Tα γενέθλιά του ΠΑΣΟΚ στις 3 Σεπτεμβρίου σχεδόν συνέπεσαν με το θάνατο του πρωτοπαλίκαρού του την 27η Αυγούστου, που ετάφη με μια σημαία τυλιγμένη στο φέρετρο: με τον Πράσινο Ήλιο του κόμματος που τον ανέδειξε αλλά του γύρισε την πλάτη ακόμη και στο θάνατο, με εκκωφαντική την απουσία όλων των ιστορικών εν ζωή στελεχών του.
Ο Επίκουρος Καθηγητής και γνώστης εκ των έσω της παράταξης, Χρύσανθος Δημ. Τάσσης, γράφει στην Popaganda για την πορεία του εκλιπόντος μέσα στο κόμμα:
Με αφορμή τον θάνατο του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ Άκη Τσοχατζόπουλου είναι σημαντικό να αναλύσουμε την πορεία του κόμματος που σημάδεψε όσο κανένα άλλο την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Άκης τόσο για τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ αλλά και για ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνική κοινωνίας, ταύτισε την πολιτική του πορεία με τη δυναμική, την άνοδο, τον κυβερνητισμό και τελικά την πτώση του κόμματος των Ελλήνων σοσιαλιστών. Στην πολιτική του διαδρομή ήταν ο μόνος μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου που τον προσφωνούσαν φίλοι και αντίπαλοι με το μικρό του όνομα και αναδείχθηκε ως η βασική έκφραση της κομματικής γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ. Το παρόν κείμενο προσπαθεί να αναλύσει την πορεία, τη δυναμική και τις αντιφάσεις του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην ελληνική περίπτωση με βάση την πορεία και τις επιλογές του Άκη Τσοχατζόπουλου, επιλογές οι οποίες κατά την άποψή μου σηματοδοτούν τη συνολική πορεία (την άνοδο και την πτώση) του ΠΑΣΟΚ.
Από το ΠΑΚ στην Αλλαγή: Κόμμα μαζών και πολιτικός ριζοσπαστισμός
Η επιβολή της δικτατορίας είχε σημαντικές συνέπειες στα προδικτατορικά πολιτικά κόμματα στελεχών τα οποία με τη χαλαρή οργανωτική δομή και την αποκλειστικά κοινοβουλευτική τους λειτουργία (με την εξαίρεση της ΕΔΑ) δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τη δικτατορία. Έτσι, και το ΚΚΕ διασπάται το 1968, και ο Α. Παπανδρέου ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΠΑΚ) (Τάσσης 2010α: 152-154). Η ιδεολογία του ΠΑΚ δεν αποτελεί συνέχεια της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου καθώς αναφέρεται στα προτάγματα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας και από το 1970 και μετά υιοθετεί αντι-ιμπεριαλιστική ρητορεία. Είναι η εποχή που ο Α. Παπανδρέου υιοθετεί τη νέο-μαρξιστική προσέγγιση της Σχολής της Εξάρτησης με αποτέλεσμα τον Νοέμβριο του 1971 το ΠΑΚ να αποσυνδέεται και οργανωτικά από την ΕΚ (Ασημακόπουλος, 2017: 136-137). Την περίοδο της δικτατορίας ο Α. Τσοχατζόπουλος βρισκόταν ήδη στην τότε Δυτική Γερμανία, αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα με αποτέλεσμα να του αφαιρέσει η δικτατορία την ελληνική ιθαγένεια. Ως αντιστασιακός γνωρίζεται το 1968 με τον Α. Παπανδρέου και από το 1970 εντάσσεται και αποτελεί ενεργό μέλος του ΠΑΚ και μετέπειτα του ΠΑΣΟΚ σε μια παράλληλη πορεία με τον Α. Παπανδρέου και εξελίσσεται ως η θεσμική μνήμη της κομματικής γραφειοκρατίας. Στο ΠΑΚ αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο σημαντικά στελέχη της οργάνωσης και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του. Χαρακτηριστικά τον Αύγουστο του 1974 στο Μόναχο, στο Τεχνικό γραφείο που είχε μαζί με τον Γ. Τσουγιόπουλο, συγκεντρώθηκε η ομάδα που έγραψε την Ιδρυτική του ΠΑΣΟΚ, τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη (Παπαγιαννόπουλος, 2021). Η επίδραση του ΠΑΚ ήταν καταλυτική για τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «το νεοϊδρυθέν ΠΑΣΟΚ κληρονόμησε από το ΠΑΚ: Τον Πρόεδρό του (ως πρόσωπο και ως θεσμό) το Κέντρο Μελετών και Διαφώτισης (ΚΕΜΕΔΙΑ), τις οργανώσεις εξωτερικού, τον «Αγωνιστή» […], τις βασικές αρχές Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Δημοκρατικές Διαδικασίες, Σοσιαλιστικός Μετασχηματισμός (Κοινωνική Απελευθέρωση) (Παπαγιαννόπουλος 1989: 107).
Στο πλαίσιο αυτό, στόχος της ιδρυτικής διακήρυξης είναι να οικοδομηθεί ένα σοσιαλιστικό κόμμα για πρώτη φορά στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Για το λόγο αυτό υιοθετεί το θεωρητικό σχήμα της σχολής της εξάρτησης, τη διαιρετική τομή Μητρόπολης/Περιφέρειας και κατατάσσει την Ελλάδα ως χώρα περιφερειακή θέτοντας ως λύση για την υπανάπτυξη την αποσύνδεση από το καπιταλιστικό μπλοκ εξουσίας (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ – ΕΟΚ) και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα (Τάσσης, 2018: 323-366). Για να γίνει αυτό προάγεται η οικοδόμηση ενός κόμματος μαζών όπου η κομματική οργάνωση διαδραματίζει τον πιο σημαντικό ρόλο ως πολιτικός και εκλογικός μηχανισμός, σαφώς πιο σημαντικός από την κοινοβουλευτική θεώρηση της πολιτικής, όπου στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 κυριαρχούν έντονες επιφυλάξεις για τον κοινοβουλευτισμό λόγω των γεγονότων της περιόδου 1965-1967 στα Ιουλιανά και της αποτυχίας για την αποτροπή της δικτατορίας. Με την υιοθέτηση του συνθήματος «Σοσιαλισμός στις 18», το ΠΑΣΟΚ εμπνέει κουλτούρα εξωκοινοβουλευτική, με αποτέλεσμα ο Ά. Τσοχατζόπουλος μαζί με πολλά σημαντικά στελέχη του Κινήματος, όπως οι Σ. Καράγιωργας, Κ. Σημίτης, Ν. Κωνσταντόπουλος κ.ά., να μην θέτουν υποψηφιότητα στις πρώτες εκλογές του 1974 (Σπουρδαλάκης 1988: 110-113).
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της ιδρυτικής διακήρυξης είναι η αυτοοργάνωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «το ΠΑΣΟΚ καλεί τον ελληνικό λαό να οργανωθεί στις τάξεις του, σε οργανώσεις βάσεις, να συμμετάσχει άμεσα στην παραπέρα διαμόρφωση του προγράμματός του, στη λήψη όλων των αποφάσεων και στην ανάδειξη των στελεχών του σε όλα τα επίπεδα» (ΠΑΣΟΚ 1974). Ακριβώς επειδή δεν υπήρχε προηγούμενη εμπειρία κόμματος μαζών με σοσιαλιστικό χαρακτήρα το ΠΑΣΟΚ επέλεξε την αυτοοργάνωση ώστε να διαφοροποιηθεί και από την προδικτατορική λογική των κομματικών στελεχών αλλά και ως προς τη συγκεντρωτική δομή της κομμουνιστικής Αριστεράς. Έτσι το αποτέλεσμα των εσωκομματικών κρίσεων και διασπάσεων της περιόδου 1975-1977 με στελέχη από τη Δημοκρατική Άμυνα, με τους Τροτσκιστές και με στελέχη από το ΠΑΚ, (Σπουρδαλάκης 1988) οδήγησαν το 1977 στην 1η Πανελλήνια Συνδιάσκεψη, η οποία θεωρείται ότι έχει χαρακτήρα Συνεδρίου, οπότε εκλέγεται η νέα Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ και αποφασίζεται να υιοθετηθεί ένα μοντέλο οργανωτικής δομής κατά τα πρότυπα του κόμματος μαζών. Από την συγκεκριμένη Συνδιάσκεψη προέκυψε η περίφημη Τρόικα στο ΠΑΣΟΚ με τους Α. Τσοχατζόπουλο, Κ. Λαλιώτη και Γ. Γεννηματά ως μια άτυπη τριμελής γραμματεία του νέου Εκτελεστικού Γραφείου. Ο Α. Τσοχατζόπουλος ήταν μάλιστα ο πρώτος στην άτυπη ιεραρχία της Τρόικας καθώς είχε αναπτύξει μεγάλη σχέση και οικειότητα με τα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ από τη στενή του σχέση με τον Α. Παπανδρέου και από το γεγονός ότι προερχόταν από το ΠΑΚ και θεωρείτο ότι εξέφραζε τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του νεαρού τότε Κινήματος, γι’ αυτό ανέλαβε υπεύθυνος για την οργανωτική δομή του κόμματος. Αντίστοιχα ο Κ. Λαλιώτης εξέφραζε τη γενιά του Πολυτεχνείου και τη νεολαία και ανέλαβε τα ιδεολογικά ζητήματα ενώ ο Γ. Γεννηματάς ανέλαβε υπεύθυνος για τους μαζικούς χώρους (συνδικαλιστικό κίνημα, Τοπική Αυτοδιοίκηση). Ο τρίτος, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, είχε έντονη παρουσία στα μαζικά κινήματα και αποτέλεσε ουσιαστικά και ένα άνοιγμα του Α. Παπανδρέου στον Κεντρώο χώρο.
Η Τρόικα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1990 καθώς ο Α. Παπανδρέου είχε παραχωρήσει σημαντικές πρωτοβουλίες και σε οργανωτικά και σε ιδεολογικά και σε ζητήματα μαζικών χώρων. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη που υποστηρίζει ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα προσωποπαγές κόμμα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Γ. Γεννηματάς «ο Λαλιώτης είναι για να διαμορφώνει πολιτική, εγώ να την εφαρμόζω και ο Άκης είναι για να την περνάει στον Πρόεδρο». Ο Άκης θεωρείτο και ήταν το πιο κοντινό στέλεχος στον Α. Παπανδρέου και μάλιστα σε αντίθεση με την εντύπωση πως πάντα έκανε αυτό που έλεγε ο Πρόεδρος, ο Ά. Τσοχατζόπουλος ήταν ο μόνος ο οποίος μπορούσε να εκφέρει αντιρρήσεις χωρίς να διαταραχθεί η εξαιρετική τους σχέση (Τάσσης 2010: 589-590).
