Το 1990 σήμανε τον ερχομό μιας νέας δεκαετίας που έφερε μεγάλες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα των γειτονικών χωρών, ακολουθώντας την διάλυση της ΕΣΣΔ, έπεσαν το ένα μετά το άλλο σαν ντόμινο και ξαφνικά η Ελλάδα έγινε χώρας υποδοχής μεταναστών, κάτι που δεν της είχε ξανασυμβεί σε τόσο μεγάλο βαθμό στη νεότερη ιστορία της. Άνοιξε τα σύνορά της σε ανθρώπους που μιλούσαν άλλη γλώσσα, είχαν άλλα ήθη κι έθιμα, προέρχονταν από δεκαετίες απομονωτισμού. Είχαν στην πλειοψηφία τους, όμως, δίψα για μια καλύτερη ζωή και ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν σκληρά γι’ αυτό.
Οι περισσότεροι μετανάστες που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα στις αρχές των 90s ήταν από την Αλβανία. Άλλοι ήρθαν με πολιτικό άσυλο, πολλοί πήραν βίζες, κι άλλοι τόσοι διέσχισαν με τα πόδια τα βουνά που χωρίζουν τις δυο χώρες. Η αφομοίωση τους στην ελληνική κοινωνία -μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια 30 χρόνια μετά – αποδείχθηκε σχετικά εύκολη, αν κι ο ρατσισμός ήταν πάντα εκεί. Ποιος μπορεί να ξεχάσει στις εθνικές επετείους, τα άπειρα παράθυρα που ξεφύτρωναν στα δελτία ειδήσεων κάθε φορά που ένας Αλβανός μαθητής αρίστευε και έπρεπε να γίνει σημαιοφόρος; Αυτά τα παράθυρα (κι όσοι μιλούσαν σε εκείνα), είναι μερικές από τις πιο σουρεάλ αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, αφού ποτέ δεν κατάλαβα σε τι ενοχλούσε ένας αριστούχος 15χρονος. Τώρα πια καταλαβαίνω…
Οι Αλβανοί έκαναν πολλές από τις δουλειές που οι ντόπιοι δεν ήθελαν, πολλές φορές επειδή τα μεροκάματα ήταν χαμηλά. Οικοδόμοι οι άνδρες, καθαρίστριες οι γυναίκες. Κάθε φορά που μας ρωτούσαν στο σχολείο τι δουλειά κάνουν οι γονείς μας, οι απαντήσεις όλων των Αλβανών συμμαθητών μου ήταν ίδιες με την δική μου, αφού αν ποτέ άκουγα ότι κάποιος Αλβανός κάνει άλλη δουλειά, μου φαινόταν πολύ παράξενο. Με την πάροδο των χρόνων και ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 οι Αλβανοί έμοιαζαν να έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία. Έμαθαν πολύ καλά την γλώσσα, κι ας ακούμε ακόμα το κρυαναλατό αστειάκι με το «κωριό», αγόρασαν σπίτια, άνοιξαν επιχειρήσεις. Το μόνο που θύμιζε κάθε τόσο σε όλους μας ότι είμαστε «άλλοι» και «ξένοι», ήταν η μη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας, κυρίως σε όσα παιδιά μεγάλωσαν ή γεννήθηκαν εδώ.
Όταν όμως, το 2010 η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε και στο κατώφλι της Ελλάδας, σταδιακά πολλοί Αλβανοί προτίμησαν να γυρίσουν πίσω, ακόμα κι αν πολλές φορές, οι μόνες τους αναμνήσεις από την Αλβανία, ήταν οι δυο εβδομάδες που την επισκέπτονταν κάθε Αύγουστο. Για κάποιους η απόφαση ήταν εύκολη, αφού ποτέ δεν αισθάνθηκαν καλοδεχούμενοι κι έβλεπαν την Ελλάδα σαν μια ακόμα στάση στο ταξίδι προς ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους, ενώ για άλλους πολύ δύσκολη, αφού δεν γνώριζαν άλλη πατρίδα. Όταν κάποια στιγμή εκεί γύρω στο 2013, που ο πατέρας μου έκλεινε σχεδόν τρία χρόνια άνεργος και δούλευε μόνο η μητέρα μου, έγινε αυτή η συζήτηση και στο δικό μου σπίτι, θυμάμαι πως μου έμοιαζε με κακό αστείο, το οποίο δεν ήθελα να ξανακούσω. Στην οικογένειά μου μείναμε μόνο στη συζήτηση, άλλοι πάλι γύρισαν όντως, σε μια Αλβανία που δεν θύμιζε σε τίποτα αυτήν που είχαν αφήσει.
Ο Αριάν ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 16 ετών και όπως παραδέχεται, πέρασε στην εδώ τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης του. «Στην ηλικία των 30 όμως, αισθάνθηκα ότι έκλεισε ο κύκλος της Ελλάδας για μένα και ήταν ώρα να γυρίσω πίσω. Αυτό που με κούρασε πιο πολύ ήταν η αβεβαιότητα των χαρτιών. Έζησα και δούλεψα εδώ 16 χρόνια, κατάφερα να μαζέψω 3000 ένσημα. Δεν είναι και λίγα. Υπήρξαν κι άλλοι λόγοι βέβαια, με τον ρατσισμό να είναι ένας από αυτούς. Ένιωθα ξένος κι ας ζούσα εδώ 16 ολόκληρα χρόνια». 7 χρόνια μετά, η νέα ζωή του στην Αλβανία μοιάζει να έχει μπει σε τροχιά, ενώ επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα για να δει τους γονείς του και την αδερφή του που μένουν ακόμα εδώ.
Για την 20χρονη Μαρίνα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά αφού, αν και γεννημένη εδώ, οι γονείς της αποφάσισαν να γυρίσουν οικογενειακά στην Αλβανία, τρεις μέρες πριν τα 13α γενέθλια της. «Το χειρότερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ», λέει μεταξύ περισσότερου σοβαρού παρά αστείου. Όταν της έστειλα το πρώτο μήνυμα για να δω αν θα ήθελε να μου μιλήσει, το πρώτο πράγμα που απάντησε είναι πως περίμενε πολύ καιρό να πει σε κάποιον όλα αυτά που βίωσε. «Όταν οι γονείς μου πήραν αυτήν την απόφαση στην αρχή χάρηκα, γιατί πίστευα ότι στην Αλβανία τουλάχιστον θα είμαστε στην χώρα μας και τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Οι γονείς μου είχαν και οι δυο πτυχίο ως δάσκαλοι δημοτικού, αλλά στην Ελλάδα η μητέρα μου δούλευε ως καθαρίστρια ενώ ο μπαμπάς μου στην οικοδομή». Οι λόγοι που έκαναν την οικογένεια να γυρίσει πίσω ήταν οι ίδιοι που έκαναν πολλούς άλλους να πάρουν την ίδια απόφαση. «Γυρίσαμε λόγω της οικονομικής κρίσης. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να δουλέψει επειδή ο αδερφός μου ήταν ακόμα μικρός και ο μόνος που δούλευε ήταν ο μπαμπάς και αυτός όχι κάθε μέρα». Όσα χρόνια έζησε εδώ, η Μαρίνα παραδέχεται πως αισθανόταν ξένη και πως ποτέ δεν είχε αρκετές φίλες, κάτι που πίστευε πως θα αλλάξει γυρνώντας στην χώρα της, η πραγματικότητα όμως, αποδείχτηκε διαφορετική. «Όταν ζούσα στην Ελλάδα η μόνη δυσκολία που είχα ήταν ο ρατσισμός του τύπου ”είσαι ξένη γιατί δεν γυρνάς στην χώρα σου;”. Υπήρχαν βέβαια και στιγμές που δέχτηκα bulling για την εμφάνιση και το ντύσιμο μου ή όταν ήμουν μικρή που μας ρωτουσαν τι δουλειά έκαναν οι γονείς μας και εγώ σαν παιδί έλεγα ”στην Αλβανία η μαμά και ο μπαμπάς είναι δάσκαλοι δημοτικού, άλλα εδώ δουλεύουν, η μαμά καθαρίστρια και ο μπαμπάς στην οικοδομή”, πάντα ακουγόταν ένα γέλιο και έλεγαν ”ναι, ναι δασκάλα στο πως να καθαρίζεις την τουαλέτα και δάσκαλος στο πως να κάνεις το μπετόν”. Έκλαιγα, γιατί δεν με πίστευαν και με κορόιδευαν».
