Πριν από λίγο καιρό, το Buzzfeed κυκλοφόρησε ένα one-off έντυπο, στο εξώφυλλο του οποίου φιγουράρει μια αλλόκοτη μορφή: τα ολοστρόγγυλα μάτια της πετάγονται από τις κόγχες τους, τα λιγδωμένα μαλλιά της κολλάνε στο μέτωπό της και το στόμα της είναι μια χαμογελαστή σχισμή. Είναι η Momo, το τελευταίο, σε μια σειρά πολλών, φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα παιδιά μας.
Πριν αποδειχθεί ένα ακόμα ιντερνετικό hoax, λεγόταν πως η Momo εμφανιζόταν στο μέσον αθώων βίντεο, όπως της ιδιαίτερα δημοφιλούς Peppa Pig, και δηλητηρίαζε τα παιδικά μυαλά με σκοτεινά μηνύματα που κατέληγαν σε προτροπές αυτοκτονίας. Πέρυσι, υποτίθεται πως εξαπλωνόταν μέσω της εφαρμογής WhatsApp. Πιο πριν, τρομοκρατούσε γονείς στη Λατινική Αμερική.
Η απόκοσμη μορφή δεν αποτελεί προϊόν επεξεργασίας ούτε φυσικά κάποιο δαίμονα που θέλει να κλέψει τις ψυχές των παιδιών σας. Πρόκειται για ένα γλυπτό που έφτιαξε το 2016 ο Ιάπωνας καλλιτέχνης Κεϊσούκε Άιζο για την εταιρεία ειδικών εφέ Link Factory. Όταν δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του γλυπτού στην πλατφόρμα Reddit, άρχισε να εμφανίζεται και η ιστορία ενός διαδικτυακού “Momo challenge”.
Επανήλθε στο προσκήνιο όταν μια χρήστρια του Twitter δημοσίευσε την εξής ανάρτηση: «Προσοχή! Παρακαλώ διαβάστε, είναι πραγματικό. Υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται “Momo” και διατάζει παιδιά να αυτοκτονήσουν». Συνημμένο στο tweet είναι ένα screenshot από το Facebook. Την ανάρτηση αναδημοσίευσαν 22.000 άτομα, ενώ ακόμα και η Κιμ Καρντάσιαν ενημέρωσε τους 129 εκατομμύρια ακολούθους της για το υποτιθέμενο “Momo challenge”. Ακολούθησαν ρεπορτάζ σε τοπικούς και εθνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
Επίσημα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του “Momo challenge” δεν υπάρχουν, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Αρκεί η υπόνοια πως κάτι παραμονεύει στα σκοτεινά μονοπάτια του διαδικτύου και θέλει να βλάψει τα παιδιά μας για να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι στον πιθανό κίνδυνο και, ενίοτε, να γεννηθεί ένας ηθικός πανικός.
Όταν η άμεση επικαιρότητα δεν παράγει αρκετές ειδήσεις, το κενό καλύπτουν πανομοιότυπα ρεπορτάζ, στα οποία η επίκληση διάφορων αυθεντιών, κυρίως ιατρικών, ενσταλάζει πολλές φορές έναν σχεδόν τεχνοφοβικό πανικό γύρω από φαινόμενα όπως η διαδικτυακή πορνογραφία, τα κοινωνικά δίκτυα και η χρήση του διαδικτύου από παιδιά και εφήβους.
«Ο νέος άνθρωπος τελεί υπό καθεστώς διακινδύνευσης. Το παιδί “δεν ξέρει”, πρέπει να το εκπαιδεύσεις», εξηγεί η Λίζα Τζαλίκη, καθηγήτρια επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εντοπίζει μια κραταιή άποψη, σύμφωνα με την οποία τα μέσα θεωρούνται φορείς επικίνδυνων μηνυμάτων που απειλούν την ψυχή, το χαρακτήρα, τον ηθικό εαυτό των παιδιών και τα ίδια τα τα παιδιά «ευάλωτες αμοιβάδες, αθώες και άπειρες» που χρειάζονται καθοδήγηση. «Όταν έχεις χτίσει αυτή την κατηγορία, έχεις βάλει τα παιδιά σε ένα πλαίσιο όπου πρέπει να τα προστατεύσεις», παρατηρεί.
