Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Τουρκία: μια ιστορία αυταρχισμού, βίας και τρόμου

Η πρώτη εικόνα που είχα από το κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στην πρώτη μου επίσκεψη στην πόλη, αρκούσε για να δημιουργήσει το κλίμα στο οποίο θα λειτουργούσα τις δέκα επόμενες ημέρες, προσπαθώντας να καταλάβω την σύνθετη πολιτική κατάσταση της γειτονικής χώρας.


Έφτασα στην πόλη βγαίνοντας από το μετρό της πλατείας Ταξίμ, που έχει μια χροιά ιστορική για κάποιον που είχε παρακολουθήσει έστω και λίγο τα γεγονότα του 2013, τις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν με αφορμή την προστασία του πάρκου Γκεζί και κατέληξαν σε εκτεταμένα, σε μεγάλο ποσοστό εξεγερσιακά, επεισόδια σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. To θέαμα που σε περιμένει μπροστά ακριβώς στην έξοδο του μετρό είναι ένα τεράστιο κτίριο καλυμμένο με ένα πανό με την εικόνα της τουρκικής σημαίας -μεταξένια, να ανεμίζει- και τη φράση πάνω της: “Hakimiyet Milletindir”, δηλαδή, “H κυριαρχία ανήκει στο έθνος“. Tην ίδια ακριβώς εικόνα θα έβλεπα και λίγες μέρες αργότερα, περπατώντας τη γέφυρα του Γαλατά πάνω απο τον Κεράτειο Κόλπο -αυτή τη φορά, το πανό ήταν τοποθετημένο στο κτίριο του Παζαριού Μπαχαρικών, έτσι ώστε να είναι η πρώτη εικόνα που έχει κανεις φτάνοντας στο Eminönü, στο κέντρο του βυζαντινού κομματιού της πόλης. Εκεί, με φόντο το Παλάτι Topkapı, το Μπλέ Τζαμί και την Αγιά Σοφιά στο βάθος, η συμβολική σημασία του πανό αυτού πολλαπλασιαζόταν.

Το πανό της πλατείας Ταξίμ

Στους διαδρόμους του μετρό που με έφεραν στην έξοδο της πλατείας Ταξίμ, είχαν στηθεί δεκάδες κύλινδροι ύψους δύο μέτρων ο καθένας, που είχαν τυπωμένες πάνω τους φωτογραφίες των «μαρτύρων της δημοκρατίας» του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Κάθε φωτογραφία συνοδευόταν από μία σύντομη αφήγηση του ποιος ήταν ο καθένας τους, και πώς «προσέφεραν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της δημοκρατίας» -ήταν δηλαδή οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος για να προστατέψουν το καθεστώς του Ερντογάν. Αυτοί οι νεκροί διατηρούνται ψηλά στην εθνική μνήμη, ή, περισσότερο, κατασκευάζονται ως αξιομνημόνευτοι από τον Κυρίαρχο Λόγο, αυτόν που επικράτησε μετά το πραξικόπημα , για τη «διατήρηση της δημοκρατίας» . Όλοι οι «άλλοι» που σκοτώθηκαν εκείνες τις μέρες, έχουν ήδη χαθεί.

Η απόπειρα να αναζητήσει κανείς τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση της Τουρκίας δεν είναι καθόλου εύκολη. Μόνο έχοντας κοντά μου ανθρώπους που μένουν μόνιμα  και δραστηριοποιούνται εκεί, μου ήταν δυνατό να αρχίσω να βρίσκω αυτά τα κομμάτια. Μου έγινε από την αρχή σαφές: για να καταλάβεις το τώρα, πρέπει να μάθεις πολλά πράγματα για το πριν. Το προηγούμενο στρατιωτικό πραξικόπημα, του ’80, είναι η πιο κεντρική αναφορά, ενώ γύρω του κινούνται θέματα όπως η βίαιη εκκένωση κουρδικών περιοχών το ’90, η επίθεση κατά ακαδημαϊκών τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση στις φυλακές υψίστης ασφαλείας τυπου F, και οι «Μητέρες του Σαββάτου». Μία ιστορία, που περιλαμβάνει πολλή βία, πολλές εξαφανίσεις και μία νότα απελπισίας για το σήμερα, ξεδιπλώνεται μέσα από όλες τις ιστορίες.


Ο πρώτος άνθρωπος που άρχισε να μου ξετυλίγει αυτήν την ιστορία ήταν η Sevim Erdem, μία γυναίκα που έζησε την πρώιμη εφηβεία της στο πραξικόπημα του ’71, και ξεκίνησε να πολιτικοποιείται από την ηλικία των 13, όταν κρεμάστηκε ο Deniz Gezmiş, εμβληματική φιγούρα του τουρκικού αριστερού κινήματος. Τότε η Sevim αποφάσισε να γίνει μέλος του κόμματος που εκείνος ίδρυσε, και πέρασε όλη τη δεκαετία του ’80, από το πραξικόπημα και μετά, ανάμεσα σε φυλακίσεις και δράση σε παράνομες αριστερές οργανώσεις, μέχρι να διαφύγει ως πολιτική πρόσφυγας το ’89 στη Γαλλία για δύο δεκαετίες. Η αφήγησή της για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του ’80 είναι ταυτόχρονα μια ανησυχητική διαπίστωση για τον τρόπο που όλη η ιστορία της χώρας επαναλαμβάνει τον εαυτό της, αλλά και μία πειστική εξήγηση για το συστηματικό αφοπλισμό του αριστερού / ριζοσπαστικού κινήματος της χώρας, που τη δεκαετία του ’70 είχε αρχίσει να δυναμώνει. To πραξικόπημα προετοιμάστηκε με σειρά επιθέσεων, σε αριστερούς ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και διανοούμενους, που εκτελέστηκαν από το κράτος αλλά προσάφθηκαν σε αριστερούς. Περισσότερες από 5.000 δολοφονίες καταγράφηκαν συνολικά τη δεκαετία του ’70, και η γενικευμένη αναταραχή και βία έκανε την κατάσταση πολιορκίας που επιβλήθηκε (με στρατιωτικό νόμο) σε περιοχές της χώρας να γίνει αποδεκτή ως τρόπος να επικρατήσει μία ειρηνική ατμόσφαιρα, ακόμα κι αν η ηρεμία αυτή ήταν επίπλαστη. To πραξικόπημα έγινε στις 12 Σεπτέμβρη του 1980, από το στρατηγό Κenan Evren, και η δικτατορική του διακυβέρνηση διήρκεσε μέχρι το 1983, όταν έγιναν εκλογές και ο ίδιος εκλέχθηκε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, για τα επόμενα 7 χρόνια. Τα χρόνια του συνοδεύτηκαν από εξαφανίσεις, δολοφονίες, αφαιρέσεις υπηκοότητας, απαγορεύσεις ταινιών, κλείσιμο εφημερίδων. «Κάθε λογικός άνθρωπος ήταν αριστεριστής τότε», υποστήριξε η Sevim, «και στα χρόνια αυτά έγινε μία συστηματική πολιτική εξουδετέρωσή τους». Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αριστερών πεποιθήσεων είχε είτε διαφύγει στο εξωτερικό, είτε μετακομίσει σε μικρές πόλεις, καταλήγοντας στην απομόνωση, τα ψυχολογικά προβλήματα, τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη. «Η αδυναμία που επικρατεί τώρα στο να αντιδράσουμε με οποιονδήποτε τρόπο, έχει τις ρίζες της ακριβώς σε αυτήν την περίοδο. Από πιο παλιά, και τότε, και ακόμα και σήμερα, δεν μπορέσαμε ποτέ να ξεφορτωθούμε το βαθύ κράτος. Είναι πάντα το ίδιο, αλλάζει μόνο πρόσωπο, άλλοτε έχει ταυτότητα ισλαμική, άλλοτε κοσμική, όμως στην πραγματικότητα είναι απαράλλαχτο. Και είναι ακόμα εδώ, και εμείς είμαστε τελείως αδύναμοι». 

Οι εξαφανίσεις της περιόδου εκείνης συνέχισαν ως πρακτική και τη δεκαετία του ’90, όταν από το ’87 δημιουργήθηκε η περιοχή που έμεινε γνωστή ως OHAL (Olağanüstü Hâl Bölge Valiliği, δηλαδή διακυβέρνηση περιοχής υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης). Αυτή η περιοχή συγκροτήθηκε από το σύνολο των κουρδικών εδαφών στα νοτιοανατολικά της χώρας, και τέθηκε όλη υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ώστε να αντιμετωπιστεί η εντεινόμενη ένοπλη σύρραξη μεταξύ τουρκικού κράτους και της κουρδικής αντιστασιακής οργάνωσης PKK. Yπό το καθεστώς του OHAL, εκκενώθηκαν δια βίας και καταστράφηκαν κουρδικά χωριά και έγινε μία συστηματική υποχρεωτική μετακίνηση των κουρδικών πληθυσμών από την περιοχή αυτή προς τις μεγάλες τουρκικές πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα, η Σμύρνη και άλλες. Γι’ αυτήν την περίοδο μου μίλησαν στον οργανισμό GÖÇ-DER, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ασχολείται με τα δικαιώματα των IDPs, δηλαδή των εσωτερικά εκτοπισθέντων ατόμων. H κοπέλα από τον οργανισμό που μου μίλησε δεν ήθελε να καταγραφεί το όνομά της. Όπως μου εξήγησε, η υποχρεωτική αυτή εκτόπιση πληθυσμών συνέβαλε στην εντεινόμενη πολιτικοποίηση των κουρδικών πληθυσμών, και περισσότερο των Κουρδισσών γυναικών. Στις μεγαλουπόλεις, οι ομάδες των Κούρδων που αρχικά υπέστησαν μεγάλες διακρίσεις, λόγω της κρατούσας ρητορικής που πίστευε -και πιστεύει ακόμα- σε ένα ομοιογενές εθνικά και πολιτισμικά κοινωνικό σώμα, τελικά βρήκαν τις διόδους να αναπτύξουν το κουρδικό κίνημα σε μία κατεύθυνση που υπερέβη την δράση των ανταρτών, που είχε επικρατήσει στις κούρδικες περιοχές. «Ήταν πια πιο διανοητική και ιδεολογική η ανάπτυξη του κινήματος, και έπαιξαν φοβερά σημαντικό ρόλο οι γυναίκες, που, φεύγοντας από τις αγροτικές περιοχές, είχαν πλέον πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Οι διπλές διακρίσεις, ως κούρδισσες και ως γυναίκες, απαντήθηκαν με την οικοδόμηση ενός ισχυρού φεμινιστικού κινήματος, που, από τότε έως και τώρα ακόμα, είναι πάντα ισχυρότερο και πιο ριζοσπαστικό από το τουρκικό φεμινιστικό κίνημα». Ενώ το τουρκικό αριστερό κίνημα αποδυναμώθηκε από το πραξικόπημα του ’80 και μετά, το κουρδικό κίνημα δεν έχασε ποτέ τη δύναμή του. Η σύγκρουση μεταξύ Τουρκικού κράτους και PKK δεν σταμάτησε ποτέ πραγματικά, μέχρι το 2013, που ξεκίνησε μία απόπειρα ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Το 2013 ήταν όμως και η χρονιά του Πάρκου Γκεζί, που υπήρξε μία περίοδος έντονης και σημαντικής πολιτικής ζύμωσης. Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να καταλαβαίνουν τι γινόταν όλα τα χρόνια στις κουρδικές περιοχές. Αυτή η περίοδος συντέλεσε σημαντικά στην μεγάλη «νίκη» του HDP, του φιλοκουρδικού κόμματος, στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν κέρδισαν 80 θέσεις στη βουλή και αναδείχθηκαν σε σημαντική δύναμη της αντιπολίτευσης. 


Οι «μάρτυρες της Δημοκρατίας» στους διαδρόμους του μετρό

Το φθινόπωρο μετά τις εκλογές αυτές, οι ειρηνευτικές διαδικασίες μεταξύ τουρκικής κυβέρνησης και PKK απέτυχαν και η σύρραξη ξαναεντάθηκε. Μία σειρά βομβαρδισμών από το τουρκικό κράτος στις κουρδικές περιοχές οδήγησε μία πολύ μεγάλη ομάδα ακαδημαϊκών, της χώρας όσο και του εξωτερικού, να συντάξουν μία επιστολή με τίτλο «Δεν θα γίνουμε μέρος αυτού του εγκλήματος». Mία ερευνήτρια από τους 1400 που υπέγραψαν την επιστολή με συνάντησε για να μου μιλήσει για την επίθεση που δέχονται χιλιάδες ακαδημαϊκοί μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, και η συζήτηση έπρεπε να ξεκινήσει από την επιστολή αυτή. Για να μου μιλήσει γι’ αυτά όμως, ούτε εκείνη ήθελε να καταγραφεί το όνομά της, αλλά και ούτε το πανεπιστήμιο για το οποίο εργάζεται. «Τα τελευταία 15 χρόνια, το κίνημα Gülen, που τώρα κατηγορήθηκε για το πραξικόπημα, ήταν συνεργάτης του AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το κόμμα του Ερντογάν). Aυτά τα χρόνια, δημιουργήθηκαν πάρα πολλά νέα πανεπιστήμια, κυρίως στην περιοχή της Ανατολίας, και γκιουλενιστές είχαν ενταχθεί μέσα σε αυτά, όπως σε όλο το δημόσιο τομέα. Το 2013 η συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων έσπασε και με αφορμή το πραξικόπημα, άρχισαν να εκδιώκονται από τις θέσεις τους στα πανεπιστήμια όσοι ήταν γκιουλενιστές». Όμως, με αυτήν ακριβώς την αφορμή, oι ακαδημαϊκοί που είχαν σχηματίσει την πρωτοβουλία αυτή, με όνομα «Ακαδημαϊκοί για την Ειρήνη», έχοντας ήδη καταγραφεί σε λίστες με το που υπέγραψαν την επιστολή, άρχισαν  να καταδιώκονται. Το πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε για να επικρατήσει μία ρητορική «εμείς (δηλαδή το έθνος) ενάντια σε αυτούς» (δηλαδή οποιουσδήποτε προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν την ισχύ του έθνους, και άρα της κυβέρνησης). Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάστηκε ένας πλασματικός εχθρός συνδυάζοντας οποιονδήποτε εναντιώνεται στην κυβέρνηση του Ερντογάν, και αυτός ο εχθρός έγινε ο εχθρός του «τουρκικού λαού», κατασκευή βέβαια τελικά εξίσου πλασματική. «Και εμείς, βλέπεις, τώρα περνάμε ανακρίσεις, δίκες, φίλοι μας αφήνουν τις πόλεις τους για να μετακομίσουν στην Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα… και είναι τόσο κουραστικό να βλέπεις ότι αντιστέκεσαι τόσο καιρό και το μόνο που αλλάζει είναι προς το χειρότερο. Κάθε μέρα κινδυνεύουμε περισσότερο, προσπαθώντας να κρατήσουμε τα πανεπιστήμια ελεύθερα και ανεξάρτητα. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν μπορώ να σε αφήσω να γράψεις το όνομά μου;», ολοκληρώνει η ερευνήτρια. 

Η οριοθέτηση του «πού επιτρέπεται να διαδηλώνεις»

Τις μέρες που πέρασα στην Κωνσταντινούπολη, είχα την ευκαιρία να βρεθώ , στη μέση της Λεωφόρου Istiklal, μπροστά στο Λύκειο Galatasaray, στην εβδομαδιαία καθιστική διαμαρτυρία των «Μητέρων του Σαββάτου», που την εβδομάδα εκείνη έκλειναν τις 600 εβδομάδες ύπαρξης. Η ομάδα αυτή, που συγκροτήθηκε από -κυρίως- μητέρες εξαφανισμένων παιδιών, σαφώς επηρεασμένη από τις «Μητέρες της Πλατείας Μαϊου» της Αργεντινής, συναντιέται κάθε Σάββατο στο σημείο αυτό -όσοι συμμετέχουν, κρατάνε κόκκινα γαρύφαλλα φωτογραφίες των εξαφανισμένων και ρωτάνε επίμονα για την τύχη τους. «H πιο βίαιη περίοδος ήταν κατά την πρωθυπουργία της Tansu Çiller, της εθνικής μας… Θάτσερ», μου είχε εξηγήσει η Sevim, που πρόσφατα δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ για της «Μητέρες». «Ενώ επιφανειακά η εικόνα της Τουρκίας άλλαζε, πλησίαζε ένα “αμερικανικό lifestyle”, υπήρχε ανάπτυξη, καταναλωτισμός, και επικράτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού, κάτω από αυτήν την εικόνα κρύβονταν δολοφονίες, εξαφανίσεις. Το 90% των θυμάτων ήταν Κούρδοι και το 10% Τούρκοι αριστεροί. Οι εξαφανισμένοι είναι κυρίως από τότε, λιγότεροι από την περιόδο της δικτατορίας του ’80, και αμέτρητοι από την OHAL». Η πολιτικοποίηση των γυναικών αυτών που συμμετέχουν στη διαμαρτυρία ξεκίνησε αποκλειστικά με βάση τη μητρότητα, έγινε όμως σιγά σιγά ένα όχημα δράσης. Πριν τις εξαφανίσεις, πολλές δεν ήξεραν καν την επαναστατική δράση των παιδιών τους.

Τώρα, παρόλο που κρατάνε πιστά το ραντεβού του Σαββάτου, η διαμαρτυρία μου φαίνεται να έχει υποκύψει σε μία παραλυτική μελαγχολία. Για να συμμετάσχει κανείς σε αυτήν, πρέπει να περάσει τα κάγκελα της αστυνομίας που έχουν στηθεί και έναν εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο και έλεγχο του σακιδίου, παρόλο που η συγκέντρωση είναι εντελώς μη βίαιη -όποιος επιχειρεί να σταθεί γύρω από το σημείο της διαμαρτυρίας αλλά έξω από τα κάγκελα εκδιώκεται αμέσως. Ένας άγαρμπος αστυνομικός ψάχνει βίαια τη θήκη της μηχανής ενός φωτογράφου, ρίχνει κάτω την κάμερα και σπάει τον πανάκριβο φακό. Ο φωτογράφος αγανακτεί και το μόνο που καταφέρνει είναι να σπρωχτεί απότομα μέσα.  Ο κόσμος συγκεντρώνεται, μοιράζονται φωτογραφίες και γαρύφαλλα, και διαβάζονται τα ονόματα των εξαφανισμένων, μαζί με την απαίτηση να δοθούν απαντήσεις. Το «τελετουργικό» τελειώνει σύντομα, και ο κόσμος αρχίζει να διαλύεται. Οι περιορισμοί και η απογοήτευση μάλλον έχουν καταστείλει οποιαδήποτε δυναμική είχε κάποτε η συγκεκριμένη διαμαρτυρία, και πλέον διατηρείται για λόγους νοσταλγίας περισσότερο, παρά λόγω πίστης στο τι μπορεί να καταφέρει. 

Η διαδήλωση των «Μητέρων του Σαββάτου» με φωτογραφίες των αγνοούμενων

Βρέθηκα ξανά στην πόλη στις αρχές του Δεκέμβρη, όταν η έκρηξη μίας βόμβας στην περιοχή του Beşiktaş σκότωσε 38 ανθρώπους. Η στιγμή της έκρηξης με βρήκε σε ένα μπαρ στη γειτονιά του Γαλατά, όπου το νέο εξαπλώθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, από στόμα σε στόμα, τηλέφωνα, και στη συνέχεια άνοιγμα της τηλεόρασης για αναλυτικότερες πληροφορίες. Φεύγοντας από εκεί, ο δρόμος για το σπίτι περνούσε από την Λεωφόρο Istiklal. Ήταν Σάββατο βράδυ, γύρω στις 11, ώρα που η συγκεκριμένη λεωφόρος υπό κανονικές συνθήκες θα κατακλυζόταν από κόσμο, τόσο που δεν μπορείς να περπατήσεις γρήγορα, ήταν εκείνη τη στιγμή άδεια. Ο μόνος κόσμος που περπατούσε εκείνη τη στιγμή ήταν νέοι άνδρες. Η εικόνα του πόσο γρήγορα ο φόβος αδειάζει τους δρόμους, για κάποια σαν εμένα που τη συναντούσε πρώτη φορά, ήταν συγκλονιστική.

Τους τελευταίους μήνες, τα νέα που έρχονται από την Τουρκία είναι απανωτές βόμβες. Οι δύο αρχηγοί -εκλεγμένοι στην τουρκική βουλή- του HDP, ο Selahattin Demirtaş και η Figen Yüksekdağ, συνελήφθησαν από τις τουρκικές αρχές.  Μια νεαρή Κούρδισσα, η Zehra Epli, φυλακισμένη για την παράνομη αντάρτικη δράση της στην ίδια πόλη, αυτοπυρπολήθηκε στο κελί της στη φυλακή Gebze, σε διαμαρτυρία για την μεταχείριση των Κούρδων στη χώρα. Οι φοιτητές και ακαδημαϊκοί του Πανεπιστημίου Boğazici της Κωνσταντινούπολης, του πιο ριζοσπαστικού πανεπιστημίου της χώρας, διαδηλώνουν στη σχολή ενάντια στο νέο νόμο που επιτρέπει στην κυβέρνηση να ορίζει πρυτάνεις, αντί να τους εκλέγει το ίδιο το πανεπιστήμιο.  Η επίθεση στο κλαμπ Ρέινα, την παραμονή Πρωτοχρονιάς, αιτιολογήθηκε βάσει της εξτρεμιστικής θρησκευτικής ρητορικής που εναντιωνόταν στους εορτασμούς των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, επειδή δεν ανήκουν στην μουσουλμανική παράδοση. Λίγες μέρες μετά, μία νέα έκρηξη σημειώθηκε στη Σμύρνη. Κάθε μέρα, κανείς δεν μπορεί να περιμένει τι θα ακουστεί για την επόμενη.

Φεύγοντας από την πόλη, στο Kabataş, την παραθαλάσσια γειτονιά όπου κατασκευάζεται ένα νέο λιμάνι, μία τεράστια επιγραφή που καλύπτει τα εργοτάξια δηλώνει “Istanbul senin, Hayat senin”, δηλαδή, “Η Κωνσταντινούπολη δική σου, η ζωή δική σου”. Αυτή η φράση, που έχει γίνει το κεντρικό σύνθημα των εκτεταμένων έργων ανοικοδόμησης και εκσυγχρονισμού των υποδομών της πόλης, μου αφήνει μία αίσθηση ανάλογη με αυτήν που μου άφησε το 1984 του Όργουελ. Η ντόπια φίλη μου με ενημερώνει όμως ότι, σε μία πολιτική επικοινωνιακή κίνηση που βρίσκω συναρπαστική, το σύνθημα αυτό στην πραγματικότητα δεν δημιουργήθηκε εκεί. Είναι μεταγραφή -με μία ευφυέσταση αλλαγή απεύθυνσης- του κύριου συνθήματος που ακουγόταν σε όλο το διάστημα στις διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί -τότε, όμως ήταν «Η Ταξίμ δική μας, η Κωνσταντινούπολη δική μας». Σε μια χώρα όπου η ανησυχία για το πώς θα εκτονωθεί η ένταση που διαρκώς συσσωρεύεται δεν έχει απάντηση, και που οι διαρκείς αλλαγές (η «ανάπτυξη») στην πόλη γίνονται μισητές από κατοίκους που χάνουν τα μέρη που αγαπάνε, δεν είμαι σίγουρη τελικά ποιος από τους δύο έχει δίκιο -σε ποιον ανήκει η πόλη, και σε ποιον ανήκει η ζωή. 

«Η Κωνσταντινούπολη δική σου, η ζωή δική σου»

Μελίνα Καλφαντή

Share
Published by
Μελίνα Καλφαντή