Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Προσοχή στο Κενό: πού τελειώνει το Facebook και πού αρχίζει ο Νόμος;

Το απόγευμα της περασμένης Πέμπτη 25 Μαΐου σημειώθηκε έκρηξη στο αυτοκίνητο που επέβαινε ο πρώην πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος. Η έκρηξη είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό εκείνου, του οδηγού του κι ενός ακόμη συνοδού. Και, φυσικά, άνοιξε τον ασκό του Αίολου στα social media που γέμισαν από αναρτήσεις σχετικά με το συμβάν. Όχι μόνο καταδίκης ή συμπαράστασης. Υπήρξαν κάποιες αναρτήσεις μακάβρια χιουμοριστικές και πολλές περισσότερες  ασύμμετρα επιθετικές. Πολλοί υπερασπίστηκαν την ενέργεια – στο ύφος του καθιερωμένου πια διαδικτυακού «ψόφου» – κατηγορώντας τον πρώην πρωθυπουργό για τα πεπραγμένα της σχεδόν εξάμηνης θητείας του. Κι αρκετοί μοίρασαν, αντι για «ψόφους», «ηθικές αυτουργίες» κατηγορώντας απ’ όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και «ΟΧΙ» μέχρι εκείνους που πέρασαν από την πλατεία Συντάγματος τις μέρες των Αγανακτισμένων.

Ψυχραιμία με το σταγονόμετρο. Το ζήτημα του hate speech και πάλι στην επιφάνεια, στο επίκεντρο ο δημοσιογράφος και Ειδικός Γραμματέας της ΕΣΗΕΑ, Γιώργος Φιλιππάκης. Η δημόσια ανάρτησή του (που πια έχει διαγραφεί) κατέληγε με τη φράση: «Για να είμαι ξεκάθαρος δε θα με ενοχλούσε καθόλου αν έσκαγε και μια ακόμα βόμβα στα πόδια του Στουρνάρα». Ακολούθησαν διαξιφισμοί, μιντιακή αναπαραγωγή του στάτους και το βράδυ (01: 13)  της 27ης προς 28ης  Μαΐου ο Φιλιππάκης ανήρτησε στο προφίλ του το πολυσυζητημένο «Μ’ολις με συν΄’ελαβαν» δημιουργώντας νέες, ποικίλες αντιδράσεις.


Τέσσερις ημέρες μετά προσπαθούμε ακόμη να ξεδιαλύνουμε τι ακριβώς έγινε, μιας και δεν προκύπτει από πουθενά ότι συνέβη όντως σύλληψη – η πλευρά Φιλιππάκη έχει θολώσει τα νερά με αοριστίες περί «χακαρίσματος». Αυτό όμως που έχει αληθινή αξία να συζητηθεί είναι το νομικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται τα social media. Είναι «ιδιωτικός» ή «δημόσιος λόγος»; Ποιο είναι το όριο της ελευθερίας της έκφρασης στον ψηφιακό ωκεανό; Υπάρχει; Ποια είναι τα συνταγματικά και νομικά αναχώματα στη «ρητορική μίσους» που μας έχει 

Απευθυνθήκαμε στο νομικό Γιώργο Γιάνναρο, δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω, που απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda βάζοντας τα πράγματα σε μια τάξη.

Η επίμαχη ανάρτηση του Γιώργου Φιλιππάκη (που έχει πια διαγραφεί)

Ας ξεκινήσουμε με την υπόθεση Φιλιππάκη. Έσεις έχετε καταλάβει τι έχει γίνει; Mετά τη γνωστή πλέον ανάρτηση του κ. Φιλιππάκη, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ . Στουρνάρας παρέδωσε στον αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Νίκο Τόσκα αντίγραφο (screenshot) της ανάρτησης,  κι αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και ύστερα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε ποινική δίωξη κατά του κ. Φιλιππάκη, ο οποίος και προσήχθη να καταθέσει. Από αυτά τα πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να κάνεις τελικά σαφάρι στο διαδίκτυο για να τα αποδελτιώσεις, αφού αναγράφονταν συνεχώς ανακρίβειες και -νομικά αντιφατικές μεταξύ τους- πληροφορίες, να ξεκαθαριστεί ότι:
α) o κύριος Στουρνάρας ΔΕΝ υπέβαλλε μήνυση, αλλά έδωσε την επίμαχη ανάρτηση σε αρμόδιες αρχές για να πράξουν αυτοί αυτεπαγγέλτως ό,τι έκριναν. β) ο κύριος Φιλιππάκης ΔΕΝ  συνελήφθη, αλλά προσήχθη να καταθέσει. Η διαφορά έγκειται πως δεν ακολουθήθηκε το νομικό πρωτόκολλο μιας σύλληψης, δηλαδή έκθεση σύλληψης, παροχή δικαιώματος να προσλάβει δικηγόρο, να λάβει αντίγραφα της σχηματισθείσας εις βάρος του δικογραφίας, αλλά έγινε μια «άτυπη» εξέτασή του δίχως τήρηση νομικού πρωτοκόλλου, αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «προσαγωγή».