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη και οι αποφάσεις της 2ης Συνόδου της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1978 και 5ης Συνόδου της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1979, διαμορφώνουν την κεντρική κομματική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ η οποία αποτελείται από την τρόικα του Εκτελεστικού Γραφείου, μαζί με τη μεγάλη πλειοψηφία της ΚΕ και κυρίως την Επιτροπή Οργανωτικού, την Επιτροπή Συνδικαλιστικού, την Επιτροπή Νεολαίας, την Επιτροπή Αυτοδιοίκησης και Τοπικών Προβλημάτων (ΕΑΤΟΠ) και τις κλαδικές οργανώσεις επιστημόνων. Επίσης διαμορφώνεται το μπλοκ των μη προνομιούχων με την υιοθέτηση της στρατηγικής της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, ενώ με την Σχολή της Εξάρτησης οριοθετείται ιδεολογικά σε σχέση με τα κυρίαρχα ρεύματα της αριστεράς (σοσιαλδημοκρατία, υπαρκτός σοσιαλισμός, ευρωκομμουνισμός) (Ασημακόπουλος & Τάσσης, 2018: 31). Οι συγκεκριμένες επιλογές δηλαδή η σφικτή οργανωτική δομή με έμφαση στην πολιτική κινητοποίηση αλλά και το άνοιγμα στους μαζικούς χώρους με τον έλεγχο του κόμματος στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στο φοιτητικό κίνημα και στην Τ. Α. αποτελεί σημαντική καινοτομία για το ελληνικό κομματικό σύστημα και σε συνδυασμό με τον σοσιαλιστικό του χαρακτήρα αποτελούν τα αίτια για την πολιτική και εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ το οποίο με τις εκλογές του 1981 καταφέρνει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μόλις 7 χρόνια από την ίδρυσή του (Τάσσης 2008: 42-43).
Το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση ο Λαός στην Εξουσία; Κομματική γραφειοκρατία και κυβερνητισμός.
Όταν το ΠΑΣΟΚ γίνεται κυβέρνηση με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα «Συμβόλαιο με το Λαό» για να καλύψει τις κυβερνητικές θέσεις στρέφεται στην οργάνωσή του, χρησιμοποιώντας περίπου τέσσερις χιλιάδες μέλη, κυρίως από τις Κλαδικές Οργανώσεις. Η επιλογή αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να συνδυάζει την τεχνοκρατική λογική με τις κυβερνητικές ανάγκες και την αριστερή παρεμβατική πρακτική του κόμματος μαζών. Ωστόσο, η είσοδος χιλιάδων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο κράτος δημιουργεί προβλήματα στην κυβέρνηση. Ο ενθουσιασμός της οργάνωσης του κόμματος μαζών για τη συμμετοχή της στις κυβερνητικές υποθέσεις δημιουργούν τριβές με τα στελέχη που έχουν τεχνοκρατικό και κοινοβουλευτικό προσανατολισμό, τα οποία δεν έχουν συνηθίσει να λειτουργούν υπό τον έλεγχο του κόμματος (Τάσσης, 2010γ: 278-279). Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ο Α. Παπανδρέου δηλώνει ότι «Η οργάνωση δεν θα πρέπει να γίνει αστυνόμος της κυβέρνησης και δεν πρέπει να υποκαθιστά την κυβερνητική εξουσία» (Παπανδρέου 1982). Τη ίδια αντίληψη έχει και ο Α. Τσοχατζόπουλος τον Ιούλιο του 1983, όταν δηλώνει ότι: «Η κυβέρνηση […] έχει ευθύνη να εφαρμόζει την καθημερινή της πολιτική με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα συνολικά όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε στιγμή. Είναι αυτή που κάτω από την καθοδήγηση του Πρωθυπουργού έχει την ευθύνη να υλοποιήσει το κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά εφικτό στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή […]. Οι επιλογές και οι κατευθύνσεις [της κυβέρνησης] απορρέουν από το πρόγραμμα του κινήματος […]. Ο ρόλος του κόμματος προσδιορίζεται στην «ανάπτυξη προβληματισμού, στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της ιδεολογίας και της πολιτικής γραμμής με τη συμμετοχή των μελών του […] και στην ευθύνη να στηρίξει την κυβέρνηση» (Τσοχατζόπουλος 1983).
