Είναι 18 Νοεμβρίου και είμαι στην 25ης Μαρτίου. Το δρόμο. Που ξεκινά από τη Θηβών, και ανηφορίζει έως το νταμάρι στο «Ποικίλον Όρος». Είναι η αρτηρία της Πετρούπολης, γεμάτος φροντιστήρια, φαρμακεία, σουπερμάρκετ μα κυρίως καταστήματα ρούχων, καφετέριες, φαγάδικα. Είναι Κυριακή βράδυ, η πιτσιρικαρία κάνει χάζι ένα Subaru που περνά κάνοντας τα τζάμια να τρίζουν από τη φωνή του Βασίλη Καρρά. Γιατί εδώ είναι δυτικές συνοικίες και ο κόσμος δεν φοβάται να φωνάξει όταν έχει ντέρτια:
«Τελευταίο τραγούδι, τελευταίο τσιγάρο,
βγάλτε με μια φωτογραφία,
να το κρατάω και να γουστάρω».
Είμαι στο νούμερο 80, πάνω από μια Eurobank, απέναντι από μια Πειραιώς. Και ενώ έξω ο Βασίλης κατηφορίζει, μέσα, σε μια μικρή θεατρική σκηνή, η Γέρμα τραγουδά στον αγέννητο γιό της:
«Έλα από την Ανατολή έλα από τη Δύση
Θάρθω και η σάρκα σου θα λουλουδίσει
σε καρτερούν οι βρυσομάνες, βιάσου, βιάσου,
μήλο χρυσό ο ήλιος στην ποδιά σου».
Είναι 19 Νοεμβρίου και είμαι στην 25ης Μαρτίου. Τον κεντρικό της Πετρούπολης, «μια κηπούπολη που αναπτύχθηκε μετά την καταστροφή του ’22». Γειτονιά πέρα από το ποτάμι, με δίπατα σπίτια, με τις ταράτσες να βλέπουν όλη την Αθήνα. Είναι Δευτέρα, μια πινακίδα στο νούμερο 80 λέει «ΠΕΤΡΑ. Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης Δήμου Πετρούπολης». Ανεβαίνω στον 2ο, εκεί όπου χθες είδα Λόρκα από το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου. «Προσοχή, μην τα μπλέξουμε» θα μου πει ο Μίλτος Δημουλής, ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Το Εργαστήρι είναι για ερασιτέχνες, λειτουργεί βράδια, 2 μέρες την εβδομάδα για τους αρχάριους, 3 για τους προχωρημένους. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η Δραματική Σχολή «Πέτρας» που λειτουργεί από το 2009. Είναι πλήρους φοίτησης, 32 ώρες την εβδομάδα, κρατά 3 χρόνια, διδάσκουν 15 καθηγητές. Το Εργαστήρι έχει περισσότερα χρόνια δράσης, από το 2010 συστεγάζεται με τη Σχολή και κάποιοι σπουδαστές του στην πορεία θα ενταχθούν σε αυτή.
Ο Μίλτος είναι απόφοιτος του Κουν, Κερκυραίος στην καταγωγή, έχει συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό, με πολλούς θιάσους στο ελεύθερο θέατρο. Έχει μακριά λευκόγκριζα μαλλιά και μια παράξενη συστολή: μου αρνείται να τον φωτογραφίσω, «δεν θέλω, μόνο καμμιά φορά με τα παιδιά», αλλά αργότερα θα κλέψω ένα καρέ ενώ διδάσκει. Μιλάμε απόγευμα, ήταν η μέρα των εισαγωγικών εξετάσεων για τη Σχολή. Είναι αισιόδοξος καθώς ήταν «η πιο νέα φουρνιά που έχουμε δει» και παρόλο που υπάρχει έλλειψη θεατρικής παιδείας, αυτό ως ένα βαθμό είναι θετικό γιατί σημαίνει πως έρχονται χωρίς καλούπια. Και ελπίζει πως η τηλεοπτική αντίληψη που έχει η νέα γενιά για το τι είναι ηθοποιός, μπορεί με την κατάλληλη σπουδή να ανατραπεί.
«Το σημαντικό είναι ότι έχουν την επιθυμία και κυρίως την ανάγκη να εκφραστούν. Αλλά κανένας τους δεν θα σου πει ότι κάνω θέατρο για να ‘γνωρίσω τον άλλον’. Αυτό όμως είναι βασική υποχρέωση μας, καθώς ζούμε σε μια εποχή που δεν ακούμε ο ένας τον άλλον, ο καθένας έχει τον μονόλογο του. Ακόμη, όταν κάνεις θέατρο δεν πρέπει να ζεις σαν αθάνατος. Πρέπει να συνειδητοποιείς τη θνητότητα σου, μόνο έτσι θα χαρείς τη ζωή. Αν ο καλλιτέχνης δεν το κατανοήσει αυτό δεν θα παράξει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δεν ξέρω πότε και αν το συνειδητοποιούν οι σπουδαστές μας. Η Τέχνη είναι ερημική, οπότε οι σπουδές στη Σχολή είναι μια αφορμή για να αντιμετωπίσεις αυτή την προσωπική ερημία». Για τον ίδιο η Τέχνη κατανοεί τον αδύναμο και ταυτόχρονα εκφέρει τον Δίκαιο Λόγο, δεν έχει προκαταλήψεις, οπότε ένας συντηρητικός, ένας ακραία θρησκόληπτος δεν μπορεί να γίνει ηθοποιός. Μου λέει πως η Τέχνη είναι επιστήμη και αυτή η επιστημονική γνώση κατακτιέται με πολύ κόπο και μόχθο: με καθημερινή άσκηση για μια άρτια τεχνική σώματος και φωνής, έτσι ώστε με απόλυτο έλεγχο και συνείδηση να αναπτύσσονται οι δεξιότητες, οι σωματικές και ψυχικές εντάσεις.
Την πίστη του στην τεχνική θα τη δω το ίδιο βράδυ καθώς θα παρακολουθήσω το μάθημα για τους αρχαρίους στο Εργαστήρι. Στην αίθουσα είναι 27 γυναίκες, στο προηγούμενο ήταν και ένας άντρας αλλά λάκισε, «φοβήθηκε ότι θα τον φάμε» γελάνε μεταξύ τους. Μια πολύχρωμη ομάδα, φοιτήτριες, μεσήλικες, συνταξιούχες, περιποιημένες, μυρίζουν όμορφα, ακούνε τον Μίλτο που -μαζί με έναν ακόμη καθηγητή μουσικής – τρέχει τα μαθήματα στο Εργαστήρι. Τις φωνάζει «αγάπες μου», θα χειροκροτήσουν όταν κάποια ανεβαίνει στη σκηνή για να περπατήσει στο ρυθμό που δίνει ο Μίλτος. Για να διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι να ελέγξεις το σώμα σου πάνω στη μοναξιά του πάλκου.
Τι τράβηξε αυτές τις γυναίκες εδώ μέσα στη νύχτα; Δύο μέρες αργότερα, ακούω τη Στέλλα, άνεργη στα 45, της χρωστάνε πάνω από 4 χιλιάρικα σε μισθούς, ήδη χαμένα καθώς «δεν είμαι της καταγγελίας». Δεν ήρθε να γίνει ηθοποιός, ήρθε για να βγει από το σπίτι, να πάρει μια καλλιτεχνική παιδεία.
Καινούργια στην Πετρούπολη, πήγε στο Δήμο να μάθει τι δραστηριότητες προσφέρει, τη βοήθησαν πολύ, «είναι άνθρωποι», διάλεξε και γιόγκα και μουσική, σχεδόν κάθε βράδυ έχει κάτι να κάνει. Πάντα δούλευε συνεχώς, το πρωί γραμματέας το βράδυ σερβιτόρα, αλλά με την κρίση μόνο εποχιακά, χωρίς ένσημα, μαύρα. Για τη Στέλλα που δεν θέλει φωτογραφία έκτος «αν έχεις το μαγικό φίλτρο», το Εργαστήρι είναι παρηγοριά, ψυχοθεραπεία, μια ευκαιρία να βρει ξανά τις χαμένες αξίες που «μπορεί ακόμη να τις σώσουμε».
Είναι 22 Νοεμβρίου και είμαι στην 25ης Μαρτίου. Είναι Πέμπτη απόγευμα, θα πάρω καφέ από το PAGE, θα ανηφορίσω το δρόμο. Λίγα μέτρα πιο πάνω από τη Σχολή, η 25ης Μαρτίου βρίσκει πάνω σε ένα κόμβο γεμάτο καφετέριες και το τοπικό σκυλάδικο, με αφίσες να διαφημίζουν τον Χάρη Ακριτίδη, την Ελένη Καρουσάκη, τη Σαμπρίνα, την Άντζη Καρέζη, τον Τάκη Ανθή και τη Λούμπα Ζώρα. Οι καφετέριες με αγγλικά ονόματα, τα μεζεδοπωλεία στην αντεπίθεση με ελληνικούρες: «Καφεπίνω», «Το Καλαμάδικο της Πετρούπολης», «Λιχουδιές τα Παιδιά», «Ψητονοστιμιές».
Έχει σκοτεινιάσει, κατηφορίζω στην 25ης Μαρτίου που έχει ανάψει: παίζει η τοπική φιλαρμονική, πιο κάτω έξω από ένα προποτζίδικο κόσμος χορεύει τσάμικο, είναι η μέρα που «η πόλη μας γιορτάζει» όπως λένε τα πανό του Δήμου.
Στη Σχολή, θα με ξεναγήσει η χαμογελαστή Άρτεμις Νικολακάκη, απόφοιτη της Σχολής, που τρέχει και τα γραμματειακά. Στους 2 ορόφους βγαίνεις από το ασανσέρ και ξεκινά ένας διάδρομος με αίθουσες δεξιά και αριστερά, μια για χορό με καθρέπτες, μια με χάρτινες μακέτες σκηνικών, στον 1ο ένα ασφυκτικά γεμάτο βεστιάριο. Η Άρτεμις διαβεβαιώνει ντροπαλά «θα το τακτοποιήσουμε αυτές τις μέρες», στο 2ο η αίθουσα-θεατράκι, στο βάθος τα καμαρίνια. Στους τοίχους φωτογραφίες αρχαίου δράματος, μια κολώνα έχει μια καρδιά και αρτηρίες ζωγραφισμένη, ότι κάτι εδώ είναι ζωντανό και πάλλεται.
Έρχονται συνέχεια σπουδαστές, κλέβω δυο από τη Σχολή. Η Αμαρυλλίς Κοντού το ήξερε «από μωρό» πως θα γίνει ηθοποιός, ήταν στις θεατρικές ομάδες του Δήμου «που όλα τα τρέχει, είναι ο καλλιτεχνικός στα δυτικά προάστεια, έχει αριστερές καταβολές». Τώρα που έφθασε στο τέλος των σπουδών ψάχνει για οντισιόν, τελειώνει και το Πάντειο, γελά όταν θυμάται τους καθηγητές στο Λύκειο να λένε στη μητέρα της «καλά το παιδί θα χαραμιστεί σε θεατρική σχολή;». Η Έρη Ανδρέου ξεκίνησε στο Εργαστήρι, μετά στη Σχολή, οι γονείς «δεν πέταξαν και τη σκούφια όταν το έμαθαν» αλλά τους κέρδισε με τον ενθουσιασμό της, λέει ότι είναι 26 χρονών με ένα αναστεναγμό, γελάμε αλλά δεν ξέρω γιατί. Σερβιτόρες, μοιράζοντας φυλλάδια, κολλώντας αφίσες, έχουν και οι δύο δουλέψει σε μια ζωή που δεν έχει χρόνο, «χανόμαστε» λέει η Έρη, αλλά «αξίζει» με βεβαιώνει η Εριφύλλη, που και οι δύο «δεν αλλάζουν τη Σχολή με τίποτα».
Βγαίνω έξω για μια τελευταία γύρα, το γλέντι συνεχίζεται, τα κορίτσια βολτάρουν -θα είναι φίλες της Έρης και της Αμαρυλλίδος ανάμεσα τους- με τα τρακτερωτά μποτάκια, το βαρύ μακιγιάζ και από πίσω τα αγόρια με τα κοντά κουρέματα, τα πρώτα τατουάζ, σε ένα αέναο κυνήγι.
Είναι 24 Νοεμβρίου και είμαι στην 25ης Μαρτίου. Σάββατο βράδυ, «Γέρμα» και πάλι, το θεατράκι γεμάτο και πάλι. Οι θεατές της γειτονιάς αλλά και μακρύτερα, μητέρες με τα παιδιά τους, μια παρέα από φοιτητές, μερικοί μου λένε πως «πρώτη φορά βλέπω θέατρο», όλοι θα κρατήσουν την ανάσα τους όταν η σκηνή φωτίσει.
Γέρμα είναι η δωρική Αφροδίτη Γραμματικοπούλου, ιδιωτική υπάλληλος με δύο παιδιά, που στο έργο είναι παντρεμένη με τον Χουάν, δηλαδή τον Νίκο Κόκκινο που δουλεύει σε μια εταιρία οπτικών. Λίγο πριν την παράσταση θα μιλήσουμε, 8 ηθοποιοί , όλοι ήθελαν να συνεχίσουν στη Σχολή αλλά «δεν υπάρχει χρόνος». Η Βάσω Δημάκη που είναι στο Εργαστήρι σχεδόν από το ξεκίνημα του, μου θυμίζει τη Λίτσα, καημός και εδώ, οπότε κάποτε έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Η λογοθεραπεύτρια Καλλιόπη Γκούμα αναζητά την έκφραση, ο δάσκαλος Χρήστος Καλογεράς (Βικτόρ στο έργο) αγαπά τον κινηματογράφο οπότε ήταν φυσική αρχή η θεατρική δράση, ο Νίκος θέλησε να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και του βγήκε, η εκπαιδευτικός Στεφανία Πάτσιου ξεκίνησε από θέατρο με κούκλες, τελικά έφθασε στην υποκριτική, στο να παλέψει με τον εαυτό της. Όλοι θέλουν να δώσουν παραστάσεις εκτός Πετρούπολης, να εξελιχθούν, μιλούν για τις θυσίες που έχουν κάνει.
Κρίση; Για τον Χρήστο ήταν αντίβαρο και κίνητρο για να ασχοληθεί με το θέατρο αλλά και γενικότερα «ακολουθούσαμε ένα καπιταλιστικό τρόπο ζωής, τώρα ακολουθούμε κάτι που είναι πιο κοντά στη ψυχή μας». Για την Αφροδίτη ήταν θεραπεία, για τη Βάσω χρόνος που έγινε διαθέσιμος, για τον Νίκο το ίδιο, βλέπει γύρω του πολλούς να αναζητούν τον αθλητισμό, τις τέχνες, ενώ για την «ταπεινή νοικοκυρά» όπως αυτοσυστήνεται χαμογελώντας η Κωνσταντίνα Αντωνίου, το θέατρο ήταν η διαφυγή από τη μιζέρια.
Η σκηνή τους έχει αλλάξει, τους έχει κάνει καλύτερους, και τους ίδιους και για τους γύρω τους, έτσι κι αλλιώς η μάθηση είναι διαρκής αλλαγή θα πει ο Χρήστος. Η Βάσω ωρίμασε, ήρθε πιο κοντά στους ανθρώπους, η Αφροδίτη πλέον παρατηρεί τα πάντα γύρω της, μέσα στο Εργαστήρι έμαθε πώς να μπαίνει μέσα σε όλα, άλλαξε και η συμπεριφορά στα παιδιά της, πλέον τα μαθαίνει να βλέπουν τη ζωή πιο θεατρικά. Ο Νίκος περπατά, κοιτά και «κλέβει» στοιχεία για να τα κάνει ρόλους, η Στεφανία ξεπέρασε το φόβο της έκθεσης, εκτίμησε το λόγο και κυρίως την αυθεντικότητα του, αν πράγματι απηχεί αυτό που εκφράζει.
Πολλοί θέλουν να παίξουν αρχαία τραγωδία, Εκάβη η Βάσω, Κλυταιμνήστρα η Κωνσταντίνα, αλλά και Άμλετ ο Χρήστος. Πριν την παράσταση θα κουβαλήσουν καρέκλες για να γεμίσει το θεατράκι, θα σφουγγαρίσουν και ο χώρος θα μυρίσει μαμαδίστικη λάτρα από χλωρίνη, θα βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στο μακιγιάζ και στο ντύσιμο.
Είναι 24 Νοεμβρίου και δεν είμαι στην 25ης Μαρτίου. Σάββατο βράδυ, έχω μόλις φύγει. Οι τελευταίες μου εικόνες από το νούμερο 80 είναι από τη «Γέρμα», αλλά απέξω, στο διάδρομο που είχε μετατραπεί σε σκοτεινά παρασκήνια. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι, βλέπω τους ηθοποιούς να κάνουν ασκήσεις, οι κοπέλες βγάζουν τα σοσόνια τους για να μπουν ξυπόλητες στη σκηνή, ψιθυρίζουν τα λόγια, ο Μίλτος που σκηνοθετεί ακούει την παράσταση και κουνά το σώμα του σε ρυθμό που μόνο αυτός ξέρει.
Στο αυτοκίνητο ακούω Τζαμάλ από στικάκι. Είναι Σαλονικιός ράπερ και μαζί με τους Social Waste από την Κρήτη έδωσαν μια μεγάλη συναυλία στο «Πέτρας» το Σεπτέμβριο. Τους έψαξα όταν μου τους ανέφεραν παιδιά στις καφετέριες στην 25ης, ρωτώντας τους πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγαν θέατρο ή συναυλία. Ακούω το «Φαβέλα» και καταλαβαίνω πόσο την έχω πατήσει:
«Μάθαμε να ζούμε στης Ευρώπης τη φαβέλα
Μάθαμε να αντέχουμε, πέρα για πέρα
Δεν μασάμε, πάμε, αλήτικα αγαπάμε,
αλήτικα μισούμε, γι’ αυτό δεν μας αγαπάνε».
Την έχω πατήσει γιατί ανέβηκα στην Πετρούπολη χωρίς αγάπη: να κάνω ρεπορτάζ φαβέλας, δυτικής συνοικίας, με πρωταγωνιστές τους κάγκουρες, τα κορίτσια που ξενυχτάνε στο κοντινό Μπουρνάζι, τα φτιαγμένα ξερόγκαζα και το τοπικό θέατρο ένα μοναχικό παράδοξο. Είδα την 25ης Μαρτίου και δεν τη κατάλαβα, άργησα να δω ότι το νήμα δεν ξεκινά από το νούμερο 80. Αντίθετα, αρχίζει από τις θεατρικές ομάδες παιδιών και εφήβων, ξεκινά 27 χρόνια πριν όταν φτιάχτηκε το δημοτικό Ωδείο στην οδό Ανατολικής Ρωμυλίας, με σήμερα 600 μαθητές, έρχεται από το πολιτιστικό κέντρο τρεις δρόμους πιο πέρα, όπου χιλιάδες μαθαίνουν χορό, φωτογραφία, εικαστικά, φωνητική, κεραμική, αγιογραφία. Το νήμα έρχεται 29 χρόνια τώρα από το δημοτικό θερινό «Σινέ Πετρούπολις» στο 168 της 25ης Μαρτίου και την κινηματογραφική λέσχη. Το νήμα πυκνώνει και πλέκεται, περνά από το νούμερο 80, με κοντά 90 σπουδαστές της Σχολής και του Εργαστηρίου κάθε βράδυ να παλεύουν στη σκηνή. Μετά από τόσα χρόνια «τώρα ωριμάζει η σχέση μας με τη συνοικία», μου είχε εξηγήσει ο Μίλτος, που βλέπει τον κόσμο να ανταποκρίνεται, να μαθαίνει στόμα με στόμα για το θέατρο, να γεμίζει κάθε παράσταση, εκεί να συναντιέται.
Το καλοκαίρι στο «Πέτρας» 1.200 θεατές είδαν «Βατράχους» από τη Σχολή και εκατοντάδες ακόμη έφυγαν γιατί δεν χωρούσαν. Πέρυσι 22 παραστάσεις «Θείος Βάνιας» από τη Σχολή, φέτος 10 «Γέρμα» από το Εργαστήρι, όλες κατάμεστες, με κοινό από όλη την Αττική, όλες δωρεάν, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που τους τράβηξε. «Τίποτα δεν έγινε στην τύχη και ξαφνικά. Τα έργα που ανεβάζουμε είναι απαιτητικά και απαιτούν σκληρή δουλειά και αγάπη» επιμένει ο Μίλτος, είναι μια ολόκληρη συνοικία που μετέχει στα πολιτιστικά, που τα οργανώνει ο Δήμος εδώ και δεκαετίες. Το είπε αλλά δεν το είχα καταλάβει: «μπορεί ένας Πετροπουλιώτης να αισθάνεται υπερήφανος για όλη την πολιτιστική δραστηριότητα που υπάρχει στο Δήμο του, όχι μόνο για τη Σχολή και το Εργαστήρι».
Έτσι η Αφροδίτη, ο Νίκος, η Έρη, η Βάσω και η Βασιλική που εργάζεται στην Coca Cola και τραγουδά ως πλύστρα στη «Γέρμα», δεν είναι μόνοι. Πάνε στο Εργαστήρι, στη Σχολή, εκφράζονται, βγάζουν μεράκι, κοιτούν μέσα τους, αναζητούν πώς να επικοινωνήσουν με τους γύρω, γίνονται βότσαλα που αναπηδούν στις παρέες αφήνοντας κύματα πίσω, εκατοντάδες ανάμεσα σε χιλιάδες που πασχίζουν το ίδιο. Και είναι μια συνοικία δίπλα και πλάι, που βολτάρει στα καφέ, που ακούει ελληνική ραπ, Οικονομόπουλο, Αργυρό, Κιάμο και Καρρά, που παίζει μπάλα στην έδρα του «Κεραυνού» πίσω από το νταμάρι, που δουλεύει στα μαγαζιά, στις βιοτεχνίες, που σπουδάζει, που φοβάται, που ελπίζει. Μια συνοικία όμως, που σε μια πέτρινη εποχή θα σταματήσει μια στιγμή για να ακούσει και το τραγούδι της Γέρμας.
Είναι Κυριακή, 25 Νοεμβρίου και θυμάμαι τα λόγια της Αμαρυλλίδος: «το καλό της κρίσης είναι ότι κανείς δεν έχει λεφτά, οπότε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Μέχρι και θέατρο στην Πετρούπολη, θα συμπληρώσω.