Εδώ και τέσσερις εβδομάδες, και είναι εντελώς δυσβάσταχτο να ξέρεις ότι απομένει μόνο μία, το Last Dance λειτουργεί ως υποκατάστατο αθλητικής δράσης, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως κατανάλωση. Τα δίδυμα επεισόδια κάθε Κυριακής για τις ΗΠΑ (Δευτέρας για τον υπόλοιπο κόσμο) καλύπτονται ως ένας αληθινά μεγάλος αγώνας. Υπάρχει η προετοιμασία τους (με εκατοντάδες άρθρα «τι περιμένουμε να δούμε;»), υπάρχουν οι έξτρα συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών που εμβαθύνουν μεγαλώνοντας την προσμονή και την κουβέντα, υπάρχει η ενεργή συμμετοχή την ώρα της προβολής στα σοσιαλ μίντια και το μεγάλο πάρτι που ξεκινά μόλις τελειώσει το δίωρο. Αναδεικνύονται οι «διακριθέντες» που «τα είπαν καλύτερα», κόβονται highlights με τα θεαματικότερα screenshots, αναπτύσσονται debates σχετικά με το τι θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά ο σκηνοθέτης Τζέισον Έχιρ και η ομάδα του, ο κόσμος του ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε winners και losers. Και καθε εβδομάδα συζητάμε την ίδια «αμφισβητούμενη φάση»: Τελικά, βλέπουμε ένα ντοκιμαντέρ για τους Bulls της δεκαετίας του ’90 ή μια PR αγιογραφία του Μάικλ Τζόρνταν;
Φτάνοντας στην ευαίσθητη στιγμή – στα επεισόδια δηλαδή που καλύπτουν τη δολοφονία του πατέρα του και την αποχώρησή του 1993-, νομίζω, καταλαβαίνουμε όλοι ότι το ερώτημα είναι μεν βάσιμο αλλά τελικά λάθος. Η άδεια που έδωσε ο Τζόρνταν να χρησιμοποιηθεί το ακυκλοφόρητο οπτικό υλικό από τη σεζόν ’97-98 (που αποτελεί τη βάση του Last Dance) και η παρουσία του είχαν, φυσικά, ως αντάλλαγμα τον απόλυτο έλεγχο της αφήγησης. Αλλά, αυτή ακριβώς η συμμετοχή του είναι που κάνει το Last Dance όχι «ένα ακόμα ντοκιμαντέρ για τον Τζόρνταν και τους Bulls», αλλά ΤΟ ντοκιμαντέρ που μπορεί να δεις τον Μάικ on camera να ξεκαρδίζεται με τον Γκάρι Πέιτον, να ομολογεί ότι μισεί τον Αϊζέα Τόμας, να σνομπάρει τον Κλάιντ Ντρέξλερ, να «δίνει» τον Χόρας Γκραντ, να απολογείται-χωρίς-να-απολογείται που υπήρξε τύραννος των αποδυτηρίων. Κι από όλα όσα του συνέβησαν, τελικά, να συγκινεί(ται) απρόσμενα (;) εκεί που ουσιαστικά παραδέχεται ότι το τίμημα της μεγαλοσύνης του είναι ότι υπήρξε ανυπόφορος. Εκεί που βουρκώνει και ζητά “break” στο φινάλε του επεισοδίου 7 – η στιγμή της σειράς μέχρι τώρα.
Ο συνωμοσιολόγος μέσα μας προφανώς δεν ικανοποιείται με το πώς χειρίστηκε ο Έχιρ τις θεωρίες γύρω από την αποχωρήση. 1-2 ρεπόρτερ-συγγραφείς τις απορρίπτουν ως «ένα μάτσο μαλακίες», ο κομισάριος Στερν φυσικά διαψεύδει με το πονηρό χαμόγελο-σήμα κατατεθέν του ότι έβγαλε σε διαθεσιμότητα τον Τζόρνταν επειδή ο εθισμός του στον τζόγο έθετε σε κίνδυνο τη δημόσια εικόνα του brand NBA, ο ίδιος ο Τζόρνταν επαναλαμβάνει πόσο άσχημα του είχε φερθεί τότε η «κίτρινη δημοσιογραφία». Γίνεται το wrap και περνάμε στο επόμενο κεφάλαιο, αφού έχει φτιαχτεί μια «ηθική ασπίδα» που σχεδόν απαγορεύει ως ανάρμοστη οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά. Όπως την υπόθεση ότι ο Τζόρνταν μπορεί να έκανε “point shaving” («παίζοντας» με τις διαφορές των αγώνων) ή τα κενά στις ομολογίες των δύο καταδικασθέντων για τη δολοφονία του Τζέιμς Τζόρνταν (εύλογα το αντικείμενο ενός άλλου ντοκιμαντέρ που μάλλον δε θα γυριστεί ποτέ).
Ο Μάικλ Τζόρνταν αποχώρησε, «αρνήθηκε ένα χάρισμα στην κοινωνία» όπως λέει ο Φιλ Τζακσον, επειδή είχε φτάσει «ως εδώ», όπως λέει ο ίδιος. Η υπόθεση έκλεισε.
Σκεφθείτε να είστε ο Τέρι Φρανκόνα, ένας άσημος προπονητής μια θυγατρικής ομάδας του αμερικάνικου επαγγελματικού μπέιζμπολ. Και μια ωραία πρωία να σας φέρνουν μπροστά σας τον πιο διάσημο άνθρωπο στον κόσμο για να τον κοουτσάρετε. «Γεια σου φίλε, είμαι ο Τέρι. Υποθέτω ότι θα είμαι ο προπονητής σου», είναι μάλλον ο πιο κουλ τρόπος για να το αντιμετωπίσεις – kudos στον Τέρι, λοιπόν.
Ο Τζόρνταν του μπέιζμπολ μοιάζει στο doc ένας διαφορετικός άνθρωπος. Είναι ανάλαφρος, χαμογελαστός, προσπαθεί να είναι “one of the boys”, αφού δεν υπάρχει η συνθήκη του εξωπραγματικού ταλέντου που δημιουργούσε πάντα ένα τείχος ανάμεσα σε εκείνον και τους συμπαίκτες του στο μπάσκετ. Κάνει την πλάκα του, σχεδόν επισκιάζοντας ένα ολόκληρο σπορ (πιο δημοφιλές μάλιστα από το μπάσκετ σε παναμερικανική κλίμακα). Το Sports Illustrated το θεώρησε ύβρι και κυκλοφόρησε με το περίφημο εξώφυλλο “Bag it, Michael” / «Παράτα το, Μάικλ». Ο Μάικλ Τζόρνταν δεν ξαναμίλησε ποτέ στο Sports Illustrated.
Όχι δε θα συζητήσουμε για το ξεκαρδιστικό στιγμιότυπο με τον Τζόρνταν να πεθαίνει στα γέλια με τη σιγουριά του Γκάρι Πέιτον ότι τον περιόρισε στο 4ο και το 5ο παιχνίδι των τελικών του 1996. Ούτε έχει σημασία να εξετάσουμε τι συνέβαινε στο μυαλό του Τζορτζ Καρλ και δεν χρησιμοποίησε τον Καλύτερο Αμυντικό της σεζόν πάνω στον Μάικ στα τρία πρωτα ματς που οι Bulls έκαναν κάτι μεταξύ παρέλασης και πλάκας.
Όσο ο πλανήτης χορέυει στους ρυθμούς του Last Dance, στη συνδρομητική πλατφόρμα Fox Nation (της οικογένειας του Fox News που εκπαιδεύει ψεκασμένους Αμερικάνους από το 1996) τρέχει το σόου Guarding Jordan. Εκεί σε μια απόδειξη του αδιεξόδου που μπορούν να φτάσουν οι οικογενειακές σχέσεις εν μέσω καραντίνας (ή του τι είναι διατεθειμένος να κάνει κάποιος για το παιδί του), η Έιμπι Χόρνατσεκ -κάτι σαν τηλεοπτική περσόνα/ινφλουένσερ για ανθρώπους που πίστεψαν ότι μπορεί και να δουλεύει η ένεση με απολυμαντικό- ρωτά τον μπαμπά της Τζεφ Χόρνατσεκ πώς ήταν να μαρκάρει τον Τζόρνταν στους τελικούς του ’97 και του ’98 με τη φανέλα της Γιούτα. Το αποτέλεσμα είναι ένα cringe αριστούργημα με τον συμπαθή Τζεφ να προσπαθεί να εξηγήσει ότι δεν ήταν και τόσο εύκολο, και την κόρη του να τον γλεντάει στο χαλαρό με ατάκες όπως «α, λες τότε που σε προσπέρασε σαν να ήσουν μια μύγα που τον ενοχλούσε».
[Fun(?) Fact: υπάρχουν τρία είδη συνδρομών στο Fox Nation: “Patriot”, “Silver Patriot”, “Gold Patriot”].
Καλή η θεωρία, αλλά ας περάσουμε και στην δράση
(εξαιρούνται τα The Shot I, II, III)…
5. To “Is He Big Enough?”
Από τις κλασικές «Τζορντανικές» ιστορίες, Γιούτα 1987. Ο Μάικ μένει με τον Στόκτον στο λόου ποστ, παίρνει την ασίστ και καρφώνει εύκολα. Κάποιος από το πλήθος του φωνάζει να «τα βάλει με κάποιον στο μπόι του». Στην αμέσως επόμενη φάση, ο Τζόρνταν του 1.98 ίπταται πάνω από τον Μελ Τέρπιν των 2.13 και γυρίζει στην εξέδρα ρωτώντας αν «αυτός ήταν αρκετά ψηλός;».
4. Το ανάποδο λέι-απ που του έσωσε τη ζωή.
Τελικοί Ανατολής κόντρα στους σκληρούς Pistons, 1989. Ο Τζόρνταν κλέβει μια μπάλα, τη σώζει και πασάρει στον Μπραντ Σέλερς που του την επιστρέφει. Στο μεταξύ, ο Μπιλ Λαϊμπίρ επιστρέφει με μια διάθεση κάπου ανάμεσα σε ουρουγουανό σέντερ μπακ και μεθυσμένο πολωνό οικοδόμο, με τη διάθεση να του κόψει το μπάσκετ. Κι ο Τζόρνταν μένει ζωντανός με μια αξέχαστη πιρουέτα…
3. Το «χειρόφρενο»
Πρώτος γύρος των πλέι-οφ του 1991, τρίτο ματς. Ο κόουτς των Knicks, μακαρίτης Τζον Μακ Λέοντ, μέσα στην απελπισία του, τους έχει αμολήσει να πρεσάρουν σε όλο το γήπεδο. Ο Τζόρνταν ξεμένει στην αριστερή πλευρά με Σταρκς κι Όκλεϊ, τραβάει χειρόφρενο για να τους περάσει από την εσωτερική και φτιάχνει ένα πόστερ για το σαλόνι του (τότε) νεόνυμφου Πάτρικ Γιουιν.
2. To “paragliding”.
1991, επίσης, δεύτερος τελικός με τους Lakers. “Midair switch” και κανένας νόμος της βαρύτητας…
1. To “no way”.
Πάλι 1991, στον δρόμο για το πρώτο πρωτάθλημα. Ο Τζόρνταν παίρνει την μπάλα στο τρίποντο, προσποιείται, αφήνει πίσω του τον Ντράζεν, μετά απογειώνεται μαζί με τους Nets. Μόνο που δεν προσγειωνεται μαζί τους.
Η ιστορία με το φανταστικό trash talking που επινόησε ο Τζόρνταν για να «εκδικηθεί» τον ανυποψίαστο ΛαΜπράντφορντ Σμιθ το 1993 ήταν ίσως η πιο διασκεδαστική από τα επεισόδια αυτής της εβδομάδας. Στο «βαθύ YouTube» βρίσκουμε τον νεαρό Σμιθ το 1989, στο κολέγιο του Λούιβιλ, να φορά το νο.23 και να κάνει μάλλον ότι μπορούσε για να μοιάσει στον Μάικ, σαν κι αυτό το απίστευτο κάρφωμα κόντρα στο ΝτιΠολ.
Πέραν αυτού του περιστατικού, πάντως, ο ύψους 1.91 σούτινγκ γκαρντ, Σμιθ, δεν έμεινε δα και στην ιστορία του NBA. Έπαιξε τρεις σεζόν με μέσο όρο 6.7 πόντους, πέρασε τον Ατλαντικό βρίσκοντας δουλειά σε Ισπανία και Πολωνία κι αποσύρθηκε ησύχως το 2000. Έχει όμως μια αχτύπητη ιστορία για να λέει δίπλα στο τζάκι…
Σκότι Πίπεν, σμολ φόργοορντ: ο Τζόρνταν τον ρωτούσε δυνατά μέσα στο πούλμαν των Bulls αν «έχει πονοκέφαλο» για να τον πικάρει λόγω της ημικρανίας που τον ταλαιπώρησε στον έβδομο (χαμένο) τελικό της Ανατολής το 1990 κόντρα στο Ντιτρόιτ.
Χόρας Γκραντ, πάουερ φόργουορντ: όταν οι Bulls δίσταζαν κάποια στιγμή να του ανανεώσουν το συμβόλαιο, ο Τζόρνταν τον ρωτούσε συχνά, μπροστά στους υπόλοιπους, αν ήθελε μερικά δολάρια για να ταϊσει τα παιδιά του.
Μπιλ Καρτράιτ, σέντερ: ο Τζόρνταν, στα χρόνια πριν έρθει ο τίτλος, είχε πει στους συμπαίκτες του να μην του πασάρουν την μπάλα στα τελευταία λεπτά. Όταν το έμαθε ο 2.16 Καρτράιτ, τον ξεμονάχιασε και του είπε να μην το ξανακάνει αν θέλει να συνεχίσει να παίζει μπάσκετ.
Στέισι Κινγκ, πάουερ φόργουορντ: κάποια στιγμή όταν καθιερώθηκε ως βασικός για τρια ματς, στα οποία πήρε συνολικά μόνο ένα αμυντικό ριμπάουντ, ο Τζόρνταν άρχισε να τον αποκαλεί powerless forward.
Γουίλ Περντού, σέντερ: το χέρι του Τζόρνταν σταμάτησε στο πρόσωπό του, όταν έστησε με λάθος τρόπο ένα σκριν σε μια προπόνηση των Bulls στα early 90s.
Τόνι Κούκοτς, σμολ φόργουορντ: Αυτό.
Σκοτ Μπαρέλ, σμολ φόργουορντ: όλοι είδαμε το επεισόδιο 7, σωστά;
Στιβ Κερ, πόιντ γκαρντ: ο Τζόρνταν του ζήτησε συγγνώμη για την μπουνιά αλλά στη λογική, όπως είδαμε κι ακούσαμε, ότι ένιωσε «τόσο δα μικρός» επειδή είχε χτυπήσει “the smallest scout in the room”.
[αλλά όλα αυτά μπορεί να είναι απλά φήμες…]
Αφιονισμένος από τον αποκλεισμό από το Ορλάντο το 1995, ο Τζόρνταν ζήτησε και του έφτιαξαν ολόκληρο γήπεδο, το “Jordandome”, μέσα στην πολιτεία των Warner Studios στο Λος Άντζελες προκειμένου να προπονείται στα γυρίσματα του Space Jam για να επιστρέψει και πάλι στη γνωστή του φόρμα (και την κορυφή). Γρήγορα, word got out κι όποιος NBAer ήταν κοντά περνούσε για ένα «διπλό» μέσα στο κατακαλόκαιρο είτε λεγόταν Ντένις Ρόντμαν, είτε Τζουάν Χάουαρντ, είτε Ρέτζι Μίλερ (από τον οποίο θα δούμε πολύ την επόμενη εβδόμαδα).
Πρέπει να ήταν ωραία αυτά τα ματσάκια…