Η πολιτική επιλογή υποβάθμισης, ουσιαστικά, της οργάνωσης σε συνδυασμό με την ένταξη των βασικών του στελεχών στο κράτος (Υπουργοί, βουλευτές, Νομάρχες, Διοικητές Οργανισμών) φαίνεται να μετασχηματίζει το ΠΑΣΟΚ ως πλέον κόμμα εξουσίας, με αποτέλεσμα να αφυδατώνεται πολιτικά (Τάσσης 2008 78-82). Μάλιστα σε συνδυασμό με τη μαζικοποίηση των οργανώσεων με βασικό κριτήριο την ποσοτική (αριθμητική) και όχι την ποιοτική (με όρους ιδεολογικούς) αύξηση των μελών με βασικό κίνητρο την πρόσληψη κομματικών μελών ως δημοσίων υπαλλήλων και την ένταξη στο κόμμα ατόμων με προσδοκία διορισμού στο δημόσιο, συγκροτούν συγκεκριμένους υλικούς όρους αναπαραγωγής από την παραμονή του κόμματος στην κυβέρνηση και τη μείωση των ιδεολογικών αναφορών στη σοσιαλιστική προοπτική ενώ αντίθετα φαίνεται να κυριαρχεί ο ρεαλισμός του εφικτού και με αυτό τον τρόπο η κομματική γραφειοκρατία και ελέγχει το κόμμα μέσα από αντιδημοκρατικές πρακτικές, αλλά και προσαρμόζει την αναπαραγωγή της μέσω των συγκεκριμένων καπιταλιστικών σχέσεων (Ασημακόπουλος & Τάσσης 2018: 39-41). Η επιλογή της μαζικοποίησης η οποία οδήγησε σε μια μαζική οργάνωση 220.000 μελών με έμφαση την πολιτική κινητοποίηση σε συνδυασμό με τις σημαντικές πολιτικές κοινωνικού κράτους ιδίως στην πρώτη κυβερνητική τετραετία, αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα για την εκλογική δυναμική και συνέχεια του ΠΑΣΟΚ παρά την κρίση το 1989. Ωστόσο, οι αντιφάσεις του κυβερνητισμού στην κομματική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ γίνονται εμφανείς το 1988 όταν ο Α. Παπανδρέου νοσηλεύεται στο Ην. Βασίλειο και ξεσπά το «σκάνδαλο Κοσκωτά», οπότε η κομματική γραφειοκρατία η οποία έχει μετεξελιχθεί σε κυβερνητική, αδυνατεί να κατανοήσει τη δυναμική των πραγμάτων και να επανασυνδεθεί με την οργανωμένη βάση αλλά και να αντιμετωπίσει την κρίση. Τη λύση δίνει τελικά η επιστροφή του Α. Παπανδρέου που οδηγεί στη συσπείρωση των οργανωμένων μελών.
Εκσυγχρονισμός και πολιτική κρατικοποίηση: Η κομματική γραφειοκρατία σε κρίση
Η εποχή του 1989 χαρακτηρίζεται από τις κατηγορίες για συμμετοχή στελεχών του ΠΑΣΟΚ και του ίδιου του Α. Παπανδρέου σε οικονομικά σκάνδαλα (ενώ το όνομα του Α. Τσοχατζόπουλου δεν αναφέρεται σε αυτή την περίπτωση) παράλληλα με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες της Αν. Ευρώπης, με αποτέλεσμα να αρχίζει να μειώνεται ο παράγοντας «πολιτικό κόμμα». Στο πλαίσιο αυτό, στις 2 Νοεμβρίου του 1990, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ στο «Πεντελικόν», στο ζήτημα της εκλογής του νέου Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, αμφισβητείται για πρώτη φορά ουσιαστικά ο Α. Παπανδρέου. Η υποβολή υποψηφιότητας από τον Π. Αυγερινό για τη θέση του Γραμματέα, την οποία υποστηρίζουν ο Κ. Σημίτης, ο Θ. Πάγκαλος και η Μ. Μερκούρη, έρχεται σε αντίθεση με την υποψηφιότητα του Ά. Τσοχατζόπουλου που αποτελεί την επιλογή του Α. Παπανδρέου και ουσιαστικά σηματοδοτεί το τέλος της ενιαίας κομματικής γραφειοκρατίας υπό την Τρόικα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί την πρόθεση μέρους της ηγετικής ομάδας να αμφισβητήσει την πολιτική που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία, ιδίως στην πρώτη τετραετία, και να δοθεί έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία και στη σύγκλιση της χώρας με την υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατουσίαν πρόκειται για την εμφάνιση του εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Η εκλογή του Α. Τσοχατζόπουλου στη θέση του Γραμματέα σηματοδοτεί τη συνέχιση της πολιτικής του σχέσης με τον Α. Παπανδρέου αναδεικνύοντάς τον ως εκφραστή της πολιτικής παράδοσης της πρώτης κυρίως κυβερνητικής τετραετίας δηλαδή μιας ισχυρής κομματικής γραφειοκρατίας η οποία χρειάζεται την κομματική οργάνωση ως παράγοντα πολιτικής κυρίως κινητοποίησης αλλά και των πολιτικών του κοινωνικού κράτους της περιόδου. Τον αναδεικνύει επίσης ως τον βασικό παράγοντα ενάντια στη δυναμική που αναπτύσσουν οι εκσυγχρονιστικές δυνάμεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Τον Φεβρουάριο του 1991 ο Α. Τσοχατζόπουλος υπογράφει εγκύκλιο για συνολική πολιτική κινητοποίηση της οργάνωσης με στόχο την υπεράσπιση των υπό κατηγορία στελεχών του ΠΑΣΟΚ για το σκάνδαλο Κοσκωτά και κοινοποιείται στις νομαρχιακές και τομεακές οργανώσεις του Κινήματος. Έτσι, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου, διοργανώνουν περιοδείες και ομιλίες σε όλη την Ελλάδα και αυτό φέρνει ένα κομμάτι της οργάνωσης κοντά στον Α. Τσοχατζόπουλο. Το ίδιο γίνεται και στη επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση της Β΄ Αθήνας το 1992 όπου οι εκσυγχρονιστές ουσιαστικά απέχουν από τη συγκεκριμένη επιλογή και κατηγορούν τον Α. Παπανδρέου για πολιτικό λάθος. Το βάρος της εκλογικής αναμέτρησης το σηκώνει κυρίως ο Α. Τσοχατζόπουλος με τους γραμματείς των ΝΕ της Β΄ Αθήνας. Ωστόσο την ίδια περίοδο παρατηρούνται αλλαγές στην οργάνωση του ΠΑΣΟΚ καθώς στις διαδικασίες για την ανάδειξη των νέων Νομαρχιακών Επιτροπών τον Ιούνιο του 1992 για πρώτη φορά συμμετέχουν ενεργά οι βουλευτές, οι οποίοι ευνοούν την εκλογή στα μεσαία καθοδηγητικά όργανα του Κινήματος στελεχών που διατηρούν προσωπικές και πολιτικές σχέσεις μαζί τους.
Οι εσωκομματικές αυτές διαδικασίες ανανεώνουν σημαντικά τα μεσαία όργανα (ανανέωση που φτάνει περίπου στο 1/3 των στελεχών) και ισχυροποιούν τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην κομματική ιεραρχία. Η οργάνωση λοιπόν αρχίζει να κινείται προς τη στήριξη συγκεκριμένων βουλευτών και να αποσυνδέεται πολιτικά από τα κομματικά όργανα (Τάσσης, 2008: 111-125). Η συγκεκριμένη εξέλιξη φαίνεται πως ευνοεί τον εκσυγχρονιστικό πόλο ο οποίος επιζητά το άνοιγμα του κόμματος στην κοινωνία και την ταύτιση της πολιτικής διαδικασίας με τις ανάγκες της κοινοβουλευτικής πρακτικής. Σε συνδυασμό μάλιστα με τον αυξημένο ρόλο των ιδιωτικών ΜΜΕ και των ειδικών της επικοινωνίας στη διαμόρφωση της πολιτικής, παρέχουν σαφές πλεονέκτημα απέναντι στην ομάδα που συσπειρώνεται γύρω από τον Α. Τσοχατζόπουλο, η οποία εμφανίζεται να στηρίζεται από ένα κόμμα ισχυρό, με αποφασιστικής σημασίας αρμοδιότητες, κάτι το οποίο ωστόσο (ακόμα και αυτό) δεν ήταν ξεκάθαρο από την άλλη πλευρά.
Έτσι όταν ο Α. Παπανδρέου εισάγεται στο Ωνάσειο στις 20 Νοεμβρίου 1995 και αρχίζουν οι διαδικασίες για τη διαδοχή του στην πρωθυπουργία διατυπώνονται δυο αντιθετικές προτάσεις. Είτε η εκλογή να πραγματοποιηθεί μέσα από Έκτακτο Συνέδριο, η οποία φαίνεται ότι έχει την υποστήριξη του Ά. Τσοχατζόπουλου, είτε μέσω της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, την οποία υποστηρίζουν οι υπόλοιποι υποψήφιοι για την πρωθυπουργία (Κ. Σημίτης, Γ. Αρσένης, Α. Κακλαμάνης και Γ. Χαραλαμπόπουλος) (Λυγερός, 1996: 381-384).
Τελικά, ο Α. Παπανδρέου παραιτείται από την πρωθυπουργία στις 15 Ιανουαρίου 1996 και στις 18 Ιανουαρίου 1996 συνέρχεται η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος για να εκλέξει τον νέο Πρωθυπουργό της χώρας. Οι υποψήφιοι είναι ο Ά. Τσοχατζόπουλος, ο Κ. Σημίτης, ο Γ. Αρσένης και ο Γ. Χαραλαμπόπουλος. Στην πρώτη ψηφοφορία ο Κ. Σημίτης και ο Ά. Τσοχατζόπουλος λαμβάνουν 53 ψήφους, ο Γ. Αρσένης 50 ψήφους και ο Γ. Χαραλαμπόπουλος 11 ψήφους. Στο δεύτερο γύρο περνούν οι δύο πρώτοι και ο Κ. Σημίτης αναδεικνύεται πρωθυπουργός. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψηφίζουν με βασικά κριτήρια την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας (την οποία φαίνεται να διασφαλίζει η εκλογή του Κ. Σημίτη), και την παραμονή του κόμματος στην εξουσία.
Το 4ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, που διενεργείται στις 27-30 Ιουνίου 1996 και οδηγεί στην εκλογή του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του Κινήματος, σε μια δραματική πολιτική και εκλογική διαδικασία όπου συγκρούστηκαν στα πρόσωπα των υποψηφίων οι δυο αντίθετες λογικές, ο Κ. Σημίτης εκπροσωπούσε το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα το οποίο βρισκόταν πιο κοντά στις αγοραίες δυνάμεις (ιδιωτικά ΜΜΕ, εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα), ενώ ο Α. Τσοχατζόπουλος αναδείχθηκε ως εκπρόσωπος της κομματικής τάσης που ήθελε ένα παρεμβατικά οργανωμένο κόμμα και συμβόλιζε κοινωνικού τύπου παρεμβάσεις κυρίως της πρώτης τετραετίας (1981-1985).
Στη συγκεκριμένη διαδικασία παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός πως ο τομέας συνδικαλισμού του ΠΑΣΟΚ που είχε πρωτοστατήσει στις μεγάλες απεργίες εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων των ΔΕΚΟ την περίοδο 1990-1993 (βλ. τη στάση του συνδικάτου της ΕΑΣ υπό την ηγεσία του Α. Κολλά) στηρίζουν τον Κ. Σημίτη μαζί με την εφημερίδα Αυριανή (Ελευθερίου & Τάσσης, 2013: 94-95). Επίσης, κρίσιμο γεγονός για την επικράτηση του Κ. Σημίτη στο Δ΄ Συνέδριο αποτελεί και η δυνατότητα της ομάδας Σημίτη [λόγω της θέσης του ως Πρωθυπουργός] να ελέγχει και να διανείμει κρατικούς πόρους, ώστε να επηρεάσει τους Συνέδρους με επικεφαλής τον στρατηγό του «εκσυγχρονισμού» Θ. Τσουκάτο (Βερναρδάκης, 2011: 243). Στη συγκυρία του 1996, οι διαδικασίες που κυριάρχησαν στις εκλογές είναι ενδεικτικές για τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στο κομματικό σύστημα, καθώς οι «εκλογές του καναπέ» (Σπουρδαλάκης, 1998: 73), όπως έχουν χαρακτηριστεί, σηματοδοτούν την απουσία της κομματικής οργάνωσης ακόμα και ως μηχανισμό πολιτικής κινητοποίησης. Αντίθετα, τα ιδιωτικά ΜΜΕ αναδεικνύονται ως οι βασικοί παράγοντες για τις εκλογές και σε αυτό το πεδίο στρέφονται πλέον οι ηγετικές ελίτ των κομμάτων. Το αποτέλεσμα είναι να φαίνεται τα πολιτικά κόμματα να συγκλίνουν (Βαμβακάς, 2010: 264) σε μια διαδικασία η οποία οδηγεί στην κρατικοποίηση της πολιτικής και στην απουσία του οργανωμένου κόμματος από τον σχεδιασμό, την υλοποίηση της πολιτικής αλλά και από την παραγωγή και αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού.
Αποτέλεσμα είναι επίσης ότι ο παράγοντας κόμμα τίθεται σε δεύτερη μοίρα, εξέλιξη που φαίνεται πως επιβεβαιώνει την τάση των σοσιαλιστικών κομμάτων και του ΠΑΣΟΚ στην προκειμένη περίπτωση για τη μετεξέλιξή τους σε κόμματα καρτέλ, κόμματα του κράτους όπως έχει αποδοθεί στην ελληνική περίπτωση (Σπουρδαλάκης, 1998: 17). ‘Ετσι, κατά την περίοδο του εκσυγχρονιστικού προτάγματος, ο ρόλος του κόμματος, προσδιορίζεται «απλά ως (δευτερεύων) υποστηρικτής των κρατικών πολιτικών και των οικονομικών παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, δηλαδή ως πολιτικός μηχανισμός νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών» (Βερναρδάκης, 2011: 239). Το βασικό κριτήριο για τη συμμετοχή των στελεχών σε κρατικές θέσεις είναι η τεχνοκρατία για την υλοποίηση του στόχου που είναι η συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Στην προοπτική αυτή το κόμμα θεωρείται ξεπερασμένος παράγοντας και θα πρέπει να μειωθεί και πολιτικά αλλά και οργανωτικά. Έτσι, επιλέγεται η ενοποίηση των Τ.Ο. σε μια Δημοτική οργάνωση (Ελευθερίου & Τάσσης, 2013: 104) και προάγεται η ίδρυση «θεματικών οργανώσεων» (Γεωργιάδου, 2002: 380-396). Είναι η εποχή όπου ο Α. Τσοχατζόπουλος προάγει την ενότητα του ΠΑΣΟΚ και χαρακτηριστικά αναλαμβάνει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Είναι η εποχή όπου κυριαρχεί ο ρεαλισμός, μια κυνική αντίληψη για την πολιτική, αποτέλεσμα των οποίων είναι τα φαινόμενα διαφθοράς, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του Α. Τσοχατζόπουλου, αλλά και όχι μόνο. Το ΠΑΣΟΚ αποκηρύσσει τη Σχολή της Εξάρτησης και θέτει ως στόχο τη συμμετοχή της χώρας στην υπό διαμόρφωση ΕΕ. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων σε οργανωτικό και πολιτικό πεδίο, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, ενώ παρουσιάζει σημαντικές κυβερνητικές επιτυχίες με βάση την κυβερνητική ατζέντα του κόμματος [υιοθέτηση του ευρώ, υλοποίηση μεγάλων έργων, ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., Ολυμπιακοί Αγώνες], ο παράγοντας κόμμα έχει παραμεληθεί και ουσιαστικά δεν υπάρχουν Τοπικές Οργανώσεις.
Έτσι, το 6ο Συνέδριο το οποίο πραγματοποιείται νωρίτερα από τον προγραμματισμένο του χρόνο και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2001, λόγω της υποχώρησης της κυβέρνησης στο σχέδιο του Ασφαλιστικού του Τ. Γιαννίτση χαρακτηρίζεται από την πολιτική ενσωμάτωση του Α. Τσοχατζόπουλου στην πολιτική του Κ. Σημίτη. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της ομάδας του με την αδρανοποίηση/αποχώρηση πολλών στελεχών τόσο σε επίπεδο κόμματος όσο και σε επίπεδο Νεολαίας ΠΑΣΟΚ. Το απότερο αποτέλεσμα αυτής της «προσαρμογής» του Α. Τσοχατζόπουλου είναι η ουσιαστική αδυναμία της κρατικοποιημένης γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ να αναπαραχθεί πολιτικά και οργανωτικά, μια εξέλιξη που οδήγησε τον Α. Τσοχατζόπουλο εκτός πολιτικής στις εκλογές του 2007 όταν δεν κατάφερε να επανεκλεγεί βουλευτής αλλά και μεγάλο μέρος στελεχών του ΠΑΣΟΚ που είχαν αναφορά στις οργανωτικές, ιδεολογικές και κυβερνητικές πολιτικές της δεκαετίας του 1980, να αποχωρήσουν από το ΠΑΣΟΚ και κατά την περίοδο της κρίσης να πλησιάσουν πολιτικά και οργανωτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ με τις οργανωτικές πρακτικές της περιόδου 2004-2009 (Ελευθερίου & Τάσσης 2011: 55-82) όπου το «συμμετοχικό εγχείρημα» του Γ. Παπανδρέου δημιούργησε ένα «κόμμα μη κόμμα» (Tassis, 2006), η υπογραφή του Μνημονίου και η κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ δημιούργησε μια τριπλή οργανωτική, ιδεολογική και στρατηγική ρήξη με την πολιτική του παράδοση, που οδήγησε το άλλοτε κραταιό κόμμα των ελλήνων σοσιαλιστών σε πολιτική και εκλογική κατάρρευση στις διπλές εκλογές του 2012, η οποία ουσιαστικά φαίνεται να είναι η απόσυρση οποιουδήποτε στοιχείου σοσιαλιστικής ταυτότητας (Ελευθερίου & Τάσσης, 2018).
Συμπερασματικά, η πορεία του Α. Τσοχατζόπουλου, κατέδειξε τις αντιφάσεις και τα όρια που είχε η πορεία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην ελληνική περίπτωση. Η πορεία του ήταν ταυτόσημη με την πορεία του ΠΑΣΟΚ από τη ριζοσπαστική προοπτική τη δεκαετία του 1970 όπου η γραφειοκρατία ελέγχει τις κομματικές διαδικασίες και την πολιτική έκφραση της κοινωνίας, στην προσαρμογή της στις κυβερνητικές αναγκαιότητες τη δεκαετία του 1980, όπου η κομματική οργάνωση έχει ρόλο μόνο πολιτικής κινητοποίησης και τελικά στην πλήρη κρατικοποίησή της από τη δεκαετία του 1990 με την προσαρμογή στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη όπου η οργάνωση δεν πρέπει να διαδραματίζει κανέναν απολύτως ρόλο είτε στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της πολιτικής, αλλά ούτε και ως φορέας πολιτικής κινητοποίησης. Τα φαινόμενα της διαφθοράς θα πρέπει να αναλυθούν υπό αυτό το πρίσμα της πλήρους ενσωμάτωσης της κομματικής γραφειοκρατίας στο κράτος χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο από την κοινωνία.
Η ανακοίνωση του γραφείου τύπου του ΚΙΝΑΛ για τον θάνατο του Α. Τσοχατζόπουλου με την οποία τονίζει ότι «ο Άκης Τσοχατζόπουλος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Συμμετείχε σε κορυφαίες κυβερνητικές και κομματικές θέσεις. Είναι γνωστό όμως, ότι εδώ και πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ είχε διαχωρίσει -με βάση τις αρχές και τις αξίες του- πλήρως και ριζικά τη θέση του απέναντί του» (ΠΑΣΟΚ 2021), σηματοδοτεί την άρνηση του κόμματος να έχει οποιαδήποτε σχέση με την οργανωτική και πολιτική του παράδοση. Η μη αναφορά, στο ΠΑΚ, στη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ με βάση τη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, στην οργανωτική δομή του πρώτου σοσιαλιστικού κόμματος μαζών στο ελληνικό κομματικό σύστημα τη δεκαετία του 1970, στις κυβερνητικές πολιτικές, στο ρόλο του κόμματος την περίοδο 1981-2004 στα επιτεύγματα και τις αντιφάσεις, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Ά. Τσοχατζόπουλος, επιβεβαιώνει τη βαθιά κρατικοποίηση του κόμματος και την ουσιαστική του αποστροφή προς στις οργανωτικές του πρακτικές και πολιτικές επιλογές που συνέβαλαν (με τις αντιφάσεις, τις παραλείψεις και τα φαινόμενα διαφθοράς) στο δημοκρατικό και φιλελεύθερο κεκτημένο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, μιας σταθερής δημοκρατίας με πολιτικές κοινωνικού κράτους όπου το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ο βασικός πρωταγωνιστής.
Έτσι το ΠΑΣΟΚ ως ΚΙΝΑΛ πλέον βρίσκεται πιο κοντά στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της μετα-δημοκρατικής θέσπισης που υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ και έχοντας χάσει οποιαδήποτε κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αναφορά σε σχέση με την σοσιαλιστική του παράδοση είναι καταδικασμένο σε πολιτικό και εκλογικό μαρασμό.
Βιβλιογραφία
Ασημακόπουλος, Β. & Τάσσης, Χ., (2018), «Σταθμοί και όρια στη διαμόρφωση και εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ (1974-2018) στο Β. Ασημακόπουλος & Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018: Πολιτική Οργάνωση – Ιδεολογικές Μετατοπίσεις – Κυβερνητικές Πολιτικές, Αθήνα: Gutenberg, σελ.19-103.
Ασημακόπουλος, Β., (2017), Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του, Αθήνα: A.P. Publications.
Βαμβακάς, Β., (2010) Εκλογές και επικοινωνία στη μεταπολίτευση. Πολιτικότητα και θέαμα, Σαββάλας, Αθήνα.
Βερναρδάκης Χ., (2011), Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης, 1990-2010, Αθήνα: Σάκκουλα.
Γεωργιάδου, Β., (2002), «Labour Party, SPD και ΠΑΣΟΚ: συστήματα κομματικής διεύθυνσης και οργανωτική ανασυγκρότηση», στο Ηλ. Κατσούλης, (επιμ.), Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα Πολιτικής, Θεσμοί, Οργανωτικές Δομές, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 325-423.
Ελευθερίου, Κ., & Χρ. Τάσσης, (2018), «Η ‘πασοκοποίηση’ ως απο-σοσιαλδημοκρατικοποίηση; Η τριπλή ρήξη του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική του παράδοση [2012-2017]», ανακοίνωση στο 11ο Τακτικό Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, 19-20 Απριλίου.
Ελευθερίου Κ. & Τάσσης Χ., (2013), Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Αθήνα: Σαββάλας.
Ελευθερίου Κ. & Τάσσης, Χ. (2011), «Εσωκομματική πολιτική και στρατηγική του κράτους: Το συμμετοχικό εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ (2004-2009)», Επιστήμη και Κοινωνία, 27: 55-82.
Λυγερός, Σ., Το παιχνίδι της εξουσίας, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1996.
Παπανδρέου, Α. «Λόγος σε συγκέντρωση 4.000 στελεχών του Κινήματος», Μεσημβρινή, 1/2/1982
Παπαγιαννόπουλος Γ. (2021), Συνέντευξη στον Χ. Τάσση, 28 Αυγούστου.
Παπαγιαννόπουλος Γ. (1989), Η σκοτεινή πλευρά του ήλιου, Αθήνα: Οδυσσέας
ΠΑΣΟΚ (1974), Διακήρυξη Βασικών Αρχών και Στόχων του ΠΑΣΟΚ, Αθήνα: ΚΕΜΕΔΙΑ.
Σπουρδαλάκης Μ., (1998), «Από το «κίνημα διαμαρτυρίας» στο «νέο ΠΑΣΟΚ» στο Μ. Σπουρδαλάκης, (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα-Κράτος-Κοινωνία, Αθήνα: Πατάκη, σελ. 15-88.
Σπουρδαλάκης Μ., (1988), ΠΑΣΟΚ : Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, Αθήνα: Εξάντας.
Τάσσης, Χ., (2018), «Το θεωρητικό σχήμα του ΠΑΣΟΚ: Θεωρία της Εξάρτησης, ριζοσπαστικός προσανατολισμός με σοσιαλιστική προοπτική», στο Β. Ασημακόπουλος & Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018: Πολιτική Οργάνωση – Ιδεολογικές Μετατοπίσεις – Κυβερνητικές Πολιτικές, Αθήνα: Gutenberg, σελ.323-366.
Τάσσης Χ., (2010α), «Ημιτελείς μετασχηματισμοί και δυσεπίλυτες αντιφάσεις του προδικτατορικού πολιτικού συστήματος. Σκέψεις για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ», Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 36: 134-158.
Τάσσης, Χ., (2010β), «Τρόικα του ΠΑΣΟΚ: Πόλος εσωκομματικής συσπείρωσης και προσωπικής ανέλιξης» στο Β. Βαμβακάς & Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό, Αθήνα: Επίκεντρο, σελ. 589-592.
Τάσσης, Χ., (2010γ), «Κλαδικές οργανώσεις: Κομματισμός, τεχνοκρατισμός, εκσυγχρονισμός και κρατικοποίηση του κόμματος» στο Β. Βαμβακάς & Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό, Αθήνα: Επίκεντρο, σελ. 278-280.
Τάσσης, Χ,. (2008), ΠΑΣΟΚ 1974-1996: Η οικοδόμηση ενός ηγεμονικού κόμματος, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα: ΕΚΠΑ
Tassis, C., (2006), The 7th Congress of PASOK (2005): Towards an ‘Open’ Party(?), στο 56ο Ετήσιο Συνέδριο της Political Studies Association, 4-6 Απριλίου 2006, University of Reading, U.K., http://www.psa.ac.uk/2006/pps/Tassis.pdf
Τσοχατζόπουλος, Ά., (1983), «Προσφέραμε λύσεις πρακτικές», Ελεύθερη Γνώμη, 17 Ιουλίου.
Ο Χρύσανθος Δημ. Τάσσης είναι Επίκουρος Καθηγητής με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Email: ctassis@sp.duth.gr