Ήταν πάντα ένα ζήτημα για τα δημοσιογραφικά μαγαζιά που περιστρέφονται γύρω από την Αθήνα, ο τρόπος που προσεγγίζεται το Πάσχα. Τι κάνουμε; Τι έχουμε να πούμε; Αφού το Πάσχα δεν είναι για εδώ. Και πως το πιάνεις; Στην Popaganda όλη την εβδομάδα καταπιαστήκαμε με θέματα γύρω από την θρησκεία, τα έθιμα, το πόση ώρα βράζεις τ’ αυτά, τα παράδοξα μιας γιορτής γεμάτη κατάνυξη και …παράδοση. Είναι και αυτή η ηθικοπλαστική πλευρά του ζητήματος. Που πάει όλη αυτή η παράδοση την εποχή του διαδικτύου; Πουθενά. Μένει εκεί που ήταν. Η Αθήνα αδειάζει, οι σούβλες τρυπάνε τις σάρκες, όλο και κάποιος θα πει πως «σιχαίνεται την Ελλάδα και οτιδήποτε ελληνικό» και η εθνική χοληστερίνη θα ξεχειλίσει για μια ακόμη φορά. Πάντα μένουν, όμως, οι ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Αυτές ζητήσαμε από φίλες και φίλους να μοιραστούν μαζί μας. Τους ευχαριστούμε και ευχόμαστε σε όλους καλό Πάσχα και του χρόνου να είμαστε καλά!
Η θυσία της Μαυρούλας
Από τη Ρένα Δούρου, περιφεριάρχης Αττικής
Υπάρχουν αναμνήσεις από τις διακοπές του Πάσχα που αν και καθόλου νοσταλγικές, τις θάβουμε, όσοι κι όσες «δημοσιολόγουμε», ως άχρηστες να προσθέσουν σε ό,τι νομίζουμε ότι προσθέτει και δεν αφαιρεί στην περιβόητη εικόνα μας. Μα αυτές είναι εκεί δίπλα σε όσα συγκινητικά και τρυφερά μας έχουν συμβεί και τους οφείλουμε ότι κάνουν τα σπουδαία… σπουδαιότερα.
Πάσχα, λοιπόν, στο χωριό. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού όλα τα ξαδέλφια· παλιά ρούχα και παπούτσια και όλη μέρα ιδροκόπημα στα χωράφια και στα πατητήρια της κάθε αυλής. Κι από κοντά μας, σαν σκυλάκι, ένα χρονιάρικο κατσικάκι η Μαυρούλα μας να μας συναγωνίζεται στην τρεχάλα και στο ροβόλημα.
Τελευταία εικόνα της Μαυρούλας ήταν κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς και η θεία να προσπαθεί να την ξετρυπώνει για να φάει επιτέλους η ξαδέλφη που δεν έτρωγε, εάν δεν έβλεπε και δεν χάιδευε το κατσικάκι. Την επομένη, Μεγάλη Πέμπτη, η θεία ταΐζει την μικρή στο πηγάδι με παραμύθια και εμείς ξελαρυγγιαζόμαστε να φωνάζουμε τη Μαυρούλα. Κάτι μισόλογα από το θείο και τον πατέρα και μεις δώσ’ του να φωνάζουμε. Μεγάλη Παρασκευή ανέλαβε η γιαγιά να εξηγήσει ότι θα’ ρθουν οι θείοι από την Αυστραλία και θα είμαστε πολλοί και πρέπει να τους περιποιηθούμε και κάπου εκεί και η λέξη θυσία μπλεγμένη με τα ιερά κείμενα της μεγαλοβδομάδας. Τέσσερις μέρες τα ξαδέλφια δε βάλαμε στο στόμα μας τίποτε άλλο από τσουρέκια και ουζοκούλουρα. Ανήμερα του Πάσχα με μια πλαστική σακούλα γεμάτη με μπουκαλάκια νερό και φρούτα την περάσαμε πέρα μακριά στο λιοτρίβι του χωριού. Στο δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα έδειξα στο μικρό αδελφό στην στροφή της εξόδου από το χωριό, πέρα στο αγνάντι, τη Μαυρούλα. «Είδες» του χάιδεψα το κεφάλι, «η Μαυρούλα είναι μια χαρά. Δεν “θυσιάστηκε” για το πασχαλινό τραπέζι. Τζάμπα κλαίγαμε.»
Ανάσταση στη Ρώσικη Εκκλησία
Από τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, διευθυντή του περιοδικού Σινεμά.
Πριν χρόνια που έμενα και δούλευα στη Γενεύη, αποφασίσαμε με την πρώην γυναίκα μου, αλλοδαπή και άθεη , να ακούσουμε το Χριστός Ανέστη και να φάμε μαγειρίτσα έτσι όπως κάνουμε στην Ελλάδα. Επειδή η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ήταν μακριά από εκεί που μέναμε, πήγαμε στη Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία. Φτάσαμε γύρω στα μεσάνυχτα, ο παππάς είπε το Χριστός Ανέστη που εκεί το λένε “Христос Воскрес” , αλλά τελικά το κλίμα εκεί δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας. Βρισκόμασταν σε εσωτερικό χώρο, σαν κανονική λειτουργία και χωρίς πυροτεχνήματα. Μετά από λίγο έκλεισαν οι πόρτες και αυτό συνεχίστηκε μέχρι πολύ αργά. Εμείς καταλήξαμε εγκλωβισμένοι σε μια Ρώσικη Εκκλησία, να ακούμε μια λειτουργία στα Ρώσικα και να μην μπορούμε να φύγουμε. Ακούσαμε 100 φορές το ”Христос Воскрес” , γυρίσαμε σπίτι πτώματα κατά τις 3 και δε φάγαμε μαγειρίτσα αλλά την αφήσαμε για πρωινό την επόμενη μέρα.
Η μονή της Ανάστασης
Από τον Θωμά Κοροβίνη, συγγραφέα
Ο μεγαλύτερος γιος της είχε σκοτωθεί το ΄45 με την απελευθέρωση από μια νάρκη. Όλη η χερσόνησος της Κασσάνδρας είναι πικροστολισμένη στ’ ακρογιάλια της με ξύλινους σταυρούς από παλικαράκια που τσιμπούσαν στην εξόρυξη ναρκών που είχαν αφήσει οι Γερμανοί, για χαρτζιλίκι απ’ το μολύβι που θα αποκαλύπτονταν. Στα είκοσι πέντε του είχε κομματιαστεί κι Κωνσταντίνος, της έφεραν ένα σεντόνι με δυο κιλά πετσιά και κόκαλα. Έκτοτε ήξερε μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή. Ποτέ της Κυριακή, γιορτή και επίσημη ημέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία. Ήταν Μεγάλο Σάββατο του ’75. -Έλα φτάνει πια, τριάντα χρόνια τώρα δεν έκανες Ανάσταση. Σε παρακαλώ, έλα να πάμε. Την πήρα αγκαζέ και ξεκινήσαμε αμίλητοι. Όταν φτάσαμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας είπε : -Φτάνει. Κρύφτηκε πίσω από ένα κυπαρίσσι, κατέβασε πιο χαμηλά το μαύρο τσεμπέρι της και δήλωσε : -Ας κάνουμε από δω το “Χριστός Ανέστη”. Να μη μας σεργιανούνε κιόλας. Αυτή ήταν η μοναδική κρυφή και φανερή Ανάσταση που έζησε η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου μετά τον πόλεμο.
Πάσχα στην Όλυμπο Καρπάθου
Από τον Φίλιππο Κουτσαφτή, σκηνοθέτη
Πολλές γιορτές του Πάσχα έχω περάσει δουλεύοντας , αλλά το Πάσχα στην Όλυμπο Καρπάθου μου έχει μείνει αξέχαστο. Έχουν μοναδικό τρόπο να γιορτάζουν τα Πάθη σ’αυτό το χωριό. Τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται μια τελετουργία στον Επιτάφιο. Μαζί με τα λουλούδια που φέρνουν οι ηλικιωμένες , κρεμάνε τις φωτογραφίες των πρόσφατα χαμένων ανθρώπων τους. Μετά την αποκαθήλωση μαζεύονται οι γυναίκες γύρω απ’ τον Επιτάφιο και αρχίζουν ένα συγκλονιστικό κοπετό. Τη χρονιά εκείνη που ήμουν, μια γυναίκα που είχε χάσει το παιδί της , έλυνε τα μαλλιά της τελετουργικά και φώναζε «Υιέ μου, Υιέ μου», ενώ οι υπόλοιπες στέκονταν γύρω της σαν χορός αρχαίας τραγωδίας και τη συντόνιζαν. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε αλλά κάθε φορά που πλησιάζει Μ.Παρασκευή θυμάμαι το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό με σεβασμό.
Πάσχα στο Πήλιο
Από την Ελένη Ψυχούλη, δημοσιογράφο
Το χωριό μου στο Πήλιο, το Πάσχα είναι σχεδόν ερημικό. 50 κάτοικοι, μερικά σκυλιά και δυο γάτες που τριγυρίζουν στην αυλή, μυρίζοντας μεζέ από το σπίτι που άνοιξε για μια εβδομάδα. Έξω οργιάζει μια πράσινη άνοιξη με κόκκινες παπαρούνες, εγώ ζω το Πάσχα το αληθινό, με το εθιμοτυπικό στο ´εντελώς, την κλιμάκωση ως την Ανάσταση. Την Τρίτη τα τσουρέκια και το χριστόψωμο, την Πέμπτη τα αβγά, την Παρασκευή ο αμνός έρχεται σπίτι, το Σάββατο τυλίγεται το κοκορέτσι και το αρνί στραγγίζει στη σούβλα. Η νηστεία ταΐζεται με χόρτα του αγρού, άγριες αγκινάρες και τα τελευταία πορτοκάλια του κήπου. Μυρίζει χταπόδι ψητό και τσίπουρο. Παπάς δεν φτάνει πάντα ως το εκκλησάκι, στα πόδια του σπιτιού. Όταν έρχεται, κάνουμε κυριολεκτικά Ανάσταση. Αν είμαστε τυχεροί μπορεί να έχουμε και Επιτάφιο. Εμείς ούτως ή άλλως τον στολίζουμε. Με βιολέτες από τους κήπους. Άι τον στήνουμε στο προαύλιο. Άι φωτίζουμε το Χριστός Ανέστη με τα λιγοστά κεριά μιας σύναξης σχεδόν σιωπηλής, που βιάζεται να επιστρέψει στη θαλπωρή της μαγειρίτσας αποφεύγοντας το υγρό κρύο της παραθαλάσσιας νύχτας. Εδώ το Πάσχα είναι οικείο. Μια αυτονόητη γιορτή του οργασμού της Φύσης. Μια αυτονόητη συνέχεια των παιδικών χρόνων, όπου το μόνο που έχει αλλάξει είναι που διαλύθηκε η παλιά συντροφιά και δεν κρύβουμε πια τα τσόφλια του πρώτου κόκκινου αβγού κάτω από τις πέτρες των ανθισμένων χωραφιών για να τα αναζητήσουμε ξανά την επόμενη χρονιά.
Πάσχα σ΄ένα προάστιο του Μόντρεαλ
Από τον Δημήτρη Ποταμιάνο συγγραφέα-καθηγητή
Το Πάσχα που έχει μείνει έντονα στη μνήμη μου τοποθετείται σ’ ένα προάστιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Εκεί ζούσαμε οικογενειακώς πριν πολλά χρόνια, όταν ο μικρός μας γιος ήταν 10 ετών. Έτσι λοιπόν, για να τιμήσουμε τα έθιμα, βάλαμε αρνί στη σούβλα να ψήνεται. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν κάποιοι φίλοι και συμμαθητές του γιου μας, όταν είδαν το ζώο να γυρνάει στη σούβλα, αγρίεψαν πολύ κι έφυγαν. Αυτό συνέβη επειδή θεώρησαν πως είμαστε βάρβαροι για να κάνουμε κάτι τέτοιο σ΄ένα ζώο. Με αποτέλεσμα γι΄αρκετό καιρό ν’ αποφεύγουν τον γιο μου, αφού τον θεωρούσαν και αυτόν βάρβαρο. Ευτυχώς μετά από αυτό το συμβάν τα ξαναβρήκαν.
Μεγάλη Παρασκευή στα Χανιά
Από τον Νίκο Μεγαπάνο, εκδότη της Ωκεανίδας
Αφήσαμε πίσω τον παραδείσιο κήπο της Αγίας Τριάδας και από ένα δρομάκι, σκαλισμένο στα βράχια, φτάνουμε στην είσοδο της μονής Γουβερνέτου. Το θυμάρι μας σπάει τα ρουθούνια. Χωρίς να το καταλάβουμε, ο αδελφός μου κι εγώ βρεθήκαμε στην πρώτη σειρά των πιστών, μπροστά στον επιτάφιο. Όταν έφτασε η ώρα να τον σηκώσουν στα χέρια, μας κοίταξαν (ήμασταν δύο νέοι με ίδιο ύψος). Υπακούσαμε στο βλέμμα και πιάσαμε τις δυο μπροστινές λαβές του. Βγαίνοντας από το καθολικό αρχίσαμε την περιφορά στον περίβολο. Σταματήσαμε και στις τέσσερις γωνίες να ψάλλουμε το «γλυκύ μου έαρ». Περνούσαμε από σειρές κλειστές πόρτες. Υπέθεσα ότι ήταν τα κελιά των μοναχών. Στη τρίτη γωνία, μια μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκαν οι προπορευόμενοι, εμείς δε χωρούσαμε. Υπό το φως των κεριών, είδα τα καύκαλα των μοναχών που είχαν κοιμηθεί στη μονή. Τακτοποιημένα σε σειρές, εκατοντάδες, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, βασιλιάδες και στρατιώτες, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι ίδιοι μπροστά στο χρόνο. Στο τέλος της ακολουθίας μας ευχαρίστησε ο ηγούμενος με μια ευχή: «είθε να φωτίζει ο Θεός τα βήματά σας».
Πάσχα στο Manhattan της Νέας Υόρκης
Από τη Μαρίνα Φωκίδη, δημοσιογράφο και επιμελήτρια εκθέσεων
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, βρίσκομαι φοιτήτρια, Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη, κάτοικος του θρυλικού τότε East Village και «θαμπωμένη» από την αισθητική της ταινίας Liquid Sky (η οποία διαδραματίζεται στην περιοχή). Η ιδέα, του να μη γιορτάσουμε το Πάσχα δεν περνάει καν απο το μυαλό μας. Τα κάναμε όλα, Εκκλησία, μαγειρίτσα σε ελληνικό εστιατόριο του Midtown, λαμπάδες, τσουρέκια και κόκκινα αυγά , μέχρι που έρχεται η ώρα να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Οι γνωστές σειρήνες στο δρόμο, τα φώτα ο κόσμος και το γεγονός ότι είναι Σάββατο βράδυ, μας κάνουν να χάσουμε προς στιγμή την κατανυκτική διάθεση και να ξεχάσουμε το σκοπό της μέρας. Είναι 4 η ώρα το πρωί, λίγο πριν το σπίτι, σταματάμε στο θρυλικό αφτερ Save the Robots. Το άνδρο της ψαγμένης νυχτερινής ζωής της πόλης και των recreational drugs,όπως τ’ αποκαλούσαν τότε . Ένας χώρος περιπέτεια από μόνος του! Όταν ήρθε η σειρά μου να με ψάξει ο πορτιέρης (κυρίως γι’ ασφάλεια), νιώθω το χέρι του στις τσέπες μου και από την απορία στα μάτια του καταλαβαίνω ότι έχω ξεχάσει το πασχαλινό αυγό(νικητή)στη τσέπη μου. Το βγάζει έξω, το κοιτάζει και τα έχει χάσει. Γεμάτος απορία, νεύρα και οργή, ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω εκείνος δεν άκουγε τίποτα λέγοντάς μου «Άκου δεσποινίς μου, δουλεύω σ’ αυτό το πόστο από το 1984, από τότε που άνοιξε αυτό το μέρος έχω δει πάρα πολλά,αλλά ποτέ δε μου ήρθε κάποιος με ένα αυγό βαμμένο κόκκινο μέσα στο σακάκι του..» Το πασχαλινό αυγό μπλόκαρε τη σκηνή της underground κουλτούρας στη Νέα Υόρκη, αλλά μπορεί και όχι! Τα πράγματα ηρέμησαν, φάγαμε το αυγό μισό μισό και η βραδιά συνέχισε μέσα.
Η τσιλικουρδα και πώς να (μην) μεγαλώσεις ένα κόκκορα σε 25 ημέρες
Από τον Δημήτρη Μαυροκεφαλίδη, δημοσιογράφο
Πάσχα θα θυμηθώ κάτι από παιδικά χρόνια. Από μικρός έλεγα στους γονείς να πάμε να νοικιάσουμε ένα χωριό. Κι αυτό γιατί με γονείς γεννημένους στην Αθήνα τρως φρίκη όταν φεύγουν οι υπόλοιποι συμμαθητές σου, φίλοι, ξαδέρφια για τα χώρια τους και εσύ μένεις πίσω χωρίς παρέα για παιχνίδι. Έχω περάσει φυσικά καβατζωμένος σε σπίτια στα χωριά των ξαδερφιών μου.
