Categories: ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Βρυξέλλες, Σάββατο πρωί-Κυριακή βράδυ: η ζωή σε επίπεδο συναγερμού 4.

Σάββατο πρωί

Το Σάββατο ξεκίνησε περίεργα. Οι πρώτοι τίτλοι ειδήσεων ξεκίνησαν από την κουζίνα πριν μπει ο βραστήρας του καφέ, με αποτέλεσμα να γεφυρωθούν άτσαλα με το τέλος της ταινίας που έβλεπα το προηγούμενο βράδυ ημιλιπόθυμη στον καναπέ. «Αγάπη, συναγερμός 4 λέει στις Βρυξέλλες, μάλλον ετοιμάζονται για επίθεση σαν αυτή που έγινε στο Παρίσι. Τα κλείνουν όλα». Τί διάολο, Αφρικάνικη ήταν η ταινία, σκέφτηκα, και με εξαιρετικό πρωταγωνιστή. Τέλος πάντων, οι άλλοι τι λένε;

«Οι άλλοι», στην περίπτωσή μας, είναι ο πύργος της Βαβέλ. Δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους εκτός από το ότι μπορούν να κατανοήσουν φράσεις όπως «method of open coordination» και «subsidiarity clause» που δε σημαίνουν τίποτα πουθενά εκτός του οικοσυστήματος των Ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι φίλοι, συνάδελφοι, φίλοι συναδέλφων, παλιοί συμφοιτητές και κάποιοι περαστικοί. Κατάγονται από δεκάδες χώρες, οι περισσότεροι είναι σαν γυρολόγοι, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σκαρώσουν ένα καινούριο σπιτικό και να το μαζέψουν μερικά φεγγάρια αργότερα. Μόνοι μεταξύ μόνων και, τελικά, καινούριοι συνοδοιπόροι.

Σάββατο, τα cafe είναι ακόμη ανοιχτά

Με αυτούς, λοιπόν, ξεκινάμε να μιλάμε σε δυο-τρία γκρουπ στο Φεισμπουκ και να σχολιάζουμε το νέο «Επίπεδο 4», το οποίο στο μεταξύ επαναλαμβανόταν με ένα άγριο δέος από τα μέσα ενημέρωσης, καλώντας μας να πάρουμε τέλος πάντων μία θέση. Σε πρώτη φάση τσακωθήκαμε. Οι μεν κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι μετατρέπει την πόλη σε φρούριο, οι δε μιλούσαν για αφορμή παραβίασης των δικαιωμάτων του πολίτη επ’αόριστον , οι τελευταίοι –μαζί με μένα, κάτι Παριζιάνους κι έναν πρώην Ανατολικογερμανό- λέγαμε ότι προτιμάμε προσωρινά λιγότερη ελευθερία παρά να γίνουμε χαρτοπόλεμος στο πάρτυ ανατίναξης κάποιου φωνακλά τρομοκράτη. Όλοι συμφωνήσαμε ότι, εν πάσει περιπτώση, μάθαμε ποιος είναι ο Πρωθυπουργός του Βελγίου κι αυτό είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα. Γιατί αυτό είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της φυλής μας: Μπορεί να ξέρουμε ακόμη και πόσα κρασάκια ήπιε ο Γιούνκερ με τον καφέ του –λέμε τώρα-, αλλά δεν έχουμε ιδέα από την πολιτική της χώρας στην οποία ζούμε.

Ποιος φόβος; στην αρχή φαίνονται όλα παιχνίδι

Σάββατο Απόγευμα

Τσακωθήκαμε αρκετή ώρα, λες κι αν τα βρίσκαμε μεταξύ μας θα λυνόταν μαγικά ο συναγερμός. Μετά αποφασίσαμε ότι δεν είναι καιρός για μοναξιές και κλείσαμε ραντεβού σε κοντινό καφέ. Οι γενναιότεροι ήρθαν στη γειτονιά μου: ένα ζευγάρι γκέι από την Ισπανία και το Σουρινάμ, ένα ζευγάρι στρέιτ από την Ιρλανδία και τη Λετονία, ένας συνάδελφος από τη Γερμανία που γύρισε από το γυμναστήριο κατευχαριστημένος καθώς το βρήκε άδειο και η Ελληνίδα κολλητή μου με τη φίλη της τη Ρέα που ήρθε από το Βερολίνο για Σαββατοκύριακο και, όπως καταλαβαίνετε, στάθηκε λίγο άτυχη. «Όλα είναι καλύτερα από το να γυρίσω στη δουλειά» είπε και στεναχωρήθηκα δυο φορές που δεν μπορούσαμε να της δείξουμε τις Βρυξέλλες των πάρτυ και της σαββατιάτικης ακολασίας.

