχων, υπογεγραμμένη από εξέχοντα πολιτικό πρόσωπο της Σομαλίας. Το ταξίδι του στον κόσμο της αλήθειας, είχε μόλις ξεκινήσει.
Σήμερα, το International Federation of Journalists έχει αποκαλέσει το WikiLeaks «μια νέα ‘ράτσα’ του τρόπου λειτουργίας των media, που προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες στους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης». Ακόμη και τώρα, 15 χρόνια από την ίδρυσή του, αποτελεί πόλο έλξης αντικρουόμενων απόψεων, ανάμεσα σε εκείνους που δεν μπορούν να συμφωνήσουν αν ο Ασάνζ είναι «πρωταθλητής» του Τύπου ή μια απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Ανεξαρτήτως αυτού, ο Ασάνζ έχει υποβληθεί σε μια σειρά ερευνών από την ίδρυση της πλατφόρμας του κι έπειτα, ενώ πρόσφατα βρέθηκε στο στόχαστρο για μία υποτιθέμενη συνωμοσία απαγωγής. Αξίζει να σημειωθεί πως έπειτα από δύο κατηγορίες σεξουαλικής επίθεσης τις οποίες αντιμετώπισε στη Σουηδία, βρήκε καταφύγιο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο το 2012, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο. Κατά τα χρόνια της παραμονής του εκεί, απέκτησε δύο παιδιά με τη δικηγόρο του Stella Moris, με την οποία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σκοπεύει να παντρευτεί.
Τον Απρίλιο του 2019 αποχώρησε από την πρεσβεία και συνελήφθη από τις βρετανικές αρχές. Έκτοτε, παραμένει στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Belmarsh στο Λονδίνο, με την έρευνα για τις καταγγελίες για σεξουαλική επίθεση να έχουν σταματήσει για την ώρα από τις σουηδικές αρχές.
Τον Ιούνιο του 2019, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε επίσημα από τη Βρετανία να εκδώσει τον Ασάνζ στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που τον θέλουν να έχει συνωμοτήσει προκειμένου να χακάρει υπολογιστές κυβερνώντων των ΗΠΑ, αλλά και να έχει παραβιάσει έναν νόμο κατασκοπείας. Τον Ιανουάριο του 2021, βρετανικό δικαστήριο απεφάνθη ότι θα ήταν «απάνθρωπο» να τον εκδώσουν στις ΗΠΑ λόγω της κλονισμένης ψυχικής του υγείας, ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αυτοκτονήσει.
Οι ΗΠΑ άσκησαν έφεση κατά της απόφασης, με τη δικαστική υπόθεση να συνεχίζεται και την πλήρη ακρόαση της έφεσης να έχει προγραμματιστεί για τις 27 Οκτωβρίου. Παρά τις αντιπαραθέσεις και τις κατηγορίες που βαραίνουν τον Ασάνζ, ο ιστότοπος WikiLeaks παραμένει ζωντανός και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση σε αυτόν.