Από τα πιο διαφορετικά πασχαλινά σκηνικά το 1996, περάσαμε οικογενειακά στην Κέρκυρα με όλες τις εκεί παραδόσεις, σπάσιμο σταμνών (τις στάμνες τις λένε μπότηδες), φάγαμε παστιτσάδα (μακαρόνια με κοκόρια), αρνιά και ψάρεμα Κυριακή του Πάσχα. Βγάλαμε κάτι σαργούς στις Περουλάδες. Και ενώ όλοι ψήνανε αρνιά και κατσίκια εμείς χαιρόμασταν την πρώτη ψαριά μας (κάτι σαργούς)! Σίγουρα όμως δεν γίνεται να μην συμμετέχεις ή να παρακολουθήσεις κάποιο από τα εκεί έθιμα. Πιο συγκεκριμένα, το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι είναι έθιμο οι γυναίκες να χαιρετίζουν την «Πρώτη Ανάσταση» συμβάλλοντας στον ήχο από τις καμπάνες με τη ρίψη πήλινων αγγείων από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Η περιφορά του επιταφίου γίνεται πάντα με τη φιλαρμονική που είναι από τις συγκλονιστικότερες φιλαρμονικές που θα ακούσεις στη ζωή σου. Το βράδυ φάγαμε τσιλικουρδα, τη γνωστή μαγειρίτσα.
Ακόμη ένα Πάσχα που θυμάμαι έντονα ήταν εκείνο που εγώ και ο αδερφός μου στα δεκαπέντε μας βρήκαμε μεγάλη πέμπτη ένα κοτοπουλάκι από αυτά που αδικαιολόγητα πουλάνε στις λαϊκές, θα είχε ξεφύγει από κάποιον και ήταν στην λεωφόρο με κίνδυνο να το πατήσει κανένα αυτοκίνητο. Φυσικά για να σπάσουμε και την μονοτονία του «Πάσχα στην Πόλη» για μια ακόμα χρονιά σκεφτήκαμε να το υιοθετήσουμε και να προσπαθήσουμε να το να το μεγαλώσουμε σα ένα μικρό κουτάβι στην ταράτσα της πολυκατοικίας μας. Έτσι λοιπόν του φτιάξαμε στην ταράτσα του σπιτιού (στον τέταρτο όροφο) το δικό του χώρο, το ταίζαμε με κανονικα φαγητά (από παστίτσιο μέχρι ψαρόσουπα, και από πίτσα μέχρι μπέργκερ). Αυτό φυσικά έγινε κόκκορας και ενώ το αφήναμε το βράδυ στην ταράτσα το πρωί άραζε τη πέτσα του στον κήπο του ισογείου. Κοινώς ήθελε να γίνει πιλότος, ή αποδημητικό πτηνό. Για να μην ταλαιπωρείται θελήσαμε να το δώσουμε σε ένα από τα χωριά των ξαδερφών μου στη Καλαμάτα – στα οποία είχαμε μείνει και εμείς τα παλιά χρόνια -για να το μεγαλώσουν σε ένα πιο «οικείο» προς εκείνο περιβάλλον. Μετά από ένα χρόνο έμαθα τα δυσάρεστα. Άρχισα να μεγαλώνω.
Ανάσταση στον Εύγηρο Λευκάδας
Από τον Νίκο Φωτάκη, δημοσιογράφο
«Τι έγινε, ρε Γιώργη, φάνηκε ο παπάς;. Η φωνή έσκισε την σιωπή και αντήχησε στο χωριό, μέσα στην νύχτα. “Όχι”, απάντησε βροντερά μία άλλη φωνή, από την άλλη άκρη του χωριού”. “Βρε, πανάθεμά τον!»
Περασμένα μεσάνυχτα Μεγάλου Σαββάτου και η εκκλησία στην Εύγηρο Λευκάδας ήταν ακόμη βυθισμένη στο σκοτάδι. Οι λιγοστοί κάτοικοι είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται. Οι περισσότεροι ανυπομονούσαν να τελειώσουν με την Ανάσταση για να πέσουν με τα μούτρα στην μαγειρίτσα – 40 μέρες νηστείας μπορούν να φέρουν εκνευρισμό. Εγώ, πάλι, το καταδιασκέδαζα. Όλο αυτό μού φαινόταν υπέροχα εξωτικό.
Φταίει ασφαλώς το ότι μεγάλωσα χωρίς χωριό: αυτό το σταθερό σημείο αναφοράς για τα περισσότερα παιδιά της πόλης, η γείωσή τους, το αντιστάθμισμα του αστικού περιβάλλοντος με τις συνήθεις και τον τρόπο ζωής στην περιφέρεια, η απόδραση από το βλέμμα των γονιών στην σχετική ελευθερία της ζωής με τους παππούδες, όλα αυτά μού ήταν άγνωστα. Το Πάσχα ήταν απλώς μία αφορμή για εκδρομή, σε διαφορετικό σημείο της Ελλάδας κάθε φορά.
Και να που ξαφνικά, απέκτησα χωριό, όταν παντρεύτηκα κι έγινα Λευκαδίτης εξ αγχιστείας. Και βρέθηκα να κάνω Πάσχα σε ένα σπίτι από εκείνα με την τουαλέτα εκτός του κυρίως χώρου του οικήματος, σκαρφαλωμένο σε προνομιακή θέση σε ένα βράχο, με θέα στον κάμπο, εκατό περίπου μέτρα από την εκκλησία του χωριού. Εκεί όπου οι συγχωριανοί ξεροστάλιαζαν στο σκοτεινό προαύλιο περιμένοντας να έρθει ο παπάς για το ‘Χριστός Ανέστη’.
Είχαμε φτάσει Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς σχέδια, προσδοκώντας ένα τριήμερο πλήρους ησυχίας και αποσυμπίεσης από τον θόρυβο. Στην περιφορά του επιταφίου ήμασταν λίγες δεκάδες άνθρωποι που κάναμε τον γύρο της εκκλησίας. Ήταν ο πιο λιτός – στα όρια του καταθλιπτικού – επιτάφιος που είχα δει ως τότε, στολισμένος με λίγα μόνο αγριολούλουδα. Ετοιμαζόμασταν να το σχολιάσουμε, μεταξύ μας, αλλά κατάπιαμε την γλώσσα μας, όταν ακούσαμε τους συνενορίτες να επαινούν το αποτέλεσμα: «α, πολύ ωραίος είναι φέτος». Την ίδια στιγμή στην Αθήνα, ένα ανθοπωλείο συμβεβλημένο με Ιερό Ναό, προσπαθούσε να μετατρέψει μία ξύλινη κατασκευή σε μικρογραφία των κρεμαστών κήπων της Βαβυλώνας.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ο παπάς – από εκείνους τους παπάδες που στον εσπερινό πηγαίνουν γεμάτοι χώματα από την αγροτική δουλειά της ημέρας – έκανε περιοδεία στις ενορίες, κλείνοντας ‘ραντεβού’ για την Ανάσταση, ώστε να τους προλάβει όλους.
Σκαρφαλωμένοι στο βράχο μας, με θέα στον κάμπο και τα βιβλία μας στα χέρια, ακούγαμε από το μεσημέρι διαδοχικά να αντηχούν από τα γύρω χωριά οι καμπάνες και οι κροτίδες, καθώς η μία μετά την άλλη οι ενορίες έκαναν Ανάσταση. Εμάς μας είχε αφήσει για το τέλος. Γύρω στη μιάμιση τη νύχτα, τα φώτα από το αγροτικό του αυτοκίνητο φάνηκαν μέσα στο σκοτάδι, τελειώνοντας την αναμονή των εκνευρισμένων και πεινασμένων Ευγηριτών, οι οποίοι έτρεξαν προς την εκκλησία. Ο κατάκοπος ιερέας πετάχτηκε έξω από το αγροτικό, άναψε τα φώτα του ναού κι άρχισε την λειτουργία, για πολλοστή φορά την ίδια μέρα.
Την επομένη, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Σταματήσαμε στο Νυδρί και φάγαμε αρνί σούβλας και τζατζίκι, ανάμεσα σε μεσήλικες Βρετανούς τουρίστες, στην ταβέρνα του ‘Nick the Greek’ – ή, όπως τον λένε εκεί, ‘του Αυστραλού’.
Το λες και ειρωνία αυτό, αλλά τότε δεν μπορούσα να φανταστώ, γελώντας με την ελληνο-αυστραλέζικη προφορά του εστιάτορα, ότι μερικά χρόνια αργότερα θα αναπολούσα το – εξαίσιο – αρνί που μάς σέρβιρε, όντας πια εγώ στην Αυστραλία, περιμένοντας να ζήσω το πρώτο μου φθινοπωρινό Πάσχα, στο άλλο χωριό της γυναίκας μου, την Μελβούρνη. Του χρόνου, επιφυλάσσομαι για περιγραφή.