Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Τι μπορούμε να μάθουμε ως Ευρωπαίοι (και Έλληνες) από τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας

Συνεργασία και ανταγωνισμός: αυτές είναι οι δύο λέξεις που χαρακτηρίζουν τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ και Κίνας. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, φαίνεται πως ο ανταγωνισμός επιβάλλεται στη συνεργασία.

Οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών – απότοκο αφενός της αυταρχικής εξωτερικής πολιτικής της Κίνας στη νοτιοανατολική κινεζική θάλασσα και αφετέρου της έντονης παρουσίας του αμερικανικού στόλου στα ανοιχτά των κινεζικών παραλίων – αποτελούσαν πάντοτε πηγή προστριβών και αμοιβαίας καχυποψίας στις σχέσεις τους. 

Αυτή τη φορά, ωστόσο, φαίνεται πως και οικονομικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει σε όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν σε κείμενό τους στο αμερικανικό περιοδικό The Atlantic οι Henry M. Paulson, Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ την τριετία 2006-2009 και επικεφαλής του Paulson Institute στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, καθώς και ο Robert E. Rubin, Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ την περίοδο 1995-99 και επικεφαλής του Council on Foreign Affairs.

Οι συζητήσεις γύρω από τις οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα είχαν μέχρι τώρα περιορισθεί σε ένα κρεσέντο αλληλοκατηγοριών για τις οικονομικές πρακτικές που εφαρμόζει η κάθε χώρα σε βάρος της άλλης. Οι Αμερικάνοι κατηγορούν τους Κινέζους ότι θέτουν εμπόδια στης αμερικανικές επιχειρήσεις που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην κινεζική οικονομία και ότι δεν προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία.

Ο Henry M. Paulson.

Από την άλλη πλευρά, οι Κινέζοι μέμφονται των ΗΠΑ για την «αμαρτωλή» φορολογική πολιτική τους και το νομοθετικό πλαίσιο τους, το οποίο στοχεύει στον έλεγχο των εξαγωγών προς την Κίνα και συγκεκριμένα της τεχνολογίας που μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς λόγους.

Κάπως έτσι βλέπουν οι Κινέζοι τις οικονομικές σχέσεις τους με τις ΗΠΑ.

Η παραπάνω προσέγγιση των παραπάνω χωρών πρέπει να αναθεωρηθεί, σύμφωνα με τους Paulson και Rubin. Οι δύο χώρες ουσιαστικά αλληλοκατηγορούνται για να αποκρύψουν δικά τους λάθη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναγκάσουν την άλλη πλευρά σε μία στάση που θα προωθεί τα συμφέροντά τους. Στην πραγματικότητα, το συμφέρον των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη είναι να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά την κριτική που δέχονται από το σύγχρονό τους «αντίπαλο δέος». Αυτό θα είχε πολλά περισσότερα οικονομικά οφέλη τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για την Κίνα.

Όσοι λένε πως η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει σοβαρά την προοπτική εξόδου από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή, μιλάνε μία γλώσσα εντελώς ξένη με την εποχή μας, βγαλμένη από τον προστατευτισμό του Μεσοπολέμου που εφάρμοσαν τα κράτη μετά το κραχ του 1929

Η μεγαλύτερη αμερικανική απειλή για την Κίνα είναι να τερματιστεί η οικονομική επιτυχία των ΗΠΑ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θέτει η Κίνα στις ΗΠΑ είναι η πιθανή αποτυχία της ασιατικής οικονομίας να αναπτυχθεί. Στον αντίποδα, αν κάθε χώρα κοιτάξει τα του οίκου της και πετύχει στον οικονομικό τομέα, η οικονομική ανασφάλεια θα περιοριστεί, η παγκόσμια οικονομία θα γίνει πιο σταθερή και το πλαίσιο οικονομικής ευρωστίας θα συμβάλλει με τη σειρά του στη διαμόρφωση μίας εποικοδομητικής σχέσης μεταξύ τους.

Ο , επικεφαλής του και Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί εποχή Κλίντον.

Παρά τα σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ – δυναμική και επιχειρηματική νοοτροπία, αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο, ελαστική αγορά εργασίας και κεφαλαίου, ύπαρξη φυσικών πόρων και ικανοποιητικών δημογραφικών δεικτών -, η Κίνα σωστά υποστηρίζει ότι η βελτίωση του αμερικανικού φορολογικού πλαισίου αποτελεί για τις ΗΠΑ conditio sine qua non για μία βιώσιμη ανάπτυξη. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό επίπεδο θα επέφερε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με ταυτόχρονη μείωση του βάρους του χρέους στο μέλλον.

Ακόμη, οι Κινέζοι επενδυτές θα μπορούσαν να βοηθήσουν την αμερικανική οικονομία στο να επιταχύνει την ανάπτυξή της, χωρίς να επιβαρύνει μακροπρόθεσμα το χρέος της. Οι ΗΠΑ έχουν τεράστιες ανάγκες σε υποδομές και ένα ανεπαρκές δημόσιο κεφάλαιο για να διαθέσουν. Η διαμόρφωση ενός φιλικότερου οικονομικού περιβάλλοντος για εγχώριες και ξένες επενδύσεις σε υποδομές – και όχι μόνο – θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας και αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέρος αυτών των επενδύσεων μπορεί να έρθει από την Κίνα. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται πρωτοβουλίες όχι μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο πολιτειών. Οι αμερικανικές πολιτείες θα πρέπει – κατά τον Henry M. Paulson – να σταματήσουν να είναι παθητικές και να εκπονήσουν συστηματικά σχέδια για την προσέλκυση κινεζικών κεφαλαίων. Σε πολιτείες όπως το Μίσιγκαν και την Καλιφόρνια, οι τοπικές αρχές προσελκύουν ήδη κινεζικές επενδύσεις, δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι αμερικανικές εταιρίες – πολλές από τις οποίες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις – μπορούν ακόμη να αναπτυχθούν μέσω ενός οικονομικού «ανοίγματος» στην Κίνα. Τα παραπάνω πλεονεκτήματα για την αμερικανική οικονομία μπορούν να προκύψουν μέσω της χαλάρωσης του ελέγχου των εξαγωγών προς την Κίνα, ελέγχου για τον οποίο η Κίνα κατηγορεί τις ΗΠΑ.

Σε ένα διεθνές διεθνές σύστημα στο οποίο οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των χωρών γίνονται όλο και στενότερες, είναι τουλάχιστον αφελές να υποστηρίζει κάποιος ότι η Ευρώπη – πόσο μάλλον η Ελλάδα – θα μπορέσει να τα καταφέρει σε ένα κατακερματισμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο

Όμως και η Κίνα θα πρέπει να ακούσει την κριτική των ΗΠΑ και να αναθεωρήσει τις οικονομικές πολιτικές της. Η ασιατική υπερδύναμη θα πρέπει να περιορίσει τις δημόσιες επενδύσεις στον τομέα των υποδομών, ο οποίος έχει έναν «υπερρόλο» στη σημερινή κινεζική οικονομία, και να επιτρέψει ιδιωτικές επενδύσεις σε υπηρεσίες και αναδυόμενους οικονομικούς τομείς. Ακόμη, απαιτείται να μειώσει τις εξαγωγές και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη με βάση την εσωτερική ζήτηση και την οικογενειακή κατανάλωση. Όλα αυτά μπορούν να υλοποιηθούν με το άνοιγμα της κινέζικης οικονομίας στον ανταγωνισμού του ιδιωτικού τομέα, στον οποίο φυσικά θα συμμετέχουν και οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι που ζητούν οι ΗΠΑ από αυτήν.

Αν οι ΗΠΑ και η Κίνα λάβουν σοβαρά υπόψη την κριτική που ασκεί ο ένας στον άλλον και μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους, θα μπορέσουν να βελτιώσουν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και να εμβαθύνουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Αυτό δεν θα εξαλείψει τις γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ τους, όμως θα καλλιεργήσει μία νοοτροπία αμοιβαίας προώθησης των συμφερόντων τους.

Πέρα από τα μέτρα λιτότητας που οδήγησαν στην καταστροφή μίας έτσι κι αλλιώς στρεβλής οικονομίας, στα χρόνια της κρίσης δεν έχει εκπονηθεί ούτε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και βιομηχανίας. Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα και την Ευρώπη; Πρώτον, το εξής: όσοι λένε πως η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει σοβαρά την προοπτική εξόδου από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή, μιλάνε μία γλώσσα εντελώς ξένη με την εποχή μας, βγαλμένη από τον προστατευτισμό του Μεσοπολέμου που εφάρμοσαν τα κράτη μετά το κραχ του 1929. Σε ένα διεθνές διεθνές σύστημα στο οποίο οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των χωρών γίνονται όλο και στενότερες, είναι τουλάχιστον αφελές να υποστηρίζει κάποιος ότι η Ευρώπη – πόσο μάλλον η Ελλάδα – θα μπορέσει να τα καταφέρει σε ένα κατακερματισμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο τους λαϊκιστές εντός, αλλά και εκτός συνόρων, οι οποίοι μάλιστα είναι οι εκφραστές των πιο συντηρητικών κύκλων του κεφαλαίου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία. Σε μία εποχή που η ευρωπαϊκή μερίδα στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται δραματικά, θα πρέπει να θεωρείται τουλάχιστον αυτονόητο ότι η Ευρώπη πρέπει να βρει λύσεις ως μία οντότητα.

Δεύτερον, θα πρέπει ίσως να εξετάσουμε το τι (δεν) μάθαμε τα χρόνια της κρίσης γύρω από το πώς χτίζεται μία βιώσιμη οικονομία που δεν ξέρει να παράγει μόνο ελλείμματα. Πέρα από τα μέτρα λιτότητας που οδήγησαν στην καταστροφή μίας έτσι κι αλλιώς στρεβλής οικονομίας, στα χρόνια της κρίσης δεν έχει εκπονηθεί ούτε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και βιομηχανίας. Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση. Γύρω από αυτά τα θέματα δεν έχουμε μπει στον κόπο να συζητήσουμε σοβαρά ως κοινωνία. Και ας έχουν περάσει 7 χρόνια οικονομικής δυσπραγίας.

Θοδωρής Χονδρόγιαννος