Όταν ήμουν πιτσιρίκα (και τα ήξερα όλα), πίστευα ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό να αφήνει κάποιος τιπ στους σερβιτόρους, αντιθέτως ήμουν πολύ γενναιόδωρη απέναντι στο εκάστοτε delivery person. Μαθημένη, τότε, σε αρκετά ικανοποιητικούς μισθούς ως δημοσιογράφος, νόμιζα ότι τα πράγματα είναι ανάλογα και στον τομέα της εστίασης και πως δεν χρειάζεται να συνεισφέρω κάτι παραπάνω αφού κανείς δεν έδινε φιλοδώρημα σε μένα που κάθε ημέρα έγραφα από το πρωί μέχρι το βράδυ σαν αυτόματη μηχανή. Είχα φτιάξει στο μυαλό μου το σενάριο που με βόλευε.
Μέχρι που δούλεψα ως σερβιτόρα σε εστιατόριο στην Αγγλία και κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς τα είχα πλάσει στο κεφάλι μου. Κάθε εβδομάδα περιμέναμε, όλοι στο σέρβις, με αγωνία να δούμε αν τα τιπς που μας αντιστοιχούσαν θα έφταναν για τα κέρματα στο ρολόι του ηλεκτρικού ή για να πάρουμε κρέας να μαγειρέψουμε στο σπίτι και να μη τη βγάλουμε πάλι με μακαρόνια. Επίσης κατάλαβα πόσο ψυχοφθόρα είναι μία δουλειά που έχει να κάνει με πολλούς (και συχνά αγενείς) πελάτες. Με λίγα λόγια, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι τα τιπς θα χρειαστούν τελικά για να πάω σε έναν ψυχολόγο ή τέλος πάντων σε κάποιον που θα μπορέσει να διαχειριστεί τη συσσωρευμένη οργή μου και να με ηρεμήσει. Τελικά γύρισα στην Ελλάδα και ξανάπιασα τη δημοσιογραφία.
Τι γίνεται όμως σήμερα στη χώρα που όλο βγαίνει από την κρίση και όλο μέσα είναι; Πώς αντιμετωπίζει πλέον ο κόσμος κάποιον που σερβίρει ή που φέρνει έτοιμο φαγητό στο σπίτι; Οι κάρτες έχουν κάνει ζημιά στο -έτσι κι αλλιώς πονεμένο- θέμα του φιλοδωρήματος; Τέσσερις φίλοι που φροντίζουν για το δικό μας σωστό σέρβις, μας λένε την άποψή τους.
Αλίκη Λάμπουρα (Σέρβις): Το πουρμπουάρ, όπως μου αρέσει να το λέω, κάποιες ημέρες μπορεί να είναι και ένα δεύτερο μεροκάματο. Αναλόγως, βέβαια, γιατί οι καιροί έχουν αλλάξει. Αν το μαγαζί έχει πολύ κόσμο τότε συνήθως είναι μια καλή ημέρα. Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι δεδομένο γιατί αν βρισκόμαστε προς το τέλος του μήνα -που οι μισθοί έχουν φαγωθεί- είναι πιο δύσκολο να “κάνουν το καλό και να το ρίξουν στο γιαλό” χωρίς δεύτερες σκέψεις. Υπάρχει και ο παράγοντας διάθεση βέβαια. Πολλές φορές αντιλαμβανόμαστε κακοδιάθετους πελάτες (υπάρχει μία εσωτερική ενημέρωση μεταξύ των σερβιτόρων σε αυτό) οι οποίοι δεν έχουν βγει έξω για να απολαύσουν αλλά για να σκοτώσουν τη μιζέρια τους. Αυτοί δεν πρόκειται να αφήσουν κάτι.
Νικολέττα Λόγου (Delivery Girl – Λόγου Γεύσεις, Νέα Μάκρη): Φιλοδώρημα αφήνουν αλλά όχι όλοι. Είναι γεγονός ότι το μέγεθος του φιλοδωρήματος είναι μικρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια αλλά κι αυτό εξαρτάται από το ποσό της παραγγελίας.
Θάνος Κορρές (Μπάρμαν, The Dude Bar–Kάιν): Σε γενικές γραμμές οι πελάτες αφήνουν ακόμα τιπς. Σίγουρα παίζει ρόλο η εξυπηρέτηση. Άλλες φορές έχει να κάνει με το συνδυασμό ταχύτητας εργαζόμενου και ποιότητας προϊόντος και άλλες με το αίσθημα που έχει ο πελάτης για το κατά πόσο ο εργαζόμενος έχει διάθεση να τον εξυπηρετήσει και να τον φροντίσει. Το να αλλάξεις τασάκι ή να ανανεώσεις το νερό και τους ξηρούς καρπούς είναι κάτι που εκτιμά ο πελάτης αλλά το θεωρεί και δεδομένο. Αν όμως δεν τον κερδίσεις, ενδεχομένως αυτή η εξυπηρέτηση να μην αρκεί. Γενικά αν έχουν περάσει καλά μέχρι τη στιγμή που θα πληρώσουν, τότε θα αφήσουν φιλοδώρημα και θα έλεγα ότι το ποσοστό εκείνων που αφήνουν κυμαίνεται από 65 έως 75%.
Στέλλα Βασιά (Μπαργούμαν): Είναι γεγονός ότι τα φιλοδωρήματα έχουν μειωθεί δραματικά. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει όχι επειδή δεν μένουν ευχαριστημένοι αλλά γιατί δεν θέλουν να δώσουν περισσότερα χρήματα. Υπάρχουν πολλοί πελάτες που απλά σου ρίχνουν το βλέμμα που λέει: «θα τα πάρω τα ρέστα γιατί τα χρειάζομαι».