Ομάδες που θεωρούνται ευάλωτες (γυναίκες, παιδιά, έφηβοι) μετατρέπονται μέσα από εξιστορήσεις περιστατικών cyberbullying και διαδικτυακών εκβιασμών σε εύπιστες καρικατούρες. Από την άλλη, ο αστικός μύθος της παρέας που δεν μπορεί να σταυρώσει συζήτηση και δεν ξέρει να διασκεδάζει εξαιτίας της ύπαρξης των smartphones είναι ο αγαπημένος των ενηλίκων που βλέπουν το χάσμα ανάμεσα στη γενιά τους και εκείνη των παιδιών τους να διογκώνεται.
Η άκριτη και πανικόβλητη αναπαραγωγή μεμονωμένων περιστατικών και viral hoaxes, όπως αυτό της Momo, καταδεικνύει λιγότερο τους κινδύνους του διαδικτύου και περισσότερο αυτόν τον διαχωρισμό όσον αφορά τον τεχνολογικό αλφαβητισμό. Στην πραγματικότητα, οι νεότεροι χρήστες του διαδικτύου είναι πολύ περισσότερο «τεχνολογικά εγγράμματοι» από τους γονείς τους, μιλούν άπταιστα τη γλώσσα του και διαβάζουν καλύτερα ανάμεσα στις γραμμές.
Μπορεί η κυρίαρχη αφήγηση να θέλει τους νέους ανθρώπους άβουλα έρμαια των «αρπακτικών» του διαδικτύου, αλλά ας εξετάσουμε για λίγο ποιοι είναι εκείνοι που κατά κύριο λόγο κουνούν το δάχτυλο. Αναφέρομαι κυρίως σε μια μερίδα χρηστών που έχουν πρόσφατα ανακαλύψει το Facebook –το οποίο οι έφηβοι εγκαταλείπουν μαζικά– και η κύρια συμβολή τους στην πλατφόρμα είναι οι σέλφι από μη κολακευτικές γωνίες, η αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων και η άγνοια της σωστής χρήσης του πλήκτρου caps lock. (Δεν είναι και τόσο ωραίο όταν τα στερεότυπα πάνε προς όλες τις κατευθύνσεις, ε;)
Κάθε χρόνο, “viral challenges”, όπως το περίφημο Tide Pod challenge, αποτελούν αφορμή για να χλευάσουμε τους «χαζούς εφήβους» που τρώνε απορρυπαντικό (δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά σκόπιμης κατάποσης Tide Pods) ή πνίγονται σνιφάροντας προφυλακτικά (δεν έχουν αναφερθεί σχετικοί θάνατοι).
Στην πραγματικότητα τέτοιες «προκλήσεις» υπήρξαν περισσότερο μαζικά inside jokes παρά υπαρκτό πρόβλημα.
Το “Blue Whale challenge”, το οποίο καλεί εφήβους να ολοκληρώσουν πενήντα αποστολές μέσα σε πενήντα μέρες, ανήκει επίσης στη σφαίρα αυτών των hoaxes που έχουν τρομοκρατήσει γονείς ανά τον κόσμο. Το «παιχνίδι» που υποτίθεται κυκλοφορούσε ευρέως σε διαδικτυακές ομάδες με αινιγματικά ονόματα, αρχίζει με αρκετά αθώες προτροπές («Ξύπνα στη μέση της νύχτας») και κλιμακώνεται, ενθαρρύνοντας τον αυτοτραυματισμό («Χάραξε μια φάλαινα στο χέρι σου»), οδηγώντας τελικά στην αυτοκτονία.
Σύντομα η «μπλε φάλαινα» συνδέθηκε με αυτοκτονίες στην Ρωσία, την Ουκρανία, την Ινδία και τις ΗΠΑ, κυρίως εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσιεύθηκε στην ρωσική ερευνητική εφημερίδα Novaya Gazeta. Το άρθρο διαβάστηκε από εκατομμύρια, όμως, μάλλον πρόκειται για ακόμα ένα hoax. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό, δηλαδή το μοναδικό στοιχείο που έδινε κάποια αξιοπιστία σε έναν κατά τα άλλα αβάσιμο ισχυρισμό, συνέλεξε κυρίως ο πατέρας ενός κοριτσιού από τη Ρωσία που έβαλε τέλος στη ζωή του το 2015. (Ο ίδιος είχε επίσης υπαινιχθεί πως οι αυτοκτονίες αποτελούσαν μέρος μιας συνωμοσίας ξένων μυστικών υπηρεσιών εναντίον της ρωσικής κουλτούρας.)
Δεν υπάρχει τίποτα που να αποδεικνύει την συσχέτιση κάποιας αυτοκτονίας εφήβου με τις ομάδες όπου λέγεται πως διαδόθηκε το “Blue Whale challenge”, αν και το 2017 ένας 21χρονος Ρώσος πράγματι καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης για υποκίνηση σε αυτοκτονία. Γιατί όμως έγινε τόσο πιστευτή από τους γονείς η επίδραση της «μπλε φάλαινας»;
Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τι είναι αυτό που κάνει κατά τα άλλα λογικούς ανθρώπους να στραφούν σε αστήρικτες ιστορίες που συχνά γειτονεύουν με το μεταφυσικό.
Πως ένα καθόλα ευτυχισμένο παιδί παρασύρθηκε από ένα διαδικτυακό παιχνίδι; Ή πως ίσως τελικά εμείς έχουμε αποτύχει — ως γονείς ή συλλογικά ως κοινωνία να έρθουμε αντιμέτωποι με την ψυχική ασθένεια;
Οι ηθικοί πανικοί αν μη τι άλλο προσαρμόζονται στην εποχή, εκφράζοντας γενικότερους φόβους που σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή. Ο Εξορκιστής ενέπνευσε μερικούς να αναζητήσουν σατανιστικά μηνύματα σε κλασικά ροκ τραγούδια. Ο «σατανικός πανικός», που εγκαθίδρυσε τη δεκαετία του ’80 ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών γύρω από το υποτιθέμενο φαινόμενο της τελετουργικής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, μάλλον αποδίδεται στα κοινωνικά άγχη των φτωχών, συντηρητικών Αμερικανών γύρω από την επιδείνωση της οικονομίας και την κρίση της πυρηνικής οικογένειας.
Αργότερα το φιλμ Ring συμπύκνωσε ευρύτερες πολιτισμικές ανησυχίες γύρω από την σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, το πρώιμο virality και την αμφιθυμία της μητρότητας. Δύο δεκαετίες μετά, οι βιντεοκασέτες αποτελούν αντίκες και οι δαίμονες της ποπ κουλτούρας έχουν βρει πολύ πιο αποτελεσματικές διεξόδους. Ο Slender Man, για παράδειγμα, εισέβαλε στο συλλογικό φαντασιακό μέσα από creepypastas, ανώνυμες διαδικτυακές τρομακτικές ιστορίες. Κατέληξε να συνδέεται με την απόπειρα δολοφονίας ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού από δύο συνομήλικές της στις ΗΠΑ και να πρωταγωνιστεί στην ομώνυμη ταινία του 2018.
Μπορεί τα ίδια τα ΜΜΕ να αρέσκονται στην ιδέα τους ως πανίσχυροι μηχανισμοί που επηρεάζουν τις παθητικές μάζες, όμως στις σπουδές επικοινωνίας αυτή η προσέγγιση θεωρείται εδώ και δεκαετίες παρωχημένη και έχει αντικατασταθεί από νέα μοντέλα, τα οποία μελετούν τους τρόπους με τους οποίους διαφορετικά ακροατήρια, μεταξύ τους τα παιδιά και οι έφηβοι, αλληλεπιδρούν ενεργά με τα περιεχόμενα που καταναλώνουν.
Αν και το μοτίβο της παιδικής αθωότητας που διαφθείρεται από κάθε είδους «ακατάλληλα» περιεχόμενα είναι παγιωμένο, είναι επίσης σχετικά πρόσφατο: Η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη του παιδιού ως ένα αθώο, ευάλωτο γεμάτο ελπίδα ον το οποίο εμείς οφείλουμε να προστατεύουμε ανάγεται στον ύστερο 19ο αιώνα, σημειώνει η κα. Τσαλίκη. (Τα παραμύθια που αποστείρωσε με τις ταινίες του ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, για παράδειγμα, στην πραγματικότητα βρίθουν από απεικονίσεις βίας και σεξουαλικότητας.)
Οι ενήλικες είναι εκείνοι που συχνά προβάλλουν στα παιδιά τις ανάγκες και τους φόβους τους, ανάλογα με τις κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις.
Φυσικά το διαδίκτυο δεν είναι ουτοπία. Κακόβουλα άτομα θα αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν την όποια απειρία ή αφέλειά των παιδιών, πράγμα που για την πολιτεία συνεπάγεται την αναγκαιότητα πολιτικών προφύλαξης. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει υποχρεωτικά ως επακόλουθο τη μεταχείρισή τους ως εύθραυστα μπιμπελό που πρέπει να προστατευθούν με κάθε τρόπο από το παραμικρό δυσάρεστο ερέθισμα – εκτός ίσως αν θέλετε να τεστάρετε πόσο ρεαλιστικό είναι το “Arkangel” της τέταρτης σεζόν του Black Mirror. «Ο κόσμος ενός ευρηματικού παιδιού με φαντασία είναι τόσο θαυμάσιος όσο και τρομακτικός και αν απομακρύνουμε το τελευταίο επιμένοντας σε μια “διαίτα” που περιλαμβάνει αποκλειστικά την Peppa Pig, ρισκάρουμε να μεγαλώσουμε μια γενιά που αδυνατεί να διαχειριστεί το παραμικρό τραύμα», γράφει στο Guardian η Κιμ Νιούμαν.
Είναι απόλυτα λογικό οι γονείς να θέλουν να προστατέψουν τα παιδιά τους όσο αυτά πλοηγούνται στα αχαρτογράφητα μονοπάτια του διαδικτύου. Το ζήτημα όμως είναι: από τι; Ηoaxes όπως η Momo δίνουν μια εύκολη λύση σε ένα πολύ πιο περίπλοκο πρόβλημα.
Αυτό που συχνά αγνοούμε, ίσως επειδή τα hoaxes αποτελούν αρκετά γοητευτικές αφηγήσεις, είναι η ευθύνη που φέρουν οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες, οι οποίες καλούνται να διασφαλίσουν την ασφάλεια στο διαδίκτυο. Με απλά λόγια, δεν χρειάζεται να κατασκευάσουμε «μπαμπούλες», αφού ο όποιος πραγματικός κίνδυνος είναι πολύ πιο προσγειωμένος στην πραγματικότητα.
Το Facebook επιτρέπει ακόμα σε διαδικτυακές εφαρμογές να αποσπούν χρήματα από παιδιά χωρίς την γνώση των γονιών τους.
Το Ιnstagram αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα cyberbullying.
Το Τwitter δυσκολεύεται να υιοθετήσει μια ξεκάθαρη στάση σχετικά με την «εναλλακτική δεξιά» και την ρητορική μίσους, τη στιγμή που το σχετικό με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα περιεχόμενο σκοντάφτει πάνω σε αδικαιολόγητη λογοκρισία και χαρακτηρίζεται NSFW.