Η Μαρίνα πια σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, αλλά σύμφωνα με την ίδια η διαδρομή μέχρι εκεί δεν ήταν καθόλου εύκολη. Πέρα από το πρόβλημα της γλώσσας, κλήθηκε να αντιμετωπίσει ξανά τον ρατσισμό, ακόμα και από κάποιους δασκάλους της. «Στην Ελλάδα με φώναζαν ”η Αλβανίδα”, γυρνάω στη χώρα μου και με φωνάζουν ”η Ελληνίδα”. Δεν πίστευα ότι θα το ζούσα αυτό. Πέρασα πολλές δυσκολίες στο σχολείο επειδή δεν ήξερα και τέλεια αλβανικά και η ψυχολογία μου δεν ήταν καθόλου καλή. Δεν υπήρχε μέρα που να μην κλαίω. Ήταν μια τεράστια και απαίσια αλλαγή στην ζωή μου και παρόλο που έχουν περάσει 7 χρόνια που ζω εδώ, ακόμα δεν έχω συνηθίσει 100%». Παραδέχεται πως της λείπει η Ελλάδα και είναι πολλές οι φορές που αναρωτιέται πως τελικά θα είχε εξελιχθεί η ζωή της αν δεν είχαν γυρίσει πίσω.
Υπάρχουν κι εκείνοι όμως, που έκαναν το ταξίδι της επιστροφής πάνω από μια φορά. Ο Άρντι ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όντας έφηβος ακόμα. «Ήθελα να δω τι υπάρχει έξω από την Αλβανία, γιατί ο κόσμος μου φαινόταν τόσο μεγάλος και η Αλβανία τόσο μικρή. Έμεινα σχεδόν πέντε χρόνια και τώρα καταλαβαίνω πόσο αφελής ήμουν. Πίστευα πως με το που πατήσω το πόδι μου στην Ελλάδα, όλα θα είναι καλά, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ειδικά τα πρώτα χρόνια αντιμετωπίσαμε πολύ ρατσισμό και εργασιακή εκμετάλλευση. Δουλεύαμε πολύ και πληρωνόμασταν λίγο, αλλά αν δεν ξέρεις την γλώσσα πως θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου; Στην Αλβανία γύρισα την πρώτη φορά γιατί παντρεύτηκα. Μετά από περίπου δυο χρόνια, απέκτησα τον πρώτο μου γιο και αποφασίσαμε με την σύζυγό μου να έρθουμε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρχαν πολλές δουλειές αν και ήταν πολύ σκληρές, τα λεφτά ήταν πολύ καλύτερα απ’ ότι όταν είχα έρθει την πρώτη φορά. Το 2012 αποφασίσαμε και πάλι να γυρίσουμε στην Αλβανία, γιατί πια οι δουλειές είχαν λιγοστέψει και πιστεύαμε πως γυρνώντας πίσω, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Παλέψαμε πολύ για περίπου πέντε χρόνια, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως το περιμέναμε».
Ο 42χρονος γύρισε στην κωμόπολη από την οποία καταγόταν και προσπάθησε να ασχοληθεί με τα χωράφια που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. «Σχεδόν όλη μου την ζωή δούλευα ως οικοδόμος. Ήταν το μόνο που ήξερα να κάνω καλά, αλλά εκεί που ζούσα δεν υπήρχαν τέτοιες δουλειές και αν μετακομίζαμε στα Τίρανα θα έπρεπε να μείνουμε και πάλι στο ενοίκιο. Πάλεψα πολύ να τα καταφέρω να μάθω να δουλεύω την γη, αλλά ποτέ δεν είχαμε κέρδος. Όσο περνούσε ο καιρός, απλά λιγόστευαν οι οικονομίες μας». Κάπως έτσι, δεν δυσκολεύτηκε να πει ναι όταν ο ξάδερφος του, του είπε να γυρίσει και πάλι στην Ελλάδα και να δουλέψει σε ξενοδοχείο των Δωδεκανήσων. «Πριν φύγω για την Αλβανία, είχα κάνει τα χαρτιά μου και είχα βγάλει άδεια παραμονής με διάρκεια 10 χρόνων, οπότε αφού είχα και χαρτιά, δεν το σκέφτηκα πολύ και είπα ναι. Το πρώτο καλοκαίρι ήρθα μόνος μου και την επόμενη χρονιά ήρθε η γυναίκα μου με τα παιδιά μας. Πλέον, δουλεύουμε και οι δυο σε ξενοδοχείο και μένουμε στο νησί όλο τον χρόνο. Εδώ η ζωή κυλά το ίδιο ήσυχα με την πόλη μου και παρόλο που είμαστε μακριά από τους συγγενείς μας που μένουν στην Αθήνα και την Αλβανία, νομίζω πως αυτή τη φορά δεν θα έχει γυρισμό, παρά μόνο αν μας καλέσουμε σε κανέναν γάμο. Σε αυτούς δεν λέμε όχι».