Δεν είχε σασπένς. Όλοι ξέραμε τι γίνεται στο τέλος. Όλοι ξέραμε ότι ο δολοφόνος είναι αυτός με το νο.23 στην πλάτη και τελευταίο του θύμα κάποιος δύστυχος Μπράιον Ράσελ. Το Last Dance πριν από 5 εβδομάδες ήταν «η πολυαναμενόμενη σειρά για τον Μαίκλ Τζόρνταν και τους Bulls της δεκαετίας του ’90». Μετά την προβολή και του τελευταίου ζευγαριού επεισοδίων μένει στην ιστορία ως «το ποπ φαινόμενο της πανδημίας». Το crossover του οφείλεται σε χίλιους λόγους, αλλά ας κρατήσουμε τους δύο -κατά τη γνώμη μου – βασικούς:
α) Ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε τελικά να μην απευθύνεται αποκλειστικά στους hoop junkies. Όλοι έχουμε έναν φίλο ή μία φίλη που μάλλον δεν ξέρει τι είναι το πικ εν ρολ, που χασκογελάει όταν ακούει τη φράση «αδύνατη πλευρά» και μπορεί να μην έχει δει καν τον Μάικλ Τζόρνταν να παίζει, αλλά -της καραντίνας βοηθούσης- ήταν στημένος ή στημένη κάθε Δευτέρα για τα επόμενα επεισόδια. Αυτή είναι η μαγεία του καλού storytelling. Κι αυτό, πέραν του debate «ντοκιμαντέρ ή αγιογραφία», είναι που ενδιέφερε πρωτίστως τον σκηνοθέτη Τζέισον Έχιρ: να πει μια ιστορία που ξέραμε -σχετικά λίγοι- ότι είναι ενδιαφέρουσα με τον πιο ενδιαφέροντα -για τους πολλούς- τρόπο (το δηλώνει άλλωστε όπου κι αν τον έχουν καλέσει αυτές τις μέρες, είναι η άμυνά του στις κατηγορίες ότι γύρισε το διαφημιστικό της υστεροφημίας του MJ).
β) Για όλους εμάς που ζήσαμε όλη (ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της) την καριέρα του Μάικλ Τζόρνταν σε ζωντανή μετάδοση, το Last Dance ήταν ένα νοσταλγικό -κι εδώ της καραντίνας βοηθούσης- ταξίδι στο πορτοκαλί μονοπάτι της μνήμης. Όλα τα μεγάλα καλάθια, όλες οι επικές σειρές των πλέι οφ, όλα τα μοντέλα Air Jordan είναι τοποθετημένο με μοναδικό τρόπο στο τόξο της ζωής του καθενός. Εγώ, ας πουμε, είδα τον πρώτο τελικό με τους Lakers το 1991 ζωντανά στην ΕΡΤ2 ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου «Παίδων» και τον τελευταίο με την Jazz το 1998 τις παραμονές της συμμετοχής μου στην κωμωδία τρόμου που λέγεται «Πανελλήνιες Εξετάσεις». Ότι θα τα θυμόμουν όλα αυτά ενώ ο πλανήτης κινδυνεύει από μια πανδημία, το 1998 θα μου φαινόταν περίπου το ίδιο απίθανο με εκείνη την βραδιά που ο Ντένις Ρόντμαν έβαλε τρία σερί τρίποντα κόντρα στο Μιλγουόκι (πόσο καταπληκτική η σκηνή της απόδρασής του από το United Center μετά το Game 4 των τελικών του ‘98;).
Το Last Dance μπορεί να υπεραναλύθηκε σε βαθμό κακουργήματος, από την άλλη όμως αποτέλεσε κια την αφετηρία για μια σειρά από «καφενειακά» what if debates που έτσι κι αλλιώς είναι και η πεμπτουσία της ενασχόλησης με τα σπορ, είτε μιλάμε για τους τελικούς του NBA είτε για ένα ντέρμπι Χαραυγιακός-Λαυρεωτική.
