Μαρίνα Δανέζη: «Η σειρά θέλησε να φωτίσει αυτά που ασυνείδητα προσπερνάμε στην καθημερινότητα μας»
Η ιδέα για Τα Στέκια γεννήθηκε το 2010, όμως παρέμεινε για χρόνια μία από τις δεκάδες μεγαλεπήβολες ιδέες του Νίκου που εξαπέλυε με πάθος κάποια στιγμή και που είχε περισσότερες πιθανότητες να μην πραγματοποιηθεί. Οι σπουδές του στην Κοινωνιολογία και η αγάπη του για το underground και ταυτόχρονα για τον λαϊκό πολιτισμό, του είχαν δώσει μια ξεχωριστή ματιά για τους χώρους που μας ενώνουν, για το αόρατο νήμα που μας συνδέει. Η κομβική χρονική στιγμή για να πραγματοποιηθεί η σειρά ήταν η προκύρηξη της δημόσιας τηλεόρασης για εξωτερικές παραγωγές. Η ΕΡΤ είχε κλείσει το 2013. Ακολούθησε η αμήχανη ΔΤ και την σκυτάλη πήρε η ΝΕΡΙΤ. Εκατοντάδες προτάσεις κατατέθησαν τότε από δεκάδες παραγωγούς που για μεγάλο χρονικό διάστημα έμειναν χωρίς αρωγό την δημόσια τηλεόραση. Ο Νίκος ήταν διστακτικός. Το τελευταίο βράδυ πριν την λήξη της προθεσμίας, στην εκπνοή του χρόνου έγραψε μετά από δική μου πίεση και με δώρο ένα μπουκάλι Jack Daniel’s την πρόταση. Πιστεύαμε ότι δεν είχαμε καμία ελπίδα. Και όμως μήνες μετά, απανωτές και επίμονες κλήσεις από ένα τηλεφωνικό κέντρο (τις οποίες ο Νίκος αρνιόταν πεισματικά να απαντήσει) αποδείχτηκαν το εναρκτήριο λάκτισμα για την σειρά.
Ο Νίκος ήταν μαζί μας στους δύο πρώτους κύκλους της σειράς – συνολικά γυρίστηκαν έξι. Σκηνοθέτησε δεκατέσσερα επεισόδια, άλλα πιο αυτοαναφορικά, άλλα με θέληση να προβοκάρει και κάποια εντελώς αταίριαστα σε αυτόν που τα προσέγγισε με την περιέργεια ενός μικρού παιδιού. Τα παραθέτω με την χρονική σειρά που τα γύρισε: «To Bar “Au Revoir”», «Το Γήπεδο», «Η Ντισκοτέκ», «Το Μπαρ Κονσομασιόν», «Τα Φιλολογικά Καφενεία», «Φωκίωνος Νέγρη», «Η Εισβολή του Ροκ εντ Ρολ», «Ρόδον Live», «Το δισκάδικο», «Κλαρίνα», «Λέσχες φίλων», «Στοές της πόλης», «Το Παλαιοβιβλιοπωλείο», «Τα Στέκια Προσφύγων και Μεταναστών».
Προσωπικά αγαπώ τα λιγότερο παιγμένα επεισόδια του Νίκου, που το καθένα για άλλους λόγους δεν κατάφεραν να παιχτούν και να ξαναπαιχτούν. Για παράδειγμα αγαπώ το «Μπαρ Κονσομασιόν» – που με μια απίστευτη τρυφερότητα προσεγγίζει τον δύσκολο αυτό κόσμο. Δυστυχώς παίχτηκε μια φορά μεταμεσονύκτια και δεν ξαναπαίχτηκε. Είναι ένα θέμα αυστηρώς ακατάλληλο για απογευματινή προβολή…Αγαπώ το «Bar “Au Revoir”» – το αγαπημένο του μπαρ με το οποίο αποφάσισε να ξεκινήσει την σειρά – και στο οποίο περνούσαμε πάντα την πρώτη νύχτα του χρόνου καθώς και το τελευταίο του επεισόδιο, τα «Στέκια Προσφύγων και Μεταναστών».
Όταν ο Νίκος έφυγε από την ζωή ο «κύκλος» της σειράς δεν είχε κλείσει. Είχαμε από κοινού σκεφτεί τα επόμενα επεισόδια. Δεν ήθελα να αφήσω στη μέση κάτι που ξεκινήσαμε μαζί. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Για εμένα δεν υπήρξε δίλημμα. Θα ολοκλήρωνα το κοινό μας όνειρο.
Μερικές μόνο από τις αξέχαστες στιγμές που έζησα, με ή χωρίς τον Νίκο, στα Στέκια όλα αυτά τα χρόνια είναι οι εξής: Στο επεισόδιο «Το Παλαιοβιβλιοπωλείο» ξόδεψε μεγάλο μέρος της αμοιβής του σε… ευρήματα των σκονισμένων ραφιών. Στο επεισόδιο «Η Ντισκοτέκ» ο Σταμάτης Γαρδέλης δεν ήθελε να μιλήσει, θεωρούσε ότι αυτή η εποχή δεν τον εξέφραζε ούτε τότε ούτε σήμερα. Ο Νίκος με μαεστρία τον έπεισε να έρθει και να πει την αλήθεια του. Στο επεισόδιο «Ρόδον Live» κατά την διάρκεια του ρεπεράζ μας στο σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας ανακαλύπτουμε ότι ο εξώστης του θρυλικού κλαμπ είναι ανέπαφος. Ο Νίκος χοροπηδούσε από την χαρά του που ανακάλυψε το «στοιχειωμένο» μέρος. Στο επεισόδιο «Μπαρ Κονσομασιόν» ο Γιάννης Φλωρινιώτης και ο Νίκος σε πλήρη έκσταση στα «παρασκήνια» μιλούσαν ποντιακά και ανέλυαν την βιντεοταινία «Το κορίτσι του μπαρ». Η προβολή του τελευταίου επεισοδίου που σκηνοθέτησε, «τα Στέκια Προσφύγων και Μεταναστών», έγινε στο σπίτι μας παρουσία όλων των συντελεστών. Δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όλοι μαζί. Ίσως ήταν και τα τελευταίο «πάρτυ» μας.
Όσον αφορά την παρακαταθήκη της σειράς, ο Ίκαρος Μπαμπασάκης στο τελευταίο επεισόδιο λέει χαρακτηριστικά: «είναι μια σειρά πατριδογνωσίας». Εγώ θα προσθέσω πως η σειρά θέλησε να φωτίσει αυτά που ασυνείδητα προσπερνάμε στην καθημερινότητα μας. Ελπίζω να τα κατάφερε.
Η Μαρίνα Δανέζη είναι σκηνοθέτρια και παραγωγός της σειράς. Σκηνοθέτησε 27 «Στέκια».
Άκης Καπράνος: «Η κληρονομιά που αφήνουν είναι ανυπολόγιστης αξίας»
Τώρα που μετά τις δώδεκα το βράδυ δεν έχουμε που να πάμε, τα Στέκια μας πονάνε πιο πολύ. Είναι ωραίο να έχεις ένα Στέκι, να ξέρεις πως θα συναντήσεις φάτσες γνωστές, θα ακούσεις φράσεις – κλειδιά που σε καθησυχάζουν, μουσικές που σε κατανοούν, εικόνες που, χρόνια τώρα, σε συνοδεύουν. Αλλά και «Τα Στέκια» του Νίκου Τριανταφυλλίδη ήταν το καλύτερο μας ινσέψιο – στέκια κι αυτά, καθώς υπερθεμάτισαν, δικαίως, ένα πολιτιστικό αποτύπωμα που έπρεπε να καταγραφεί και τηλεοπτικά. Τι να λέμε, υπάρχουν, στο αρχείο της ΕΡΤ, καταγεγραμμένα τεκμήρια για τα «Συνεργεία Αυτοκινήτων» (σκηνοθεσία: Δημήτρης Κοτσέλης) και για τις «Νταλίκες» (σκηνοθεσία: Δώρα Μασκλαβάνου). Θα έβρισκαν ποτέ το δρόμο τους εκεί, δίχως τα «Στέκια»; Νομίζω ο Ηλίας Πετρόπουλος θα τα εκτιμούσε.
Το πρώτο επεισόδιο («Τα βιντεοκλάμπ» σε σκηνοθεσία Φωκίωνα Μπόγρη) παραμένει και ένα από τα αγαπημένα μου, όχι τόσο επειδή συμμετείχα αλλά επειδή «πιάνει» μια τόσο σημαντική για μένα βιωματική γραμμή: Μέσα στα βίντεοκλαμπ μάθαμε σινεμά εμείς, όχι στις κινηματογραφικές λέσχες – καλώς ή κακώς. Και αυτή η «παιδεία», μέσα στην οποία μπορούσε να συνυπάρχει ο Ζουλάφσκι με τον Μπρους Λι, μας διαμόρφωσε. Αν δεις, ας πούμε, το «Mandy» του Πανου Κοσμάτου, ή τη «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ, αυτό το ουσιαστικά πολυπολιτισμικό πλαίσιο είναι που κάνει αυτές τις ταινίες τόσο ξεχωριστές. Και φυσικά είχες και τη συμμετοχή του ίδιου του Νίκου εκεί, να λέει πόσο περισσότερο απολάμβανε τον Ινδονησιακό Ράμπο από τον αυθεντικό – priceless! Άλλο αγαπημένο μου επεισόδιο αυτό για τις «Ντισκοτέκ» που σκηνοθέτησε ο Νίκος. «Κόντρα ρόλος» θα έλεγε κανείς, αλλά νομίζω πως όταν ο Νίκος μιλούσε για «χώρους ακραίας συντροφικότητας», είχε στο μυαλό του αυτό που ο άλλος Νίκος, ο Νικολαΐδης εννοούσε με εκείνο το συγκλονιστικό «όχι πια εδώ!». Τον δικό τους χώρο διεκδικούσαν και οι καρεκλάδες. Η δε εξομολόγηση του Σταμάτη Γαρδέλη στην αρχή («2014 και μιλάμε για το ’80, καλό είναι αυτό;») αποτελεί από μόνη της κομμάτι ανθολογίας.
Θυμάμαι το βλέμμα του Νίκου όταν έκανε τις ερωτήσεις πίσω από την κάμερα, όταν είχε έρθει από το σπίτι μου για το «Ρόδον». Την πρώτη φορά που με είχε επισκεφθεί είχε σκαλώσει με μια αφίσα που έχω, από μια εμφάνιση μου εκεί με τους Septic Flesh. «Θα σ’ έχω υπόψη μου» είπε, χωρίς να καταλάβω τι εννοούσε. Θυμάμαι λοιπόν το βλέμμα του, έτσι όπως αναζητούσε σε κάθε απάντηση που έπαιρνε κάτι που δεν είχε φανταστεί, κάτι που θα τον ανατίναζε, κάποιο ανέκδοτο, κάποιο περιστατικό, αλλά και έναν κοινό τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας. Ήταν μια οριακά επαναστατική πράξη, που όμως μόνο μέσα σε Κρατικό τερέν (τι ειρωνεία) θα μπορούσε να καρποφορήσει. Η δε κληρονομιά που αφήνουν είναι ανυπολόγιστης αξίας – θα έπρεπε να μπούμε σε χρονομηχανή, 50 χρόνια από το σήμερα, να καταγράψουμε το βάθος εκεί, και μετά να επιστρέψουμε για να το περιγράψουμε λεκτικώς με ακρίβεια.
Ο Άκης Καπράνος είναι κριτικός κινηματογράφου και ιθύνων νους των μεταμεσονύχτιων προβολών του Midnight Express. Εμφανίστηκε σε 8 «Στέκια».
Δημήτρης Ν. Μανιάτης: «Η σειρά θα μπορούσε να διδάσκεται σε πανεπιστημιακές έδρες Κοινωνικών Επιστημών»
Το πρώτο ραντεβού μας με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη και την Μαρίνα Δανέζη ήταν στο γραφείο τους στην Φερρών. Μόλις γύριζα από έναν τύπο που θα μας έβρισκε νάνο, χορεύτριες με σπαθιά και φλόγες για ένα αναψυκτήριο που θα στήναμε με τον Νίκο. Τους είπα για το ραντεβού και το γέλιο του Νίκου ήχησε σε όλη την Βικτώρια – ακόμη ηχεί. Όλα σε καθεστώς γέλιου γίνονταν ακόμη και η πρόταση-σκέψη για τα Στέκια που μόλις μου ανέλυαν με χαρτί και μολύβι (πρώτο τηλεφώνημα είχα κάνει στον Διονύση Χαριτόπουλο για την Τρούμπα).
Μια σειρά που έμελλε να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί χωρίς τον Νικόλα και που ήδη πέρασε στην Ιστορία για μια σειρά λόγων. Γιατί σε αυτη την σειρά ο Νίκος θυμήθηκε την παλιά του ιδιότητα. Κοινωνιολόγος. Κατέγραψε και διέσωσε το άστυ, την πόλη. Και μπορεί ακόμη σήμερα να μην το καταλαβαίνουμε, όμως σε μερικά χρόνια το προποτζίδικο ή το σφαιριστήριο, ή τα δισκάδικα θα είναι οριστικά παρελθόν.
Ποια η μαγεία όμως των Στεκιών; Μα, πως γίνανε στον ενεστώτα χρόνο των πραγμάτων που κατέγραψαν. Άρα εδώ δεν χωρούσε το ρετρό και οι λαογραφίες της φουστανέλας. Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση το επεισόδιο για τα μπαρ κονσομασιόν, του πήγα την σχωρεμένη λαμπρή επιστήμονα Λιόπη Αμπατζή και εκείνη με την σειρά της τον Οικονόμου. Η Λιόπη το πήρε πάνω της. Πιο χρυσή άφιξη στο μπαράκι της Λιοσίων, ήταν ο Φλωρινιώτης, ένας πολύ σοβαρός Έλληνας που κοσμεί το θέαμα. Θυμάμαι πάντα το επεισόδιο με το facebook που γυρίσαμε με τον φίλο Χρήστο Πατριαρχέα στο τέως μαγαζί του φίλου μας Τσόχαλη (σερβιτόρου του Πάνου Γαβαλά και χρυσής πηγής μου για την βιογραφία του μεγάλου βάρδου). Θυμάμαι πως πήγαμε παρέα με τον Νίκο και στην Ραφήνα όπου έκανα μια μεγάλη συνέντευξη στον τραγουδιστή Κώστα Καρουσάκη για το μοιραίο βράδυ της Παραγγελιάς του Κοεμτζή. Θυμάμαι ακόμη πως ο Νίκος γύρισε σαν εντομολόγος το επεισόδιο για τα κλαρίνα και επίσης πως διέσωσε με συνέντευξη τον θρύλο Δημήτρη Ζάχο.
Τα στέκια ήταν και είναι και αγοραία και μέρος Πολιτισμού. Ο Νίκος ήταν ένα υπαίθριο άτομο, όπως εγώ, με βαθιά αίσθηση της Κοινότητας. Δεν κατέγραψε απλώς. Αγαπούσε και κατέγραψε. Την σειρά συνέχισαν εντελώς πετυχημένα η Μαρίνα και ο Τάσος Κορωνάκης μετακαλώντας κάθε φορά σκηνοθέτες και ερευνητές αλλά και ζώντες του κάθε θέματος. Η γραμμή δεν πειράχτηκε. Αίσθημα και σοβαρότητα – ακόμη κι όταν πηγή σου είναι ένας απατεώνας. Η σειρά που τώρα τελειώνει θα μπορούσε να διδάσκεται σε πανεπιστημιακές έδρες Κοινωνικών Επιστημών. Ο κόσμος που διασώζεται σε αυτή δεν είναι γραφικός, μέρος του ρετρό, ύλη για για να σχολιάσουν οι χίπστερς. Είναι όσα συνέβησαν και συμβαίνουν γύρω μας.
Ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Εμφανίστηκε σε 8 «Στέκια».
Δώρα Μασκλαβάνου: «Τα στέκια ξεκινούν να δικαιώνονται από τον τίτλο τους»
Είναι τολμηρή και γενναία η απόφαση να πλησιάσει, να ασχοληθεί και να τιμήσει κανείς τον «αγοραίο», δηλαδή τον πιο αθώο, αυθόρμητο, καθαρό πολιτισμό. Τον Νίκο Τριανταφυλλίδη τον χαρακτήριζε το πάθος. Σε όλα. Ένας ασυγκράτητος άνθρωπος, που αγκάλιαζε τη ζωή με φόρα, έπεφτε με δύναμη πάνω σ’ αυτό που τον είλκυε και τον απασχολούσε. Το τροφοδοτούσε με όλη του την ενέργεια, όλη του την αγάπη και αυταπόδεικτα δικαιωνόταν.
Ήταν πολύ έντονος, δημιουργικός και ελεύθερος ο τρόπος που δουλέψαμε μαζί στα «Στέκια». Με κάλεσε σ’ ένα ωραίο, πλούσιο ταξίδι. Ήταν ένα παιχνίδι χαράς και αδρεναλίνης. Δεν αντιμετωπίζαμε το υλικό στο μοντάζ σαν πλάνα που έπρεπε απλώς να συνδυαστούν, να ταιριάξουν, να συνθέσουν ένα αποτέλεσμα όμορφο ή ρυθμικό, ή εύληπτο. Μπαίναμε σε μια γιορτή. Με κλαρίνα και μεγάλες φωνές, με βινύλια και ορκισμένους συλλέκτες, με παλαιά βιβλία και φανατικούς αναγνώστες, με μετανάστες και ιερές ιστορίες. Με κάποιο τρόπο, κοινωνούσαμε με αυτούς τους τόπους και τους ανθρώπους τους. Ο Νίκος ήταν πολύ συγκινημένος με τα θέματά του και με ό,τι τον τραβούσε ή τον τυραννούσε κι αυτό ήταν ιδιαίτερα μεταδοτικό. Έτσι τα «Στέκια» του, εισέβαλαν σε κλειστούς, ξεχασμένους, ακόμη και περιφρονημένους χώρους. Κι επειδή η διάθεση της εκπομπής ήταν απολύτως ειλικρινής κι η εκτίμηση προς όσους απευθυνόταν δεδομένη, κατάφεραν να κερδίσουν και να χαρούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων τους.
Κι όταν ο Νίκος έφυγε, το θεμέλιο, η φύση της εκπομπής και η ψυχή της, ήταν ήδη κληροδοτημένα. Κι αβίαστα σχεδόν, τα «Στέκια» συνέχισαν να περιπλανώνται και να συναντώνται με τόπους και ιστορίες εξαιρετικές, απροσδόκητες και τελικά αγαπημένες.
Η Δώρα Μασκλαβάνου είναι ηθοποιός, σκηνοθέτρια και μοντέρ. Σκηνοθέτησε 5 «Στέκια».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: «Τα Στέκια είναι μια ανεκτίμητη πατριδογνωσία»
Συνδεθήκαμε ασύλληπτα την τελευταία δεκαετία. Γνωριζόμασταν από παλιά, αλλά το δέσιμο ήρθε πιο μετά. Οι συζητήσεις, τα γλέντια, οι εκμυστηρεύσεις, η επιτραπέζιος αντισφαίρισις ιδεών, οι μουσικές, ο κινηματογράφος, το Gagarin, η Πρωτοχρονιά (κάθε Πρωτοχρονιά επί χρόνια) στο Au Revoir — μπορείς να πεις ότι ο Νικόλας, ο Τρίδης μας, ήταν ένας έξοχος συνομιλητής, πάντα θυελλώδης στην εκδήλωση των strong opinions που ατσάλωνε με κέφι και μεράκι, με πάθος και (θρυλική πια) ορμή. Πρωταγωνιστεί, πότε φανερά και πότε λαθραία, στο μυθιστόρημά μου Πάρκο (εκδ. Εστία, 2018), το οποίο άλλωστε φέρει την αφιέρωση: ̔ ̔Στο μνημειώδες μεγαλείο του Νικόλα Τριανταφυλλίδη ̓ ̓. Το Πάρκο είναι τα Στέκια σε γραπτή μορφή.
Είχε έρθει να τα πούμε. Είχε την ιδέα για τα Στέκια. Ο Νικόλας με ένα μίνι λάπτοπ, εγώ με χαρτί και στυλογράφο, τα βάλαμε κάτω, έμπλεοι ενθουσιασμού, κι αρχίσαμε να καταγράφουμε — πατσατσίδικα, ροκάδικα, τζαζάδικα, ξενυχτάδικα, συναυλιάδικα, πρόσωπα, καταστάσεις, πόλους έλξης. Μεθύσαμε χωρίς να έχουμε πιει σταγόνα. Η πρόταση του Νικόλα κατατέθηκε, πέρασαν τρία χρόνια, συνεχίσαμε να συναντιόμαστε, παίχτηκαν οι Αισθηματίες, κι ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο και η βροντώδης φωνή της Φάλσταφ της Φωκίωνος μου ανακοίνωσε, όλο χαρά, ότι η σειρά εγκρίθηκε κι αρχίζουν οσονούπω τα γυρίσματα. Με έχρισε ̔ ̔επιστημονικό σύμβουλο ̓ ̓ σε κάμποσα επεισόδια, κάναμε απανωτές συσκέψεις στα γραφεία της οδού Φερών, στο σούπερ κονάκι της Φωκίωνος, στο Gagarin. Πάντα παρούσα και η Μαρίνα, πάντα παρόν το κέφι.
Ο Νικόλας ήταν ένας στοργικός χορογράφος στα γυρίσματα. Σχεδόν ποτέ δεν σημειώθηκε ένταση, κι όλοι στο συνεργείο ήταν αέρινοι, λικνίζονταν υπό την καθοδήγηση του Τρίδη. Αλησμόνητες θα μου μείνουν οι στιγμές στο Au Revoir, στον Φαρφουλά με τον Διαμαντή Καράβολα, στου Ζόναρς με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στο κουρείο του κυρίου Χρήστου, σε μια κάμπριο λιμουζίνα που είχε ξεμείνει από άλλο project και τη χρησιμοποιήσαμε για μια περιδιάβαση στα λογοτεχνικά καφενεία της Αθήνας.
Τα Στέκια είναι σινεμάς, καίτοι γυρίστηκαν για την τηλεόραση. Είναι οι ψηφίδες της πόλης, τα όσα όρισαν και ορίζουν τόσους και τόσους φίλους μας, είναι μια ανεκτίμητη δική μας πατριδογνωσία. Είναι μεγάλη τιμή το ότι μπόρεσα να συμβάλω στα Στέκια και να συνεργαστώ με τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη, τον αείμνηστο φίλο μου.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Εμφανίστηκε σε 12 «Στέκια»
Κλαούντιο Μπολιβάρ: «Ο ίδιος ο Νίκος ζούσε μέσα στα Στέκια του»
Η πρώτη μου επαφή με τον Νίκο, ήταν στο αγαπημένο του στέκι, στο σινεμά. Όπου πήγα να δω το «Μαύρο Γάλα» στο Αελλώ δίπλα στο Au Revoir στην Πατησίων, το 2000. Η δεύτερη, ήταν σ’ ένα άλλο στέκι του, στο Ρόδον. Για την κινηματογράφιση του ντοκιμανέρ του για τον Screamin’ Jay Hawkins. Η τρίτη, ήταν σ’ ένα δικό μου στέκι, στο Παρασκήνιο της οδού Καλλιδρομίου. Εκεί, μου πρότεινε να συνεργαστούμε στα «Στέκια».
Πιστεύω, πως μπορεί κανείς να μάθει πολλά για τον Νίκο, μέσα απ’ τα «Στέκια» του. Την απόλυτη σχέση του με την μουσική, με τα επεισόδια «Το Δισκάδικο», «Ρόδον Live», «Η Εισβολή του Ροκ εντ Ρολ», «Τα Κλαρίνα». Την ερωτική σχέση του με τη νύχτα, με το «To Bar “Au Revoir”», «Το Μπαρ Κονσομασιόν», «Η Ντισκοτέκ». Την οργανική σχέση του με τη γειτονιά του, την πόλη του, το ποδόσφαιρο, όλα αυτά που ήταν αναπόσπαστα κομμάτια του εαυτού του, της καθημερινότητάς του, του έντονου χαρακτήρα του, της δημιουργικότητάς του. Ο ίδιος ο Νίκος ζούσε μέσα στα Στέκια του, γι’ αυτό γνώριζε πολύ βαθιιά για ποια πράγματα μιλάει. Και γι’ αυτό κάθε επεισόδιό του, είναι τόσο συγκινητικό και αγαπητό.
Ο Κλαούντιο Μπολιβάρ ήταν διευθυντής φωτογραφίας σε 35 «Στέκια», ανάμεσα στα οποία και όλα όσα σκηνοθέτησε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης.
Λεωνίδας Οικονόμου: «Τα Στέκια έχουν μια ανοιχτή και σύγχρονη αντίληψη για τον λαϊκό πολιτισμό»
Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή. Απόδειξη το γεγονός ότι πολλά επεισόδια παίχτηκαν ξανά και ξανά. Έγινε μία προσπάθεια να θιχτούν ορισμένα ζητήματα και θέματα της καθημερινότητας που ξέφευγαν από την πεπατημένη, ταυτόχρονα όμως ήταν θέματα με τα οποία ο καθένας μπορούσε να συνδεθεί
Ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα το επεισόδιο για τις λαϊκές αγορές, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Μαρίνας Δανέζη, που όπως πάντα έτσι και σε αυτή την περίπτωση έκανε πολύ ωραία δουλειά, για να αναδείξει και να ερευνήσει ένα θεσμό που είναι ελληνικός και πολύ λαϊκός. Όταν μάλιστα διαπίστωσα ότι είδαν το επεισόδιο και πολλοί από τους ανθρώπους που δουλεύουν σε λαϊκές αγορές, καταχάρηκα. Ένα άλλο επεισόδιο στο οποίο συμμετείχα, με επικεφαλής τον Νίκο, και είχε κατά τη γνώμη μου πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν το «Μπαρ Κονσομασιόν».
Το υλικό, ξέρετε, που γεννήθηκε στα γυρίσματα όλων αυτών των εκπομπών έχει πολύ μεγάλη αξία, ακόμη κι αν εκ των πραγμάτων δεν γινόταν να χωρέσει όλο σε κάθε επεισόδιο. Πρόκειται για ένα ιστορικό υλικό που υπερβαίνει την ίδια τη σειρά, που πέτυχε ακριβώς γιατί έκανε focus σε ζητήματα καθημερινά ή μη, που όμως τα προσπερνάμε χωρίς να δίνουμε σημασία. Η επιτυχία της σειράς έγκειται στην ανατροπή στερεοτύπων ή στιγματισμών της κοινωνικής ζωής. Αλλά και σε κάτι ακόμη, για το οποίο είμαι απολύτως βέβαιος ως κοινωνικός ανθρωπολόγος: τα Στέκια έχουν μια ανοιχτή και σύγχρονη αντίληψη για τον λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος μόνο μέσα από μια τέτοια ματιά μπορεί να αναδειχθεί.
Ο Λεωνίδας Οικονόμου είναι σκηνοθέτης. Την υπογραφή του φέρουν 5 «Στέκια».
Χρήστος Σαρρής: «Ο Νίκος δεν ήταν σαν εμάς που φοβόμαστε και κάνουμε τους συμβιβασμούς μας για να την βγάλουμε καθαρή»
Έχω πολλές αναμνήσεις από τον Νικόλα δεν ξέρω γιατί πρώτα θυμάμαι εκείνο το πρωινό που είχα πάει στο νοσοκομείο και δεν ήταν μία εικόνα που θα ήθελα να θυμάμαι από εκείνον αλλά ίσως και πάλι ναι ήταν ξαπλωμένος κοντά στο παράθυρο σε ένα ημισκότεινο δωμάτιο με τρία κρεβάτια το ένα ήταν κενό και όταν με είδε δεν μίλησε αλλά ήταν σαν να με περίμενε σηκώθηκε αμέσως πήρε το σίδερο με τον ορό ή ήταν φάρμακο δεν ξέρω και άνοιξε το παράθυρο και βγήκαμε έξω σε κάτι που έμοιαζε με μπαλκόνι ήταν τόσο βρώμικο σίγουρα θα μπορούσε να είναι location σε μια μελλοντική ταινία του έβγαλε τσιγάρο δεν μπορούσα να μην ανάψω κι εγώ αν και δεν κάπνιζα τόσο πλέον τα πρωινά πρέπει να μιλήσαμε για το Gagarin σίγουρα πρέπει να μιλήσαμε για τα γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη για τον ΠΑΟΚ ήταν από τις πρώτες μέρες θεραπείας και σκεφτόμουν ποιος θα μπορούσε ρε πούστη μου να μπει στο νοσοκομείο με καρκίνο στον πνεύμονα και να συνεχίσει να καπνίζει με μανία και εκείνο το σιχαμένο μπαλκόνι έκανε τον χρόνο να συμπιεστεί αλλά είμαι σίγουρος ότι την προηγούμενη άνοιξη πίναμε πολύ δυνατό καφέ και ετοιμάζαμε το τελευταίο επεισόδιο για τα Στέκια εκείνης της σεζόν το τελευταίο επεισόδιο που σκηνοθέτησε τελικά ο Νίκος για μία σειρά που παιζόταν στην ΕΡΤ τώρα όλο αυτό καταλαβαίνεις πόσο ανορθόδοξο ακούγεται αλλά και πόσο σωστό γιατί ο Νίκος δεν ήταν σαν κάποιους γνωστούς αγνώστους δήθεν κάλτηδες ή σκληρούς που κάνουν την αρπαχτή τους σε δημοφιλή σήριαλ ο Νίκος δεν ήταν σαν εμάς που φοβόμαστε και κάνουμε τους συμβιβασμούς μας για να την βγάλουμε καθαρή αλλά πήγαινε με χίλια πάνω στον τοίχο έβγαλε λεφτά έχασε λεφτά χρώσταγε του χρωστάγανε έζησε κάτω από μια τεράστια σκιά ενός βαλκάνιου Lenny Bruce που οι πειρατικές κασέτες του από τα live στον Ζυγό στις λαϊκές ξεπούλαγαν στις 9 το πρωί και τελικά ξέφυγε πες μου εσύ ρε φίλε με τις δήθεν μάγκικες ταινίες σου που στάζουν ψεύτικο αίμα μπορείς να ξέρεις ότι θα πεθάνεις και να του πηγαίνεις τόσο κόντρα να ξενυχτάς στο 8ball με την αγαπημένη σου μπάντα με το καλύτερο όνομα μπάντας στον πλανήτη Last Drive να πίνεις ένα μπουκάλι βότκα και βάλε με τον Claudio εντάξει ήπια και εγώ ένα δύο ποτήρια αλλά έπρεπε να σε προσέχω και την επόμενη ρε φίλε να κατεβαίνεις ντυμένος στα μαύρα όπως πάντα με ένα τσιγάρο στα χείλη σαν να μην τρέχει μία και μόλις μπεις στο βαν βάζεις μουσική δυνατά πίνεις τον πρώτο από τους ατελείωτους καφέδες και κάνουμε γυρίσματα για την ομάδα σου τον ΠΑΟΚ μέχρι εξαντλήσεως δικής μας γιατί εσύ είσαι έτοιμος για ένα ακόμα τριπλό παρακαλώ Jack στο ένδοξο Lizard μπαρ του ξενοδοχείου Queen Olga που είχε γίνει σπίτι και πίνω κι εγώ μαζί σου και τώρα που κυλάει το αλκοόλ θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο Au Revoir με έχουν στείλει από ένα περιοδικό να σου κάνω ένα πορτραίτο κάνεις γύρισμα για τα Στέκια σου ένα από τα πρώτα και να ξέρεις λίγο ζήλευα και αναρωτιόμουν γιατί δεν με είχες πάρει να δουλέψω μαζί σου αφού στους Αισθηματίες τα είχαμε πάει φανταστικά και σε βγάζω μία φωτογραφία που δεν θα έβγαζα ποτέ αλλά εκείνο το βράδυ ήσουν πραγματικά εσύ καταραμένος ήρωας σε φιλμ νουάρ στο αγαπημένο του μπαρ έχει χάσει τα πάντα αλλά είναι ακόμα ζωντανός έτσι κι εσύ γύρισες σχεδόν δύο ολόκληρες εξαντλητικές σεζόν και μία μέρα το τηλέφωνό μου χτύπησε και με φώναξες στη Φωκίωνος σπίτι σας και τόπο των γενναιόδωρων τοστ και μου είπες να κάνουμε το τελευταίο επεισόδιο εκείνο για τους πρόσφυγες και μετανάστες και εντάξει ήθελα να σε αγκαλιάσω αλλά δεν ήταν εκείνη η ώρα για αγκαλιές δουλέψαμε σκληρά για ώρες μου είπες για τα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα που σου έκανε ο Αγγελάκας ρε φίλε εκείνο το βίντεο κλιπ για τις Τρύπες ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει για τον Θάνο Ανεστόπουλο που έφευγε και σε στεναχωρούσε τόσο πολύ μιλήσαμε με τον Μανίκα παντογνώστη της Αιθιοπικής κοινότητας και τελικά γύρισες ένα μοναδικό επεισόδιο και όταν το είδαμε πρώτη φορά στην τηλεόραση στο σαλόνι σας μετά κάναμε ένα ωραίο πάρτι μεθύσαμε σίγουρα έπαιξες δίσκους είχες κρατήσει μερικούς φαντάζομαι είχαν κάποιο μυστικό νόημα γιατί την υπερπολύτιμη συλλογή σου την είχες δώσει για να γυρίσεις την ταινία σου ακούς εσύ που κάνεις τον μάγκα και την επόμενη μέρα δεν έβλεπα μπροστά μου όπως και τώρα στο Lizard και μπαίνω στο ασανσέρ και για λίγο δεν με αναγνωρίζω με καταλαβαίνω όμως καλύτερα όταν ένας άνθρωπος που υπεραγαπώ και μου άλλαξε τη ζωή είπε ότι έχω πολύ θυμό και σκέφτηκα ναι έχεις δίκιο αλλά ξέρεις έμαθα από έναν Φίλο να τρέχω με χίλια έστω και όταν βλέπω τοίχο να μην προσπαθώ να αρέσω σε όλους να ζήσω την μία αυτή ζωή και τέλος και να βάζω στα ακουστικά να ακούσω τον Κομπάρσο και I Love Cindy δυνατά για να ματώνουν τα αυτιά και να στεγνώνουν τα μάτια.
O Χρήστος Σαρρής είναι φωτογράφος και head of creative Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Εμφανίστηκε σε δύο «Στέκια» και σκηνοθέτησε ένα.
Μάρκος Χολέβας: «Τα Στέκια δημιούργησαν μία μνήμη για το μέλλον»
Την περίοδο που ξεκινούσε η εκπομπή αρκετοί από τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη είχαμε φύγει από την Εταιρία Σκηνοθετών που για εμάς αντιπροσώπευε κάτι πολύ παλιό και αναχρονιστικό και συσπειρωθήκαμε γύρω από την Ένωση Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΣΠΕΚ). Αναλαμβάνει λοιπόν Νίκος αναλαμβάνει πρόεδρος κι εγώ αντιπρόεδρος. Μετά αντιστρέψαμε τους ρόλους, για να μπορούμε να μην αναλωνόμαστε μόνο στα συνδικαλιστικά, που επί της ουσίας ήταν η διεκδίκηση ενός οράματος γύρω από μια σύγχρονη πολιτική για τον ελληνικό κινηματογράφο. Όραμα που δυστυχώς εξακολουθεί να είναι ζητούμενο.
Ο Νίκος είχε τη διάθεση και την αγωνία να δημιουργηθεί μια εκπομπή όπου αρκετοί σκηνοθέτες, πέρα από τον ίδιο, θα έβρισκαν ένα δημιουργικό καταφύγιο. Τέτοια εγχειρήματα είχαν γίνει ξανά στο μακρινό παρελθόν, αλλά για αρκετό καιρό η λογική της δημόσιας τηλεόρασης -τα ιδιωτικά κανάλια δεν είχαν ποτέ έφεση προς το ντοκιμαντέρ- ήταν να αναθέτει σε ένα σκηνοθέτη μια σειρά εκπομπών. Επιπλέον η ιδέα του μπορούσε να στηριχθεί παραγωγικά. Δεν χρειαζόταν δηλαδή να γυρίζονται επεισόδια εκτός Αθηνών, κάτι που θα ανέβαζε το κόστος και ίσως να μην ήταν δυνατόν να στηριχθεί από τη δημόσια τηλεόραση. Φυσικά η ιδέα του πήγαινε και υφολογικά. Ήθελε να ρίξει φως σε χώρους που είτε ήταν ανταλλαγής ιδεών, είτε ήταν ακόμη και «καταραμένοι» με κάποιο τρόπο.
Εξαρχής γνώριζε ότι μια τέτοια θεματολογία θα έπρεπε να έχει μακρύ ορίζοντα. Στις πρώτες συναντήσεις προσπαθούσαμε -κυρίως εκείνος δηλαδή, αλλά και με τη βοήθεια των υπολοίπων- να οριοθετήσουμε ιδέες που θα έκαναν τον πρώτο κύκλο αρκετά δυνατό για να λειτουργήσει ως υπόβαθρο. Ήταν οραματική διαδικασία, ήθελε να στηθεί από την αρχή καλά, να πατάει γερά στα πόδια της , ούτως ώστε να συνεχιστεί μέχρι να αισθανθεί ο ίδιος ότι τα «Στέκια», ακόμη κι αν διευρύνουμε την έννοια, θα έχουν κάπως εξαντληθεί.
Ειδικά στο ξεκίνημα ο Νίκος είχε αφιερωθεί 100% είτε στα επεισόδια που σκηνοθετούσε ο ίδιος είτε σε επεισόδια άλλων, στους οποίους πρόσφερε το καλύτερο δυνατό σε συνθήκες παραγωγής. Δεν έμενε αμέτοχος στους υπόλοιπους σκηνοθέτες, δεν τους άφηνε να βουτάνε στα βαθιά χωρίς υποστήριξη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καπέλωνε τον κάθε σκηνοθέτη. Ίσα ίσα υπήρχε απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Γινόταν απλά μια συζήτηση με το που αποφασιζόταν ένα θέμα, γιατί ήθελε να δημιουργηθεί αυτό που λέμε φορμά, οι εκπομπές να έχουν λίγο πολύ όμοιο αφηγηματικό πλαίσιο, να μην είναι διάσπαρτες κουκίδες, αλλά όλες μαζί να απαρτίζουν ένα ψηφιδωτό.
Έχω αδυναμία στο επεισόδιο για τις ταβέρνες, που για μένα είναι ένας χώρος πνευματικής δημιουργίας, ένας χώρος σύγχρονων συμποσίων και πιστεύω ότι αυτό αναδείχτηκε. Επίσης αγαπημένο το Κομμωτήριο, ένας αλλιώτικος χώρος συνάθροισης, ίσως πιο γυναικείος, ίσως πιο παρεξηγημένος. Αλλά και το επεισόδιο για τους φίλους παλιού αυτοκινήτου, γιατί μπορεί να μη φαντάζεται κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δέσιμο και χώρους που τους ενώνουν. Βρέθηκε δηλαδή κάτι που εκ πρώτης όψεως δεν φαντάζει σαν στέκι, αλλά είναι και με το παραπάνω.
Η καταγραφή προσώπων αλλά και χώρων που σιγά σιγά θα εξαφανιστούν -για παράδειγμα τα βιντεοκλαμπ τυπικά και ουσιαστικά έχουν μια πολύ σύντομη διάρκεια ζωής ακόμη- άρα και η καταγραφή μιας ολόκληρης κουλτούρας, θα είναι πολύ χρήσιμη για το μέλλον στην αναζήτησή οπτικοακουστικών στοιχείων σε σχέση με κοινωνικές συμπεριφορές ανθρώπων σε περασμένες εποχές.
Τα Στέκια παίζουν δηλαδή ένα πολύ μεγάλο ρόλο στη δημιουργία μιας παρακαταθήκης άμεσης πρόσβασης για τις μελλοντικές γενιές. Δεν είναι το ίδιο να διαβάσεις απλά τι συνέβαινε κάποτε στις πλαζ, με το να δεις τι συνέβαινε. Ο όγκος της πληροφορίας είναι πολύ μεγαλύτερος. Άρα τα Στέκια δημιούργησαν μία μνήμη για το μέλλον.
Ο Μάρκος Χολέβας είναι σκηνοθέτης. Την υπογραφή του φέρουν 6 «Στέκια».