Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Τι σημαίνει ο επανεξοπλισμός και η επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;

«Το σχέδιο προφανώς είναι να τρέξουν 5.000 Ουκρανοί στρατιώτες στα σύνορα με τη Ρωσία και να ρίξουν κεφαλιές στα ρωσικά στρατεύματα που σταθμεύουν εκεί», έγραφε στο Twitter η γεννημένη στην Ουκρανία συγγραφέας και πρώην πολιτικός Marina Weisband για την απόφαση της Γερμανίας να στείλει 5.000 κράνη ως βοήθεια στο Κίεβο σε περίπτωση ρωσικής εισβολής. Γιατί πριν ο Πούτιν εισβάλει στη χώρα, η Γερμανία παρέμενε ακλόνητη στη μακρά πολιτική της να μη στέλνει φονικά όπλα σε περιοχές που αποτελούν πιθανές ζώνες συγκρούσεων (παρόλο που αποτελεί πάγια οικονομική της δραστηριότητα να τα πουλά σε χώρες της Μέσης Ανατολής). Επιπλέον, το Βερολίνο είχε παγώσει ένα φορτίο με εννέα howitzer της κομμουνιστικής εποχής από την Εσθονία στην Ουκρανία. Είχε υποσχεθεί όμως να στείλει νοσοκομείο εκστρατείας στη χώρα.

Τρεις ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο πλανήτης θα έμενε άναυδος ακούγοντας τον άνθρωπο που το Spiegel είχε χαρακτηρίσει «ενσάρκωση της βαρεμάρας στην πολιτική», τον νέο καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, να εκφωνεί έναν ιστορικό λόγο:

«Η 24η Φεβρουαρίου 2022 (σσ: η μέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία) είναι σημείο καμπής στην ιστορία της ηπείρου μας… Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή… Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα δεν είναι ίδιος με τον κόσμο που γνωρίζαμε», θα έλεγε ο Σολτς μιλώντας στη γερμανική Βουλή. Οπότε, η Γερμανία χρειάζεται «αεροπλάνα που πετούν, πλοία που πλέουν και στρατιώτες ιδανικά εξοπλισμένους για της αποστολές τους». Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αντανακλούν «το μέγεθος και τη σημασία» της χώρας, θα συμπλήρωνε.

Κάπως έτσι, ο ΌλαφΣολτς ανακοίνωσε κατακλυσμιαίες και μέχρι πρότινος αδιανόητες αλλαγές στη γερμανική εξωτερική πολιτική: η χώρα του θα τερματίσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο (πάνω από το 50% των εισαγωγών της), θα αυξήσει σε περισσότερο από 2% του ΑΕΠ τις αμυντικές της δαπάνες, θα επενδύσει επιπλέον 100 δισ. ευρώ στις ένοπλες δυνάμεις της και θα στείλει εκατοντάδες αντιαρματικά όπλα και πυραύλους Stinger στην Ουκρανία. Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι ίσως η Γερμανία αναγκαστεί να παρατείνει τη ζωή των πυρηνικών της εργοστασίων και να επισπεύσει την κατασκευή δύο τερματικών σταθμών για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου για να αναπληρώσει το ενεργειακό κενό που θα δημιουργηθεί από το πάγωμα των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου. 

Αυτό ήταν. Στα 30 λεπτά που μιλούσε ο Γερμανός καγκελάριος ανακοινώθηκαν συθέμελες αλλαγές. Γιατί η Γερμανία ακολουθούσε για σχεδόν ογδόντα χρόνια μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στη διπλωματία, την αποτροπή, την αυτοσυγκράτηση («Politik der Zurückhaltung») ακριβώς για να εξιλεωθεί αφού είχε αναθρέψει το τέρας του ναζισμού. 

Η στρατιωτική αλλά κυρίως η ηθική ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπειτα η διχοτόμηση της χώρας σε Ανατολική και Δυτική (με την πρώτη να γίνεται μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τη δεύτερη, του ΝΑΤΟ), το χτίσιμο του τείχους του Βερολίνου, η πτώση του και η επανένωση της Γερμανίας ήταν ήδη αρκετές ιστορικές αναταράξεις για να ωθήσουν τους Γερμανούς να επιδιώκουν τη σταθερότητα – όπως εξηγεί ο έμπειρος Γερμανός διπλωμάτης Wolfgang Ischinger.

Μπορεί λοιπόν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία να απέκτησε ισχυρή πολεμική βιομηχανία (με πελάτες μεταξύ άλλων την Ελλάδα και την Τουρκία), αλλά δεν απέκτησε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το Βερολίνο μείωσε δραματικά τις αμυντικές τους δαπάνες (ήταν 2,4% στη Δ. Γερμανία μέχρι το 1989). Χαρακτηριστικό ότι η χώρα μείωσε των αριθμό των στρατιωτών της από 500.000 την εποχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών, σε 200.000 σήμερα. Κι αυτό ενώ οι υπεύθυνοι για την άμυνα της χώρας επεσήμαιναν διαρκώς κραυγαλέα έλλειψη συντήρησης σε πολεμικά αεροπλάνα, πλοία και τανκ.

Zeitenwende: Ιστορική τομή

Με την τωρινή απόφαση για επανεξοπλισμό, καταρχάς η Γερμανία ακυρώνει τη συμφωνία του Πότσνταμ. Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία διάσκεψη των επικεφαλής των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων -ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μεγάλης Βρετανίας- μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εκείνη του Πότσνταμ, στην οποία αποφασίστηκε ότι η Γερμανία εφεξής θα ήταν αποστρατιωτικοποιημένη. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, με τη σημερινή εξέλιξη οι ΗΠΑ «τρίβουν τα χέρια τους» αφού επί δεκαετίες και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ «γκρίνιαζαν» που η Γερμανία διατηρούσε χαμηλό αμυντικό προϋπολογισμό και την ωθούσαν να ρίξει περισσότερα χρήματα στις ένοπλες δυνάμεις της (υπέρ της κερδοφορίας των οπλικών τους βιομηχανιών, φυσικά).

Πολύ σημαντικό είναι επίσης ότι οι εξαγγελίες του καγκελάριου Σολτς σημαίνουν ότι η χώρα εγκαταλείπει την Ostpolitik, την πολιτική δηλαδή επαναπροσέγγισης με τις χώρες στα ανατολικά της. Η Ostpolitik είχε εγκαινιαστεί για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Ανατολικής Γερμανίας/Ευρώπης. Εξάλλου, οι ρωσογερμανικές σχέσεις φέρουν επίσης βαρύ ιστορικό φορτίο, αφού πάνω από 2 εκατομμύρια Ρώσοι έχασαν τη ζωή τους στον Α΄ Παγκόσμιο και πάνω από 20 εκατομμύρια πολίτες της ΕΣΣΔ (περιλαμβανομένης της Ουκρανίας) στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η Ostpolitik συνεχίστηκε. Έτσι, εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες το Βερολίνο προσπαθούσε να εξισορροπήσει τις συμμαχίες του με δυτικές χώρες, χτίζοντας ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόλις το 2014, στο ίδιο θέμα -της Ουκρανίας- η Γερμανία προσπαθούσε να κρατήσει τον δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία ανοιχτό. Ήταν το Βερολίνο μάλιστα που ενήργησε ως μεσάζοντας (μαζί με τη Γαλλία) μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για να επιτευχθούν οι συμφωνίες του Μινσκ (που τώρα έχουν τιναχθεί στον αέρα).

Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πάταγος από το γκρέμισμα της Ostpolitik, που ξεκίνησε με την απόφαση του Βερολίνου να «παγώσει» τον ύψους 11 δισ. αγωγό φυσικού αερίου Nordstream 2 που θα συνέδεε τη Ρωσία απευθείας με τη Γερμανία.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα «Zeitenwende», όπως το όρισε ο Γερμανός καγκελάριος, μια ιστορική καμπή, όχι μόνο στη γερμανική εξωτερική και αμυντική πολιτική, αλλά και στη σχέση της χώρας με τη Ρωσία – και κατ’ επέκταση με την Ανατολική Ευρώπη.

Κόμματα και πολίτες στηρίζουν τη στροφή

Εκπλήσσει επίσης ότι η Γερμανία ανακοίνωσε αυτή τη ριζική μετατόπιση έχοντας μια κυβέρνηση που αποτελείται από τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD, που έχει κατηγορηθεί ως ιδιαίτερα φιλορωσικό, τους εμμονικούς με τη δημοσιονομική αυστηρότητα φιλελεύθερους του FDP και τους Πρασίνους, που παραδοσιακά θέλουν να παρουσιάζονται ως πασιφιστές και εναντιώνονται στις εξαγωγές όπλων. Ενδεικτικό της πολιτικής συναίνεσης στο ζήτημα είναι ότι η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Annalena Baerbock, μέλος των Πρασίνων, δήλωσε πως «ίσως τούτη τη μέρα, η Γερμανία να αφήνει πίσω της μια μορφή ξεχωριστών και μοναδικών περιορισμών στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας». Τέλος, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς ουσιαστικά συνεχάρη τον καγκελάριο για τις «εξαιρετικές προγραμματικές δηλώσεις». «Πολύ σπάνια ακούγονται τέτοιες φιλοφρονήσεις από τα έδρανα της αντιπολίτευσης», σημειώνει η Deutche Welle.

Θα περίμενε κανείς ωστόσο ότι πολλοί Γερμανοί θα εναντιωθούν σε μια τέτοια σεισμική μετατόπιση. Η χώρα που τόσες δεκαετίες προσδιόριζε το «εθνικό συμφέρον» της (ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο ξεχειλωμένος-για-να-τα-χωρά-όλα όρος) με οικονομικούς όρους, τώρα άρχισε να το προσδιορίζει και με στρατιωτικούς. Είναι εντυπωσιακό ότι στην πρώτη, ενδεικτική δημοσκόπηση, ένα εκπληκτικό 78% των Γερμανών στηρίζουν τις εξαγωγές όπλων και την επένδυση στις ένοπλες δυνάμεις. Φοβούνται γιατί η σύγκρουση είναι κοντά στα σύνορά τους; Δεν θα μπορούσε αυτός να είναι λόγος να στηρίζουν τη μη εμπλοκή; Όπως και να έχει, το 69% φοβάται ότι το ΝΑΤΟ θα συμμετέχει τελικά στον πόλεμο. 

«Η αλλαγή στη γερμανική πολιτική συμβαίνει περίπου όπως η χρεωκοπία με τον τρόπο που περιγράφει την τελευταία ο Έρνεστ Χέμινγουέι», θα έγραφε το Foreign Policy. «Πρώτα σταδιακά, έπειτα ξαφνικά. Κάπως έτσι η Μέρκελ αποφάσισε το 2011 την επιτάχυνση της αποπυρηνικοποίησης μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα, έπειτα το 2015 την αποδοχή στη Γερμανία περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων από τη Συρία και αλλού, αλλά και την έγκριση του πακέτου οικονομικής στήριξης της ΕΕ για τον κορωνοϊό, στο πλαίσιο του οποίου η Γερμανία για πρώτη φορά τάχθηκε υπέρ της έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου».  

Πίνοντας νερό από αντλία της Πυροσβεστικής

Πώς θα επηρεάσει τη Γερμανία και την Ευρώπη αυτή η αλλαγή πολιτικής του Βερολίνου;

Για το Βερολίνο, ο δρόμος δεν διαφαίνεται εύκολος. Όσο κι αν οι Γερμανοί φημίζονται για την τετράγωνη λογική τους και την εκνευριστικά άψογη οργάνωσή τους, υπάρχουν παράγοντες έξω από τον άμεσο έλεγχό τους που θα καθορίσουν τις εξελίξεις. 

«Η οικονομική αλληλεξάρτηση Γερμανίας-Ρωσίας είναι μεγάλη, και θα έχει κόστος αν μειωθεί», έγραφε το Foreign Policy. «Ο κίνδυνος του πληθωρισμού και το αντίκτυπο των ενεργειακών ελλείψεων στη γερμανική βιομηχανία θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικό ζήτημα, το οποίο η αντιπολίτευση (περιλαμβανομένου του ακροδεξιού κόμματος Alternative for Germany) θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί», συμπλήρωνε.

Εδώ, να επισημάνουμε πως ακόμα κι ένα παιδί Δημοτικού μπορεί να αντιληφθεί ότι στο οικονομικό θαύμα της Γερμανίας συνέβαλλε πολύ πως η χώρα ήταν αποστρατιωτικοποιημένη, με μειωμένες στο ελάχιστο αμυντικές δαπάνες. Απλώς, φανταστείτε το 2,68% του ΑΕΠ που έδωσε το 2021 η χώρα μας για την άμυνα και τα πρόσφατα 6 δισ. για τα Rafale και τις Belharra να ρίχνονταν σε υγεία, παιδεία, δημιουργία θέσεων εργασίας. Στη Γερμανία, λοιπόν, όλο το χρήμα ριχνόταν σε παραγωγικά και νευραλγικά κομμάτια της οικονομίας και στο κοινωνικό κράτος. Ποιοι τομείς λοιπόν αναμένεται να αποδυναμωθούν για να ενισχυθεί τώρα η άμυνα; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην οικονομία, την κοινωνία, και πώς θα διαμορφώσει το πολιτικό τοπίο;

Σε κάθε περίπτωση, για να χτιστούν οι ένοπλες δυνάμεις όπως το περιέγραψε ο Σολτς, θα χρειαστεί πολύς καιρός. Τόση χρηματοδότηση, εξάλλου, μπορεί να προκαλέσει σοκ στο σύστημα. «Το να απορροφήσεις 100 δισ. ευρώ στην άμυνα σε ένα χρόνο είναι σαν να πίνεις νερό από αντλία της πυροσβεστικής», θα σχολίαζε ο επικεφαλής τεχνολογίας και διεθνών σχέσεων στο Γερμανικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων Tyson Barker.

Μια Γερμανική Ευρώπη ή μια Ευρωπαϊκή Γερμανία;

Πάντως, με την αλλαγή του αμυντικού της δόγματος, η Γερμανία έρχεται πιο κοντά στις ΗΠΑ. Σε αρκετές αναλύσεις είχε επισημανθεί πως οι αμερικανογερμανικές σχέσεις πέρασαν κρίση επί προεδρίας Τραμπ εξαιτίας της διαρκούς κριτικής του τελευταίου για την άρνηση της Γερμανίας να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά mainstream αμερικανικά ΜΜΕ εκθειάζουν τη γερμανική στροφή σε ύφος «επιτέλους, η Γερμανία ήρθε στα συγκαλά της».

Όλα βέβαια θα εξαρτηθούν από το τι είδους ένοπλες δυνάμεις θα αποφασίσει η Γερμανία ότι θέλει – και αν αυτές θα αναπτυχθούν κυρίως ως «απάντηση» στη Ρωσία όσον αφορά στην εισβολή στην Ουκρανία ή αν θα αποκτήσουν κάποιο ρόλο μακροπρόθεσμα και ποιος θα είναι αυτός. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Γερμανίας πιθανόν οφείλεται στην πεποίθηση του Βερολίνου ότι η Ευρώπη δεν είναι πια ασφαλής. Δεκαετίες τώρα στην ΕΕ έχουν γίνει συζητήσεις επί συζητήσεων για τη δημιουργία μιας κοινής ταυτότητας για την άμυνα και την ασφάλεια ξεχωριστά από το ΝΑΤΟ – μια ιδέα που φυσικά δεν αρέσει καθόλου στις ΗΠΑ, καθώς το ΝΑΤΟ ανέκαθεν αποτελούσε το «πόδι» τους στη Γηραιά Ήπειρο. Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ φάνηκε ξεκάθαρα στην απόφαση για αποχώρηση από το Αφγανιστάν, όπου μεταξύ άλλων υπηρετούσαν και λίγοι Γερμανοί στρατιώτες. «Κανείς δεν μας ρώτησε αν είναι καλή ιδέα να φύγουμε από τη χώρα τόσο γρήγορα», είχε πει στέλεχος της κυβέρνησης της Μέρκελ στην τηλεόραση του Bloomberg. «Οπότε η πολύ ενοχλητική κατάσταση που έχουμε τώρα -το χάος που αντιμετωπίζουμε στην Καμπούλ- είναι το αποτέλεσμα αυτού». Είναι η αίσθηση ανικανότητας που αποκάλυψε την έκταση της εξάρτησης των συμμάχων από τις ΗΠΑ, θα έλεγε ένας αναλυτής στο Vox. «Νομίζω ήταν δύσκολο να καταπιούν ότι από τη στιγμή που οι ΗΠΑ το αποφάσισαν, το παιχνίδι είχε τελειώσει».  

Αρκετοί αναλυτές έχουν κατά καιρούς επισημάνει ότι το αμυντικό δόγμα της Γερμανίας στεκόταν εμπόδιο σε μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Όπως ορθά όμως είπε ο πρώην Γερμανός διπλωμάτης Ischinger, αν ο στόχος της Γερμανίας είναι να ενισχύσει την ΕΕ, η συνεργασία με τη Γαλλία είναι καθοριστικής σημασίας. «Και ο κ. Σολτς σχεδόν το παρέλειψε να το αναφέρει στην ομιλία του την Κυριακή», τόνισε με μάλλον κάποια ανησυχία. «Αυτό μου θυμίζει τα λόγια του Τόμας Μαν περίπου πριν από εβδομήντα χρόνια», θα συμπλήρωνε αναφερόμενος στις υποσχέσεις του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού να θέσει τη δύναμη της Γερμανίας στην υπηρεσία της Ευρώπης. «Ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι μια γερμανική Ευρώπη, αλλά μια ευρωπαϊκή Γερμανία».   

Κάτι θα ήξερε αυτός ο Γερμανός διανοούμενος (ο Μαν) που αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κι υπήρξε από τους λίγους αυτοεξόριστους εκεί που επέκριναν ανοιχτά τον ναζισμό.

Σίγουρα, μόνο σημάδι προόδου της ανθρωπότητας δεν είναι πως αντί να καταργούν οι χώρες τους στρατούς, τους ενισχύουν. Όσο κι αν κρατάμε την αναπνοή μας ελπίζοντας να τελειώσει σύντομα ο εφιάλτης στην Ουκρανία, έχουμε ταυτόχρονα υπόψη ότι η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Γερμανίας θα είναι καθοριστική για το μέλλον της Ευρώπης – και του κόσμου.  

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου