Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Τραμπ-Λε Πεν: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Ήταν Νοέμβριος του 2016 όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και έγινε ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μία νίκη που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, προκαλώντας φόβο σε ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και κάνοντας χαρούμενα ακροδεξιά κόμματα αλλά και νεοναζιστικές οργανώσεις. Σίγουρα αποτέλεσε ένα μεγάλο σοκ καθώς κανένας δεν περίμενε ότι ένας υποψήφιος με ακροδεξιά χαρακτηριστικά και ρητορική, θα μπορούσε να εκλεγεί πρόεδρος στην «καλύτερη δημοκρατία του κόσμου».

Περίπου έξι μήνες μετά, η Μαρίν Λε Πεν  (αρχηγός του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου), που πανηγύρισε την εκλογή του Τραμπ το Νοέμβριο, θα επιχειρήσει να «αντιγράψει» το επίτευγμα του κερδίζοντας τις Γαλλικές προεδρικές εκλογές. Αμφότεροι αποτελούν πολιτικές φιγούρες με παρόμοια σκέψη και ρητορική, ενώ αν όντως η Λε Πεν καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές θα αποδείξει πως πλέον η ακροδεξιά δεν είναι απλά ένα αναδυόμενο ρεύμα ανά τον κόσμο. Αντιθέτως, θα αποτελέσει την απόδειξη πως πλέον η ακροδεξιά είναι αυτή που κατέχει το «πολιτικό μομέντουμ», δυστυχώς. 

Η Μαρίν Λε Πεν αποτελεί ξεκάθαρα την ευρωπαϊκή εκδοχή του Τραμπ καθώς οι εξαγγελίες της μοιάζουν πολύ με αυτές του αμερικανού προέδρου. Η Γαλλία και οι Η.Π.Α αποτελούν δύο πολύ ισχυρές οικονομίες, όμως και στις δύο περιπτώσεις η διανομή του πλούτου φαίνεται πως γίνεται με άδικο τρόπο. Έτσι και οι δύο ρίχνουν το φταίξιμο στο οικονομικό μοντέλο της «παγκοσμιοποίησης» που παίρνει τις δουλειές από τους αμερικανούς και τους γάλλους εργάτες με αποτέλεσμα να παρατηρείται αύξηση της ανεργίας και μείωση των μισθών.


Ο Τραμπ θεωρεί πως η συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών σε διεθνείς οικονομικές συνθήκες είναι λανθασμένη και επιθυμεί την αποχώρηση από αυτές. Το ίδιο ακριβώς θεωρεί και η Λε Πεν αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, η Γαλλία πρέπει να αποχωρήσει από την Ε.Ε και την Ευρωζώνη για να καθορίζει εκείνη την οικονομική και νομισματική πολιτική. Είναι εμφανές πως και οι δύο επιθυμούν την οικονομική εσωστρέφεια με μια ρητορική που έχει ως στόχο να προσελκύσει απογοητευμένους εργάτες και νέους που δεν έχουν εργασία.

Στο πνεύμα του «η Αμερική πρώτα», όπως το παρουσίασε ο Τραμπ, έτσι και η Λε Πεν θέλει να ρίξει το βάρος στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ο Τραμπ είχε δηλώσει πως οι Η.Π.Α θα παύσουν να αποτελούν τον «παγκόσμιο σερίφη», κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσουν να ασχολούνται με τα παγκόσμια τεκταινόμενα, διπλωματικά και στρατιωτικά υποβαθμίζοντας συνεχώς το ΝΑΤΟ. Την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθεί και η Λε Πεν που ζητά την αποχώρηση της Γαλλίας από τη συμμαχία. Και οι δύο χώρες έχουν μεγάλη επιρροή ανά τον κόσμο, όμως Λε Πεν και Τραμπ είναι διατεθειμένοι να θέσουν εν αμφιβόλω σχεδόν 70 χρόνια εξωτερικής πολιτικής. Όλα αυτά, βέβαια, τη στιγμή που και οι δύο χώρες έχουν ανοιχτά μέτωπα κυρίως στη Μέση Ανατολή.


Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ακροδεξιάς, και των μορφωμάτων που συντηρεί κάτω από ένα πέπλο κανονικότητας, είναι να κατηγορεί πρόσφυγες και μετανάστες για τα προβλήματα της κάθε χώρας. Έτσι, όταν ο Τραμπ ήταν υποψήφιος είπε, απολύτως κυνικά, για τους Μεξικανούς μετανάστες ότι «φέρνουν ναρκωτικά, έγκλημα και είναι βιαστές» και για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες, ότι ανάμεσα τους βρίσκονται τρομοκράτες. Για να αντιμετωπίσει τη μετανάστευση θέλει να χτίσει τείχος στα σύνορα με το Μεξικό ενώ μία από τις πρώτες του κινήσεις, αφότου ανέλαβε και επισήμως τα καθήκοντα του, ήταν να υπογράψει Προεδρικό Διάταγμα που απαγόρευε την είσοδο στις Η.Π.Α σε πολίτες επτά μουσουλμανικών χωρών. Η Λε Πεν μπορεί να μη θέλει να χτίσει κάποιο τείχος στα σύνορα της Γαλλίας όμως σκοπεύει να κρατήσει εξίσου σκληρή στάση στο κομμάτι της μετανάστευσης με σκοπό τη διαφύλαξη της «γαλλικής κουλτούρας». Αυτό θεωρεί πως θα επιτευχθεί μέσω νόμων που θα δυσκολεύουν την είσοδο προσφύγων και μεταναστών. Μπορεί να προσπαθεί να κρατήσει μια πιο ήπια στάση συγκριτικά με τον πατέρα της, Ζαν Μαρί Λε Πεν, σε πολλά ζητήματα όμως το προσφυγικό-μεταναστευτικό δείχνει πως θα είναι ένα κομμάτι στο οποίο θα παρουσιαστεί ιδιαίτερα σκληρή.

Εκτός της οικονομίας, της ανταγωνιστικότητας και της μετανάστευσης, ο Τραμπ και η Λε Πεν μοιράζονται κοινές ιδέες στον τομέα της «τάξης και ασφάλειας». Ο αμερικανός πρόεδρος, ήδη από την προεκλογική περίοδο, μιλούσε για ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που δε θα δείχνουν ανοχή σε κρούσματα βίας ή ανυπακοής ενώ την ίδια αντίληψη έχει και για το στρατό της χώρας. Επιθυμεί την ενδυνάμωση του κάνοντας επίδειξη δύναμης όποτε του δίνεται η δυνατότητα (βομβαρδισμοί Συρίας και Αφγανιστάν) ενώ, μέσω Προεδρικού Διατάγματος, έχει παγώσει τις κρατικές προσλήψεις εκτός από αυτές στα σώματα του στρατού και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η Λε Πεν που θέλει να αυξήσει την αστυνομική και στρατιωτική παρουσία στους δρόμους της Γαλλίας με πρόσχημα την ασφάλεια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που έχει δεχθεί η χώρα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Άλλο ένα κοινό που έχουν ο Τραμπ και η Λε Πεν είναι οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η Χίλαρι Κλίντον και ο Εμάνουελ Μακρόν, και στις δύο περιπτώσεις, αποτελούν ανθρώπους με ισχυρές φιλίες στις τάξεις των ελίτ. Ένα γεγονός που μπορεί πολύ εύκολα να τους αποδώσει το χαρακτηρισμό των «συστημικών». Είναι σίγουρο ότι σε εποχές πολιτικής και οικονομικής κρίσης, τέτοιου είδους πολιτικοί δε μπορούν να αποτελέσουν την, απαραίτητη αντίσταση, ενάντια σε διχαστικές και ρατσιστικές δυνάμεις τύπου Τραμπ και Λε Πεν. Αδυνατούν να εμπνεύσουν, να κατανοήσουν τον κοινωνικό παλμό και μιλάνε με βάση τα νούμερα, κλείνοντας τα μάτια στους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από αυτά. Επομένως, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σκοτεινό ενδεχόμενο το αμερικανικό έργο του Νοεμβρίου να έχει γάλλους πρωταγωνιστές το Μάϊο του 2017. Θα είναι λοιπόν μια τραγική εξέλιξη αν μετά την πιο ισχυρή πολιτική και οικονομική δύναμη του πλανήτη, μια διαχρονική υπερδύναμη πέσει και αυτή στα χέρια της ακροδεξιάς.

Γιώργος Τσίγκος