Η πανδημία βρήκε τα νοσοκομεία στην Ελλάδα με τεράστια κενά, μας λέει η γιατρός. Οι κενές οργανικές θέσεις πανελλαδικά, σε όλες τις κατηγορίες υγειονομικού προσωπικού είναι γύρω στις 30.000 σήμερα, ίσως ήταν λίγο λιγότερες τότε. Έπειτα, «ακριβώς επειδή υπήρχαν όλα αυτά τα κενά, το προσωπικό ήταν κουρασμένο. Το γεγονός ότι για παράδειγμα ούτε οι γιατροί ούτε οι νοσηλευτές παίρνουμε όλα μας τα ρεπό, βάζει τεράστια κούραση πάνω στο προσωπικό. Και την ίδια στιγμή πρέπει να πούμε ότι είχαμε και νοσοκομεία τα οποία δεν ήταν και τα πλέον κατάλληλα κτιριακά για να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους περιστατικά…. Μια σειρά από άλλα νοσοκομεία έκλεισαν, που θα μπορούσαν να αποσυμφορήσουν την κατάσταση σε εκείνη την περίοδο – ήταν αρκετά κρίσιμο στο πώς αντιμετωπίστηκε η πανδημία». Στα προβλήματα συγκαταλέγεται και η γήρανση του προσωπικού, «αποτέλεσμα των μη προσλήψεων παρότι γίνονταν συνταξιοδοτήσεις όλα αυτά τα χρόνια».
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το εξής, όπως μας λέει η Αργυρή Ερωτοκρίτου: «Μεγάλα νοσοκομεία στο κέντρο της Αθήνας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, είναι καλύτερα στελεχωμένα και εξοπλισμένα σε σχέση με τα νοσοκομεία της υπόλοιπης χώρας. Εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα… Μπορεί να μην υπάρχουν συγκεκριμένες ειδικότητες και να καταρρέει ένα ολόκληρο νοσοκομείο από την έλλειψη αυτών των ειδικοτήτων».
«Σε όλη τη Μαδρίτη, έχουν χαθεί περί τις 2.000 κλίνες τα τελευταία χρόνια», λέει ο Guillén del Barrio. «Πολύ πριν την πανδημία, μέσα σε έξι χρόνια το La Paz είχε χάσει 72 κλίνες. Αυτό είναι σαν να κλείνεις τρεις ολόκληρους ορόφους», συμπληρώνει. «Η Ελλάδα μέσα στα μνημονιακά χρόνια έχασε αρκετές χιλιάδες κλίνες», λέει η Αργυρή Ερωτοκρίτου. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα των περικοπών στον προϋπολογισμό για τη δημόσια υγεία – που μειωνόταν ετησίως κατά 500-600 εκατ. για τα δημόσια νοσοκομεία, τονίζει. Γι’ αυτό «οι Έλληνες πολίτες καλούνται να πληρώσουν από την τσέπη τους πολύ περισσότερα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο πολίτη μέσα στην ΕΕ», συμπληρώνει.
Είναι ενδιαφέρον ότι στην Ισπανία, η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη φαίνεται να σήκωσε ένα μεγάλο βάρος της πανδημίας. «Τα έκτακτα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης φορτώθηκαν και αντιμετώπισαν όσα περιστατικά αντιμετώπισαν αθροιστικά τα νοσοκομεία La Paz, Gregorio Maracyn και 12 du Octubre», λέει ο Guillén del Barrio. Στην Ελλάδα, συμβαίνει το αντίθετο – σε ακραίο βαθμό. «Η πίεση είναι τεράστια γιατί έχουμε να διαχειριστούμε τεράστιο όγκο δουλειάς, έναν κόσμο που πραγματικά δεν έχει πού αλλού να πάει. Πρέπει να θυμίσουμε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη έχει καταργηθεί. Ο κόσμος δεν έχει ένα κέντρο υγείας στη γειτονιά του να πάει να λάβει 5 βασικές οδηγίες για μια απλή γαστρεντερίτιδα», τονίζει η Αργυρή Ερωτοκρίτου.
Ο Guillén del Barrio δεν θα ξεχάσει ποτέ το δακρυσμένο πρόσωπο της προϊσταμένης του καθώς έστηνε κι άλλες κλίνες, αλλά και τις κραυγές των ασθενών με κόβιντ. Η Αργυρή Ερωτοκρίτου δεν θα ξεχάσει ποτέ τον χειμώνα του ’21. «Υπήρχαν εβδομάδες που μπορεί να είχαμε διασωληνωμένους ανθρώπους σε κοινές κλίνες, που μπορεί να περίμεναν πάνω από 10 μέρες. Και δεν έβρισκαν ποτέ κρεβάτι και πέθαιναν. Και δεν ήταν ένας, ήταν πάρα πολλοί ασθενείς. Ήταν πάρα πολλοί ασθενείς που πραγματικά δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε τίποτα παραπάνω και ξέραμε ότι αυτοί οι άρρωστοι με μαθηματική ακρίβεια θα πεθάνουν. Γιατί ένας άνθρωπος διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ πεθαίνει στο 100%».
«Ήμασταν μια από τις χώρες της Ευρώπης με το χαμηλότερο αριθμό κλινών ΜΕΘ ανά κάτοικο», λέει ο Ισπανός νοσηλευτής. Δεν υπήρχαν αρκετοί αναπνευστήρες, δεν υπήρχαν αρκετά κρεβάτια ΜΕΘ. Αναγκάστηκαν να στήσουν ΜΕΘ σε χώρους που δεν ήταν προορισμένοι γι’ αυτό. Δεν υπήρχαν αρκετοί γιατροί. «Φυσικά και περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν επιβιώσει. Κάθε μέρα μειώνονταν το όριο ηλικίας για να εισαχθεί κάποιος σε ΜΕΘ. Αυτοί ήταν άνθρωποι που αναγκαστήκαμε να αφήσουμε να πεθάνουν», λέει ξεκάθαρα.
Και σήμερα; Τι γίνεται σήμερα; Τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα εξακολουθούν να λειτουργούν ωσάν σε συνθήκες πολέμου. Στην παθολογική κλινική του Νοσοκομείου Γεννηματάς, για παράδειγμα, μας λέει η γιατρός Ερωτοκρίτου, η πληρότητα φτάνει και ξεπερνά το 400%, αλλά και στα υπόλοιπα νοσοκομεία της πρώτης γραμμής το ποσοστό κινείται στο 200 με 300 τοις εκατό. «Αυτό σημαίνει ότι η παθολογική κλινική η οποία μπορεί να έχει 25 κρεβάτια, βρίσκεται να νοσηλεύει 100-120 ασθενείς, και αυτό το κάνει με προσωπικό λιγότερο ακόμα και από αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει για τα 25 κρεβάτια. Καταλαβαίνετε ότι είναι ένα ζήτημα το οποίο μειώνει δραστικά το επίπεδο της παρεχόμενης φροντίδας προς τους ασθενείς μας, αλλά πάνω από όλα μειώνει και σχεδόν εξαφανίζει την ασφάλεια προς τους ασθενείς μας».
Στο δε τμήμα Επειγόντων του Νοσοκομείου Γεννηματάς κατά τη γενική εφημερία; Στην καλύτερη, υπάρχουν τέσσερις παθολόγοι, τρεις ειδικευόμενοι και ένας επιμελητής, μας λέει η γιατρός. «Μέσα υπάρχουν γύρω στα τουλάχιστον 40 φορεία. Υπάρχει κόσμος ο οποίος μπορεί αν περιμένει για να εξεταστεί κατά μέσο όρο γύρω στις 6 με 10 ώρες – για να εξεταστεί, έτσι; Και από κει και πέρα για να πάει να κάνει την οποιαδήποτε εξέταση, για παράδειγμα μια απλή ακτινογραφία θώρακος, μπορεί να περιμένει άλλες 3 με 4 ώρες μέχρι να βρεθεί διαθέσιμος ένας τραυματιοφορέας. Και αν τελικά αποφασίσουμε ότι αυτός ο ασθενής χρήζει νοσηλείας, μέχρι να βρεθεί κρεβάτι για να μπει, μπορεί να περάσουν και 24 ώρες».
«Όσοι χρειάζονται το δημόσιο σύστημα υγείας, διδάχθηκαν κάτι. Οι πολιτικοί απλώς εφάρμοσαν μια άλλη στρατηγική που έχει επινοηθεί για τέτοιες περιπτώσεις, αυτό δηλαδή που η Ναόμι Κλάιν ονομάζει Δόγμα του Σοκ. Εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι υπήρχε πανδημία», θεωρεί ο Guillén del Barrio.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, η δημόσια υγεία συνεχίζει να υποβαθμίζεται ραγδαία. «Νομίζω το χειρότερο από όλα είναι η επίθεση που γίνεται αυτή τη στιγμή στον παιδικό καρκίνο. Η ιδιωτικοποίηση του Παιδοογκολογικού στο Αγία Σοφία και το Αγλαϊα Κυριακού,… δηλαδή… δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν την αναλγησία ενός κράτους που ιδιωτικοποιεί τον παιδικό καρκίνο όταν ξέρει ότι στα δύο αυτά νοσοκομεία αντιμετωπίζεται το 80% των ογκολογικών παιδιατρικών περιστατικών. Και με τεράστια αποτελεσματικότητα. Και με διεθνείς διακρίσεις. Και με τις επιστημονικές εταιρείες να βγαίνουν και να λένε ότι αυτό που κάνει η κυβέρνηση είναι επικίνδυνο», λέει η γιατρός.
Τι μπορεί να συμβεί σε μια γιατρό που ανοιχτά επικρίνει την πολιτική της κυβέρνησης για τη δημόσια υγεία; Η Αργυρή Ερωτοκρίτου, ως μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ και του Σωματείου Εργαζομένων ΓΝΑ Γεννηματάς, πρωτοστατούσε στις κινητοποιήσεις την περίοδο της πανδημίας για τις ελλείψεις και τα «κακώς κείμενα» στη δημόσια υγεία. Όταν τη συναντήσαμε, μας ενημέρωσε ότι ετοιμαζόταν να αναλάβει καθήκοντα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου είχε τοποθετηθεί ως μόνιμη πλέον Επιμελήτρια Β’, μετά από μια αυστηρή διαδικασία επιλογής. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε.
Την αμέσως επόμενη ημέρα από την πρόσληψή της, στις 14 Μαρτίου, η διοίκηση του Ευαγγελισμού υπέγραψε απόφαση που τοποθετούσε τη γιατρό στα εξωτερικά ιατρεία της Πολυκλινικής Αθηνών, υποβιβάζοντάς τη ταυτόχρονα και ως επιστήμονα αφού «ξαφνικά από νοσοκομειακή γιατρός μετατρέπομαι σε γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης», όπως η ίδια επισήμαινε, χαρακτηρίζοντας την κίνηση αυτή «συνδικαλιστική δίωξη και ταυτόχρονη προσπάθεια προσωπικής της εξόντωσης».
Η απόφαση έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και κινητοποιήσεις, με την ΟΕΝΓΕ να τη χαρακτηρίζει έκνομη και τιμωρητική. Πλήθος νοσοκομειακών, ιατρικών αλλά και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων όπως η ΑΔΕΔΥ, η ΟΛΜΕ και η ΕΣΠΗΤ, έχουν δηλώσει την αλληλεγγύη τους στην Αργυρή Ερωτοκρίτου ώστε η γιατρός να τοποθετηθεί στη θέση στην οποία έχει νόμιμα διοριστεί. ΣΥΡΙΖΑ και ΜεΡΑ25 έχουν καταθέσει σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή.
Όταν μεταφέραμε στους Ισπανούς συναδέλφους μας, με τους οποίους συνεργαστήκαμε γι’ αυτό το ρεπορτάζ, τι συνέβη στη γιατρό ξαφνιάστηκαν και συμφώνησαν αμέσως ότι έπρεπε να περιληφθεί στο βίντεο.
Όσον αφορά στις δύο χώρες, το συμπέρασμα πάντως είναι κοινό: Σε Ελλάδα και Ισπανία, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν σωθεί κατά την πανδημία αν τα δημόσια συστήματα υγείας δεν είχαν ξεδοντιαστεί την περίοδο της κρίσης. Κι ότι παρόλο που η πανδημία ανέδειξε περίτρανα τη σημασία τους, η κυρίαρχη πολιτική συνεχίζει να τα απαξιώνει. Όπως είπε η Αργυρή Ερωτοκρίτου: «Έχουν βάλει άλλες προτεραιότητες, δεν τους αφορά η υγεία του κόσμου».