Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για την Κατερίνα Βαρδουλάκη, την κυρία Κατίνα, τη γειτόνισά μου τόσα χρόνια στα Χανιά, που μου μαγείρευε κάθε μέρα, που ανησυχούσε όταν δεν ήμουνα καλά, που με φρόντιζε όταν ήμουν άρρωστος. Πολλές φορές μου μιλούσε για τη ζωή της στο χωριό της στη νότια Κρήτη, που τώρα είναι εγκαταλελειμμένο και για την οικογένειά της, παλιότερα και πιο μετά στα Χανιά. Μόνο για τον μεγαλύτερο αδελφό της που είχε χάσει στον πόλεμο δεν μιλούσε ποτέ, για να να μη με κάνει να νιώσω άσχημα, για να μη νιώσω άσχημα εγώ, ένας αυτοεξόριστος από τη Γερμανία, που βίωνα τη φιλοξενία σε έναν τόπο που είχε υποφέρει τα πάνδεινα από τη γερμανική κτηνωδία, από τη χειρότερη δυνατή αδικία.
Σε μία δύσκολη περίοδο για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, ένας Γερμανός που έχει επιλέξει να μένει στην Ελλάδα, στα Χανιά, ο Konstantin Fischer, ξεκινάει, σε καφετέριες των Χανίων και του Αμβούργου, ένα διαδραστικό καλλιτεχνικό project με φόντο αυτές ακριβώς τις ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για μία σειρά από καρτ ποστάλ στις οποίες, υπό τον τίτλο «Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα» (που, στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ελληνικά είναι και ο τίτλος του project), ξετυλίγονται μικρές προσωπικές ιστορίες, για Έλληνες και Γερμανούς που έζησαν ή πέθαναν εκείνη την εποχή, ιστορίες που λένε πολύ περισσότερα με αυτά που αφήνουν να πλανώνται στη σκέψη μας όταν τελειώσουν παρά με αυτά τα οποία περιγράφουν. Σκοπός του καλλιτέχνη είναι, όπως μας είπε, όχι να λύσει, αλλά να φωνάξει τις απορίες του, ανάμεσά τους και «πώς δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και γενικότερα για τα εγκλήματα των Ναζί σε όλη την Ευρώπη».
Επικοινωνήσαμε με τον Konstantin Fischer, ο οποίος, σε άπταιστα ελληνικά, μας μίλησε για το project:
«Το project μου με τίτλο “I wish I knew more” – “Ich wünschte, ich wüsste mehr” – «Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα» – επαναφέρει οδυνηρές μνήμες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι όμως με σκοπό να ρίξω εκ νέου φως στα εγκλήματα των Ναζί καθ’ εαυτά – αυτή είναι η δουλειά των ιστορικών. Εμένα με απασχολεί ο ρόλος που παίξανε και συνεχίζουν να παίζουν οι μεταπολεμικές γενιές στη δημόσια απόκρυψη (σχήμα οξύμωρο μεν, όμως γερμανική πραγματικότητα δε) των επιπτώσεων του πολέμου στην μεταπολεμική εποχή μέχρι και σήμερα. Δημιούργησα λοιπόν εννέα καρτ-ποστάλ με κείμενα που σχετίζονται με το θέμα αυτό και τις τοποθετώ σε καφετέριες των Χανίων της Κρήτης, όπου μένω εδώ και 23 χρόνια, και του Αμβούργου της Γερμανίας όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τα κείμενα, όπως κι ο τίτλος του project, είναι πολύ προσωπικά επειδή θέλω να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν περισσότερο από την δικαιολογία που κυριάρχησε μετά τον πόλεμο στην συντριπτική πλειοψηφία των Γερμανών «Δεν ξέραμε τίποτα για όλα αυτά…». Υπάρχει, τέλος, και μια δέκατη, άδεια κάρτα, την οποία καλείται ο κάθε ένας να συμπληρώσει ο ίδιος. Κι αυτό, επειδή παραμένουν πολλές απορίες: Απορίες που πηγάζουν από το γεγονός ότι η σιωπή κυριαρχούσε τόσο στις οικογένειες των θυμάτων όσο και στις οικογένειες των εγκληματιών. Απορίες σχετικά με το πώς δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και γενικότερα για τα εγκλήματα των Ναζί σε όλη την Ευρώπη, αλλά και απορίες με το πώς αποδέχονται νέοι Έλληνες, Γερμανοί κι άλλοι Ευρωπαίοι τόσα χρόνια μια κατάσταση ατιμωρησίας που υπονομεύει τα θεμέλια του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών σχέσεων».
Παραθέτουμε τα κείμενα των καρτ ποστάλ, αξίζει πραγματικά να τα διαβάσει όποιος δεν έχει την ευκαιρία να βρεθεί στα Χανιά ή στο Αμβούργο.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον Θεόδωρο Γεωργιακάκη, που αιχμαλωτίστηκε για συμμετοχή στην αντίσταση και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, όπου έχασε τον αδελφό του Γιώργο. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε σε όλη του τη ζωή να κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιώτες που διέπραξαν εγκλήματα και σ′ εκείνους που δεν διέπραξαν. Ανάμεσα στις γενιές που υποστήριξαν ή ανέχτηκαν τον εθνικοσοσιαλισμό και στις επόμενες. Θα ‘θελα να ήξερα πώς αυτός ο άνθρωπος, με το τρομερά υπεύθυνο ένστικτο δικαιοσύνης που τον χαρακτήριζε, κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τις αδικίες που υπέστη κατά την διάρκεια του πολέμου και μετά τον πόλεμο.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη Μαρία Δεσποτάκη από τον Κακόπετρο Χανίων, που οι τέσσερις γιοι της, Εμμανουήλ, Σπύρος, Αναστάσιος και Χαράλαμπος εκτελέστηκαν σε αντίποινα για αντιστασιακές δράσεις, με τις οποίες δεν είχαν καμία σχέση. Και που μετά εξαναγκάστηκε από τους ίδιους Γερμανούς στρατιώτες να τους μαγειρέψει κοτόπουλα που τα ‘χαν κλέψει από κάπου, ενώ οι γιοί της κείτονταν νεκροί στην άκρη του δρόμου. Θα ‘θελα να την είχα γνωρίσει όσο ζούσε, θα ‘θελα να ‘χα μπορέσει να της πω πόσο ντρέπομαι: πόσο ντρέπομαι που μεγάλωσα σε μια Γερμανία που ποτέ της δεν νοιάστηκε για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν στην Ελλάδα, σε μια Γερμανία που ποτέ δεν σκέφτηκε σοβαρά να της πληρώσει μια αποζημίωση. Πόσο ντρέπομαι που μεγάλωσα σε μια χώρα που αρνείται μέχρι σήμερα να πληρώσει στην Ελλάδα τις επανορθώσεις.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου, την Loni Oberländer. Θα ‘θελα να ήξερα, αν ποτέ αναμετρήθηκε με τη συμμετοχή του παππού μου και τη δική της, από μικρή κιόλας, στον εθνικοσοσιαλισμό, τότε ή έστω μετά τον πόλεμο. Θα ‘θελα να ήξερα πώς μπορώ να συμφιλιωθώ με τα αισθήματά μου για μια γλυκιά και στοργική γιαγιά, ξέροντας ότι ήταν ναζί.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον Ηλία Όσμο, που οχτάχρονος πνίγηκε καθ’ οδόν προς το Άουσβιτς μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια του Ρόζα και Σολομώντα, μαζί με τον πατέρα τους Δαυίδ και μαζί με ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα των Χανίων. Θα ‘θελα να ήξερα αν ονειρευόταν να γίνει Ραβίνος σαν τον παππού του. Θα ‘θελα να γινόταν να τον συναντήσω. Να τον συναντήσω σε μια πόλη που θα ‘χε μείνει ανέπαφη από αυτόν τον παράλογο πόλεμο. Θα ‘θελα να μπορούσα να μιλήσω μαζί του χωρίς να περιχαρακώνουν την ταυτότητά μας έννοιες όπως “Εβραίος”, “Γερμανός”, “Ραβίνος”, “τελική λύση”, χωρίς να βαραίνουν πάνω στην επικοινωνία μας.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τη Βικτώρια Φερμών, τη μοναδική Εβραία που επέζησε στα Χανιά, όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν όλα τα μέλη της κοινότητας στις 19 Μαΐου 1944. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε να επιζήσει τους υπόλοιπους μήνες της κατοχής, αναρωτιέμαι πότε έμαθε ότι ήταν η μόνη που επέζησε. Θα ‘θελα να ήξερα πώς ένιωθε, όταν χρόνια αργότερα άρχισαν Γερμανοί τουρίστες να επισκέπτονται το νησί της Κρήτης, την πόλη των Χανίων, την “Oβραϊκή”, την παλιά εβραϊκή συνοικία της πόλης. Θα ‘θελα να ήξερα τι ένιωθε όταν έβλεπε τους παλιούς στρατιώτες να επιστρέφουν στον τόπο των εγκλημάτων τους, τι ένιωθε για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, αυτή που δεν της έμελλε ποτέ να κάνει δικά της παιδιά.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον παππού μου Felix Fischer, θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα από αυτά τα λίγα, ότι δηλαδή για μια περίοδο ήταν στρατιώτης στην Αθήνα κι ότι στο τέλος του πολέμου αιχμαλωτίστηκε στη Γαλλία. Θα ‘θελα να ήξερα τι είδε και τι έκανε. Θα ‘θελα να ήξερα πώς αναλογιζόταν τον πόλεμο μετά, πώς έβλεπε τον ρόλο του στον εθνικοσοσιαλισμό και τη συμμετοχή του στα Τάγματα Εφόδου. Και θα ‘θελα να ήξερα ποιον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατο του μεγαλύτερου γιου του στον πόλεμο της Κριμαίας.
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα…
Θα ‘θελα να ήξερα περισσότερα για τον πατέρα μου Wolfgang Fischer, που στο Γ’ Ράιχ ήταν παιδί. Θα ‘θελα να ήξερα, αν ποτέ του αναρωτήθηκε, γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός του Peter, στην ηλικία των 18 χρόνων, κατατάχτηκε οικειοθελώς στον στρατό για έναν πόλεμο από τον οποίο πρέπει σίγουρα να ήξερε ότι δεν θα γύριζε πίσω ζωντανός. Θα θελα να ήξερα πώς κατάφερε ο πατέρας μου μια ολόκληρη ζωή να αποφύγει να τεθεί ενώπιος ενωπίω με αυτό τον θάνατο. Αναρωτιέμαι, αν ποτέ του κατάλαβε, ότι η σιωπή που επακολούθησε μας εμπόδιζε, εμένα και τον αδελφό μου, να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο γύρω μας. Θα ‘θελα να τα ‘χα σκεφτεί όλα αυτά νωρίτερα, όταν ο πατέρας μου ζούσε ακόμα.
Το project “I wish I knew more…” σε καφετέριες των Χανίων και του Αμβούργου ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 2015
Περισσότερες πληροφορίες: www.konstantin-fischer-hania.com