Αυτό που φάνταζε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας αποτελεί πλέον συνταρακτικό γεγονός. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επόμενος, ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Διαψεύδοντας κάθε πρόβλεψη, από την πρώτη κιόλας ημέρα που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έως και την τελευταία ημέρα της προεκλογικής εκστρατείας, όταν και οι μεγαλύτεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί παγκοσμίως έδιναν80% πιθανότητα εκλογής στη Χίλαρι Κλίντον, ο Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεψε όλα τα δεδομένα και θα είναι εκείνος ο κάτοικος του Λευκού Οίκου για τα επόμενα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.
Οκτώ χρόνια μετά τη λήξη της θητείας του Τζορτζ Μπους, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επιστρέφει στην Προεδρική εξουσία, ελέγχοντας παράλληλα τόσο τη Γερουσία όσο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που κάποτε φωτογραφιζόταν με τους Κλίντον και δήλωνε Δημοκρατικός, σε μια από τις πλέον ειρωνικές στιγμές που έχει προσφέρει ποτέ η αμερικάνικη πολιτική ιστορία, θα υπογράψει την αρχή μιας νέας περιόδου παντοδυναμίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Από τη στιγμή που η Φλόριντα πέρασε στα χέρια του Ντόναλντ Τραμπ (και με το Γουισκόνσιν να είναι τελικά καθοριστική πολιτεία, αλλάζοντας χέρια μετά από 6 εκλογικές αναμετρήσεις) το κλίμα άρχισε να αλλάζει άρδην υπέρ του. Μέσα σε ελάχιστη ώρα η δυναμική του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου—την οποία κανείς δεν κατάφερε να προβλέψει—έδειξε πως η νύχτα την οποία περίμενε μια ολόκληρη ζωή η Χίλαρι Κλίντον θα μετατρεπόταν στον χειρότερο εφιάλτη, τόσο για εκείνη όσο και για το Δημοκρατικό Κόμμα.
Γεννήθηκε το 1946, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το δεύτερο παιδί μιας ζάμπλουτης οικογένειας. Φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Νέας Υόρκης όπου και ανέβηκε με μεγάλη ταχύτητα σε βαθμό ενώ έπειτα αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, έχοντας σπουδάσει οικονομικά στη φημισμένη σχολή Γουόρτον.
Γιός του μεγαλομεσίτη και κατασκευαστή, Φρανκ Τράμπ, ο Ντόναλντ βρέθηκε από νωρίς να διαχειρίζεται τις επιχειρήσεις του πατέρα του. Αρχικά, οι επιχειρηματικές του κινήσεις θα του αποφέρουν ελάχιστα κέρδη, όμως εστιάζοντας στην περιοχή του Μανχάταν και χτίζοντας παράλληλα ένα δίκτυο πανίσχυρων γνωριμιών, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στο επιχειρηματικό παιχνίδι και να δει τα κέρδη του να εκτοξεύονται. Αντιμετωπίζοντας συχνά τόσο σκληρή κριτική όσο και νομικά προβλήματα λόγω των επιχειρηματικών του τακτικών.
Από το 1979 και μετά, ο Ντόναλντ Τράμπ θα μπει στον χώρο της ψυχαγωγίας, επενδύοντας σε καζίνο και πολυτελή ξενοδοχεία. Σύντομα θα φάει και την πρώτη μεγάλη σφαλιάρα της επιχειρηματικής του καριέρας, καθώς το καζίνο του Trump Taj Mahal, το οποίο ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως ένα από τα σύγχρονα θαύματα του κόσμου, απέτυχε παταγωδώς, αναγκάζοντας τον να κηρύξει χρεοκοπία. Κάτι που θα κάνει στο μέλλον και άλλες τέσσερις φορές.
Μετά την, επιχειρηματικά ταραχώδη, δεκαετία του ’90, ο Τραμπ στρέφεται προς τον ανερχόμενο κλάδο της ψυχαγωγικής τηλεόρασης. Σύντομα θα αποτελέσει τόσο τον ιδιοκτήτη όσο και τον παρουσιαστή ποικίλων εκπομπών, ριάλιτι και καλλιστείων, με σχεδόν πάντα αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.
Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει υπάρξει ξανά υποψήφιος, με το Ρεφορμιστικό Κόμμα στις εκλογές του 2000. Όμως, το 2012, έχοντας πρόσφατα περάσει στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, ανακοίνωσε πως σκεφτόταν να θέσει υποψηφιότητα για τις εκλογές του 2016. Οι περισσότεροι τότε θεώρησαν πως επρόκειτο για άλλη μια κλασσική κίνηση εκ μέρους του, η οποία αποσκοπούσε στην αυτοπροβολή του. Όμως, έκαναν λάθος.
Ο Τραμπ αντιλήφθηκε κάτι μόνο ελάχιστοι πολιτικοί επιστήμονες είχαν επισημάνει: ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων πίστευε ακράδαντα πως η μόνη λύση για τη χώρα θα ήταν η ανάδειξη ενός εξωσυστημικού υποψηφίου στο προεδρικό αξίωμα. Έτσι, εκμεταλεύτηκε μια διαρκώς τροφοδοτούμενη δημοσιότητα που του απέφερε η δημόσια αμφισβήτηση -εκ μέρους του- της «πραγματικής» καταγωγής του Προέδρου Ομπάμα, εδραιώνοντας τον εαυτό του στο θυμικό σημαντικού αριθμού Ρεπουμπλικανών (και όχι μόνο) ψηφοφόρων.
Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα δεν κατόρθωσε να επιτύχει όσα είχε εξαγγείλει, ενώ η οικονομική κρίση την οδήγησε στο να φανεί συχνά κατώτερη των περιστάσεων. Παράλληλα, η ήττα του συστημικού Μιτ Ρόμνει από τον Ομπάμα το 2012 άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την προώθηση μιας «αντισυστημικής» υποψηφιότητας, ενώ την ίδια στιγμή η δύναμη του Tea Party, μιας σημαντικής πλέον τάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, τάχθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του. Με κύρια εκφραστή την πρώην υποψήφια Αντιπρόεδρο, Σάρα ΠέΙλιν.
Ο Τραμπ βρέθηκε στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή και τελικά διαχειρίστηκε ολες τις τριβές και συγκρούσεις που δημιούργησε η υποψηφιότητα του, χωρίς να χάσει τίποτα.
Παρά τη μηδενική του εμπειρία διακυβέρνησης, κατατρόπωσε την πολιτικά εμπειρότατη Χίλαρι Κλίντον, καθώς κατάφερε να εκφράσει ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων το οποίο αισθάνεται κουρασμένο και ξεχασμένο από το πολιτικό σύστημα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της επιτέθηκε σε προσωπικό επίπεδο με σφοδρότατο τρόπο, παρόμοιο με εκείνον που χρησιμοποίησε εναντίον της ισπανόφωνης μειονότητας και δη των Μεξικανών. Τόσο όμως ο καταγγελτικός-σχεδόν πολεμικός-του λόγος όσο και η αρνητική του στάση ως προς την ίδια την εκλογική διαδικασία αποδείχτηκαν ευεργετικά στον δικό του δρόμο προς τον Λευκό Οίκο, αντί να τον βλάψουν όπως οι περισσότεροι περίμεναν.
Παίζοντας με το συναίσθημα του ταλαιπωρημένου εκλογικού σώματος, πουλώντας τον εαυτό του όπως μόνο εκείνος ξέρει και αξιοποιώντας το πλεονέκτημα που του έδινε η άχρωμη (και αντιπαθητική ακόμα και στους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών) περσόνα της Χίλαρι Κλίντον, ο Τραμπ έπαιξε τα φύλλα του τόσο με επιδεξιότητα όσο και με άγνοια κινδύνου, βγαίνοντας εν τέλει κερδισμένος. Η σιωπηλή πλειοψηφία που τον ανέδειξε νικητή έμεινε καλά κρυμμένη μακριά από το φως των δημοσκοπήσεων και των πολιτικών ερευνών, δημιουργώντας όμως μια δυναμική που εκδηλώθηκε την κατάλληλη για τον Τραμπ στιγμή.
Το ερώτημα είναι αν έχει πλήρη γνώση ο ίδιος πως οι προσδοκίες με τις οποίες μάγεψε τους ψηφοφόρους του, σε περίπτωση που διαψευστούν, μπορούν να δημιουργήσουν απρόβλεπτες συνθήκες άνευ προηγουμένου για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Βερολίνο είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο της Προεδρίας Τραμπ από νωρίς και απ’ ότι φαίνεται, έβλεπε αρκετά μπροστά. Ο Τραμπ είναι υπέρ μιας απομονωτικής φιλοσοφίας όσον αφορά το ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή κοινότητα όποτε κάθε πρόβλεψη όσον αφορά τη χάραξη της εξωτερικής του πολιτικής είναι παρακινδυνευμένη.
Όμως το πεδίο είναι εξίσου ασαφές και στην εσωτερική πολιτική. Ο Τραμπ βροντοφώναζε πως στη δική του Προεδρία, «η Αμερική θα γίνει ξανά σπουδαία» αλλά δε μπήκε ποτέ στις λεπτομέρειες. Δεν εξήγησε ποτέ το πως. Μένει να αποδειχτεί αν είναι έτοιμος να διαχειριστεί τις ευθύνες που θα αναλάβει από τον Ιανουάριο.
Κρίνοντας πάντως από την αντίδραση των αγορών της Ασίας και της Ωκεανίας, όπου οι γενικοί δείκτες άνοιξαν με πτώση της τάξεως του 4%, ο δυτικός κόσμος είναι αρκετά επιφυλακτικός απέναντι στον νέο ισχυρότερο άνθρωπο του κόσμου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έγραψε ιστορία ως ο πλέον αναπάντεχος υποψήφιος που κατόρθωσε να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ. Το πως θα γραφεί στην ιστορία η θητεία του θα φανεί τα επόμενα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση όμως, από σήμερα ο κόσμος όλος θα είναι αισθητά διαφορετικός