Ένα απόγευμα σε ένα σπίτι γεμάτο Κουβανούς δεν περιγράφεται εύκολα. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι τραγουδιστές και χορευτές. Πράγμα όχι ασυνήθιστο όταν έχεις μεγαλώσει στην Κούβα.
Η Odalis είναι τραγουδίστρια από το Palma Soriano. Ζει στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Ψυρρή, σ’ ένα ευρύχωρο αλλά λιτό, πολύ λιτό διαμέρισμα. Και όταν λέω λιτό, εννοώ την έλλειψη επίπλων γιατί πολλά άλλα χαρακτηριστικά είναι σε αφθονία σε αυτό το σπίτι. Η Odalis μπορεί να μην έχει κανονικό κρεβάτι στο σπίτι της αλλά έχει ένα μωβ τοίχο στον οποίο διακρίνονται δυο μάτια, ένα μικρό στούντιο ηχογράφησης κι άλλο ένα δωμάτιο γεμάτο παπούτσια. Της αρέσει να περιποιείται την εμφάνιση της, τα ρούχα των εμφανίσεων της είναι τουλάχιστον πλουμιστά, αλλά οι Κουβανοί αγαπούν την πληθωρικότητα σε κάθε της έκφραση. Στην καθημερινότητα, στον χαρακτήρα και στο κορμί. Η Odalis μας υποδέχτηκε στο σπίτι της, μαζί με άλλους Κουβανούς, για να μιλήσουμε, να φάμε, να χορέψουμε και να γελάσουμε, να γελάσουμε πολύ.
Στο μικρό υπνοδωμάτιο της, που ταυτόχρονα είναι και ο χώρος που φτιάχνει μόνη της, με τη ραπτομηχανή της, τα κοστούμια που φορά η ίδια και άλλοι καλλιτέχνες, πάνω από το υποτυπώδες κρεβάτι της, βλέπω κολλημένο ένα χαρτί. Πάνω του γραμμένες, με κόκκινο μαρκαδόρο, μερικές προτάσεις στα ισπανικά. Όταν τη ρωτώ μου λέει “Κάθε πρωί που ξυπνώ κι ανοίγω τα μάτια μου, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να διαβάζω το χαρτί. Μετά ξέρω ότι όλα θα πάνε καλά”.
Παρατηρώ το στενάχωρο δωμάτιο. Πάνω στη βιβλιοθήκη βλέπω ένα μεταλλικό αντικείμενο που στην κορυφή του έχει έναν κόκορα. “Θυμιατήρι είναι;” τη ρωτώ και μου απαντά “Είναι σαν εικόνισμα για εμάς. Λέγεται όσουν, πρέπει να βρίσκεται σε ψηλό σημείο μέσα στο σπίτι και να κοιτάει πάντα προς τα πάνω. Ο κόκορας συμβολίζει την ημέρα”. Η παραδοσιακή θρησκεία των Κουβανών είναι η σαντερία, που συνδυάζει τον καθολικισμό με την αφρικανική παράδοση των Yoruba. Υπάρχει μάλιστα χορός με τον οποίο καλούν τους Orishas, τους θεούς δηλαδή, με τη βοήθεια τριών κρουστών μπατά. Όταν ρωτώ και τους υπολοίπους αν γίνονται τελετές στην Αθήνα, μου απαντούν, κάπως αόριστα, ότι έχει φύγει ο μπαμπαλάο (ιερέας) από την πόλη και μόνο εφόσον υπάρξει καινούργιος μπορεί να γίνει κάποια μάζωξη. Δηλώνω την επιθυμία να πάρω μέρος, γελούν και με ρωτούν αν είμαι ανθεκτική, “κατεβαίνουν τα πνεύματα, να ξέρεις” και σκέφτομαι “ακόμα καλύτερα!”. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, παρατηρώ στον τοίχο γραμμένους με μπλε μαρκαδόρο κάποιους αριθμούς. “Ο κωδικός για το ίντερνετ”, μου λέει γελώντας η Odalis.