Προσοχή σε αυτό ακριβώς το κενό που ορίζει τι είναι «προσωπική έκφραση» και τι «δημόσιος λόγος»

Το ερώτημα ξαναφούντωσε τις τελευταίες μέρες: νομικά, τα social media θεωρούνται χώρος προσωπικής έκφρασης ή ανήκουν στη δημόσια σφαίρα; Από καθαρά νομική άποψη εξαρτάται πώς χρησιμοποιούνται. Συγκεκριμένα: αν μια ανάρτηση στο πλέον διαδεδομένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το Facebook, γίνεται μόνο σε φίλους (με το το αντίστοιχο εικονίδιο του Friends δίπλα της) τότε λογίζεται ως προσωπική άποψη του γράφοντος χωρίς να αποτελεί δημόσιο λόγο και προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών, ακόμα και αν απευθύνεται στο μάξιμουμ των 5.000 «φίλων». Αντίθετα, αν η ανάρτηση είναι σε κοινή θέα για όλους (με το αντίστοιχο εικονίδιο της ένδειξης Public δίπλα της) τότε θεωρείται ως δημόσιος λόγος κι έτσι αντιμετωπίζεται και νομικά, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα την έχουν διαβάσει 5 άτομα μόνο.

Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές έχουν οι περιπτώσεις Φιλιππάκη (δίωξη για ανάρτηση στο facebook) και Σώτης Τριανταφύλλου (δίωξη για άρθρο σε free press); Παρά το γεγονός πως εντάσσονται και τα δύο θέματα στο ίδιο debate περί «ελευθερίας λόγου και ορίων αυτής», η νομική μου εκτίμηση είναι πως πρόκειται για 2 διακριτές περιπτώσεις, που λίγα πράγματα τις συνδέουν τόσο στη νομική αντιμετώπισή τους, όσο και στο πλαίσιο που αυτές έχουν πραγματωθεί. Από τη μία έχουμε ένα άρθρο που θα κριθεί αν οδηγεί σε υποκίνηση ρατσιστικής βίας βάσει ειδικού νόμου κι από την άλλη μια ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης που θα κριθεί αν έχει παραβιάσει ένα άρθρο του Ποινικού μας Κώδικα.


Υπάρχει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που αφορά την ελευθερία του λόγου στα social media; Ποιες ειναι οι δικλείδες ασφαλείας για να αποφύγουμε μεν τη λογοκρισία αλλά να εξασφαλίσουμε δε την τήρηση της έννομης τάξης; Κατ’ αρχάς να ειπωθεί πως η ελευθερία της γνώμης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, δηλαδή προστατεύεται από τον πιο ισχυρό κανόνα δικαίου της χώρας, το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ 1 του Συντάγματος που ορίζει πως «Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Kράτους». Εδώ γεννάται το ερώτημα αν ένας νόμος του κράτους μπορεί να συρρικνώσει και μέχρι ποιο βαθμό την ελευθερία της γνώμης. Έτσι όπως είναι διατυπωμένο το άρθρο του Συντάγματος, μπορεί ένας Νόμος να συρρικνώσει την ελευθερία έκφρασης γνώμης, μέχρι του βαθμού όμως που η έκφραση της γνώμης παραβιάζει κάποιο άρθρο του Ποινικού Κώδικα.
Ιδιαίτερα δύσκολο θέμα για μη νομικούς, αφού πρέπει να εξετάζεται αυτό που στη νομική επιστήμη καλείται «αντικειμενική υπόσταση» ενός αδικήματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Νόμος μπορεί να συρρικνώνει άκριτα και πέραν του παραπάνω περιορισμού την ελευθερία της γνώμης: Αυτό εξάλλου προβλέπεται και προστατεύεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος που αναφέρει πως «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». 
Το μυστικό είναι στην τελευταία φράση. Αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι το μέτρο που επιβάλλεις (π.χ. ποινική τιμωρία για ρατσιστικό λόγο ή λόγο μίσους) είναι πρόσφορο και κατάλληλο και όχι βαρύτερο από το αναγκαίο μέτρο ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το μέτρο αυτό. Σε απλά ελληνικά μια ποινική καταδίκη για ρατσιστικό λόγο πρέπει να είναι κατάλληλη και τέτοια ώστε να «συνετίσει» αυτόν που εξέφρασε το ρατσιστικό του λόγο και να του υπενθυμίσει πως υπάρχουν ισχύοντα ιδεολογικοπολιτικά πλαίσια  και όχι για να «αστυνομεύσει» τις πεποιθήσεις του.

Η περίπτωση του Γέροντα Παστίτσιου αντιμετωπίστηκε διαφορετικά επειδή ήταν «σελίδα» και όχι «προφίλ»; Όχι, δεν παίζει ρόλο ότι ήταν «σελίδα» και όχι «προφίλ». Ακολουθείται το ίδιο νομικό πρωτόκολλο. Απλώς  υπενθυμίζω ότι η δίωξη στον Παστίτσιο έγινε για εξύβριση των θείων και είχε ασκηθεί ύστερα από ερώτηση στην Βουλή του, βουλευτή της Χρυσής Αυγής. Χρήστου Παππά.

Γιατί έχουμε την αίσθηση ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά; Έστω κι αν είναι διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις, υπήρξε εισαγγελική κινητοποίηση για τον Παστίτσιο, τη Σώτη και τον Φιλιππάκη αλλά κανείς δεν έχει παρέμβει π.χ. στην περίπτωση του Στέφανου Χίου… Την ίδια απορία έχω και γω. Εκτιμώ πως στην περίπτωση του Χίου και του Μακελειού  έχουν τεράστιες ευθύνες οι Εισαγγελικές Αρχές της χώρας,  διότι είναι εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας – συνεπώς εύκολα γίνονται αντιληπτά αυτά που γράφει –  και δυστυχώς αδρανούν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι ορίζεται ως «ρητορική μίσους»/”hate speech” στα social media; Η τόσο κοινή, πλέον, προτροπή «Ψόφος» μπορεί να θεωρηθεί τέτοια; Έχουμε ως πολίτες συναίσθηση ότι οι λέξεις μας (εν προκειμένω τα γραπτά μας) μπορεί να θεωρούν αξιόποινες πράξεις; Ως  hate speech ορίζεται ο  επιθετικός λόγος κατά ατόμου ή ομάδων με βάση τη φυλετική, εθνοτική, σεξουαλική, θρησκευτική συγκρότησή τους ή βάσει του φύλου και της έλλειψης φυσικών ή πνευματικών ικανοτήτων ενός ατόμου. Εντάξει, το πολυφορεμένο «ψόφος» είναι περισσότερο κακής αισθητικής ιντερνετική αργκό παρά hate speech σύμφωνα με τα ανωτέρω. Αλλά πιστεύω – κρίνοντας από αυτά που διαβάζω από τη συμμετοχή μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – πως πολλές φορές αγνοούμε ως πολίτες πως αυτά που γράφουμε «φλερτάρουν» με τα όρια του νόμου, επειδή συχνά γράφουμε παρορμητικά θεωρώντας τα πλήκτρα του υπολογιστή μας εξαέρωση του θυμού μας.

Έχετε ποτέ ως νομικός αισθανθεί ότι κάτι που διαβάσατε στα social media αξίζει να διερευνηθεί στο πλαίσιο τού νομου; Ναι και μάλιστα πριν λίγες μέρες. Πέρασε από τα μάτια μου μια ανάρτηση του άλλοτε κραταιού στη δημόσια ζωή της χώρας Παναγιώτη Ψωμιάδη, που αφορούσε τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και είχε φόντο μια κρεμάλα. Δεν στέκομαι στο ποιος ανήρτησε κατά ποίου και γιατί, αλλά σε 2 πράγματα: Πρώτον, στο timing, η ανάρτηση έγινε ΜΕΤΑ την επίθεση στον Παπαδήμο και όλο το χαμό που έγινε με τον Φιλιππάκη. Ο Ψωμιάδης αισθάνθηκε πως έπρεπε σε αυτή τη χρονική συγκυρία  να στοχοποιήσει κι άλλον πρώην πρωθυπουργό. Το δεύτερο είναι το σαφές μήνυμα και ο συμβολισμός που εκπέμπει η κρεμάλα. Για μερικούς ανθρώπους προφανώς υπάρχει μια ιδιότυπη ασυλία λόγω γραφικότητας και για άλλους μια εμπεδωμένη αντίληψη πως οτιδήποτε γραφτεί εναντίον τους είναι αποδεκτό.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου