ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα Σχολεία του Δάσους

«Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη», έγραφε ο Νίκος Καζανταζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο», με τη φωνή του πιτσιρικά που είχε μπουχτίσει στη σχολική αίθουσα. «Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε…»

Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του σπουδαίου έλληνα λογοτέχνη. Μανάβηδες και κουλουρτζήδες δεν διαλαλούν πια την πραμάτεια τους, οι γειτόνισσες ’χάσαν τις γειτονιές τους και τα παιδιά πρωτοβλέπουν γαϊδουράκια σε εικονογραφήσεις παραμυθιών, αφού το 56% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα ζει σε αστικό περιβάλλον, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Ένα πράγμα ωστόσο παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο: οι τέσσερις τοίχοι του σχολείου, που καταπιέζουν ορμές και φαντασία, «για να μάθουν τα παιδιά γράμματα». Τι κι αν γεννηθήκαμε αναρριχητικά φυτά, μας καθηλώνουν σε καχεκτικά γλαστράκια.

Κι αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ή μήπως όχι;

Τη στιγμή που διαβάζετε αυτές οι γραμμές, κάπου στον καταπράσινο ιταλικό βορρά, ένας δάσκαλος, ο Giacomo, οδηγεί ένα τσούρμο πιτσιρίκια στο δάσος για να κάνουν ένα διαφορετικό μάθημα ιταλικών. Μετά, τα παιδιά τρέχουν ελεύθερα, σκαρφαλώνουν σε δέντρα, μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, παρατηρούν, αναρωτιούνται. Ανακαλύπτουν την πολυπλοκότητα του κόσμου μας, απλώνονται «Σε Όλο τον Ουρανό», όπως λέγεται στα ελληνικά το «Σχολείο του Δάσους» στο οποίο διδάσκει ο Giacomo – «A Tutto Cielo» στα ιταλικά.

Το ιδιαίτερο αυτό σχολείο βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης φάρμας Cascina Santa Brera, λίγο έξω από το Μιλάνο, ανάμεσα σε οπωροφόρα δέντρα, χωράφια με στάρι και λαχανικά (όλα βιολογικές καλλιέργειες) – και, φυσικά, δίπλα στο δάσος. Αγελάδες, κότες, γουρούνια, συμπληρώνουν ένα σκηνικό βγαλμένο από παραμύθι. 

«Δεν κάθομαι στην έδρα, δεν πιέζω το παιδί για το αποτέλεσμα»

«Η ιδέα ότι η κόρη μου έπρεπε να πάει σε βρεφονηπιακό σταθμό και να μένει όλη μέρα μέσα σε τέσσερις τοίχους ειλικρινά με έκανε να νιώσω άβολα», λέει η Margherita, ιδρυτικό μέλος του σχολείου, στο ρεπορτάζ των συνεργατών μας του ιταλικού VD News στο πλαίσιο του Sphera.

Η αποκατάσταση της «βαθιάς σύνδεσης του ανθρώπου και της φύσης» βρίσκεται στον πυρήνα της φιλοσοφίας του «A Tutto Cielo», τονίζει ο Giacomo. Η απόκτηση βιωμάτων, η συνεργατική μάθηση, είναι ο στόχος. Η τελευταία επιτυγχάνεται με τη «συνεργατική σχέση εκπαιδευτικών, γονέων και παιδιών, με κάθε συμμετέχοντα να αποκτά χώρο και φωνή στη διαδικασία μάθησης», όπως σημειώνεται στην ιστοσελίδα τους. Καθώς το περιβάλλον με το οποίο καλούνται να εξοικειωθούν τα παιδιά είναι μακράν πιο απαιτητικό από εκείνο μιας σχολικής αίθουσας, συνήθως οι ενήλικοι (εκπαιδευτικοί και γονείς) που συμμετέχουν στη διαδικασία είναι περισσότεροι από ό,τι σε ένα συμβατικό σχολείο.  

