Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τον ΕΦΚΑ, τον Ιανουάριο του 2017 ο μέσος μισθός (ανεξαρτήτως τύπου απασχόλησης) ήταν στα 956,34 ευρώ (περίπου 760 ευρώ καθαρά). Ακριβώς εννέα χρόνια πριν, τον Ιανουάριο του μακρινού προ-μνημονιακού 2008, το αντίστοιχο ποσό ήταν στα 1.152,79 ευρώ (940 ευρώ κατά προσέγγιση με βάση τις τότε κρατήσεις).
Επίσης, πλέον ο καθαρός κατώτατος μισθός έχει πέσει κάτω και από τα 500 ευρώ (στα 495,25 ευρώ για τους άνω των 25 ετών και στα μόλις 432,75 ευρώ για τους νεότερους). Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της Eurostat (EU-SILC), που παρουσιάζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεσή του, «για το 2015 το 34,7% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και το 42,13% των εργαζομένων με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου».
Όλα αυτά βέβαια είναι λίγο έως πολύ γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί όμως είναι αν αυτό το «τσεκούρι» που έπεσε στους μισθούς ήταν εξίσου βαρύ σε όλους τους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα ή αν υπήρχαν διαφοροποιήσεις ανά επίπεδο θέσης. Με άλλα λόγια, υπήρχε «ισότητα» στις μειώσεις (ή στις ενδεχόμενες αυξήσεις που μπορεί να δόθηκαν σε κάποιες επιχειρήσεις) ή μήπως για παράδειγμα τα μεγαλοστελέχη των επιχειρήσεων φάνηκαν πιο ανθεκτικά στις περικοπές σε σχέση με τους υπαλλήλους γραφείου, ή το αντίθετο;