Στην κουζίνα τα κορίτσια, η Rosanna και η Faily, μαγειρεύουν πανσέτες και ρύζι με κόκκινα φασόλια. Τ’ αγόρια, ο Carlos και ο Sergio, βοηθούν αλλά όταν βάζουν cd με σάλσα, ξεκινούν οι χοροί και το μαγείρεμα πάει περίπατο. Στο διαμέρισμα έρχεται ο Remy, πατέρας της Rosanna, με τη γυναίκα του τη Marcela, που κατάγεται από την Τσεχία αλλά ζει πάνω από 20 χρόνια στην Ελλάδα, και μιλάει άπταιστα ελληνικά. Ο Remy, που είναι τραγουδιστής και μουσικός, έχει γυρίσει όλη τη χώρα με την μπάντα του και ενθουσιάζεται όταν μαθαίνει ότι είμαι από τη Κέρκυρα. “Αγαπούν τη μουσική σε αυτό το νησί” λέει και τα μάτια του λάμπουν. Δυο πίνακες ξεπροβάλλουν μέσα από τη συσκευασία τους. Ο Remy είναι και ζωγράφος, έχει μάλιστα σπουδάσει στη σχολή Καλών Τεχνών της Κούβας. Ο ένας πίνακας απεικονίζει τον Τσε. Αναμενόμενο. Ο άλλος την ηθοποιό Μάνια Παπαδημητρίου. Όχι και τόσο αναμενόμενο. Ο Remy μου εξηγεί ότι είδε τη φωτογραφία της σε κάποιο περιοδικό, του άρεσε το βλέμμα και θέλησε να το αποτυπώσει. Η Μάνια κρεμιέται σε περίοπτη θέση στο σαλόνι και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα.
Σιγά σιγά βγαίνουν οι κιθάρες, τα τύμπανα, οι κλάβε, οι μαράκες και η ξύστρα. Όλα μουσικά όργανα. Αργότερα ένα μεταλλικό τασάκι κι ένα μαχαίρι θα γίνουν κι αυτά με τη σειρά τους μουσικά όργανα. Οι Κουβανοί δεν χρειάζονται και πολλά πράγματα για να παράξουν ρυθμό. Στην επόμενη ώρα, δεν ξέρω ακριβώς πόση πέρασε, γιατί υπάρχουν φορές σε αυτή τη ζωή που ευτυχώς χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, άκουσα υπέροχη μουσική. Τα τραγούδια της πατρίδας τους μιλούν κυρίως για τον έρωτα είτε με πιο συναισθηματικό τρόπο (σον, μπολέρο), είτε με πιο γλεντζέδικο (σάλσα, τσα τσα τσα). Όσο περνάει η ώρα, η ένταση στα χέρια που χτυπούν τα κρουστά ανεβαίνει, τα πρόσωπα γίνονται πιο εκφραστικά, η μουσική τους οδηγεί σε ένα δυναμικό κρεσέντο που εκτονώνεται σε μια μίξη από ρούμπες με θρησκευτικό περιεχόμενο. Ήρθε η ώρα για φαγητό.
Μαθαίνω ότι περίπου 1.000 Κουβανοί ζουν στην Αθήνα. Κάποιοι από αυτούς, έχουν παντρευτεί ντόπιους. Δεν ασχολούνται όλοι με τη μουσική και τον χορό. Υπάρχουν αρκετοί που κάνουν όποια δουλειά βρουν. Τους αρέσει να παίζουν ντόμινο και πολλοί είναι αυτοί που κάθε Κυριακή μαζεύονται στο Ελληνικό και παίζουν πελότα, ένα είδος μπέιζμπολ. Τους ρωτώ αν ακούνε ελληνική μουσική, η Faily μου λέει πως έχει πάει και στα μπουζούκια και ξεκινά να τραγουδά τα Καγκέλια μαζί με την Odalis. Τα παιδιά που δεν έχουν κάνει τη δική τους οικογένεια εδώ θέλουν να επιστρέψουν στην Κούβα, την οποία ολοφάνερα νοσταλγούν, αλλά μόνο εφόσον αλλάξει το καθεστώς και μειωθεί η φτώχεια που μαστίζει τη χώρα τους. Περνούν όμως καλά εδώ, ο Carlos λέει πώς δύο πράγματα είναι τα πιο ισχυρά χαρτιά της χώρας μας: “Το κλίμα και οι γυναίκες. Οι Ελληνίδες είναι οι Λατίνες της Ευρώπης”. Προφανώς το πιστεύει, ο ίδιος έχει παντρευτεί Ελληνίδα κι έχουν ένα γιο μαζί. Τους ρωτώ αν μετά την άνοδο της Χρυσής Αυγής νιώθουν ότι τους αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Η Faily μου εξηγεί ότι φοβάται, ειδικά αν πρέπει να περάσει έξω από τα γραφεία τους, η Rosanna κουνάει εμφατικά το κεφάλι, η Odalis λέει πως οι Έλληνες αγαπούν τους Κουβανούς. Ο Remy μας παρακολουθεί με κάπως συννεφιασμένο βλέμμα. Δεν μιλάει. Δεν επιμένω.
Μετά το φαγητό, έχουμε όλοι βαρύνει κάπως. Σκέφτομαι ότι ακόμη και οι γεμάτοι ενέργεια Κουβανοί κάποια στιγμή κουράζονται. Φυσικά, με διαψεύδουν. Ύστερα από δέκα λεπτά έχουν πιάσει πάλι τα όργανα και τραγουδούν, με μεγαλύτερη όρεξη από πριν. Όσο περνάει η ώρα, το κέφι ανάβει. Η Odalis εξαφανίζεται προς το βεστιάριο της. Επιστρέφει φορώντας ένα διάδημα με μαύρα φτερά, από αυτά που φτιάχνει η ίδια. Τραγουδάει έτσι, αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό. Εξαφανίζεται και πάλι και επιστρέφει αφήνοντάς μας άφωνους. Φοράει ένα ασημί τουρμπάνι που στην κορυφή του έχει έναν τύπο πολυελαίου με λάμπες τυλιγμένο με ροζ τούλι. Τραγουδάει ευχαριστημένη μέχρις ότου διαπιστώνει ότι οι λάμπες δεν ανάβουν. Ναι, γιατί υπάρχει κρυμμένος μηχανισμός που λειτουργεί με μπαταρία. Η Rosanna προσπαθεί να βοηθήσει την κατάσταση, ο Carlos μιλάει στο κινητό ενώ παίζει τύμπανα, ο Remy συνεχίζει να τραγουδά σα να μη συμβαίνει τίποτα κι εγώ αναρωτιέμαι σε ποια ταινία βρίσκομαι. Τελικά, όλοι λύνονται στα γέλια με το πάθημα της Odalis. Τους ρωτώ αν όλοι οι Κουβανοί είναι τόσο παλαβοί ή αν αυτοί είναι έτσι επειδή είναι καλλιτέχνες. “Όλοι έτσι είμαστε” απαντούν σχεδόν χορωδιακά. Δεν έχω κανένα λόγο να τους αμφισβητήσω.
Με τα γέλια, η ενέργεια εκτονώθηκε. Τους ζητώ να παίξουν ένα τελευταίο τραγούδι. “Ποιο θέλεις να ακούσεις;” με ρωτούν κι απαντώ το “Manha de Carnival”, δεν είναι κουβανικό αλλά είναι από τα αγαπημένα λατινοαμερικάνικα τραγούδια του μπαμπά μου. Δεν μου χαλούν χατίρι.
Πριν φύγω, μπαίνω για μια ακόμη μία φορά στο υπνοδωμάτιο-εργαστήριο της Odalis. Το χαρτί που διαβάζει κάθε πρωί γράφει σε ελεύθερη μετάφραση: “Πρέπει να θέλω να βλέπω. Αυτό που θέλω να βλέπω. Αρμονία. Μουσική. Αγάπη. Καλή ενέργεια. Ηρεμία. Ειρήνη. Όλα με θετική διάθεση. Επιτρέπω σε όλους να είναι όπως θέλουν να είναι”.