Η ιεραρχία και η δομή εδώ δεν είναι κάθετες, αλλά οριζόντιες. «Δεν κάθομαι στην έδρα να διδάξω ιστορία, ούτε αναγκάζω τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία. Προτείνω υλικό, προτείνω εμπειρίες», λέει ο Giacomo. «Για να μιλήσουμε για την Αρχαία Αίγυπτο, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με πηλό για να κατασκευάσουμε δίσκους, κι έπειτα ιερογλυφικές επιγραφές. Μετά αρχίσαμε να συζητάμε για τη σημασία της γραφής… Κατόπιν μάθαμε ιστορικά στοιχεία ή παρακολουθήσαμε μια ταινία και κρατήσαμε σημειώσεις ή επισκεφθήκαμε ένα μουσείο».

Στο «A Tutto A Cielo», σέβονται τον χρόνο που χρειάζεται κάθε παιδί για να ακολουθήσει τη φυσική του κλίση, κι έτσι τα παιδιά με τη σειρά τους μαθαίνουν να σέβονται τη διαδικασία της μάθησης. «Δεν υπάρχει βιασύνη να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα εάν το παιδί δεν είναι έτοιμο», λένε οι εκπαιδευτικοί.

Ο Giacomo επισημαίνει ότι το άγχος στα παιδιά σχετίζεται με τη διαρκή απαίτηση για επιδόσεις και το φυσικό επακόλουθό της, τη βαθμοθηρία. Κι αυτό «αντί να παρακολουθούμε την εξελικτική διαδικασία του παιδιού, από πού ξεκίνησε και πού έφτασε». Στο «A Tutto Cielo» τα παιδιά δίνουν εξετάσεις στο τέλος του έτους, αλλά η συνολική προσέγγιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας απέχει παρασάγγας από την παραδοσιακή.

Από την πανδημία κι έπειτα, ολοένα και περισσότεροι Ιταλοί στέλνουν τα παιδιά τους σε τέτοια εναλλακτικά σχολεία, όπου μαθαίνουν μέσα από τη φύση και τη χαρά. Όπως λέει ο Giacomo, «στη σύγχρονη εποχή, είναι πιο απαραίτητο από ποτέ να στηρίζουμε τα παιδιά ώστε να εξερευνούν την ελευθερία τους… Κι εγώ, όμως, εδώ νιώθω ελεύθερος να προσφέρω, με συνέπεια, αυτοσεβασμό και σεβασμό στους ανθρώπους που συνοδεύω στο ταξίδι τους. Είμαι σίγουρα πιο ευτυχισμένος».

«Είναι βάρβαρο να αξιολογείς τα παιδιά με πέντε ψηφία»

Ο σπόρος του «Σχολείου του Δάσους» βρήκε εύφορο έδαφος και στην Ουγγαρία, 90 χιλιόμετρα έξω από τη Βουδαπέστη, σε ένα μικρό χωριό μόλις 400 κατοίκων. Το «Πράσινο Σχολείο» λειτουργεί ήδη τρία χρόνια στο χωριό Terény, έχει 21 μαθητές σε όλες τις τάξεις και τρεις εκπαιδευτικούς. Εκεί «τα παιδιά αποκτούν τις απαιτούμενες γνώσεις σε όλα τα σχετικά πεδία για την ηλικία τους, αλλά ταυτόχρονα συνδέονται με τη φύση και το περιβάλλον, αντιλαμβάνονται τη βιωσιμότητα», όπως σημειώνεται στην ιστοσελίδα του σχολείου.

Στη διδασκαλία, ακολουθείται το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο (BPS): Μέσα από την εξερεύνηση βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων, οι εκπαιδευτικοί κατανοούν τις σύνθετες ανάγκες των μαθητών τους και ανταποκρίνονται σε αυτές. «Από την προώθηση της καλής υγείας και ευημερίας έως τη δημιουργία συμπεριληπτικών τάξεων, το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο λειτουργεί ως καθοδηγητικό πλαίσιο για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) και την καλλιέργεια ενός πιο δίκαιου εκπαιδευτικού τοπίου», σημειωνόταν σε πρόσφατη επιστημονική μελέτη.

Στο «Πράσινο Σχολείο», τα παιδιά καταρχάς δημιουργούν ένα σχολείο-φάρμα. Φροντίζουν λαχανόκηπους, κότες, κατσίκες, μέλισσες. Μέσα από την οικονομία της φάρμας, μαθαίνουν παράλληλα για τις επιστήμες. Έτσι, «οι μαθητές δημιουργούν, ερευνούν, εξερευνούν, εξασκούνται και αναλαμβάνουν την ευθύνη της δικής τους μάθησης. Θέτουν στόχους που είναι σημαντικοί για αυτούς και αντιμετωπίζουν κατάλληλες προκλήσεις», σημειώνει το σχολείο. «Περνάμε τον περισσότερο χρόνο μας στον καθαρό αέρα, κάνοντας σπορ και πεζοπορία, ή μελετώντας στον κήπο και το δάσος».

«Η χρονιά χωρίζεται σε τρία μέρη», λένε οι εμπνευστές του «Πράσινου Σχολείου» στο ρεπορτάζ των συνεργατών μας του 444.hu στο πλαίσιο του Sphera. «Στην αρχή κάθε τριμήνου, ο δάσκαλος, οι γονείς και το παιδί κάνουν μια συνάντηση που αφορά στα ενδιαφέροντά τους, τι χαίρονται να κάνουν και τι θέλουν να εξερευνήσουν βαθύτερα. Στο τέλος του τριμήνου το παρουσιάζουν στην ομάδα τους, στο τρίτο τρίμηνο και στους γονείς». Κι αυτό γιατί στα «Σχολεία του Δάσους», τα παιδιά εκκινούν από τα ενδιαφέροντά τους για να οδηγηθούν στη γνώση, δεν τους επιβάλλεται μια προκαθορισμένη εκπαιδευτική ατζέντα ή άσκηση που πρέπει να λύσουν, όπως στα συμβατικά σχολεία.   

Οι εκπαιδευτικοί, και εδώ, δεν χρειάζεται να παραδώσουν βαθμολογία, αλλά «ένα φύλλο αξιολόγησης που είναι πολύ πιο αναλυτικό», όπως λένε στο ρεπορτάζ. Μία από τις ιδρύτριες εκπαιδευτικούς εξομολογήθηκε ότι όταν εργαζόταν στα «κανονικά» σχολεία, περιοριζόταν πολύ από το σύστημα αξιολόγησης. «Πέντε ψηφία για να αξιολογήσεις παιδιά… Νομίζω είναι βάρβαρο… Εδώ το ενδιαφέρον των παιδιών δεν συνθλίβεται ελέω βαθμών, αλλά χτίζεται προς όφελός τους».

Περπατώ εις το δάσος, με κάθε καιρό

Τα δύο αυτά σχολεία διαπνέονται από την παιδαγωγική του δάσους, που ανέπτυξαν πρώτοι οι Δανοί κι έπειτα οι Σουηδοί, ήδη από τη δεκαετία του ’50, γκρεμίζοντας τους τοίχους και χτίζοντας τη γνώση με ελευθερία, έξω στη φύση. Στη Δανία μάλιστα το μοντέλο ενσωματώθηκε στην επίσημη προσχολική αγωγή. Η ιδέα των «Σχολείων του Δάσους» αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από τους Βρετανούς τη δεκαετία του ’90, οι οποίοι έπειτα ανέπτυξαν και δική τους ξεχωριστή σχολή. Σήμερα, μάλιστα εκπαιδεύουν και πιστοποιούν ανθρώπους από όλο τον κόσμο στην παιδαγωγική του δάσους.   

Εκτός από τις παιδαγωγικές ωφέλειες, τα «Σχολεία του Δάσους» ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών μέσω της επαφής με τη φύση, όπως έδειξε φινλανδική μελέτη. Διαταραχές όπως αυτοάνοσα νοσήματα και αλλεργίες προλαμβάνονται, τα παιδιά γίνονται πιο ανθεκτικά στις λοιμώξεις. Πολλές μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι η ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών ωφελείται όταν περνούν χρόνο στη φύση, για παράδειγμα είναι λιγότερο παχύσαρκα, η διανοητική τους κατάσταση είναι καλύτερη, ενώ έχουν αυξημένες αντοχές και ταχύτερη γνωστική ανάπτυξη.

Αν η παιδαγωγική του δάσους αναπτύχθηκε σε κάποιες από τις πιο παγωμένες χώρες του κόσμου, τις σκανδιναβικές, γιατί να μην ευδοκιμήσει στις μεσογειακές; Αν παιδάκια τριών έως πέντε ετών σε νηπιαγωγείο στη Φινλανδία, σε περιοχή με μέση θερμοκρασία ημέρας τον χειμώνα -2 βαθμούς Κελσίου και στρωμένο χιόνι τουλάχιστον δύο μήνες τον χρόνο, περνούν τη μισή τους ημέρα έξω, περπατούν 40 λεπτά στο δάσος, τρώνε σε ανοιχτό καταφύγιο και κοιμούνται σε σκηνή πριν επιστρέψουν στο νηπιαγωγείο, γιατί να μην υιοθετήσουμε το μοντέλο κι εδώ στον Νότο, με το ήπιο κλίμα;

Ο σπόρος πέφτει στην Ελλάδα

Τα Σχολεία του Δάσους στην Ιταλία και την Ουγγαρία στα οποία αναφερθήκαμε παρέχουν ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποια συμπληρωματική δραστηριότητα στην οποία τα παιδιά συμμετέχουν στον ελεύθερο χρόνο τους. Είναι κανονικά σχολεία, πλην εναλλακτικά. Στα σχετικά ρεπορτάζ των συνεργατών μας, ο ιταλός δάσκαλος διασαφηνίζει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία ακολουθεί τις επίσημες οδηγίες του υπουργείου, ενώ στην ιστοσελίδα του ουγγρικού σχολείου αναφέρεται ότι ακολουθείται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της χώρας και παρέχονται επίσημα πιστοποιητικά. Η προσέγγιση είναι που διαφέρει.

Άλλα «Σχολεία του Δάσους» ωστόσο λειτουργούν συμπληρωματικά με τα μαθήματα ή ως δραστηριότητα επιλογής. Στη χώρα μας, τέτοιο είναι οι «Καριάτζουλες» στην Κάνδανο Χανίων. Όπως αναφέρουν στη σχετική ιστοσελίδα οι ιδρυτές του, Μανώλης Πυροβολάκης και Νεφέλη Λαμπρινού, δημιούργησαν το σχολείο αυτό, επειδή λόγω πίεσης χρόνου, πολλαπλών ηλεκτρονικών ερεθισμάτων και φόβου του «έξω κόσμου», «τα παιδιά δεν έχουν πολλές ευκαιρίες για παιχνίδι, χάνουν την αυτονομία τους και δεν αποκτούν τις εμπειρίες ζωής που πραγματικά χρειάζονται».  

Οι δύο εκπαιδευτικοί, πιστοποιημένοι στην παιδαγωγική του δάσους από τον βρετανικό εκπαιδευτικό φορέα Forest School Learning Initiative, μιλούν για θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και «αισθητή αύξηση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησης των παιδιών» που συμμετείχαν στις συνεδρίες τους. 

Στην Αττική, λειτουργεί η «Παρέα του Δάσους», που παρέχει επιλογές παιδαγωγικής του δάσους εκτός σχολείου για παιδιά 2 έως 13 ετών, με πολλές από τις δράσεις να πραγματοποιούνται στο Αισθητικό Δάσος Υμηττού.  

«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες», συνεχίζει ο Καζαντζάκης στο απόσπασμα της εισαγωγής. «Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: “Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!”».

Στα «Σχολεία του Δάσους», οι δάσκαλοι είναι αυτοί που πρώτοι σωπαίνουν για ν’ ακούσουν μαζί με τα παιδιά το πουλί.

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου