Έχω – σχεδόν – καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου πως «αυτό» το βράδυ θα είναι απαλλαγμένο από αναπάντεχες ειδήσεις που θα έχουν στον πυρήνα τους την επίδειξη αστυνομικής ισχύος και αποφασίζω να διαβάσω μερικές σελίδες ενός βιβλίου, λίγου προτού αποκοιμηθώ. Σε ένα παράλληλο scroll-down στο Facebook το βλέμμα μου καρφώνεται σε μία δημοσίευση στην οποία αναφέρεται πως ένα αγόρι κατέληξε κυνηγημένο από αστυνομικούς, ενώ είχε πάρει το δρόμο για το εβδομαδιαίο ραντεβού του με τη ψυχολόγο του στην Πανόρμου. Η νυχτερινή τηλεφωνική μας επικοινωνία ήρθε ως φυσικό και αναγκαίο επακόλουθο των όσων με οργή και περίσσια αντοχή γινόμουν δέκτης για μία ακόμη ημέρα καραντίνας κι εγκλεισμού.
Η καταγγελία του 25χρονου αυτόπτη μάρτυρα που ακολουθεί, με έχει κάνει καθώς μου τη διηγείται, να συνειδητοποιήσω πως μόλις μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο η Πανόρμου έχει μετατραπεί στην επόμενη αστυνομοκρατούμενη γειτονιά, έπειτα από το ξύλο της αστυνομίας προς τους «απλούς πολίτες» της Νέας Σμύρνης που απολάμβαναν μερικές στιγμές ελευθερίας στην ηλιόλουστη πλατεία της, αλλά και έπειτα από τις εξίσου ντροπιαστικές εικόνες εκ μέρους της που διαδέχτηκαν το συμβάν κατά την αυθόρμητη πορεία διαμαρτυρίας των κατοίκων της περιοχής.
Με πυροδότες τον ξυλοδαρμό και τις προσαγωγές των πολιτών στη Νέα Σμύρνη, κατά τις οκτώ το βράδυ, συγκεντρώθηκαν στην Πανόρμου περίπου 100 άτομα με σκοπό να διαμαρτυρηθούν για τον εκτροχιασμό της αστυνομικής βίας και καταστολής. Στο σημείο μετέβησαν αστυνομικές δυνάμεις που έσπευσαν να διαλύσουν τη συγκέντρωση, με το κυνηγητό να ακολουθεί στα στενά της γειτονιάς και τις κρότου λάμψεις να μην απουσιάζουν κι από αυτή την «έφοδο», ενώ έπειτα από τα επεισόδια σημειώθηκαν οχτώ προσαγωγές εκ των οποίων οι τρεις μετατράπηκαν σε συλλήψεις. Μάλιστα, όπως αποτυπώθηκε σε οπτικοακουστικό υλικό περαστικών, αστυνομικοί χτύπησαν με γκλοπ σταθμευμένο αυτοκίνητο.
«Το απόγευμα ξεκινάω να πάω στη ψυχολόγο μου, επηρεασμένος από τα γεγονότα που προηγήθηκαν στη Νέα Σμύρνη. Το ραντεβού είναι στις 20:00 κι εγώ βρίσκομαι στην Πανόρμου κατά τις οκτώ παρά. Περπατάω στο δρόμο φορώντας ακουστικά, από τη μεριά που είναι τα μπαράκια της περιοχής. Βρίσκομαι συγκεκριμένα έξω από τον Σκλαβενίτη και συνειδητοποιώ επειδή έχω πάρα πολύ δυνατά τη μουσική στ’ αυτιά μου, ότι υπάρχει πολύς κόσμος που κοιτάζει προς μία κατεύθυνση. Ουσιαστικά κοιτούσαν προς την πλατεία της Πανόρμου. Οπότε βγάζω τα ακουστικά (δεν έχω και τα γυαλιά της μυωπίας μαζί) και προσπαθώ να διακρίνω τι συμβαίνει».
Αρχικά, ακούει μόνο φωνές και στη συνέχεια βλέπει να σκάνε κρότου λάμψης και χημικά στην πλατεία της Πανόρμου, όπου βρισκόταν η διμοιρία των ΜΑΤ. «Η συγκέντρωση βρισκόταν στην Καρύστου, που είναι η συνέχεια της Λαρίσης και η Λαρίσης είναι ο δρόμος που εφάπτεται στην Πλατεία. Η συγκέντρωση δηλαδή ήταν απέναντι απ’ το σημείο που βρισκόταν η αστυνομία. Ακούω πολλές φωνές και ξαφνικά βλέπω πολλά άτομα να τρέχουν, πρέπει να ήταν ηλικίας 18-25 ετών».
Εκείνη τη στιγμή η πορεία έχει φύγει απ’ την Καρύστου, έχει προχωρήσει στην Πανόρμου και μία μερίδα των ατόμων κατευθύνεται προς το μέρος του, ενώ η υπόλοιπη μερίδα της συγκέντρωσης, τρέχει την Καρύστου προς τα πάνω. «Εγώ έχω ψιλο-σαστίσει γιατί σκέφτομαι, για ποιο λόγο να τρέξεις στην Πανόρμου; Έτσι όπως τρέχει λοιπόν ένα παιδί προς τα πάνω μου, συνειδητοποιώ ότι ήταν συμμαθητής μου απ’ το Λύκειο και τον ρωτάω αν είχαν συγκέντρωση. Μου απαντάει πως ναι και συνεχίζει να τρέχει. Έχω σαστίσει, δεν κουνιέμαι και προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Ευτυχώς γνωρίζω την περιοχή, οπότε δεν ένιωθα μεγάλη ανασφάλεια. Περιμένω, σπάει λίγο ο κόσμος μετά από ένα λεπτό και ξαφνικά αρχίζουν και σκάνε μηχανές. Είδα με τα μάτια μου δύο ομάδες ΔΡΑΣΗ. Η μία ήταν με εφτά δίκυκλα, με δύο αστυνομικούς πάνω στο καθένα και η άλλη ήταν με τουλάχιστον πέντε δίκυκλα».
Εκείνη την ώρα, επειδή οι μηχανές βρίσκονταν αρκετά κοντά του πια, συνειδητοποιεί πως πρέπει να κινηθεί. «Εντωμεταξύ ήμουν «στόχος» γιατί φορούσα και μαύρα ρούχα, μαύρο φούτερ – οπότε ξεκινάω δειλά-δειλά και προχωράω προς την Καρύστου γιατί κάποια μηχανάκια είχαν σταθεί απ’ τα δεξιά μου όπως ήμουν εγώ στον Σκλαβενίτη και τα άλλα κατέβαιναν προς τα κάτω την Πανόρμου δίχως να μπουν σε κάποιο στενό. Στρίβω λοιπόν την Καρύστου, αρχίζω να την ανεβαίνω – είμαι εγώ απ’ το ένα πεζοδρόμιο μόνος και απ’ την άλλη είναι δύο παλικάρια. Εγώ εντωμεταξύ κατευθυνόμουν κανονικά στη ψυχολόγο και αποφάσισα να πάω μέσα από τα στενά. Ανεβαίνουμε μαζί με τα δύο παιδιά την Καρύστου και ξαφνικά βλέπουμε να στρίβουν δύο μηχανές. Σταματάνε στο ύψος που ήμασταν με τα παιδιά. Την ώρα που τους βλέπω, ενεργοποιούνται όλα τα ένστικτα επιβίωσης και συνειδητοποιώ ότι πρέπει να τρέξω «τώρα». Ξεκινάω και τρέχω προς τα κάτω και τα άλλα δύο παιδιά προς τα πάνω».
Δε ξέρω τι απέγιναν τα παιδιά. Οι μηχανές εντωμεταξύ σταθμεύουν επιτόπου στη μέση του δρόμου, κατεβαίνουν οι αστυνομικοί και αρχίζουν τέσσερις να κυνηγάνε εμένα και οι υπόλοιποι δέκα τους άλλους. Εγώ πρόλαβα να ξεφύγω γιατί άρχισα να τρέχω προτού σταθμεύσουν οι μηχανές! Οι τέσσερις που με κυνηγούσαν, μόλις έφτασα κοντά στην Πανόρμου σταμάτησαν επειδή είχα πάρει αρκετά καλή απόσταση, είχαν απομακρυνθεί κι αρκετά απ’ τις μηχανές τους. Έχοντας γλυτώσει και τρέχοντας ακόμη, βλέπω νέους κρυμμένους σε πυλωτές που δεν ήξεραν ακόμη τι συμβαίνει στην Πανόρμου οπότε ήταν αγχωμένοι. Εγώ συνεχίζω τρέμοντας κι όντας σε σοκ για να φτάσω εν τέλει στη ψυχολόγο… Περνάνε ξανά από δίπλα μου μηχανάκια, στρίβουν σ’ ένα στενό κι εκεί βρίσκεται μία παρέα χωμένη σε μία πολυκατοικία που τους φώναζε να φύγουν απ’ εδώ. Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα πως πρέπει να είμαι παρών, οπότε πηγαίνω προς τα εκεί κρατώντας μία καλή απόσταση. Ανατριχιάζω με αυτό που θα σου πω. Περπατώντας βλέπω να έχει βγει πολύς κόσμος στα μπαλκόνια και να ωρύεται. Ο κόσμος φώναζε, έβριζε. Ο κόσμος αυτός ήταν γι’ ακόμη μία φορά ο λόγος που εν τέλει σηκώθηκαν και έφυγαν.