Αποφασίσαμε, όμως, να πάρουμε τη Ρέα και το μικρό σκυλί του αφεντικού μας και να πάμε μία βόλτα στο «απαγορευμένο» κέντρο της πόλης. Περνώντας από την οργή στην άρνηση, θεωρήσαμε καταπληκτική ιδέα να πηδήξουμε στα μιλιταιρ εξώφυλλα των ειδησεογραφικών – στην τελική ποιοι είναι αυτοί που θα μας απαγορεύσουν να κυκλοφορούμε στην πόλη μας; Βγάλαμε φωτογραφίες μπροστά στα τανκς και είδαμε τους σταθμούς άδειους, το στρατό παντού και τους λιγοστούς τουρίστες με βάφλες και δέκα αστυνόμους στον κόρφο τους. Προσπαθήσαμε να μαντέψουμε ποιος είναι πράκτορας ντυμένος με πολιτικά, παίξαμε «βρες τη βόμβα» -στοιχηματiσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Γραντ Πλας-, γελάσαμε και γυρίσαμε στο σπίτι. Μέχρι να γυρίσουμε πίσω, γύρω στις 7 το απόγευμα, είχαν ακυρωθεί τα πάντα: Εκδηλώσεις, συναυλίες, πάρτι. Έκτοτε, δεν ξαναφύγαμε.

Κλεισμένες στο σπίτι

Κάτσαμε στο σπίτι. Βράδυ πρώτο, μικρό το κακό. Είχε βάλει κρύο, χιόνισε, κανέναν δεν ενόχλησε λίγη ησυχία. Η άρνηση, άλλωστε, ήταν ακόμη εν ενεργεία. Κατά βάθος πιστεύαμε ότι είναι επιλογή μας που δε βγαίνουμε. Βάλαμε «Απαράδεκτους» και τα προβλήματα λύθηκαν μαζί με τη φόρμα του Χαλακατεβάκη που τον ξεχάσανε πάνω στο δέντρο ο Βλάσης και οι άλλοι.

Κυριακή πρωί

Η Κυριακή ξημέρωσε διαφορετικά: «Άντε τελείωσε το αστείο; Θέλω να πάω σούπερ μάρκετ γιατί ήταν όλα κλειστά χθες και τα παντοπωλεία είναι πανάκριβα», γρύλισε η σοφή φωνή στο διπλανό μαξιλάρι. Όχι, δεν τελείωσε. Ο συναγερμός παραμένει και πλέον δεν ακούγεται τίποτα από τα μέσα ενημέρωσης. Ποιον πιάσανε, ποιους κυνηγάνε, τί μέλλει γενέσθαι. Ένα κοντινό μαγαζί και μαζική συσπείρωση δυνάμεων –ούτε δημοτικό πανήγυρι τέτοια προσέλευση, κανείς δεν ήθελε να μείνει μόνος του και νηφάλιος Κυριακή πρωί- ξεγέλασε την ημέρα μέχρι το πρώτο σκοτάδι, που σήμανε επιστροφή στα σπίτια.

Κυριακή. Ένας πολυσύχναστος δρόμος στο κέντρο των Βρυξελλών

Κυριακή Απόγευμα

Οι Γαλλίδες ανέλαβαν το δείπνο: ξεφλούδισαν δυο κιλά πατάτες κι έφτιαξαν ταρτιφλέτ, φαινόμενο σπάνιο όσο και το Αστέρι του Βοριά καθώς 1) δεν έχουμε ποτέ χρόνο για περίπλοκες συνταγές και 2) η μία είναι από το Παρίσι, η άλλη από τη Ροσέλ κι οι συνταγή τους είναι διαφορετικές. Όχι πολύ! Αλλά αρκετά. Πώς κόβεις έτσι το τυρί η μία, γιατί δεν κόβεις τις πατάτες σε κύβους αλλά σε ροδέλες η άλλη. Μάταια προσπαθήσαμε να τις καλοπιάσουμε μπας και φάμε εν ειρήνη. Μάλιστα, απέφυγα μετά βίας βαριές βρισιές καθώς καμία δε δεχόταν ότι το εξάμβλωμα του συμβιβασμού επέφερε όντως κάτι θετικό. Σε αυτό τουλάχιστον συμφωνήσανε πλήρως.

Ενώ εντρυφούσα στην ιδιοσυγκρασία της ταρτιφλέτ και κουτσομπολεύα με την ομήγυρη όποιον άνθρωπο συνάντησα την τελευταία εβδομάδα, το πρώτο καμπανάκι του κινδύνου χτύπησε. Σε αυτό το σημείο, θέλω να σας υπενθυμίσω ότι, σε αντίθεση με το Παρίσι και τη Βηρυτό, στις Βρυξέλλες δεν έχει γίνει τίποτα απολύτως εδώ και μήνες. Όλη αυτή η αφήγηση δεν έχει νόημα εάν δε γίνει κατανοητό ότι οι όποιοι περιορισμοί μέχρι αυτό το σημείο δεν έχουν παρά υπόσταση φαντασιακή, ή έστω εκ του σύνεγγυς με τα τεκταινόμενα στη Γαλλική πρωτεύουσα, και για αυτό τα επίπεδα αντίληψης είναι εντελώς απορυθμισμένα. Άλλος φοβάται πάρα πολύ, άλλος καθόλου.

Ο κεντρικός σταθμός.

Ο πρώτος συναγερμός

Την Κυριακή, όμως, κατά τις 6 το απόγευμα, η συλλογική πυξίδα ευθυγραμμίστηκε. Φίλοι στο κέντρο της πόλης μας έστειλαν ότι έχουν αποκλειστεί στα σπίτια τους κι η αστυνομία δεν τους επιτρέπει να βγουν. Κεντρικοί δρόμοι έκλεισαν ενώ ζητήθηκε από τους κατοίκους να κλείσουν τα παράθυρά τους. «Τα παράθυρα; Και πώς θα καπνίζουμε;», πετάχτηκε η Λιθουανή Άστα. Η βελγική αστυνομία, φειδωλή όπως πάντα, έδωσε οδηγίες: Απαγόρευση κυκλοφορίας και σεβασμός στη σιγή ασυρμάτου γύρω από αστυνομική επιχείρηση στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι γράφουν για πυροβολισμούς σε κεντρικά σημεία της πόλης και μετά διαγράφουν τις πληροφορίες. Όλοι κοιτούν τα τηλέφωνά τους: Άλλοι κανονίζουν πώς κι αν θα πάνε στη δουλειά, άλλοι μιλάνε με τους γονείς τους, άλλοι διαβάζουν ειδήσεις μετά μανίας. Εγώ μιλάω με έναν φίλο μου που έχει αποκλειστεί σπίτι μόνος και φοβάται. Αραδιάζω βλακείες, παρόμοιες με αυτές που έλεγα σε αγαπημένες φιλενάδες που έτυχε να αποκλειστούν σε ένα μπαρ στο Παρίσι πριν από μία εβδομάδα. Σκέφτομαι ότι πρέπει να αρχίσω να ανθολογώ τέτοιου είδους καθησυχαστικές ατάκες γιατί μπορεί να χρησιμεύσουν πάλι σύντομα και, στη συνέχεια, διώχνω αυτήν τη σκέψη κατεβάζοντας μισό ανανά. Θα αναστενάξουν τα παντελόνια φέτος!

Η αστυνομική επιχείρηση κρατάει κάπου τρεις ώρες και το αποτέλεσμα συμπυκνώνεται σε 19 προσαγωγές. Ο κύριος ένοχος φαίνεται να διέφυγε, καμία άλλη πληροφορία δε γίνεται γνωστή. Ο συναγερμός παραμένει, το μετρό θα μείνει κλειστό και τη Δευτέρα, μία ακόμη ταινία παίζει στην οθόνη, έξι φίλοι παρακολουθούν με κουβέρτες, ποπ κορν και κρασί. Αν προλάβουν, θα γυρίσουν σπίτι, αλλά μπορεί και να μην τα καταφέρουν σήμερα. Ποιος ξέρει; Σίγουρα, πάντως, θα είναι ζεστά και αγκαλιασμένοι.

Κι η νύχτα πέφτει στις Βρυξέλλες…

Ειμαι –Charlie , –Παρίσι, –Βυρητός, –Μάλι, -Στο σπίτι (Βρυξέλλες)

Ελίνα Μπαλτατζή

Share
Published by
Ελίνα Μπαλτατζή