Στους New York Times, η κοινωνιολόγος Ζεϊνέπ Τουφέκτσι αποκάλεσε το YouTube “the Great Radicalizer” – μέγα μηχανισμό ριζοσπαστικοποίησης: Ο αλγόριθμός του μπορεί να μετατρέψει μια αθώα αναζήτηση σε συνάντηση με ακροδεξιό περιεχόμενο και θεωρίες συνωμοσίας μέσα σε διάστημα μερικών κλικ, ενώ ακόμα και το παιδικό του περιεχόμενο αλλοιώνεται μέσω της χειραγώγησης των όρων αναζήτησης από αλλόκοτα, ανατριχιαστικά ή και βίαια βίντεο.
Όσο για τους αυτόματους μηχανισμούς ελέγχου, συχνά αποτυγχάνουν να εντοπίσουν και να απομακρύνουν εγκαίρως τα ακατάλληλα περιεχόμενα. Πλέον δεν βρίσκει κανείς snuff films μόνο σε σκοτεινές γωνιές του dark web, αλλά και σε κοινωνικά δίκτυα με εκατομμύρια χρήστες: Ο μακελάρης της Νέας Ζηλανδίας μετέδωσε ζωντανά στο Facebook την ειδεχθή ισλαμοφοβική επίθεσή του σε δύο μουσουλμανικά τεμένη και ύστερα ανάρτησε το πολυσέλιδο ρατσιστικό μανιφέστο του στο Twitter.
Και όλα αυτά χωρίς να αναφερθούμε καν στους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι οι γονείς –συχνά άθελά τους– παραβιάζουν την ιδιωτικότητα των παιδιών τους, είτε κεφαλαιοποιώντας την εικόνα τους για χρηματικό κέρδος, είτε απλώς δημοσιεύοντας περιεχόμενο που τα αφορά χωρίς την συγκατάθεσή τους.
Από τις συζητήσεις για τις ώρες που επιτρέπεται να περνούν μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, έχουμε φτάσει στην εποχή που τα παιδιά είναι ήδη ικανοί και αυτόνομοι χρήστες της τεχνολογίας και ξοδεύουν αρκετό χρόνο μπροστά σε μια διαρκή, αυτόματα ανανεούμενη ροή περιεχομένου, μακριά από το προστατευτικό βλέμμα των γονιών. Η σπασμωδική αντίδραση απέναντι σε τέτοια (ψευδο)φαινόμενα πιθανώς υποδεικνύει ένα αίσθημα ενοχής απέναντι σε ένα νέο τύπο γονεϊκότητας. Και, αν δεν αντιδράσεις, αυτόματα «είσαι κακός γονιός, είσαι μία κοινωνία που δεν προστατεύει τα παιδιά της».
Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικά; Δύσκολα, σύμφωνα με την κα. Τσαλίκη. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να απομυθοποιήσεις, να αποδομήσεις την ήδη δεδομένη αντίληψη για τα παιδιά. Σαν πολιτεία οδηγείσαι πάραυτα [στη θέσπιση πολιτικών προστασίας]».
Αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε, αντί να διυλίζουμε τον κώνωπα αναπαράγοντας την άκριτη κινδυνολογία για το κακό διαδίκτυο, είναι μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τις τεχνολογίες ως κομμάτι της ζωής των παιδιών. Με λίγα λόγια, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το διαδίκτυο, όχι ως κάτι επικίνδυνο, αλλά ως ένα μέρος της καθημερινότητας το οποίο χρειάζεται μια εκμάθηση σωστής συμπεριφοράς που να πηγαίνει πέρα από το δόγμα “thing bad”.
Η καλλιέργεια όμως ηθικών πανικών και hoaxes γύρω από τα παιδιά και το διαδίκτυο μπορεί τελικά να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, τροφοδοτώντας μέσω της υπερπροβολής το φαινόμενο που διατείνεται πως πολεμά και εμπνέοντας πιθανούς μιμητές να προκαλέσουν πραγματική ζημιά.