Για κανένα άλλο ντραφτ στην ιστορία δεν έχουν γραφτεί τόσες πολλές λέξεις όσο για εκείνο του 1986. Και κανένα άλλο δεν υπήρξε τόσο καθοριστικό, όχι για την ποιότητα του πρωταθλήματος, αλλά για μερικές σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά την εικόνα του. Στο νο. 1 ήταν ο πλαστικός σέντερ Μπραντ Ντόχερτι, σίγουρα όχι ο καλύτερος της φουρνιάς, αλλά μια καλή προσθήκη (που ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς) για τους Καβς της βρεφικής ηλικίας του ΛεΜπρον. Στο νο.2, ο Λεν Μπάιας, το μεγάλο κόλπο του Ρεντ Άουερμπαχ ή αλλιώς ο δυναμίτης πάουερ φόργουορντ που θα ανανέωνε τους πρωταθλητές Σέλτικς προετοιμάζοντας την επόμενη μέρα της παρέας των Μπερντ, Μακ Χέιλ, Πάρις, DJ και Ντάνι Έιντζ. Θα τα έκανε όλα αυτά αν δύο μέρες μετά δεν πέθαινε από καρδιακή αρρυθμία που προκλήθηκε από overdose κοκαϊνης. Στο νο.3, ο Κρις Γουάσμπερν ένας χαρισματικός φόργουορντ που στην ουσία δεν έπαιξε ποτέ στη Λίγκα, έφτασε μάλιστα και μέχρι τα πρόθυρα της φυλακής με τα συνεχή πάρε-δώσε με τις σκόνες. Στο νο. 6, ο σέντερ Γουίλιαμ Μπέντφορντ τα κατάφερε, συνελήφθη το 2001 για εμπορία 50 κιλών μαριχουάνας – στο NBA άντεξε εφτά σεζόν, με πολύ περισσότερα ναρκωτικά απ’ ότι μπάσκετ. Στο νο.14, ο αγαπημένος Γουόλτερ Μπέρι, για τον οποίο ποτέ δεν αποδείχθηκε τίποτα παρά τις φήμες, όμως ούτε αυτός δικαίωσε ποτέ το ταλέντο του στις ΗΠΑ και βρήκε μισή δεκαετία μετά το λιμάνι του στην Ελλάδα. Για να μη φτάσουμε στο νο.27 και τον συνομιλητή του Κιμ Γιονγκ Ουν, Ντένις Ρόντμαν που βέβαια έκανε μια σπουδαία καριέρα με 5 πρωταθλήματα.
Πριν και πάνω απ’ όλους όμως πρέπει να μιλήσουμε για το νο. 7, για τον Ρόι Τάρπλεϊ που έφυγε στις 9/1 από τη ζωή σε ηλικία 50 ετών προδομένος από την αδύναμη του καρδιά που ο ίδιος είχε προδώσει με τις καταχρήσεις. Ίσως το πιο χαμένο ταλέντο από το καταραμένο ντραφτ, ένας hall of famer που κατέληξε να παίζει στην Καλλιθέα και την Κύπρο. Ένας φόργουορντ 2.11 με ασύλληπτη ικανότητα στο ριμπάουντ, δυνατότητα να κατεβάσει την μπάλα θυμίζοντας βλάσφημα τον Μάτζικ, έναν γλυκό καρπό για να «γράφει» από τα 5-6 μέτρα κι άπειρες πλαστικές κινήσεις μέσα στη ρακέτα. Ο Τάρπλεϊ παρότι επιλέχθηκε από καλή ομάδα, τους Ντάλας Μάβερικς, παρότι στη δεύτερη μόλις σεζόν του βγήκε «καλύτερος 6ος παίκτης της χρονιάς», ήταν το πιο χαρακτηριστικό θύμα της υποκριτικής αυστηροποίησης της πολιτικής περί ναρκωτικών του NBA στο δεύτερο μισό των ‘80s. Όχι βέβαια ότι κι ο ίδιος ήταν αθώος.
Πατώντας πάνω στην αντιπαλότητα των Μάτζικ-Μπερντ και στην αναμενόμενη εκτόξευση του Μάικλ Τζόρνταν, το ΝΒΑ (μετά τη δραματική παρακμή του στα late ‘70s) είχε όντως γίνει στη δεκαετία του ’80, με κομισάριο τον δαιμόνιο Ντέιβιντ Στερν, ένας άλλος «άλλος πλανήτης». Ένας πλανήτης, βέβαια, που βασίλευε η πολιτική ορθότητα και που δεν ρίσκαρε κανείς το θεαθήναι. Ναρκωτικά υπήρχαν πάντα στο πρωτάθλημα (κι αποδιοπομπαίοι τράγοι όπως ο πρώτος αποκλεισμένος, ο υπέροχος Μάικλ «Σούγκαρ» Ρέι Ρίτσαρντσον), η κόκα στα ‘80s ήταν το ναρκωτικό των ισχυρών γιάπηδων και όχι μόνο των ντίσκόβιων ξενύχτηδων, αλλά το ΝΒΑ δεν μπορούσε πια να την ανέχεται θέλοντας να μπει για τα καλά στα πορτοφόλια των ψηφοφόρων του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Από τον Λάρι Μπερντ μπορούσε να ξεφεύγει κανένα ρατσιστικό σχόλιο, ο Μάτζικ είχε το ελεύθερο να κοιμάται με όλο το Χόλιγουντ, ο Τζόρνταν εθιζόταν στον τζόγο, αλλά μέχρι εκεί. Για τους υπόλοιπους τα μάτια ίσιωναν, δεν στράβωναν. Οι έλεγχοι θύμιζαν λίγο τους αντίστοιχους που γίνονταν αργότερα για ντόπινγκ στον στίβο, όμως για να μπεις στο στόχαστρο έπρεπε να (την) πίνεις. Κι ο Ρόι το έκανε. Στο έκτο παιχνίδι της τέταρτής του σεζόν (την τρίτη την είχε χάσει σχεδόν ολόκληρη λόγω τραυματισμού) απέτυχε στο drug test. Ήταν η τρίτη του γκέλα που σήμανε τον αποκλεισμό του μέσα σε ένα ντελίριο ηθικολογίας όπως συνέβαινε τότε (και μάλλον συμβαίνει ακόμα).
Και μετά μπήκε στη δική μας ζωή. Τότε που το μπάσκετ στην Ελλάδα ήταν το πιο σημαντικό πράγμα της δημόσιας ζωής. Ως έφηβος, μανιακός με το σπορ τότε, θυμάμαι άπειρα πράγματα για τον Τάρπλεϊ. Την εκκεντρική εμφάνισή του στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του ’92 για λογαριασμό του Άρη που μόλις γύριζε σελίδα έχοντας αποχαιρετήσει τον Νίκο Γκάλη. Τα πρώτα του ματς στην Ελλάδα με κόουτς τον Στιβ (ένας είναι ο Στιβ) – δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τέτοιο, ο τύπος για πλάκα φλέρταρε με το τριμπλ νταμπλ σε κάθε παιχνίδι. Τον ψυχολόγο/φύλακα-άγγελο που κουβάλαγε παντού μαζί του για να τον προσέχει. Την παραδοσιακή εσωστρέφεια και τα οικονομικά προβλήματα που κατέστρεψαν τη χρονιά του Άρη (παρά την κούπα στο Τορίνο) και του «επέτρεψαν» να παίξει τον περίφημο αγώνα κυπέλλου με τον Ολυμπιακό βρωμοκοπώντας αλκοόλ (ο θρύλος λέει ότι βρήκανε 35 κουτάκια μπίρας στο δωμάτιό του). Την κάθοδο στον Πειραιά και τις ανησυχητικές προβλέψεις για τη συμβίωση με τον Ξανθό σε εκείνη την πυρηνική ομάδα του Ολυμπιακού το ’93-94. Το ξύλο με τον τελευταίο παίκτη του πάγκου, Μπάμπη Παπαδάκη, στο Τελ Αβίβ που τον έκανε να χαθεί στη νύχτα τη ισραηλινής πρωτεύουσας, ενώ όλη η ομάδα τον έψαχνε γιατί την επόμενη μέρα ήταν ο τελικός με την Μπανταλόνα (μια περιπέτεια που χάρισε ένα μικρό άλλοθι στο κάζο του Ιωαννίδη). Το σπουδαίο μπάσκετ που έπαιξε στον Πειραιά κάνοντας νταμπλ. Την επιστροφή στην Αμερική και το Ντάλας που και πάλι δεν του κάθισε, αφού συνέχισε να πίνει. Πολύ. Ακόμα και μέσα στα αποδυτήρια. Την εκ νέου έξωσή του από το NBA που τον έφερε πάλι πίσω στην Ελλάδα σε έναν καλό Ηρακλη. Την διαβρωτική παρακμή – ένα τύπος που η υπερβολή λέει ότι θα χωρούσε και στην αυθεντική Dream Team (ή έστω σε ένα από τα σίκουέλ της) να παίζει στον Έσπερο και στην Κύπρο, να μένει έξω δυο χρόνια και να έχει προβλήματα με το νόμο (από ξυλοδαρμούς μέχρι οδήγηση υπό την επήρεια), να παίζει σε απίθανα μέρη όπως τα Ουράλια ή η Κίνα. Και σε απίθανα πρωταθλήματα όπως το CBA και το USBL.
Ακόμα κι αν η πιο χαρακτηριστική ανάμνησή του είναι ο τρόπος που έφερνε την μπάλα στο ένα χέρι και τελείωνε τη φάση με κάρφωμα στο κέντρο της ρακέτας, για κάτι άλλο θα θυμάμαι πάντα με ένα διάπλατο χαμόγελο τον Ρόι Τάρπλεϊ (τον αντίπαλο που με πόνεσε, αλλά αγάπησα σαν οπαδός περισσότερο από κάθε άλλον). The man didn’t give a fuck. Ο τύπος δε έδινε δεκάρα. Δεν είχε σημασία αν έπαιζε τελικό κυπέλλου πρωταθλητριών ή πέμπτο τελικό πρωταθλήματος (νομίζω μάλιστα ότι δεν ξεχώριζε και τις διοργανώσεις ή δεν τον ένοιαζε και τόσο). Σου έδινε την εντύπωση ότι αυτό που τον ενδιέφερε είναι μια καλή πλάκα. Όπως η παρακάτω…
Γι’ αυτό μάλλον δεν έκανε και ποτέ την καριέρα που του αναλογούσε. Γιατί πάντα μια μπίρα έμοιαζε πιο σημαντική από ένα κρίσιμο καλάθι. Άλλωστε στα κρίσιμα μπορεί να ήταν καλός ή καθοριστικός αλλά ποτέ δεν ήταν ηγέτης. Δεν ήταν αυτό το mentality του. Πιο σημαντικό κι από ένα τελευταίο σουτ έμοιαζε το να μπορεί να πάρει ένα ριμπάουντ και να τελειώσει με coast to coast τη φάση τρελαίνοντας τον Ιωαννίδη. Δυστυχώς αυτός ο συμπαθέστατος γίγαντας είχε την άσχημη κατάληξη που επεφύλαξε στον εαυτό του. Γιατί μάλλον δεν έδινε δεκάρα και για την ίδια του τη ζωή. Αν η ζωή σου εκεί γύρω στα mid-90s ήταν σχολείο, μονό, «Τρίποντο», μονό, NBA action, μονό, ένας αγώνας μπάσκετ κάθε μέρα στην τηλεόραση, άλλο ένα μονό, αυτός ο θάνατος πόνεσε. Με αυτόν τον παράξενο τρόπο που στενοχωριέσαι για ανθρώπους που δεν ξέρεις. Αλλά που σημάδεψαν μια τρυφερή σελίδα του βιβλίου της ζωής σου.