Πέρασε ήδη ένας χρόνος από τον Αύγουστο του 2021, όταν οι Ταλιμπάν, αυτό το εξτρεμιστικό κίνημα μουσουλμάνων μαχητών, κατέλαβαν την εξουσία στο Αφγανιστάν και ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας, ταυτόχρονα με την ολική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Από τότε, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει το Αφγανιστάν, αλλά οι περισσότεροι Αφγανοί έμειναν στη χώρα, ανήμποροι να διαφύγουν στο εξωτερικό, αποκλεισμένοι από την διεθνή βοήθεια και καταδικασμένοι στην ανέχεια.
Είναι αλήθεια ότι μετά την κατάληψη των Ταλιμπάν, οι μεγάλες μάχες σταμάτησαν, οι άνθρωποι άρχισαν να ταξιδεύουν πιο ελεύθερα και η διαφθορά, η οποία με το παλιό σύστημα βασίλευε, μειώθηκε αισθητά. Παρ’όλα αυτά και εξαιτίας του απολυταρχικού και σκοταδιστικού τρόπου διακυβέρνησης, η αναπτυξιακή βοήθεια από την πλούσια Δύση σταμάτησε, τα συναλλαγματικά αποθέματα πάγωσαν και οι κυρώσεις πολλαπλασιάστηκαν. Η οικονομία κατρακύλησε μέσα σε λίγους μήνες και ακολούθησε μια ανθρωπιστική κρίση. Τα περισσότερα εισοδήματα των νοικοκυριών έπεσαν κάτω από το όριο της φτώχειας και η οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%.
Την ίδια στιγμή και μέσα σε όλα αυτά, οι γυναίκες ήταν οι πρώτες που υπέφεραν από το καθεστώς. Από την επιστροφή τους στην εξουσία τον περασμένο Αύγουστο, οι Ταλιμπάν έχουν επιβάλλει μια σειρά από αυστηρούς περιορισμούς και κανόνες στην κοινωνία των πολιτών, πολλοί από τους οποίους αφορούν στην κατάργηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των γυναικών και κοριτσιών της χώρας.
Οι γυναίκες στο Αφγανιστάν έχουν στερηθεί όλα τα βασικά τους δικαιώματα στην εργασία – συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – ενώ αρκετές πρώην κυβερνητικές υπάλληλοι έχουν δολοφονηθεί από τους Ταλιμπάν, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεκάδες χιλιάδες άλλες Αφγανές παραμένουν σε αδιέξοδο και άνεργες, τόσο στο Αφγανιστάν –που εξακολουθούν να περιμένουν ακόμα, ένα χρόνο μετά, μια έξοδο διαφυγής από την χώρα– όσο και σε καταυλισμούς προσφύγων στο εξωτερικό όπου και εκεί, το μέλλον τους είναι άγνωστο.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα καταπίεσης των γυναικών στο Αφγανιστάν, είναι το διάταγμα των Ταλιμπάν που ανακοινώθηκε στις 19 Μαϊου 2022. Εκείνη την Πέμπτη, οι γυναίκες τηλεπαρουσιάστριες και δημοσιογράφοι που εργάζονταν σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές στο Αφγανιστάν έλαβαν μια νέα διαταγή από το καθεστώς: «Κρύψε το πρόσωπό σου». Απαιτούσαν, οι γυναίκες να έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους στην κάμερα.
Η εντολή αυτή θεωρείται από πολλούς ως το πιο πρόσφατο σημάδι κλιμάκωσης των περιορισμών στις ελευθερίες των γυναικών και επιστροφής στην κατασταλτική διακυβέρνηση της προηγούμενης εξουσίας των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001.
Νωρίτερα τον ίδιο μήνα, οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν ότι πλέον «απαιτείται για όλες τις αξιοσέβαστες Αφγανές γυναίκες να φορούν στους δημόσιους χώρους μπούρκα (ένδυμα που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο και το σώμα)». Το διάταγμα ήταν το πρώτο για το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν, όπου επιβλήθηκε τιμωρία για παραβίαση του κώδικα ενδυμασίας για τις γυναίκες.
Έχουν επίσης απαγορεύσει στις γυναίκες να ταξιδεύουν περισσότερα από 72 χιλιόμετρα χωρίς μαχράμ (δηλαδή άντρα κηδεμόνα να τις συνοδεύει). Παρόμοια απαγόρευση ισχύει επίσης σε πολλά κέντρα υγειονομικής περίθαλψης σε όλη τη χώρα, απαγορεύοντας στις γυναίκες την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη χωρίς μαχράμ. Έχουν απαγορεύσει στα κορίτσια να προχωρήσουν στο σχολείο μετά την έκτη τάξη του δημοτικού και κυνηγάνε τους γονείς που, παρά την απαγόρευση, συνεχίζουν να τα στέλνουν.
Οι ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων λένε ότι οι αυξανόμενοι περιορισμοί των Ταλιμπάν στοχεύουν στο να απομακρύνουν και στο τέλος να αποκλείσουν εντελώς τις γυναίκες από οποιαδήποτε μορφή δημόσιας ζωής.
«Ένιωσα σαν να μην είμαι άνθρωπος. Νιώθω σαν να έχω διαπράξει ένα μεγάλο έγκλημα και γι’ αυτό, ο Θεός με τιμώρησε και με έκανε γυναίκα στο Αφγανιστάν», είπε στο ειδησεογραφικό δίκτυο Al Jazeera μια 27χρονη γυναίκα δημοσιογράφος της αφγανικής τηλεόρασης, πνίγοντας τα δάκρυά της.
Η Yalda Ali, τηλεπαρουσιάστρια στο κανάλι TOLOnews μίλησε στο δίκτυο FRANCE 24 Observers: «Ήταν συντριπτικό, ένιωσα ότι μου έκλεψαν την ταυτότητά μου. Με εξαφανίζουν ως ανεξάρτητο άνθρωπο και ως γυναίκα».
Και συνεχίζει: «Έγινε μια μάχη μέσα μου για το αν έπρεπε να ακολουθήσω τη διαταγή ή όχι. Αλλά νομίζω ότι, τελικά, ο αγώνας μας απέναντί τους είναι πιο περίπλοκος από το τι φορούν οι γυναίκες ή την ελευθερία των προσωπικών μας επιλογών. Αφορά την ύπαρξή μας ως γυναίκες στην κοινωνία. Έχει να κάνει με το να είμαι απλώς παρούσα στην τηλεόραση.
Και αν αυτό εξαρτάται από την κάλυψη του προσώπου μου, τότε ας είναι, δεν θα τα παρατήσω. Θα κρατηθώ και θα αντισταθώ, για να μείνω στη σκηνή μέχρι το τέλος. Θα συνεχίσω ό,τι κι αν συμβεί, για να κρατήσω αυτή τη φλόγα αναμμένη – για να κρατήσω ζωντανή την ελπίδα, τη δύναμη της θέλησης και την αποφασιστικότητα να αγωνιστούμε για τα δικαιώματά μας ως Αφγανές γυναίκες.
Αν τα παρατήσω τώρα, οι Ταλιμπάν θα πετύχαιναν τον τελικό τους στόχο, που σημαίνει την πλήρη απομάκρυνση των γυναικών από την κοινωνία, και δεν θα τους αφήσω να το κάνουν αυτό.
…Αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματά μας και την ελευθερία μας και ελπίζω να μην μας ξεχάσει ο κόσμος.»