«Μα μιλάμε ακόμα για σεξισμό; Υπάρχουν ακόμα φεμινίστριες; Αφού έχουμε ισότητα.»
Ναι. Μπορεί να ακουστεί ένα τέτοιο σχόλιο, αν πάμε σήμερα να μιλήσουμε για το σεξισμό. Καμιά γυναίκα, όμως, δεν είναι σίγουρη αν αυτό που παρατηρείται σήμερα στην ελληνική κοινωνία είναι η απόλυτη ισότητα των φύλων. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο, στον εργασιακό χώρο, στην ελληνική γλώσσα, στο δρόμο, στο μπαρ, στην ελληνική οικογένεια. Αυτά είναι μερικά πρώτα πεδία που, με λίγη σκέψη, βρίσκει κανείς παραδείγματα και περιστατικά που αποδεικνύουν πως, για να πάψει η ελληνική να είναι μία πατριαρχική, σεξιστική κοινωνία, έχει πολλή δουλειά να γίνει.
Σεξισμός εδώ, σεξισμός εκεί…
Δε μιλάμε βέβαια για ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Παγκοσμίως, το 2012 μόνο 17 χώρες είχαν γυναίκες πρωθυπουργούς ή αρχηγούς κρατών. Λιγότεροι από 1 στους 5 βουλευτές παγκοσμίως είναι γυναίκες και μόλις 16.7% των υπουργικών θέσεων καλύπτεται από γυναίκες. Στην Ελλάδα, μόλις το 21% των βουλευτών είναι γυναίκες και στην τωρινή κυβέρνηση μόλις έξι από τους 40 το σύνολο υπουργούς είναι γένους θηλυκού. Στον επιχειρηματικό τομέα, σύμφωνα με τη λίστα Fortune 500 με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο, μόνο 21 εξ αυτών έχον για CEO γυναίκα. Στην ιστορία των βραβείων Νόμπελ, με στοιχεία του 2011, έχουν απονεμηθεί μόνο σε 44 γυναίκες (και 807 άνδρες). Κι αυτά, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα.
Σεξισμός στη δουλειά…
Όλα αυτά, ένα ωραίο πρωί καθίσαμε όλες μαζί, κάποια κορίτσια της Popaganda, και τα συζητήσαμε. Πρώτος τομέας που εξετάζουμε ως προς το σεξισμό του είναι η κοινή μας αναφορά, ο εργασιακός. Εμείς έχουμε την τύχη να δουλεύουμε σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είναι πολιτισμένοι, διαβασμένοι, είναι εν πάση περιπτώσει αρκετά σοβαροί για να είναι σεξιστές. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρώ εγώ, όλοι οι αρχισυντάκτες είναι άνδρες -το οποίο, καμία αντίρρηση, μπορεί να είναι τυχαίο, και αυτή τους η θέση δεν τους κάνει να έχουν εξουσιαστική συμπεριφορά.
Δεν είναι όμως όλος ο εργασιακός χώρος των ΜΜΕ έτσι. «Εμένα ας πούμε δεν μ΄έχουν στείλει τουλάχιστον δύο φόρες σε πορείες, σε άλλες δουλειές. Ενώ ήθελα πολύ να πάω και ενώ πηγαίνω ούτως ή άλλως μόνη μου, δε με έστελναν να το καλύψω γιατί με θεωρούσαν χαριτωμένη. Θεωρούσαν ότι θα φάω ξύλο με την εμφάνιση αυτή ή ότι δεν θα μπορέσω να συναναστραφώ τον κόσμο εκεί ως χαριτωμένη», λέει η Ζωή. «Α, επίσης μου έχουν πει ότι παίρνω αντρικά θέματα και τα γράφω σαν κοριτσάκι. Αυτό το έχει πει ο Σταύρος. Μα είμαι κοριτσάκι ρε παιδί μου, τι θα πει αυτό; Δηλαδή, προφανώς και θα το αντιμετωπίσω αλλιώς το θέμα. Όχι επειδή είμαι γυναίκα, αλλά επειδή γράφω διαφορετικά από τον Κώστα.» «Αλλά θα πει κανείς πως αυτός το κάνει σαν αγοράκι; Δεν θα το πει», προσθέτει η Λίνα. Επιπλέον, δεν είναι λίγα τα μέσα στην Ελλάδα που παράγουν σεξιστικό λόγο και ρίχνουν τα ίδια το επίπεδο της συζήτησης («έλεος, δεν έχουν ξαναδεί μπούτι;» αναρωτιέται η Λίνα) -κορυφαίο παράδειγμα η ελληνική τηλεόραση με περιπτώσεις σαν τον Αναστασιάδη, που μιλάει έχοντας κοπέλες να χορεύουν από πίσω με τα εσώρουχα, ή πρωινές εκπομπές (παρουσιασμένες από γυναίκες!) που αντικειμενοποιούν το γυναικείο σώμα.
Τέτοιες περιπτώσεις όμως δεν εντοπίζονται μόνο στην τηλεόραση που είναι κοινώς αποδεκτό πως στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από κάκιστη ποιότητα. Εξίσου κατακριτέος σεξιστικός λόγος μπορεί να παραχθεί (εν έτει 2015) και σε ένα έντυπο που θεωρείται έγκριτο, σεβαστό, όπως είναι η Καθημερινή. Πώς γίνεται επιτρεπτό σε ένα τέτοιο μέσο ο κάθε Στέφανος Κασιμάτης να χρησιμοποιεί χυδαίο χιούμορ (χιούμορ;;;) για να μιλήσει για ένα θέμα όπως ο βιασμός, στον απαράδεκτο επίλογο ενός άρθρου του που καμία σχέση δεν έχει με αυτό το θέμα;
Η κατάσταση δεν αλλάζει πολύ, όταν πηγαίνουμε σε άλλους εργασιακούς χώρους. «Συχνά γυναίκες δεν προσλαμβάνονται σε θέσεις που χρειάζονται γερά νεύρα, γιατί υπάρχει η περίπτωση να εκδηλώσουν πιο πολύ συναισθηματισμό. Ή για ορισμένους είναι ανασταλτικός παράγοντας η γυναίκα να είναι παντρεμένη ή να έχει παιδί», παρατηρεί η Λήδα. «Ναι, έχει συμβεί σε φίλη μου αυτό. Δούλευε σε μια μουσική σκηνή για χρόνια και ζητούσε τη θέση της υπεύθυνης. Και της το είπανε, ότι σ’ αυτή τη θέση δεν έχει σταθεί ποτέ μα ποτέ γυναίκα. Οπότε μην περιμένεις ότι θα πάρεις αυτή τη θέση ποτέ», λέει η Φωτεινή. «Και πρόσφατα, ποιος το είπε αυτό; Ο Ερντογάν. Ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούν οι γυναίκες να παίρνουν την ίδια θέση γιατί δεν έχουν την ίδια φυσιολογία», προσθέτει η Λίνα.
… ή στον δρόμο…
«Είναι πολύ δύσκολο να μπαίνουμε πλέον στην διαδικασία να κατηγοριοποιούμε κάποιες ενέργειες ως σεξιστικές. Κάποιες συμπεριφορές που μπορούν να θεωρηθούν σεξιστικές δεν θα τις χαρακτηρίσουμε έτσι γιατί είναι χοντρό να το πεις», αντιτίθεται η Λήδα. Εγώ και η Ελένη όμως, μάλλον διαφωνούμε. «Δεν θα τις πούμε έτσι, αλλά είναι έτσι», υποστηρίζω εγώ, ενώ η Ελένη προσθέτει «είναι χοντρό να μη σε στείλουν σε θέμα γιατί είσαι κοριτσάκι.» H Λήδα θεωρεί πως εξαρτάται από το θέμα, αλλά η Ελένη επιμένει «το θέμα που μπορεί να κάνει ο Σταύρος μπορείς να το κάνεις κι εσύ». Η Λήδα θεωρεί πως ακούγεται βαρύ να μιλάς για σεξισμό. Το να μη μιλάμε όμως για πράξεις σεξιστικές ως τέτοιες, σε ένα βαθμό δεν τις νομιμοποιεί και κατ’ επέκταση τις αναπαράγει; Ο τρόπος που ορίζουμε μία πράξη επηρεάζει και πώς τη βιώνουμε -αν μία σεξιστική συμπεριφορά δεν τη χαρακτηρίζουμε έτσι, την αποδεχόμαστε ως φυσιολογική και άρα ως κάτι που δεν πρέπει να σταματήσει. Σεξιστικός μπορεί να είναι ακόμα και ο τρόπος που ένας άνδρας την πέφτει σε μία γυναίκα. «Εσύ θα έκανες σεξιστικό σχόλιο;», ρωτάει η Ελένη τη Λήδα. «Αν κάποιος ερχόταν και σου έλεγε “πού ‘σαι μανάρι μου;” εσύ θα πήγαινες να του πεις “τι μωρό είσαι εσύ μάτια μου;”. Η Λήδα προσθέτει πως, «όταν μιλάμε για τη συμπεριφορά σε ένα μπαρ ή γενικά στη συναναστροφή, εξαρτάται από το πώς θα γίνει, δεν είναι απαραίτητα σεξιστικό. Αν έρθει να σε φλερτάρει κάποιος, μπορεί να έρθει να σε φλερτάρει λέγοντας «πωπω μάνα μου, τι είναι αυτό το τζιν το σκισμένο που φοράς, έλα να στο σκίσουμε κι άλλο”. Ή αλλιώς να ρθει και να σου πιάσει την κουβέντα.»
Κανείς δεν αντιλέγει πως όταν μιλάμε για σεξισμό, δεν εννοούμε το οποιοδήποτε φλερτ. Η Λίνα παρατηρεί πως δεν είναι σκόπιμο να φτάνουμε και στο αντίθετο άκρο, κάθε κοπλιμέντο να το θεωρούμε σεξισμό -ο καθένας μπορεί να καταλάβει τα όρια και την πρόθεση. «Μήπως όμως έχουμε σκεφτεί ότι η γυναίκα έχει την αθωότητα και μπορεί να πει κάτι και να μη θεωρηθεί τόσο κακό ενώ τον άντρα τον περιμένουμε λίγο στη γωνία;», αναρωτιέται η Λήδα. Όταν εγώ όμως κάνω ποδήλατο στην Αθήνα και οδηγοί κατεβάζουν το παράθυρο και μου φωνάζουν «αχ και να ‘μουνα η σέλα…» (περισσότερες της μίας φορές), αυτό δεν είναι κοπλιμέντο, είναι προσβολή και αμφιβάλλω αν ένα τέτοιο σχόλιο θα το έκανε γυναίκα. Όταν περπατάω στο δρόμο κρατώντας το χέρι μιας όμορφης κοπέλας κι ένας άντρας χυδαία μας πλησιάζει και ρωτάει αν «θέλουμε να τα βρούμε τα τρία μας», η αντίληψή του είναι ότι μία γυναίκα που είναι όμορφη και θηλυπρεπής αποκλείεται απλώς να θέλει την άλλη γυναίκα. Στην πραγματικότητα θέλει και τον άνδρα –η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι ταυτισμένη με σεξουαλική φαντασίωση, γιατί, αν γίνει αποδεκτή ως πραγματικότητα, θα πληγώσει στο έπακρο τα εγωιστικά συναισθήματα του άνδρα. Είναι βέβαιο πως ο άνδρας «χρειάζεται» σε μία τέτοια περίπτωση και άρα, αυτό επιζητούν οι δύο κοπέλες επιδεικνύοντας ερωτικά συναισθήματα η μία προς την άλλη -απλώς να του εξάψουν τη φαντασία.
Γιατί δεν σκεφτόμαστε ποτέ πως ο τρόπος που μιλάμε μπορεί να είναι προσβλητικός χωρίς να το καταλαβαίνουμε;
Η συζήτηση γυρνάει στο σεξισμό της γλώσσας. Η γλώσσα μας είναι δομημένη πάνω στην επιβολή του ανδρικού στο γυναικείο φύλο. «Υπάρχουν συγκεκριμένες βρισιές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα σημεία του γυναικείου σώματος. Λες, αυτός είναι σα μουνί… γιατί;», παρατηρεί η Λίνα. Ως βρισιά θα χρησιμοποιηθεί το γυναικείο όργανο και όχι το αντρικό. Η Σωτηρία παρατηρεί πως αυτός που θα χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη δεν έχει πάντα την πρόθεση να είναι σεξιστής, όμως η λέξη, επιμένει η Λίνα, έχει χροιά συγκεκριμένη. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες εκφράσεις, αναπαράγεις τις ίδιες αντιλήψεις. Συνειδητά ή ασυνείδητα. «Ας πούμε, η βρισιά “πουτάνα” υπάρχει μόνο για τη γυναίκα. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο για τον άντρα. Υπάρχει; όχι», συνεχίζει η Λίνα. Το αντίστοιχο για τον άνδρα, πιστεύω εγώ, είναι το «πούστης». Αυτό που δηλαδή χρησιμοποιείται ως βρισιά είναι και πάλι το θηλυκό χαρακτηριστικό. Η βρισιά είναι ομοφοβική, όμως και η ομοφοβία κρύβει σεξισμό. Είναι η διάκριση απέναντι στον άνδρα που είναι θηλυπρεπής, απέναντι στη γυναίκα που δεν προτιμάει άνδρες. «Η βρισιά “πουτάνα” χτυπάει τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τη γυναίκα που παραείναι θηλυκή. Ενώ το πούστης αναφέρεται στον άντρα που δεν είναι αρρενωπός. », συμπεραίνει η Λίνα. Ακόμα και η έκφραση «θα σε γαμήσω», αν την σκεφτεί κανείς, κρύβει σεξισμό -αναπαράγει την αντίληψη της ανωτερότητας του ανδρικού φύλου- η βρισιά έγκειται στην υπεροχή «αυτού που γαμάει», στην υποταγή «αυτού που γαμιέται.»
Ο σεξισμός της γλώσσας δεν τελειώνει εκεί. Το οικουμενικό, εκφέρεται στο αρσενικό. Αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε με ίσους όρους για άνδρες και γυναίκες, τότε ίσοι όροι δεν μπορούν να υπάρχουν. Τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας, θεωρούσε ο Wittgenstein και είχε δίκιο. Όταν για τα περισσότερα «σοβαρά» ή «υπεύθυνα» επαγγέλματα δεν υπάρχει θηλυκό γένος, αυτό είναι γιατί είναι ή τουλάχιστον ήταν μέχρι πρόσφατα αδιανόητο τέτοιες θέσεις να καταλαμβάνονται από γυναίκες. Αν η λέξη «βουλεύτριες» χτυπάει στο αυτί, αν η συζήτησή μας αναλώνεται γύρω από το αν θα έπρεπε να είναι «βουλευτίνες», είναι γιατί δεν υπάρχει λέξη που να θεωρείται σωστή -και αυτή η λέξη είναι μόνο ένα παράδειγμα, αλλά ένα ιδιαίτερα χρήσιμο παράδειγμα.
Και αυτό γιατί το ελληνικό Κοινοβούλιο είναι ένας παραδοσιακά ανδροκρατούμενος χώρος και, για το λόγο αυτό, ένας χώρος γεμάτος σεξισμό, με πολλά περιστατικά τα τελευταία χρόνια. Θα είναι από τη μία ο Απόστολος Κακλαμάνης να μιλάει για το πώς οι γυναίκες το ’74 ήταν στην κουζίνα. Ο Γιώργος Καλαντζής από τη θέση του προεδρεύοντα να σχολιάζει τα ρούχα της Ραχήλ Μακρή. Θα είναι, πολύ πρόσφατα, η περίπτωση των κυρίων Πέτρου Τατσόπουλου και Γρηγόρη Ψαριανού να μυρίζουν το παλτό της ίδιας βουλεύτριας και να γελάνε -χυδαία, είναι ο μόνος χαρακτηρισμός που ταιριάζει. Στην τελευταία ψηφοφορία για Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Βουλή, η πράξη κάθε βουλεύτριας -που στο δικό μου αθώο μυαλό μοιάζει αυτονόητη- που ήθελε να δηλώσει “παρούσα” αντί για “παρών” δεν έγινε δεκτή με τον καλύτερο τρόπο. Γιατί; Γιατί ο κανονισμός της Βουλής, σύμφωνα με τον οποίο αυτή η πράξη δεν είναι αποδεκτή, συνετάχθη όταν ήταν αδιανόητο για μία γυναίκα να κατέχει το βουλευτικό αξίωμα.
Το πρόβλημα, όμως, δεν ξεκινάει από εκεί. Η αντίληψη πως πρέπει να υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια ξεκινάει από την οικογένεια. «Σε οικογένειες με κορίτσια και αγόρια πάντα τα αγόρια ξεκινούν να βγαίνουν από μικρότερη ηλικία. Για τα κορίτσια υπάρχει πάντα ο φόβος πώς θα γυρίσουν το βράδυ, αν θα τις συνοδεύσει κάποιο αγόρι, και τα λοιπά», παρατηρεί η Ζωή. «Εγώ μένω μόνη μου με τον αδελφό μου και μου βγάζει την παναγία, γιατί η μάνα του του πήγαινε πάντοτε το γάλα στο κρεβάτι και τώρα δεν μπορεί να σηκωθεί μια φορά να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει», προσθέτει η Ελένη. Αυτό που λέει η Ζωή, εξηγώ εγώ, μπορεί να δικαιολογηθεί τουλάχιστον στα πλαίσια της προστασίας του κοριτσιού. Το ότι εγώ έχω μεγαλώσει με έναν αδελφό δύο χρόνια μεγαλύτερο και μία αδελφή 9 χρόνια μικρότερη και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ο αδελφός να στρώσει τραπέζι ή να πλύνει πιάτο, αλλά όλα τα έκαναν τα κορίτσια, ακόμα και η μικρή, αυτό δεν δικαιολογείται. «Αν εσύ κάνεις γιο, όμως, θα τον βάλεις να πλύνει πιάτα;», με ρωτάει η Λήδα. Μα φυσικά και θα τον βάλω. Γιατί όχι; Εξηγώ πως, και τώρα που συγκατοικώ με δύο αγόρια, εννοείται πως όλες οι δουλειές είναι ίσα μοιρασμένες…
Τελικά, αξίζει να μιλάμε (ή να σκεφτόμαστε) για φεμινισμό;
Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, η Ελένη αναρωτιέται αν ο σεξισμός είναι παράγωγο του φεμινισμού -αν δηλαδή, οι υπερβολές στις οποίες έφτασε το φεμινιστικό κίνημα προκάλεσαν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμούσαν. Ο σεξισμός είναι στην πραγματικότητα όμως αποτέλεσμα της ανισότητας των φύλων που πηγαίνει σε βάθος αιώνων και η συζήτησή μας μπόρεσε να καλύψει μόνο μερικές από τις εκφάνσεις του.
Το ότι μιλάμε ακόμα γι’ αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουμε αντίληψη της εξέλιξης της σχέσης ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Σημαίνει πως, για όλους τους λόγους που συζητήσαμε και για πολλούς ακόμα, αυτή η σχέση επιδέχεται κι άλλης βελτίωσης. Το γεγονός πως ο όρος «φεμινίστρια» έχει αποκτήσει αρνητική χροιά -κάτι αντίστοιχο με το «συνδικαλιστής», παρατηρεί η Ζωή- δε σημαίνει πως η ουσία του φεμινισμού είναι να πεθάνουν όλοι οι άνδρες ή ότι όλοι είναι σεξιστές ή ότι μόνο οι άνδρες μπορούν να επιδεικνύουν ανάρμοστες συμπεριφορές προς το άλλο φύλο. Ο αντίστροφος σεξισμός είναι εξίσου κατακριτέος. Στο δικό μου μυαλό, η ουσία είναι μια αντίθεση στην εξουσιαστική θέση του ανδρικού φύλου, όχι η αντίληψη πως η εξουσιαστική θέση πρέπει να γίνει της γυναίκας. Ο φεμινισμός είναι -ή θα έπρεπε να είναι- μία πτυχή σε ένα τρόπο σκέψης που δεν αναγνωρίζει ανωτερότητες, κατωτερότητες και εξουσιαστικές σχέσεις. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς παρατηρώντας πως, σε κοινωνίες που προσπαθούν να οργανωθούν διαφορετικά, αυτόνομα, κύρια προϋπόθεση είναι η ισότητα των φύλων: από το Chiapas και την επανάσταση των Ζαπατίστα, στην αυτό-οργάνωση της Rojava, η απελευθέρωση της κοινωνίας νοείται ως αλληλένδετη με την απελευθέρωση των γυναικών.
Με τέτοιους όρους αξίζει να μιλάμε για φεμινισμό σήμερα. Αυτό στο οποίο θα έπρεπε να προσβλέπει, όποιος αντιτίθεται συνειδητά στο σεξισμό, είναι αληθινή ισότητα.