Ο Ρασούλ ήρθε στα 18 του από τη Σιέρα Λεόνε και όταν τον γνώρισα, το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι ότι δεν έχει τελειώσει το σχολείο και ότι θέλει να μορφωθεί. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει αφήσει καμία ευκαιρία επιμόρφωσης που να μην εκμεταλλευτεί. Έψαξε και βρήκε δουλειά, υπέμεινε τις δύσκολες συνθήκες εργασίας της τουριστικής σεζόν για να μπορέσει να μαζέψει κάποια χρήματα και σήμερα εργάζεται ως υπάλληλος αποθήκης ενώ τα βράδια, μετά τη δουλειά, πηγαίνει σχολείο.
Η Ναχίντα, 30, βρέθηκε στην Ελλάδα με τα δύο ανήλικα παιδιά της, χήρα μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Μιλάει περσικά, αλλά δεν ξέρει να τα γράφει, γιατί στο Αφγανιστάν δεν είχε πάει σχολείο. Στην Ελλάδα έμαθε να μιλάει αρκετά ελληνικά για να συνεννοείται και να είναι αυτόνομη, μέσα σε μόλις 9 μήνες. Θέλει να εργαστεί, αλλά ψάχνει για μερική απασχόληση, καθώς δεν έχει πού να αφήσει τα παιδιά της μετά το σχολείο.
Ο Σαμάντ είναι 52 ετών και κλαίει όταν μου λέει ότι δεν φαντάστηκε ποτέ πως σ’ αυτή την ηλικία θα βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, μόνος του στην Ελλάδα, ενώ από την οικογένειά του δεν θα ζει πλέον κανείς. Χρειάζεται δουλειά, αλλά κανένας δεν θέλει να τον προσλάβει. Στο Ιράκ ήταν στρατιωτικός. «Τώρα δεν είμαι τίποτε», λέει.
Όταν ξεκινάς να εργάζεσαι με ευάλωτους πληθυσμούς υπάρχουν πράγματα για τα οποία μπορείς να είσαι προετοιμασμένος και πράγματα για τα οποία δεν μπορείς. Είναι, ας πούμε, λογικό να έχεις μια αίσθηση του περιεχομένου της ευαλωτότητας. Μπορείς να φανταστείς κάποιες δυσκολίες, κάποια εμπόδια ή ακόμη ακόμη και την πηγή τους. Ωστόσο, σ’ αυτό το πλαίσιο, σε κάθε βήμα βρίσκεσαι μπροστά σε μια πτυχή που δεν είχες φανταστεί, σε μια καινούρια δυσκολία, σε μια απρόσμενη λεπτομέρεια, που όμως, κάνει τη διαφορά.
Οι πρόσφυγες/ισσες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, δεν είναι όμως όλα τα χαρακτηριστικά τους κοινά. Είναι άνθρωποι με τις δικές τους προσωπικές ιστορίες και ιδιαιτερότητες και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες που ίσως τελικά καθορίσουν την εξέλιξή τους. Το μεγάλο ζητούμενο για πολλούς/ες παραμένει η ανεύρεση μιας θέσης στην αγορά εργασίας. Μια θέση που θα εξασφαλίσει ή θα ενισχύσει την πρόσβαση στην κατοικία, την περίθαλψη, την κάλυψη βασικών αναγκών, την αξιοπρέπεια και τη συμμετοχή. Έτσι κι αλλιώς, η ένταξη βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά, ακόμη και σαν ιδέα.
Οι πρόσφυγες/ισσες και οι αιτούντες/ούσες άσυλο έχουν δικαίωμα στην εργασία έξι μήνες μετά την πλήρη καταγραφή τους από την υπηρεσία ασύλου. Συχνά δεν το γνωρίζουν, αλλά ακόμη κι αν το μάθουν η απόσταση από το δικαίωμα στην πράξη και την κατοχύρωση μιας θέσης είναι τόσο μεγάλη, που δε μπορεί εύκολα να καλυφθεί. Τα εμπόδια είναι πολλά, κάποια από αυτά αξεπέραστα. Το να μην γνωρίζουν ελληνικά περιορίζει αυτόματα την πρόσβασή τους σε πλήθος θέσεων, ακόμη κι αν διαθέτουν άλλα προσόντα. Ή την πρόσβασή τους στις αγγελίες εύρεσης εργασίας, στις αιτήσεις, στις συνεντεύξεις. Το να μην έχουν εκπαίδευση ή εμπειρία κατάλληλη για την ελληνική αγορά εργασίας ή να μη μπορούν να πιστοποιήσουν την εκπαίδευσή τους, επίσης.
Αλλά κι όταν ακόμη ξεπεραστούν τα διαφόρων ειδών πολιτισμικά εμπόδια, το εμπόδιο της γραφειοκρατίας παραμένει γεμάτο εκπλήξεις και διάφορα κωμικοτραγικά. Ένας πρόσφυγας που θα βρει δουλειά θα βρεθεί μπροστά σε έναν λαβύρινθο εγγράφων, εγκρίσεων, διορθώσεων, ενεργοποιήσεων, που σπάνια είναι ακριβώς τα ίδια από μήνα σε μήνα, από υπηρεσία σε υπηρεσία ή από περιοχή σε περιοχή. Οι τράπεζες θέτουν τους δικούς τους όρους, που συχνά είναι ασαφείς και διαφέρουν από τράπεζα σε τράπεζα ή ακόμη κι από υποκατάστημα σε υποκατάστημα. Οι σύμβουλοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί έχουν μάθει να ανταλλάσσουν πληροφορίες για «καλά» ή «λιγότερο καλά» γραφεία, εννοώντας εκείνα τα υποκαταστήματα του δημοσίου ή των τραπεζών που αντιμετωπίζουν πιο ανθρώπινα τα αιτήματα αυτών που δεν κρατούν δεσμίδες χαρτονομισμάτων, δεν μιλούν ελληνικά, δεν είναι σίγουροι τι πρέπει να κάνουν ή, απλώς, διαθέτουν έγγραφα πρόσφυγα.
Η μαύρη εργασία, είναι φυσικά μέρος της πραγματικότητας των προσφύγων, αυτό που θα κάνουν περισσότερες φορές απ’ όσες θα αρνηθούν. Success stories υπάρχουν, αλλά είναι λίγα και είναι ένας συνδυασμός πολυπαραγοντικός, που δεν αφήνει απέξω ούτε τον παράγοντα τύχη. Η ανασφάλεια, η ρευστότητα, η ανάγκη, ο φόβος δεν αντιμετωπίζονται από όλους με τον ίδιο τρόπο και οι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για να επιβιώσει πολλοί.
Ο Ρασούλ μόλις έμαθε ότι η αίτηση ασύλου του απορρίφθηκε. Συνεχίζει να εργάζεται και να σπουδάζει, ενώ πρόκειται να ασκήσει έφεση, γνωρίζοντας καλά ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες να γίνει δεκτή.
Η Ναχίντα μαθαίνει υπολογιστές και ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά της.
Ο Σαμάντ είναι αυτή τη στιγμή άστεγος και κοιμάται στον δρόμο.
*Οι ιστορίες των ανθρώπων που αναφέρονται είναι πέρα για πέρα αληθινές, παρουσιάζονται όμως με ψευδώνυμα.
Tο έργο “Do the human right thing – Υψώνουμε τη Φωνή μας για τα Δικαιώματα των Προσφύγων” υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Active Citizens Fund, με φορέα υλοποίησης το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και εταίρους το Κέντρο Διοτίμα, την International Rescue Committee Hellas (IRC) και την Popaganda. Το πρόγραμμα ActiveCitizensFund, ύψους € 12εκ, χρηματοδοτείται από την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία και είναι μέρος του χρηματοδοτικού μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) περιόδου 2014 – 2021, γνωστού ως EEAGrants. Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενδυνάμωση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας της κοινωνίας των πολιτών και στην ανάδειξη του ρόλου της στην προαγωγή των δημοκρατικών διαδικασιών, στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη διαχείριση της επιχορήγησης του προγράμματος Active Citizens Fund για την Ελλάδα έχουν αναλάβει από κοινού το Ίδρυμα Μποδοσάκη και το Solidarity Now. Περισσότερες πληροφορίες: www.activecitizensfund.gr.
Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν αποτελούν προσωπικές απόψεις του συντάκτη / της συντάκτριας και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού του ΕΟΧ ή του Διαχειριστή Επιχορήγησης του Προγράμματος Active Citizens Fund στην Ελλάδα (Ίδρυμα Μποδοσάκη σε συνεργασία με το Σωματείο Αλληλεγγύη -– Solidarity Now).