Πάμε να παίξουμε λοιπόν…
Τα δύο θρι-πιτ των Bulls έχουν μια συμμετρία. Ο πρώτος τίτλος έρχεται με μικρό (Sonics) ή μεγάλο (Lakers) περίπατο. Ο δεύτερος (Blazers και Jazz ‘97) ζορίζει λίγο περισσότερο, αλλά οι Bulls δεν χάνουν ποτέ τον έλεγχο. Ο τρίτος (Suns και Jazz ’98) χρειάζεται σοβαρά heroics. Με αυτή τη λογική, ακόμα κι αν ο Τζόρνταν δεν ανέβαινε στο λεωφορείο του μπέιζμπολ, είναι μάλλον άτοπο να μιλάμε για 8/8 (ή 9/9). Κάπου, κάποτε θα την πατούσαν. Πολύ πιθανό κόντρα στους Rockets του Χακίμ το ’94 (άλλωστε κανένας από τους 6 τίτλους δεν ήρθε κόντρα σε κάποιον σταρ σέντερ). Εκεί θα ανασυντάσσονταν, ο Τζόρνταν θα ανακάλυπτε ότι τον αμφισβητεί ακόμα κι ο περιπτεράς της γειτονιάς του και το δεύτερο θρι-πιτ θα έμπαινε στις ράγες. Το legacy του MJ όμως δε θα τη γλίτωνε ανίκητο.
Και το αστείο είναι ότι κάλλιστα θα μπορούσε να παραμείνει τέτοιο την κουτσουρεμένη σεζόν ’98-99. Με το lockout να μειώνει τη διάρκειά της στο μισό, τα γεροντοπαλίκαρα των Bulls (αν είχαν υπογράψει μονοετή συμβόλαια, όπως προτείνει στο doc ο Τζόρνταν) θα ξεκουράζονταν/ανάρρωναν, θα έκαναν πλάκα στην Ανατολή κι άντε να ποντάρεις εναντίον τους κόντρα στους Spurs του τότε δευτεροετή Ντάνκαν ή τους «πελάτες» Jazz;
Ώρα λοιπόν για το ranking των αντιπάλων τους στους τελικούς από το 1991 μέχρι το 1998. Πάσα στη Θεσσαλονίκη και το Ball Don’t Lie, την απολαυστική Facebook σελίδα που καθημερινά μας ταϊζει θαυμάσιες μπασκετικές ιστορίες κι εδώ κατατάσσει αυτούς που κέρδισαν οι Bulls στα NBA Finals, από τον χειρότερο στον καλύτερο…
Το Τέλος της “Showtime Era” για την ομάδα του Λος Άντζελες, η αρχή της Κυριαρχίας των Bulls. Μετά από 5 τίτλους στα ’80s οι Lakers απλά δεν είχαν άλλο να δώσουν. Ο Magic έκανε ό,τι μπορούσε όμως η δίψα των Bulls ήταν τεράστια, η φρεσκάδα και η ενέργειά τους επίσης. Ο τραυματισμός των Τζέιμς Γουόρθι και Μπάιρον Σκοτ στο Game 4 σφράγισε, ουσιαστικά, το τέλος.
Μέχρι να μπουν στη φάση των Τελικών, οι συναρπαστικοί Sonics είχαν ήδη βρεθεί στο 0-3. Η ομάδα του Σιάτλ είχε το ταλέντο, όχι όμως και την εμπειρία να κοιτάξει στα μάτια τους μυθικούς Bulls της χρονιάς του 72-10. Ο εγωισμός του Γκάρι Πέιτον, οι ηρωισμοί του Σον Κεμπ και η υπερπροσπάθεια του τραυματία Νέιτ ΜακΜίλαν έσπρωξαν τη σειρά στα 6 ματς, αλλά μέχρι εκεί.
Ο Ντρέξλερ, εκείνη την εποχή, ήταν ό,τι πιο κοντινό στον Τζόρνταν, αλλά οι Τελικοί του 1992 απέδειξαν εκκωφαντικά ότι ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετό απέναντι στον ίδιο τον Air. H ομάδα του Πόρτλαντ ήταν αξιόλογη, δεν είχε όμως το βάθος, την ποιότητα και τις παραστάσεις για να κοντράρει πραγματικά τους Bulls.
Τελειώνοντας τη σεζόν με το εντυπωσιακό 62-20 και διαθέτοντας τον MVP της Λίγκας, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, το know-how του βετεράνου των Celtics, Ντάνι Έιντζ, δύο επιπέδου All-Star παίκτες (Νταν Μάερλι, Κέβιν Τζόνσον) κι ένα αρκετά συμπαγές κι αξιόπιστο supporting cast, οι Suns έμοιαζαν όντως να είναι η «Ομάδα του Πεπρωμένου». Αλλά οι Bulls αποδείχτηκαν και πάλι too much. Ο Τζόρνταν έσπασε τα κοντέρ, τελειώνοντας τη σειρά με 41 πόντους μέσο όρο, ενώ o Τζον Πάξον ήταν και πάλι clutch, δίνοντας τη χαριστική βολή στους Suns, 3.9” πριν το τέλος του Game 6 στο Φοίνιξ. Άτιμο πράμα το Πεπρωμένο.
Μετά την ήττα στους Τελικούς του ’97 οι Jazz επιστρέφουν, τελειώνουν τη σεζόν με 62-20 και κυνηγούν τη ρεβάνς κόντρα στους Bulls. Το τρίποντο του Τζον Στόκτον που τους φέρνει μπροστά με 86-83, 41.9” πριν τη λήξη του Game 6 στο κολασμένο Delta Center, μοιάζει μαχαιριά, αλλά εκεί πιάνει δουλειά ο Air. Καλάθι, κλέψιμο στον Καρλ Μαλόουν, “The Shot”, καλό βράδυ και καλό καλοκαίρι.
Ίσως η χρονιά που η ομάδα του Σικάγο έφτασε πιο κοντά στην ήττα. Eνδεικτικό της ισορροπίας των δυνάμεων στη σειρά είναι πως, αν και οι Bulls πήραν τελικά το Πρωτάθλημα με 4-2, η συνολική υπέρ τους διαφορά στα 6 αυτά ματς ήταν μόλις 4 πόντοι. Οι δύο καθοριστικές χαμένες βολές του MVP Καρλ Μαλόουν στο Game 1 μέσα στο Σικάγο (“Just remember, the mailman doesn’t deliver on Sundays, Karl”/ «απλά θυμήου ότι ο “ταχυδρόμος” δεν δουλεύει τις Κυριακές, Καρλ» – η κλασική ατάκα με την οποία ο Πίπεν έπαιξε με το μυαλό του πριν σουτάρει), οι 38 πόντοι του Τζόρνταν στο μυθικό πλέον “Flu Game”, το goaltending του Πίπεν που δεν δόθηκε ποτέ σε layup του Σάντον Άντερσον λίγο πριν το φινάλε του Game 6 και η μαχαιριά του Στιβ Κερ που ακολούθησε, γράφουν λίγο πολύ το story της σειράς.
H δικη μου σειρά: 6) Lakers ’91 – 5) Sonics ’96 – 4) Jazz ’97 – 3) Jazz ’98 – 2) Blazers ’92 – 1) Suns ’93
Χωρίς πολλή σκέψη, ναι. Μπορεί στο ABA να αποτέλεσαν μια μικρή δυναστεία στις αρχές των 70s (τρεις τίτλοι – ’70, ’72, ’73), όμως στο ΝΒΑ πάντα τους έλειπε ένα τόσο δα κλικ. Το 1994 ο Ρετζι Μίλερ έκανε παλαβά πράγματα αλλά οι Knicks τους απέκλεισαν στο έβδομο παιχνίδι/ το 1995, πάλι στους τελικούς της Ανατολής, σε μια απίστευτη σειρά γεμάτη buzzer-beaters υπέκυψαν στους Orlando Magic και τη νεανική ορμή των Σακ-Πενι/ το 1998, τα είδατε, πιο ώριμοι από ποτέ με Ρικ Σμιτς-Μαρκ Τζάκσον-Κρις Μάλιν και τα «αδέρφια Ντέιβις» (που δεν ήταν αδέρφια) – αποκλεισμός πάλι στο έβδομο, πάλι εκτός έδρας από το Σικάγο/ το 1999 παροτι φαβόρι και με την έδρα δική τους, την πάτησαν από το αουτσάιντερ Νεα Υόρκη των Χιούστον-Σπρίγουελ-Λάρι Τζόνσον/ το 2000 έφτασαν επιτέλους τελικό, αλλά πώς μπορούσαν να χάσουν οι Lakers των Σακ-Κόμπι;/ το 2004, στους τελικούς της Ανατολής, η νέα έκδοση των “bad boys” του Ντιτρόιτ ήταν too much (το ίδιο και το 2005 στο κύκνειο άσμα του Ρέτζι)/ το 2013 ήταν πια η ομάδα του Πολ Τζορτζ, αλλά η κατάρα παρέμενε η ίδια – τελικοί Ανατολής, εκτός έδρας game 7 κόντρα στο Μαϊάμι (στον ίδιο αντίπαλο και στο ίδιο σκαλοπάτι σκόνταψαν και την επόμενη χρονιά).
Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά εννιά φορές ρε φίλε. Κρίμα για τον “Killer Miller” και το gritty «ανατολικό» μπάσκετ που παραδοσιακά πρεσβεύουν.
Η 55αρα κόντρα στους Suns είναι ανεπανάληπτο performance. To “shrug game” με τα 6 τρίποντα (και τους 35 πόντους) σε ένα ημίχρονο κόντρα στους Blazers είναι το πιο «δεν σας βλέπω». Το τρίτο και τελευταίο “the shot” κόντρα στη Γιούτα είναι μια κατάληξη που ούτε κι ο ίδιος ίσως δε θα τολμούσε να φανταστεί για το φινάλε του (καλά, θα τολμούσε σίγουρα – εδώ πήγε κι έπαιξε στους Wizards).
Όμως το “flu game” (που τελικά δεν ήταν γρίπη, αλλά τροφική δηλητηρίαση – στο Ringer πάντως έχουν σοβαρές αμφιβολίες), είναι μνημειώδες. Ωραίες οι χαριτωμένες ιστορίες της ψυχοπαθούς (και λίγο υπερσκηνοθετημένης στο Last Dance) ανταγωνιστικότητας του Τζόρνταν, όμως εκεί ήταν το πραγματικό αποκορύφωμα της refuse to lose νοοτροπίας του.
Τζον Πάξον/Μπ.Τζ. ‘Αρμστρονγκ vs Ρον Χάρπερ/Στιβ Κερ διπλό, το αμυντικό versatilty του Χάρπερ δεν ματσάρεται.
Μπιλ Καρτράιτ vs Λιουκ Λόνγκλεϊ ισοπαλία, καλύτερος επιθετικός ο πρώτος-καλύτερος πασέρ ο δεύτερος, μέτριοι στην άμυνα, ποτέιτο ποτάτο.
MJ/Pip ’91-93 vs MJ/Pip ’96-98 λίγο πολύ ισοπαλία, στο πρώτο θρι-πιτ ήταν dominant και με το κορμί τους, στο δεύτερο με το μυαλό και την καρδιά πρωταθλητή τους.
Χόρας Γκραντ vs Ντένις Ρόντμαν δύσκολο – ο Ρόντμαν είναι πιθανώς ο καλύτερος ριμπάουντερ στην ιστορία, ο απόλυτος hustler κι ένας εξαιρετικός αμυντικός θέσης. Ομως ο Γκραντ του ’91-93 ήταν ο κατάλληλος πάουερ φόργουορντ στην κατάλληλη ομάδα, μια γαζέλα στο πλευρό των Batman & Robin που μεγάλωνε την παλέτα της «τριγωνικής» (μετρ άλλωστε και στ0 επιθετικό ριμπάουντ). Άσε που δε δημιούργουσε προβλήματα και ήταν σημαντικά νεότερος…
Άρα ίσα βάρκα, ίσα πανιά;
Όχι, η ομάδα του ’96-’98 είχε και κάποιον άλλον, τον εγκληματικά παραγνωρισμένο στο Last Dance, Τόνι Κούκοτς. Τα στατιστικά του στους τελικούς (πόντοι/ριμπάουντ/ασίστ): (1996) 13/5/4 (1997) 8/3/3/ 55.6% στα τρίποντα (1998) 15/5/3 με 50% εντός πεδιάς. Ο κροάτης «ροζ πάνθηρας» είναι η ειδοποιός ποιοτική διαφορά της δεύτερης τριάδας τίτλων…