Λίγο πριν από την ισοπεδωτική επικράτηση του playlist, γεννήθηκε η ιδέα ενός ελεύθερου, εναλλακτικού σταθμού που δεν θα έβαζε νερό στο κρασί του.
Γιάννης Γιακουμάκης: Ήταν διαφορετικό το ραδιόφωνο τότε. Εκτός από τους κρατικούς υπήρχαν ελάχιστοι μουσικοί σταθμοί, μετρημένοι στα δάχτυλα.
Θάνος Θώμος: Πολλά ειδησεογραφικά, λιγότερα μουσικά, τα περισσότερα βαρετά.
Γιάννης Αγγελάτος: Λίγοι καλοί και περισσότεροι μέτριοι παραγωγοί, μια τάση «να τα πάρουν» και μόνο αυτό, χωρίς να προσφέρουν αναλόγως.
Χρήστος Ξανθάκης: Μαύρο, μουντό και μαλακισμένο ήταν το ραδιοφωνικό τοπίο. Όπως και τώρα δηλαδή.
Θανάσης Μήνας: Το Κρατικό έπαιζε ενίοτε σπουδαία μουσική (από τον Γιάννη Πετρίδη ως τον Γρηγόρη Βάιο). Το Τρίτο δεν μπορούσα να το εκτιμήσω ακόμα. Άκουγα (και εξακολουθώ να ακούω) φανατικά τις εκπομπές του Χρήστου Δασκαλόπουλου. Το Κανάλι 15 και ο 902 Αριστερά στα FM είχαν επίσης πολύ ωραίες ζώνες (Κατσούρης, Κοντογούρης κ.ά). Η «Σοκολατένια Πόλη» του Πετρουλάκη στον Ant1 με μύησε στη soul και ο Jazz FM (δηλαδή ο νυχτερινός Ηχώ FM) στην jazz.
Χρήστος Καρυώτης: Το playlist ήταν άγνωστη λέξη. Υπήρχε μεγαλύτερη πολυφωνία από σήμερα και προσωπικότητες στους σταθμούς. Είτε σου άρεσαν είτε όχι, κανείς δεν έμοιαζε με τον άλλο. Λόγω του πρόσφατου ανοίγματος των ιδιωτικών ραδιοφώνων υπήρχε στον αέρα αισιοδοξία αλλά και χώρος για νέα πρόσωπα.
Δημήτρης Πολιτάκης: Υπήρχαν καλές εκπομπές και στο κρατικό και στο ιδιωτικό. Θυμάμαι τον ΗΧΩ FM χαρακτηριστικά που έπαιζε «εναλλακτική» ξένη μουσική.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Υπήρχαν αρκετά ραδιόφωνα που είτε ήταν αμιγώς ροκ είτε είχαν ζώνες. Όλα σχεδόν τα δημοτικά ραδιόφωνα είχαν κάποιες σχετικές εκπομπές τις βραδινές ώρες, υπήρχε ο Rock FM που όμως ήταν άνευρος, υπήρχε και ο SkyRock με διευθυντή τον Κώστα Σγόντζο, γνωστό μας τότε από την παρουσίαση της τηλεοπτικής εκπομπής Μουσικό Καλειδοσκόπιο στην ΕΡΤ.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Αν εξαιρέσεις τον ΗΧΩ FM και τον Rock FM όσο ήμασταν εμείς, δεν υπήρχε άλλο μουσικό ραδιόφωνο που να άφησε κάποιο σημάδι.
Μάκης Μηλάτος: Tο πράγμα, όμως, έδειχνε από τότε προς τα πού θα πάει, ότι κάποια στιγμή θα άρχιζε να υιοθετείται η λογική του playlist, να περνάει ωραία ο κόσμος, να ακούει κάτι ευχάριστο, αυτές τις μαλακίες που λέγονται πάντα. Και άρχισε η δολοφονική -για προσπάθειες λίγο διαφορετικές- δραστηριότητα των media shops, που έχουν κάνει ζημιά στην Ελλάδα. Αν ήσουν λίγο μικρός, λίγο μόνος σου, δεν σου έδιναν σημασία. Έτσι, όλες αυτές οι προσπάθειες τύπου Jazz FM και Ηχώ FM ήταν καταδικασμένες.
Μανώλης Κιλισμανής: Μιλώντας γενικά, το τοπίο ήταν σαφώς καλύτερο από το σημερινό αν και επειδή είχαμε τον ελιτισμό της νιότης όλα τα άλλα πέραν του Ρόδον μας φαίνονταν αδιάφορα.
Μάκης Μηλάτος: Γιατί οι ιδιοκτήτες δεν μου είπαν τίποτα για το πρόγραμμα. Ο Μπόμπολας τότε ανακατευόταν πολύ με το Ρόδον, το κλαμπ εννοώ. Φαντάζομαι ότι πολλοί θα πήγαν και θα του ζήτησαν μία εκπομπούλα. Όμως δεν επενέβη ποτέ σε αυτό που θέλαμε να κάνουμε.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Ξέραμε από την αρχή το κόνσεπτ του σταθμού, ότι θα κινούταν πιο πολύ προς το brit-pop. Υπήρχε ένας χαρακτήρας «αγγλούρας». Επίσης το ελληνικό τραγούδι ήταν ελάχιστο. Κατά τα άλλα, οι παλιοί ήμασταν όλοι στο αντικείμενό μας, όπως τα προηγούμενα χρόνια. Ο Μανίκας ήταν ο Μανίκας που όλοι ξέρουμε, κάθε πρωί με τα αποκόμματα, εγώ με τα καινούρια, η Θάλεια με το δικό της βραδινό ύφος, ο Γιάννης Έξαρχος με το μεγάλο ρυθμό, βαρύς κι εντυπωσιακός. Τους καινούριους εκεί τους έμαθα. Μερικοί βγήκαν πολύ καλοί.
Καθιερωμένοι παραγωγοί που παρέμεναν ανήσυχοι και νέοι έτοιμοι να γκαζώσουν, βρήκαν στέγη σε ένα στούντιο στο κέντρο της Αθήνας.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Μέσω του Μηλάτου -με τον οποίο ήμασταν και φίλοι από παλιά- μάθαμε ότι ο Μπόμπολας θέλει να κάνει ραδιόφωνο, το οποίο μάλιστα να είναι «συγχρονιζέ» με το κλαμπ ώστε τα γκρουπ που θα έρχονται να δίνουν συνεντεύξεις. Ξέραμε ότι θα είναι αμιγώς μουσικός σταθμός.
Μάκης Μηλάτος: Ήμουν διευθυντής και παραγωγός στο Rock FM, ιδιοκτησίας τότε Χρήστου Καλογρίτσα, ενός ανθρώπου τελείως διαφορετικής κουλτούρας. Ήθελε να κλείσει τον σταθμό και άλλαξε γνώμη γιατί κάναμε ένα πάρτι εκεί που είναι τώρα το Piraeus Academy 117 – τότε ήταν στριπτιτζάδικο, Γέμισε ασφυκτικά, στην Πειραιώς μαζεύτηκαν χιλιάδες άτομα, ήρθε η αστυνομία. Πέρασε λοιπόν ο Καλογρίτσας με τη Μερσεντές, είδε τον χαμό και κατάλαβε εμπράκτως ότι κάτι συμβαίνει. Το πράγμα όμως άρχισε να μπερδεύεται. Σε μία στιγμή που ήμουν έτοιμος να φύγω ούτως ή άλλως, μού έγινε η πρόταση από τον διευθυντή της Άνωσης, τον Νίκο Χασσίδ, που τον ήξερα από το Ρόδον Club. Μίλησα και με τον Φώτη που επίσης λέγαμε ένα γεια. Η συχνότητα ήταν του παλιού ΩΧ FM που είχε ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και την πήρε ο Μπόμπολας με σκοπό να κάνουμε ένα ραδιόφωνο που να συνάδει με το κλαμπ.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Ο σταθμός άνοιξε τον Σεπτέμβρη του 94. Μέχρι το Μάη ήμασταν στο Rock FM που άλλαξε ιδιοκτησία, ο Καλογρίτσας το πούλησε στους αδερφούς Γέρου που είχαν ένα άλλο κόνσεπτ στο κεφάλι τους κι εμείς το καταλάβαμε. Όσο αυτοί μας μιλούσαν και μας λέγανε τα δικά τους, εμείς γελάγαμε από μέσα μας. Εννοώ οι πέντε-έξι που ξέραμε ότι θα είμαστε στο Ρόδον από τον Σεπτέμβρη. Αυτό εμένα μου έδωσε μεγάλη σιγουριά, που δεν την είχα τα προηγούμενα χρόνια – κι έκανα ήδη πολλά χρόνια ραδιόφωνο, από το 83 μέχρι το 94. Δεν με ενδιέφερε καθόλου τι μας έλεγαν οι τύποι. Στ’ αρχίδια μου. Από τότε άρχισε η μεγάλη πτώση του Rock FM. Μετά το Ρόδον τους ξανασυνάντησα βέβαια αυτούς στο Rock FM, με διευθυντή τον Φίλιππο Πετρίδη, μετά το 97.
Θάλεια Καραμολέγκου: Ήμουν στον Rock FΜ 96.8 τότε, μιας και οι συχνότητες ήταν ένα τσικ πιο κει. Έγραφα σε μουσικά περιοδικά και έπαιζα ως dj σε διάφορα μπαρ. Λίγο μετά το Δεκαπενταύγουστο, με πήρε ο Μηλάτος και σαν τώρα το θυμάμαι που με ρώτησε αν θα φύγω τις επόμενες μέρες εκτός Αθήνας. «Οχι, ε; Τότε έλα αύριο Βουλής 15 στο Σύνταγμα, να τα πούμε από κοντά». Το κέντρο δεν είχε καμια σχέση εκείνη την εποχή, η Ερμού δεν ήταν πεζόδρομος και μπορεί ακόμα και να έβρισκες να παρκάρεις στη Βουλής. Κάποιος μου είχε πει τότε ότι το διαμέρισμα που στέγασε το ραδιόφωνο του Ρόδον, υπήρξε κάποτε γραφείο του Παττακού… Πάντως η αύρα του χώρου ήταν έξω καρδιά και στο ισόγειο υπήρχε το κλασικό ανθοπωλείο.
Χρήστος Καρυώτης: Eίχα κάνει εκπομπές στον Rock FM, τον Δίαυλο 10 και αρκετά χρόνια σε τοπικούς σταθμούς στο Άργος και το Ναύπλιο. Είχα και τη μεγάλη τύχη να είμαι συντάκτης στο θρυλικό ΟΖ, τη μουσική εφημερίδα που έβγαζε ο Αντώνης Πανούτσος, freelancer στην Ελευθεροτυπία και συντάκτης στο Δίφωνο. Ήμουν διακοπές και μου ζήτησε ο Μηλάτος να βρεθούμε. Γύρισα αστραπιαία στην Αθήνα, κάναμε το ραντεβού στο Σύνταγμα και εκεί έμαθα ότι θα είμαι στην ομάδα του σταθμού.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Κάθε καλοκαίρι σκεφτόσουν: θα κάνω του χρόνου εκπομπή; Θα κλείσει ο σταθμός, όπως έγινε με το Κανάλι 15; Θα γίνει καμιά μαλακία, όπως με το Rock FM; Θα τελειώσει η σύμβασή μου με το κρατικό και δεν θα ανανεωθεί; Ανασφάλειες. Ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που ήξερα ότι θα φύγω δυο μήνες και μετά θα έχω σίγουρα δουλειά, με ανθρώπους που γουστάρω και σε ένα ραδιόφωνο που σχετίζεται με το club.
Χρήστος Ξανθάκης: Η πρώτη μου επαφή με το ραδιόφωνο ήταν στον «πειρατικό» Star Radio το 1987. Εκεί ξεκίνησα να παίζω «ανεξάρτητα» και σιγά σιγά πέρασα και σε πιο ποπ καταστάσεις. Ύστερα προσλήφθηκα στον Top FM του ΔΟΛ, όπου, παράλληλα με τις μουσικές εκπομπές, έκανα και βάρδιες δημοσιογραφικές. Έκατσα ένα χρόνο και πήγα στον 902 Αριστερά στα FM. Aπό εκεί αποχώρησα όταν πήγα στο Αεροπορείο και με το που γύρισα Αθήνα με περίμενε η πρόταση του Μηλάτου.
Θάνος Θώμος: Ήμουν από τους λίγους στο σταθμό που δεν είχαν προϋπηρεσία. Το καλοκαίρι του ’94 βρισκόμουν σε αναζήτηση εργασίας. Την ημέρα των γενεθλίων μου, το τηλέφωνο του Μάκη με γύρισε από την εξώπορτα: «Τελικά νομίζω ότι θα συνεργαστούμε. Ξεκινάς Δευτέρα». Το καλύτερο δώρο γενεθλίων που έχω δεχθεί. Είχε προηγηθεί η αποστολή ενός «πιλότου» και ενός ραντεβού.
Μανώλης Κιλισμανής: Από ραδιοφωνικής πλευράς είχα κάνει εκπομπές στον Ηχώ FM μέχρι την ημέρα που έγινε Jazz FM. Επίσης ήμουν καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ώσπου ήρθε μια πρόταση από την Άνωση. Ήταν αδύνατο να αρνηθώ. Μια μέρα συνάντησα τον Μάκη στο ταμείο της Ελευθεροτυπίας και μου είπε «σε θέλω, να τα πούμε σύντομα». Δεν ήξερα τι συνέβαινε, παραξενεύτηκα γιατί είχα φάει πόρτα από τον Μάκη επί Καναλιού 15, αλλά είπα ΟΚ, για να με θέλει, κάτι θα ξέρει.
Δημήτρης Πολιτάκης: Ήμουν ήδη για κανένα χρόνο στο 01 – δεν είχα καμιά εμπειρία από ραδιόφωνο. Μου το πρότεινε ο Μάκης. Πολύ κολακευτικό, ήμουν και μικρός ακόμα.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Η Λουκία, ηχολήπτρια στον Ρόδον, μετέφερε την πληροφορία οτι έχει σκάσει πιλότος από κάποιον Σκιαδά που αρέσει στον Μάκη, και ρωτούσε αν ήμουν εγώ αυτός. Η σκέψη και μόνο οτι θα μπορούσα να βρεθώ στην ίδια ραδιοφωνική στέγη με παραγωγούς που θαύμαζα με έκανε ευτυχισμένο. Το τηλέφωνο που ακολούθησε μετά από λίγες μέρες, μπόλιασε τον ενθουσιασμό μου με μεγάλη ανασφάλεια. Τελικά έγινε το ραντεβού με τον Μάκη. Μου εξήγησε οτι θέλει να ακούγονται κάποιες πιο σκοτεινές μουσικές.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Κάθε μέρα πήγαινα μισή ώρα πριν την εκπομπή και άραζα στο γραφείο του Μάκη, πίναμε καφέ και τα λέγαμε, μου άρεσε. Έβλεπα ντάνες ολόκληρες με πιλότους. Από εκεί βγήκαν μερικές πολύ καλές περιπτώσεις.
Θανάσης Μήνας: Γύρω στο ’92, είχα ξεκινήσει να γράφω στο Ποπ + Ροκ με αρχισυντάκτη τον Νίκο Πετρουλάκη. Πριν ανοίξει ο Ρόδον 94,4, έκανα εκπομπές για κάποιους μήνες στον Rock FΜ, με διευθυντή και εκεί τον Μάκη. Μεγάλη ευγνωμοσύνη, λοιπόν, για τον Μάκη που με είχε πάρει τηλέφωνο και την πρώτη φορά για τον Rock Fm και μερικούς μήνες μετά για το Ρόδον.
Τάκης Γιαννούτσος: Ξεκίνησα στο Κανάλι 15. «Απόψε πετάμε αετό» λέγαμε την εκπομπή, γιατί ξεκινήσαμε βράδυ Καθαρής Δευτέρας. Ο Γιάνννης Ντρενογιάννης, ο συγχωρεμένος Νίκος Δόικας και εγώ. Πίναμε πολύ, είχαμε τον Λώρα και το Flower δίπλα μας. Ένα βράδυ όμως το παρακάναμε, ξεφύγαμε λίγο στον «αέρα», τα χώσαμε στον Γκοϊγκοϊτσέα που μας έβαλε ένα γκολάκι και φύγαμε νύχτα. Ο Μηλάτος, που ήταν κι αυτός στο Κανάλι 15, με βούτηξε και με πέταξε στα νυχτέρια του Rock FM. «Βαρέα Ανθυγιεινά», 12-3 κάθε βράδυ, στο στούντιο της Αναπαύσεως. Ώσπου κάποια στιγμή ο σταθμός πουλήθηκε σε life style επιχειρηματία που η ροκ μουσική «καλή είναι, αλλά εγώ θέλω να την ακούν και στα κομμωτήρια». Οι U2 και οι REM «έξυναν», φαντάσου ο Nick Cave και οι Cramps. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και ένα μαγικό χέρι, αυτό του ανθρώπου που μας έμαθε τις συναυλίες και τα λαϊβάδικα στην ελλάδα (ΡΟΔΟΝ club), μας έδωσε στέγη σ’ ένα καταπληκτικό χώρο της οδού Βουλής.
Μάκης Μηλάτος: Ένα μέρος έφυγε μαζί μου από το Rock FM, όταν είδε μία κατάσταση που δεν το εκπροσωπούσε. Ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ σε αυτούς. Και μετά διάφοροι γνωστοί, κάποιοι νέοι, άνθρωποι που μπορούσα να συννενοηθώ. Ακόμα και ο Μιχάλης Δέλτα μαζί με τον Κωνσταντίνο Βήτα έκαναν εκπομπή μία φορά τη βδομάδα. Από την αρχή δημιουργήθηκε μία θετική αύρα.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Υπήρχαν ζυμώσεις και συναντήσεις στις οποίες εμείς του πυρήνα του Rock FM δεν συμμετείχαμε γιατί ως παρέα ήταν αυτονόητο τι θα κάνει ο καθένας. Πήραμε τα καλύτερα πόστα χωρίς καν να το επιδιώξουμε. Όλα αυτά υπό την επίβλεψη του Χασσίδ, που ως διευθυντής της Άνωσης είχε εμπιστοσύνη στον Μηλάτο και τον άφησε να κάνει κουμάντο.
Τάκης Γιαννούτσος: Ο Σταθμάρχης έκανε όλο το στήσιμο. Έβαλε όποιον ήθελε σε όποια ώρα και μέρα πίστευε ότι θα ταίριαζε. Δική του ιδέα ήταν να αφήσω τα «Βαρέα Ανθυγιεινά», («οι επιτυχίες δεν επαναλαμβάνονται», μου είπε) και να περάσω στην πρωινή ζώνη. Με έβαλε μαζί με μία εξαιρετική φωνή και προσωπικότητα, την Έλενα Σαμαρτζή και χτίσαμε έτσι το πρώτο πρωινό ραδιοφωνικό δίδυμο.
Χρήστος Καρυώτης: Υπήρξε από την αρχή απόλυτη ελευθερία ως προς τις μουσικές που θα παίζουμε. Σαφώς το πλαίσιο ήταν rock αλλά μπορούσες να ακούσεις από electronic και jazz, μέχρι disco και ελληνικά συγκροτήματα.
Θάλεια Καραμολέγκου: Στα περίφημα meetings έπεφτε σχετική γκρίνια για τα τραγούδια, και τη μανία που είχαμε τότε να παίζουμε όσο πιο άγνωστα γίνεται και να σνομπάρουμε τα γνωστά -αυτό εγώ το έλεγα «η μανία για τα flip sides των b sides»- αλλά ποτέ δε θυμάμαι να έγινε στενό μαρκάρισμα για κάτι «παράξενο» που έπαιξε στον αέρα.
Γιάννης Γιακουμάκης: Στο ραδιόφωνο ξεκίνησα από τον 902 Αριστερά στα FM με μουσικές επιμέλειες, στην ΕΡΑ για ένα διάστημα και αργότερα έκανα εκπομπές στον Rock FM. Μετά ήρθε ο Ρόδον. Ο σταθμός είχε μία ενιαία ταυτότητα αλλά στηριζόταν σε παραγωγούς με διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτό ήταν και ένα από τα στοιχεία της επιτυχίας του.
Γιάννης Αγγελάτος: Είμαι παραγωγός από το 1983, Τρίτο, Τέταρτο, Top FM, Sky, 902 Αριστερά στα FM και μετά στο Ρόδον, που ήταν μια κατάσταση παρέας, με τον Μάκη σαν τον πλέον έμπειρο, να έχει αναλάβει την ευθύνη του προγράμματος και τον Φώτη να αποτελεί ένα κομμάτι της παρέας, έχοντας εκτός από τη διάθεση, και τον τρόπο να στηρίξει μια τέτοια απόπειρα. Υπήρχε επαγγελματισμός, συνεννόηση και ιεραρχία, μα ο βαθύτερος συνδετικός μας κρίκος ήταν η αγάπη για τη μουσική.
Θάνος Θώμος: Δεν υπήρχε ο «φόβος του αφεντικού». Μια φορά είδα τον Φώτη στο σταθμό, όταν κόψαμε την πίτα το 1996. Οι συναντήσεις της ομάδας γίνονταν με τον Μάκη και αφορούσαν σε ανταλλαγή απόψεων για αφιερώματα και events. Υπήρξαν βέβαια αυτονόητα DON’Ts – αλλά και πάλι, ποιος θα έπαιζε Bryan Adams στον Ρόδον;
Χρήστος Ξανθάκης: Ο Μπόμπολας δεν παρενέβη ούτε μια φορά. Υποθέτω ότι μίλαγε με τον Μηλάτο, αλλά δικαίωμά του ήταν. Ο καθένας έπαιζε ό,τι γούσταρε και δεχόταν και την ανάλογη κριτική. Είτε ευθέως από τον Μάκη (σε πλαίσιο εξαιρετικά πολιτισμένο πάντα), είτε στις συνελεύσεις των παραγωγών. Πάντα κουβεντούλα όμως, ποτέ «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Μανώλης Κιλισμανής: Το θέμα «αφεντικά» στον Ρόδον ήταν περίεργη υπόθεση. Αν αφεντικό θεωρήσουμε τον Μάκη ήταν το καλύτερο που μπορούσε να υπάρξει, όμως όντας μέλος ενός μεγάλου ομίλου γίνεται κατανοητό πως υπήρχαν διάφοροι που θεωρούσαν εαυτούς αφεντικά και δε πα’ να έλεγε ο Μάκης ό,τι ήθελε (δυστυχώς). Σε γενικές γραμμές ο σταθμός ήταν υπόδειγμα μη παρέμβασης για το τι θα πεις/παίξεις. Η μοναδική αντίδραση του Μάκη ήταν όταν κάποιος είχε βάλει Scorpions και όταν βγήκε στα καλύτερα του σταθμού το Booth and the Bad Angel και το έπαιζαν ελάχιστοι από εμάς, με τη μεγαλειώδη ατάκα, σε μια από τις συγκεντρώσεις των παραγωγών: «Που ‘ναι το γαμημένο Βooth and the Bad Angel;»
…αλλά τις δημιουργούμε μόνοι μας, έλεγε ένα από τα διαφημιστικά φυλλάδια του σταθμού.
Γιάννης Αγγελάτος: Βγήκα με την εκπομπή «Μπλουζ στην Αθήνα» και πρώτο τραγούδι το “I’ll play the blues for you” με τον Albert King.
Τάκης Γιαννούτσος: Hangover σαν της πρώτης εκπομπής είχα να νιώσω απ’ τα 15 μου. Το προηγούμενο βράδυ είχαν τη φαεινή ιδέα να μας βγάλουν στο Blue Bar στο Χαλάνδρι. Ένας εφιαλτικός πονοκέφαλος, που σε συνδυασμό με την αμηχανία της πρώτης μέρας σε έναν νέο σταθμό και με ένα νέο πρόσωπο δίπλα μου στα μικρόφωνα, έκαναν την εκπομπή αξέχαστη.
Δημήτρης Πολιτάκης: Την πρώτη φορά που βγήκα στον αέρα ήμουν εντελώς «κλασμένος», δεν μπορούσα να αρθρώσω σωστά καν. Πήρε μάλιστα ένας ακροατής τηλέφωνο και μου είπε εμμέσως πλην σαφώς ότι θα μπορούσε να κάνει αυτός καλύτερα την εκπομπή στη θέση μου. Ωραίος τύπος. Σήμερα αν ζει, θα γράφει δηλητηριώδεις τρολιές και υβριστικά σχόλια στο ίντερνετ.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Το θυμάμαι σαν να είναι χθες. Έχω πάει στο ραδιόφωνο μια ώρα νωρίτερα από το άγχος. Μεσημέρι Σαββάτου, 15:00, μπαίνω στο studio. Θα έπαιζα αμέσως μετά τον Μανώλη Κιλισμανή. Προσπάθησα να πω ότι είμαι φανατικός ακροατής του αλλά από τη ντροπή μου πρέπει να βγήκε ένα αλαμπουρνέζικο ψέλισμα. Μου ζητάει να του δώσω το πρώτο cd μου, του δίνω το Nasty Cloud των Breath of Life. Τελειώνουν τα διαφημιστικά, ξεκινάει το τραγούδι, και χτυπάει το τηλέφωνο. «Ποιο είναι αυτό το τραγούδι;» με ρωτάει. Του απαντάω, το λέει στον ακροατή. Κλείνει το τηλέφωνο, ξαναχτυπάει, «πώς το είπες το τραγούδι;» με ξαναρωτάει. Του λέω, το κλείνει. Ξαναχτυπάει, δεν χρειάζεται να με ξαναρωτήσει, το λέει στον ακροατή. Είχα χεστεί από τη χαρά μου! Πριν καν κάνω το πρώτο μου ΟΝ, είχε φανεί ενδιαφέρον για τις μουσικές μου!
Θανάσης Μήνας: Για πρώτη φορά βγήκα live στο Ρόδον το φθινόπωρο του ’94, παρουσιάζοντας μεταμεσονύκτια το “Freak Out” – από το ομώνυμο κομμάτι των Mothers of Invention του Frank Zappa. Έπαιζα underground/indie rock, ως επί το πλείστον.
Χρήστος Καρυώτης: Εγώ ήμουν του «ελαφρού», με την έννοια ότι επέλεγα radio friendly κομμάτια και προσπαθούσα να φτιάξω μια εκπομπή που να κάνει καλή παρέα, παίζοντας παλιά και καινούργια. Από Motown και 60’s pop ως τις τρέχουσες κυκλοφορίες της indie rock σκηνής της Βρετανίας που εκείνη την εποχή ήταν στα πολύ καλά της.
Γιάννης Γιακουμάκης: Ξέφευγα και σε άλλα θέματα πέρα από τη μουσική. Ηθελα να υπάρχει επαφή με την πραγματικότητα. Εψαχνα τη μουσική που ανέβαινε εκείνη την εποχή, τα νέα ρεύματα. Μου άρεσε να συνδυάζω διαφορετικά μουσικά είδη.
Γιάννης Αγγελάτος: Έπαιζα μπλουζ και τα παράγωγά του, ό,τι έχει «μαύρη ψυχή». Βγήκα με το “I’ll play the blues for you” του Albert King. Η πρώτη μου εκπομπή ήταν τα «Μπλουζ στην Αθήνα» και κράτησε μέχρι το Μάιο του 95 και η δεύτερη το “Blackbird” που άρχισε το Σεπτέμβριο του 96 και τελείωσε το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Το καλοκαίρι του 94, λίγο πριν αρχίσει ο σταθμός, είχα περάσει ένα απίστευτο καλοκαίρι στην Ίο. Είχε κατέβει στο νησί το West, που ήταν στις αρχές της Βουλιαγμένης. Είχα αρχίσει λοιπόν να επηρεάζομαι απ’ όλη τη dance κουλτούρα της εποχής, άκουγα και Prodigy και Chemical Brothers και Underworld, τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση να βρουν θέση στο ρεπερτόριό μου στο Rock FM. Με το που ξεκινάω στο Ρόδον αρχίζω να παίζω και τέτοια. Ήταν σοκαριστικό για τους ακροατές μου. Το πήρα χαμπάρι από τα τηλεφωνήματα. Μερικοί αισθάνθηκαν μέχρι και προδομένοι. Όμως μου άρεσε ο ήχος και ήθελα να το περάσω στο ραδιόφωνο. Αν υποθέσουμε ότι ο κιθαριστικός ήχος είναι το σήμα κατατεθέν μου, ναι, το μπόλιασα γερά, όχι μαλακίες.
Τάκης Γιαννούτσος: Έπαιζα ό,τι μου άρεσε και άκουγα σπίτι μου. Με έμφαση στο punk (Clash, Ramones, Dead Kennedys,), το σκληρό κιθαριστικό ροκ (Wipers, Nirvana, Dream Syndicate, Fall), πολύ Nick Cave, death-ίλα (Cure, Bauhaus…). Η θεματολογία όμως ήταν εντελώς κόντρα με τη μουσική. Διαβάζαμε και σχολιάζαμε τα νέα της ημέρας (αθλητικά, κοινωνικά, πολιτικά, τηλεοπτικά). Οι ακροατές ήξεραν ότι δεν είναι μία αμιγώς «ροκάδικη» εκπομπή. Θα μπορούσαμε να σχολιάζουμε το Bravo της Ρούλας και από κάτω να παίζουν οι Tuxedomoon.
Μάκης Μηλάτος: Υπήρχαν κουβέντες με τους παραγωγούς για το πώς θα κινείται ο καθένας, τι θα κάνει, τι θα εκπροσωπεί, ποιους χώρους θα καλύπτει, αλλά playlist ούτε γι’ αστείο. Ούτε καν το βράδυ δεν υπήρχε, στο nonstop.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Παρατήρηση για να «μαλακώσει» ο ήχος θα μπορούσαν να κάνουν μόνο σε μένα. Αλλά ποτέ δε μου είπε ο Μάκης τίποτα. Έβλεπα όμως συναντήσεις του με τους νεότερους παραγωγούς. Εμείς οι παλιοί, ως πυρήνας -παρόλο που γίνονταν διάφορες φάσεις μεταξύ μας σε προσωπικό επίπεδο μετά από τόσα χρόνια φιλίας χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τη λειτουργία του σταθμού- δεν είχαμε τέτοια ζητήματα. Τι να πει δηλαδή ο Μηλάτος στον Έξαρχο; Ότι αυτά που παίζει δεν είναι καλά; Ή να πει στον Μανίκα, που η εκπομπή του ξεκινούσε στις 10, σταμάτα επιτέλους να έρχεσαι στις 10:30; Αφού ο Μανίκας δε μπορεί να ρθει στην ώρα του, πώς να το κάνουμε. Ή τι να πει σε μένα; Μην παίζεις Screaming Trees, παίξε Blur; Θα παίξω και Blur, θα παίξω και Screaming Trees, τι έγινε; Είχαμε πληρώσει κάπως τα χρέη μας τα προηγούμενα χρόνια στο ραδιόφωνο. Άσε που κάναμε παρέα και εκτός ραδιοφώνου.
Μανώλης Κιλισμανής: Από θεματολογία, τρεις λαλούν κι οκτώ χορεύουν. Από μουσική έπαιζα ό,τι μου άρεσε να ακούω στο σπίτι κι από τη στιγμή που άρεσε και σε κάποιο κόσμο ήμουν τυχερός. Α, και όσα μου ζήταγαν με γράμματα.
Δημήτρης Πολιτάκης: Μάλλον προς το «moody» και το νταουνιάρικο με κάποια ευρύτερα «πολιτιστικά» σχόλια ήταν το στιλ της εκπομπής μου. Με είχε πάρει μάλιστα τηλέφωνο ο Αιμίλιος Κατσούρης της Hitchhyke που έφερνε τότε τα πιο προχωρημένα και μου είπε ότι ήθελε να κάνω εγώ την εκφώνηση της διαφήμισης για τον δίσκο του Will Oldham (Palace τότε) λόγω «ύφους».
Θάλεια Καραμολέγκου: Η εκπομπή λεγόταν «Υπεράνω πάσης υποψίας», έπαιζα από καινούργια φουλ κιθαριστικά, μέχρι acid jazz και soul. Κάναμε συχνά ομαδικά αφιερώματα, μου άρεσε πολύ που είχα την ευκαιρία να ψάξω και να μάθω πράγματα, προκειμένου να βγει ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό τόσο για εμάς όσο και για τους ακροατές. Ο Δασκαλόπουλος με πείραζε τότε για το «τετραδιάκι». Παρεμπιπτόντως, ακόμα έτσι πηγαίνω για εκπομπή.
Θάνος Θώμος: Όταν ξεκίνησα είχα μέσα μου ένα ωκεανό άγχους και μπροστά μου ένα μπλοκ-σεντόνι της ροής με όλα τα κείμενα και τα τραγούδια. Μόνο ο βήχας δεν ήταν σημειωμένος! Ξεκίνησα με το “Pipeline” των Chantays, που για καιρό ήταν και το σήμα της εκπομπής μου, «Καλημέρα Βιετνάμ». Σύμφωνα με το concept που είχα παρουσιάσει στον Μηλάτο, ένας 60s maniac θα έπαιζε τα τραγούδια που του άρεσαν από όλες τις δεκαετίες. Ξεκίνησα με βαρύ πρωινό καθημερινό 7 με 8, που σύντομα έγινε 7-9. Όταν μετά από δύο χρόνια ανέλαβα και δουλειά μέσα στο σταθμό (δισκοθήκη, ροή, διαφημίσεις) μετακινήθηκα Σαββατοκύριακο, πάντα πρωί. Έπαιζα από Stax μέχρι trip hop, αλλά όλοι με έχουν συνδέσει με αυτόν που έπαιζε garage, british r&b, και ψυχεδελικά τ’ αξημέρωτο. Λόγω της ώρας, η εκπομπή παρείχε και την απαραίτητη πληροφόρηση για να ξεκινήσει η μέρα, κάτι που απέκτησε αξία (και πλάκα) όταν έγινε το ένθετο 20λεπτο με τη συμμετοχή του Ορέστη Δαβία και την ανάλυση επίκαιρων ειδήσεων με ανταλλαγή δηκτικών σχολίων. Πάντα ξεκινούσα το καθημερινό πρόγραμμα του σταθμού, στην αρχή με διαδέχονταν οι Σαμαρτζή-Γιαννούτσος, αργότερα ο Θοδωρής Μανίκας (με τις αξέχαστες δικαιολογίες της καθυστέρησής του), τα Σαββατοκύριακα ο Σωτήρης Παπαποστόλου (μέγας υμνητής Sarah records).
Λεωνίδας Σκιαδάς: Ήμουν ο βενιαμίν της παρέας. Κάθε meeting ήταν σχολείο. Για παράδειγμα έλεγε ο Μάκης: «βγαίνει ένα καλό τραγούδι, το “ξεσκίζετε” στο airplay, και μετά από δύο εβδομάδες που έχει γίνει χιτάρα και θέλει ο κόσμος να το ακούσει γιατί πλέον χάρη σε σας το έχει αγαπήσει, το σνομπάρετε, δεν το ξαναπαίζει κανείς σας, και αφήνετε τους άλλους σταθμούς που το έμαθαν από τον Ρόδον να το παίζουν και να καρπώνονται τα οφέλη της ακροαματικότητας.»
Θανάσης Μήνας: Υπήρχε όμως καταπληκτική χημεία ανάμεσα στους εργαζόμενους στον σταθμό.
Χρήστος Καρυώτης: Ήταν δεύτερο σπίτι μας. Μπορεί να μην ήμασταν όλοι κολλητοί αλλά υπήρχε υποστήριξη και αμοιβαία εκτίμηση. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω στο σταθμό, συνήθως αρκετά νωρίτερα για κουβέντα για τα μουσικά πράγματα, τις νέες κυκλοφορίες, τις συναυλίες. Υπήρχε ένα ωραίο κοινοβιακό κλίμα, μας ένωνε ο κοινός βίος της μουσικής και ο σταθμός.
Θάλεια Καραμολέγκου: Εμείς οι βραδινοί είχαμε άλλο μικροκλίμα, λίγο πιο συνωμοτικό, με κάποια inside jokes.
Δημήτρης Πολιτάκης: Υπήρχε ένα κλίμα κολεκτίβας. Μου ήταν πολύ συμπαθείς οι περισσότεροι παραγωγοί, κάποιοι ήταν φίλοι. Θυμάμαι παραμονή πρωτοχρονιάς που πήγα κατευθείαν το πρωί στο σταθμό μετά την ολονυχτία και γινόταν στο στούντιο πανηγύρι ζωντανά στον αέρα με τον Θοδωρή Μανίκα κεντρικό «εκφωνητή» και οι υπόλοιποι γκεστ. Όλοι εντελώς λιώμα. Ένας θεός ξέρει τι είπαμε και τι παίξαμε.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Μέχρι και φωτιά είχε πιάσει μια φορά. Κυριολεκτικά. Κάνω εκπομπή 4-6 κι αρχίζουμε να μυρίζουμε καπνό. Στους από κάτω τέσσερις ορόφους υπήρχαν κάτι ρολογάδες. Ο λέβητας του ασανσέρ είχε πιάσει φωτιά. Οι καπνοί έφτασαν στο στούντιο! Εκκενώνουμε κι ανεβαίνουμε από μια εσωτερική σκάλα στην ταράτσα του κτιρίου. Εγώ άφησα την τσάντα με τους δίσκους μου μέσα στο στούντιο. Τόσο γρήγορα φύγαμε. Αρχίσαμε λοιπόν να πηδάμε στη διπλανή ταράτσα για να κατέβουμε στο δρόμο. Επειδή ήταν κεντρικό το σημείο, τα πυροσβεστικά ήρθαν αμέσως. Βλέπουμε λοιπόν από κάτω την πυρκαγιά σαστισμένοι. Και ξαφνικά έρχεται ο Έξαρχος, of all people, κρατώντας την τσάντα μου, γιατί είχε βγει τελευταίος από το στούντιο. Ήταν η μεγαλύτερη φρίκη που έφαγα σε αυτό το σταθμό. Ευτυχώς η φωτιά έφτασε οριακά έξω από το στούντιο.
Γιάννης Γιακουμάκης: Το ότι ήταν ένα ελεύθερο ραδιόφωνο δε σημαίνει ότι ήταν και χύμα. Ήταν μία κατάσταση καλά οργανωμένη που συνδεόταν και με τα σημαντικότερα events της πόλης. Αγαπούσαμε αυτό που κάναμε και υπήρχε ένα αίσθημα ευθύνης.
Χρήστος Ξανθάκης: Η συνηθισμένη μέρα στον σταθμό ήταν μια μέρα αγάπης, ειρήνης και γκαβλάντζας. Το διασκεδάζαμε!
Η μεγάλη επιτυχία του ΡΟΔΟΝ 94,4 δεν ήταν τόσο τα πολύ μεγάλα νούμερα στις ακροαματικότητες αλλά η αδιαπραγμάτευτη επιδραστικότητα του σταθμού και η διαδραστικότητά με τους χιλιάδες ακροατές του.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Τα γερά χαρτιά του σταθμού ήταν η σύνδεση με το κλαμπ αλλά και με το Rock FM, με την έννοια ότι οι παλιοί ερχόμασταν από εκεί. Όταν οι ακροατές είδαν ποιοι έφυγαν και από ποιους αντικαταστάθηκαν, ακολούθησαν αυτούς που έφυγαν. Απέκτησε ο Rock FM ένα κοινό λίγο πιο «τουριστικό». Οι περισσότεροι στο Ρόδον FM είχαμε ήδη ένα έτοιμο κοινό που μας ακολούθησε. Οι δικοί μου ή του Μηλάτου ή της Θάλειας ή του Μανίκα μετακόμισαν με το που άνοιξε ο σταθμός.
Μάκης Μηλάτος: Πάρα πολύ γρήγορα ο σταθμός δημιούργησε ένα ρεύμα, εκπροσώπησε «αυτό που συνέβαινε τώρα», ή αυτό που θα συνέβαινε σε λίγο. Η ανταπόκριση των ανθρώπων ήταν άμεση. Φτάσαμε στο 2% σε μερικούς μήνες. Μετά σιγά-σιγά έφτασε μέχρι το 3,5%, που ήταν και το peak.
Θανάσης Μήνας: Εδώ ακριβώς έγκειται η επιτυχία του Ρόδον 94,4, αν και δεν χτύπησε ποτέ υψηλά νούμερα ακροαματικότητας: στο δέσιμο, στην ουσιαστική επικοινωνία με τους ακροατές. Σε μεγάλο βαθμό, ήταν διαδραστικό ραδιόφωνο.
Δημήτρης Πολιτάκης: Καθένας είχε τους «πιστούς» του ακροατές που τους πετύχαινες στις συναυλίες και σε άλλα events.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Τα τηλέφωνα ήταν non stop, γράμματα, δωράκια από ακροατές και φυσικά τα τυχερά μας, άλλωστε η πρώτη μου «κανονική» σχέση ήταν με ακροάτρια. Τα Σάββατα μετά την εκπομπή δούλευα σε clubs, με πλησίαζαν διάφοροι και ξεκινάγαμε κουβέντες με αφορμή κάτι που θα είχα αναφέρει στον αέρα. Όταν σε συζητήσεις με φίλους αναφέρομαι στην εποχή του Ρόδον, την χαρακτηρίζω σαν την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου.
Τάκης Γιαννούτσος: Σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ, σόσιαλ μίντια και κινητά, μόνο με σταθερά ερχόμασταν σε επαφή και φυσικά στα εκάστοτε bar ή live της εποχής.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Μπαίναμε στο κλαμπ και μας γνώριζε ο κόσμος. Ήταν πολύ δεμένο το πράγμα για τρία χρόνια.
Θάλεια Καραμολέγκου: Ήταν έντονη η αλληλεπίδραση με τους ακροατές, άλλωστε ο κοινός μας τόπος συνεύρεσης ήταν το Ρόδον club όπου μπορεί να πήγαινες και 4 φορές την εβδομάδα. Και τα τηλεφωνήματα ήταν πάρα πολλά. Ο καθένας μας είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με κάποιους ακροατές, σε μια εποχή που δεν υπήρχε καν διαδίκτυο.
Χρήστος Καρυώτης: Η επικοινωνία γινόταν με το τηλέφωνο, παραδοσιακά. Πολλές φορές πιάναμε την κουβέντα και μέναμε χωρίς τραγούδι στον αέρα. Κάποιοι έστελναν και γράμματα! Με αρκετούς ακροατές γνωριστήκαμε κιόλας ενώ με άλλους μπορεί να ανταλλάσαμε ένα χαιρετισμό στις συναυλίες. Υπήρχε ένα μικρό δέος προς τον παραγωγό τότε, κουβάλαγε ένα μύθο.
Γιάννης Γιακουμάκης: Ήταν η εποχή του τηλεφώνου, υπήρχε καθημερινή συνομιλία με τους ακροατές, το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς στην εκπομπή. Αυτό με ζόριζε αλλά ταυτόχρονα ήθελα να έχω ένα feedback. Γράμματα που τα έχω κρατήσει, αλλά και επισκέψεις στο στούντιο, δώρα, από βιβλία μέχρι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Νομίζω ότι σήμερα κανείς δεν θα μιλήσει σε ένα μουσικό παραγωγό όπως έκαναν τότε με τα γράμματα.
Θάνος Θώμος: Από 7 το πρωί το 3222398 δεν σταματούσε να χτυπάει, οι ακροατές έρχονταν στο σταθμό να πάρουν τα δώρα που είχαν κερδίσει ή απλά για να σε γνωρίσουν. Τουλάχιστον τρεις από αυτούς είναι ακόμη σήμερα, μετά από 21 χρόνια, καλοί μου φίλοι.
Χρήστος Ξανθάκης: Και τηλέφωνα πέρνανε και γράμματα στέλνανε. Ευτυχώς δεν υπήρχαν κινητά, ούτε ίντερνετ, όπου πάει ο κάθε μαλάκας και βγάζει το άχτι του. Τα τηλεφωνήματα κόστιζαν εκείνη την εποχή, οπότε παίρνανε μόνο όσοι είχαν να πουν κάτι.
Γιάννης Αγγελάτος: Κάποιες εκπομπές μου γίνονταν αποκλειστικά με επιθυμίες των ακροατών. Η γραμμή της διεύθυνσης ήταν να αφουγκραζόμαστε τις επιθυμίες τους. Έχω ακόμα τις έγγραφες οδηγίες του Μάκη για τα γούστα των ακροατών, που έβγαιναν έπειτα από ημέρες συνομιλιών μαζί τους.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Καταλάβαινες το impact του σταθμού από τα γράμματα, τα τηλέφωνα και από τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς. Είχαμε τη δυνατότητα να δίνουμε προσκλήσεις λόγω του κλαμπ. Εγώ πάντα έκανα ερωτήσεις, ήθελα να πηγαίνουν άνθρωποι σχετικοί με το εκάστοτε συγκρότημα.
Μανώλης Κιλισμανής: Μια μέρα είπα απ’ το μικρόφωνο πως δεν είχα ένα κομμάτι των Suede (που μου είχαν ζητήσει με γράμμα) και πως θα προσπαθούσα να το βάλω σε μια επόμενη εκπομπή και μετά από κάνα μισάωρο μπαίνει στο studio ένας νέος με το κομμάτι των Suede για να το βάλω. Προφανώς γίναμε φίλοι. Αυτά τα πράγματα σ’ ακολουθούν σ’ όλη σου τη ζωή. Είσαι ευτυχής που τα έχεις βιώσει.
Τα πρώτα μεγάλα παζάρια δίσκων στο Ρόδον (κλαμπ), η κυκλοφορία συλλογών, οι συναυλίες συγκροτημάτων που «συμβαίνουν τώρα» και secret gigs (όταν ήταν ακόμη άγνωστη λέξη) συνέθεταν το προφίλ της εξωστρέφειας του σταθμού.
Γιάννης Αγγελάτος: Δεν ήταν μια ξερή ραδιοφωνική συχνότητα. Ήταν ένα δραστήριο κύτταρο στα πολιτιστικά δρώμενα της εποχής με σκοπό τη διατήρηση αλλά και τη διαμόρφωση του καλού γούστου των ακροατών του.
Θάλεια Καραμολέγκου: Είχε και δισκογραφική δραστηριότητα ο σταθμός, με την κυκλοφορία κάποιων συλλογών. Aκόμα θυμάμαι εκείνη την καμπάνια με τίτλο “16 κι εναλλακτικά’’, όπου πρωτακούσαμε ονόματα σαν τους 16 Horsepower. Πέρα από την εναλλακτική πλευρά της φυσιογνωμίας του σταθμού, υπήρχε συμμετοχή σε κάποιες σημαντικές επανεκδόσεις της Verve. Μια σειρά από ηχογραφήσεις που παρουσίασα σε ένα μεγάλο αφιέρωμα. Ανάμεσά τους ήταν και άλμπουμ όπως το “Μusic for zen meditation’’ του Tony Scott. Είναι αδύνατον να φανταστείς να ακούγεται σήμερα στο ραδιόφωνο. Κι όμως, όχι μόνο ακούστηκε αλλά υπήρξε και θερμό feedback.
Χρήστος Καρυώτης: Ήμασταν ανήσυχοι. Ήταν ένα στοίχημα του Μάκη, που δεν έμεινε απλά στο να τρέχει το σταθμό αλλά βγήκε στην πόλη με δράσεις. Δεν ήταν αναμενόμενα όλα αυτά τότε για την Ελλάδα. Γνώρισαν μεγάλη ανταπόκριση.
Μάκης Μηλάτος: Οργανώναμε από secret gigs μέχρι παζάρια δίσκων. Ήταν ένα παιχνίδι, ένα όχημα που μας έδινε τη δυνατότητα να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν. Πήγαινα στην Αγγλία, στα παζάρια δίσκων και έλεγα, ρε γαμώτο, γιατί δεν το κάνουμε εδώ; Αφού έχουμε σταθμό, έχουμε και χώρο. Όταν έγινε πρώτη φορά και πήγα στο Ρόδον στις 12 και ήταν γεμάτο από ανθρώπους που έψαχναν δίσκους και άλλους απ’ έξω που περίμεναν να μπουν, σκεφτόμουν ότι είχαμε καταφέρει κάτι πολύ ωραίο.
Μανώλης Κιλισμανής: Στις μέρες μας όλοι κάνουν παζάρια δίσκων. Ο σταθμός ήταν αυτός που τα εισήγαγε. Οι συναυλίες ήταν κάτι «εύκολο» με την έννοια πως υπήρχε από πίσω μια εταιρεία διοργάνωσης. Χάρη στον Ρόδον είδαμε ζωντανά Blue Aeroplanes και New Fast Automatic Daffodils.
Δημήτρης Πολιτάκης: Μια φορά είχα εκπομπή την ώρα του παζαριού και είχαμε πιάσει μια κουβέντα με τη Λουκία (αγαπημένη) την ηχολήπτρια και είχαμε ξεχάσει τα σήματα των «και μισή». Όταν το καταλάβαμε λέγαμε τι μπινελίκια θα μας ρίχνει ο Μάκης από το παζάρι που ακουγόταν διαρκώς ο σταθμός. Μετά την εκπομπή πήγα στο παζάρι και βρήκα κάτι 45αρια της Postcard (Orange Juice, Aztec Camera) άπαιχτα και πάμφθηνα. Απίστευτο μοιάζει στις μέρες μας.
Μανώλης Κιλισμανής: Επίσης είχε διοργανώσει προβολές μουσικών ταινιών ή συναυλιών όπως το Rock’n’Roll Circus, υποστήριξε avant premieres ταινιών σαν το Priscilla Queen Of Desert και είμαι βέβαιος πως είχε διοργανώσει μια συναυλία υποστήριξης στο ομώνυμο Club, αλλά δεν θυμάμαι τον σκοπό. Ήταν όμως μια βραδιά που πληρώναμε κι εμείς εισιτήριο.
Θάνος Θώμος: Λόγω της σχέσης με το club είχαμε την τύχη ως παραγωγοί να παρακολουθούμε τα καλύτερα live της εποχής και να διοργανώνουμε, αρκετές φορές με προσωπική δουλειά, σπουδαία events, όπως το πρώτο παζάρι δίσκων, να υποστηρίζουμε το πρώτο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας που διοργάνωσε το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, με κορυφαία βέβαια στιγμή το φεστιβάλ Rock of Gods το 1996 στη Δραπετσώνα. Η πιο ιδιαίτερη, όμως, και πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα ήταν η διοργάνωση του secret gig των Tindersticks.
Θάλεια Καραμολέγκου: Δε θα ξεχάσω το secret gig των Τιndersticks στον Σταύλο, όπως και τις πρώτες Νύχτες Πρεμιέρας. Αλλά και κάποιες avant premieres, όπως Το Κοράκι – νομίζω πως την είχαμε κάνει μεταμεσονύκτια. Φυσικά και το Rock of Gods στη Δραπετσώνα με τον Iggy Pop να βγαίνει στη σκηνή και να κοιτάζει ένα πλοίο που έμπαινε στο λιμάνι λέγοντας “what a fuckin’ place’’ ή κάτι τέτοιο.
Χρήστος Καρυώτης: Tο secret gig των Tindertsticks είναι από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου. Ένα μαγικό live, σε απόσταση αναπνοής από το συγκρότημα που ήταν στο ζενίθ του. Ήταν ένα event που μας έκανε να νιώσουμε για λίγο BBC! Τέτοια πράγματα δεν είχαν ξαναγίνει στην Ελλάδα, μαθαίναμε ότι γίνονταν στο εξωτερικό αλλά εδώ ποτέ. Εκείνη τη μέρα επικρατούσε κάτι σαν «πυρετός Tindersticks», όλοι μιλούσαν γι αυτό.
Μάκης Μηλάτος: Όταν κάναμε το secret gig με τους Tindersticks, αποκαλύψαμε το χώρο μία ώρα πριν το live. Έφυγα από το στούντιο στη Βουλής και μέχρι να φτάσω στο Στάβλο (σ.σ. στο Θησείο) έβλεπα τους ανθρώπους να έρχονται σαν να ήταν κυνήγι θησαυρού.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Το να πεις ότι ο Ρόδον έφτιαξε κάποιες μπάντες στην Ελλάδα είναι κάπως σχετικό, εξαρτάται πώς το εννοεί κανείς. Πάντως ότι έκανε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο να αποζητά κάποιο μελλοντικό live συγκεκριμένων συγκροτημάτων, ναι, αυτό έγινε σίγουρα. Οι promoters μας παρακολουθούσαν, άκουγαν τις ιδέες μας.
Θάνος Θώμος: ΟΚ, βοηθήσαμε τα μάλα τους Tindersticks στην Ελλάδα, αλλά δεν τους φτιάξαμε εμείς. Ήταν καλοί και τους παίζαμε, όπως και ο Phil Shoenfelt ήταν καλός, όπως και οι Common Sense και οι Puressence ήταν καλοί. Θέλω να πιστεύω ότι συμβάλλαμε στη διαμόρφωση της αισθητικής του 2,5% των ακροατών του λεκανοπεδίου.
Μάκης Μηλάτος: Θυμάμαι να είμαι αργά το βράδυ στο σπίτι μου και να βλέπω ξαφνικά το “Cannonball” των Breeders στο Alternative Nation του MTV. Έπαθα πλάκα. Αμέσως σκέφτηκα ότι έπρεπε να γίνει δικό μας αυτό το τραγούδι. Κάπως έφτασε στα χέρια μου, το μοίρασα κι αρχίσαμε με να το παίζουμε συνέχεια. Ξαφνικά οι Breeders «έγιναν» στην Ελλάδα. Υπήρχε λοιπόν η αίσθηση ότι μπορούσαμε να «φτιάξουμε» κάποια ονόματα, όλα αυτά τα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’90, ορισμσένα από τα οποία απέκτησαν ένα σταθερό ακροατήριο και ένα μόνιμο impact στην Ελλάδα, όπως οι dEUS, PJ Harvey, Morphine, Divine Comedy, Breeders, Archive, Tindersticks…
Θανάσης Μήνας: Pavement, Gallon Drunk, Girls Vs Boys, Afghan Whigs…Είναι πολλά. Ξεχωρίζω όμως τα απανωτά airplay (που δεν μας τα επέβαλε κανένας, γουστάραμε οι ίδιοι) του “Dust” των Screaming Trees.
Τάκης Γιαννούτσος: Οι Walkabouts ήταν σίγουρα μια τέτοια περίπτωση. Κάπως σαν να φτιάξαμε εμείς αυτούς και αυτοί εμάς. Ο Nick Cave, η PJ Harvey, ο Tricky, οι dEUS, ο Steve Wynn (μόνος του ή με Dream Syndicate ή Gutterball), οι Godfathers…
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Βοηθούσε και το ότι μπάντες έρχονταν στο σταθμό συνήθως τα Σαββατοκύριακα κι έκαναν ακουστικά σετ. Υπήρχε ειδική ζώνη.
Θάνος Θώμος: Ήταν απίστευτη αίσθηση να είσαι μέλος της πιο ξεχωριστής ομάδας, να βρίσκεσαι εκεί που συμβαίνουν τα πράγματα και να πληρώνεσαι για αυτό (όλοι πληρώνονταν, δεν υπήρχαν αυτά τα γραφικά τύπου «βρες χορηγό και θα πάρεις κι εσύ»). Παράλληλα γνώριζες από κοντά φυσιογνωμίες όπως ο Steward Staples, o Brett Anderson ή o Nick Cave.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Θυμάμαι το Memphis με τη βοήθεια του Ρόδον να μαζεύει 250 άτομα τις καθημερινές, το Decadence να πηγαίνει με τα μπούνια, γενικά τα ροκ μαγαζιά που είχαν πλησιάσει τον Ρόδον ζούσαν τις καλύτερές τους μέρες. Έχω την αίσθηση πως η μετέπειτα πτώση τους έχει να κάνει και με το κλείσιμο του Ρόδον. Ήταν σαφές οτι ο σταθμός είχε μια ευκολία να «φτιάξει» οτιδήποτε. Μπορεί τα ποσοστά του να μην ήταν εξαιρετικά, αλλά όσοι έπρεπε, είχαν τη βελόνα καρφωμένη στους 94.4. Ο κόσμος που έβγαινε στις συναυλίες, στα clubs, στα θέατρα, η κινητήρια δύναμη της καλλιτεχνικής Αθήνας, ήταν οι ακροατές μας. Οι παραγωγοί νιώθαμε μέλη μιας ραδιοφωνικής dream team που επηρεάζει, τώρα και δυνατά, με τις μουσικές και την κουλτούρα της όλη την Αθήνα. Μετά από τον Ρόδον όλα τα άλλα ραδιόφωνα έμοιαζαν φτωχά.
Γιατί είναι καλό το rock ’n’ roll, αλλά δεν είναι καλό το ταμείον όταν είναι μείον…
Μάκης Μηλάτος: Τα δύο πρώτα χρόνια τσούλησαν καλά. Τον τρίτο χρόνο άρχισαν οι συζητήσεις. Το τελευταίο εξάμηνο κατάλαβα ότι το αδιέξοδο μεγαλώνει. Ο Φώτης ήταν ακόμα νέος στη δραστηριότητά του με τα media. Στα τρία χρόνια αποφάσισε ότι δεν πάει άλλο, ότι δεν μπορεί να πληρώνει, δεχόταν πιέσεις από τον πατέρα του και γενικά τον Πήγασο. Το είχα ζήσει στο παρελθόν, με το Κανάλι 15 και τον Rock FM, όπου κάποιοι βρέθηκαν με σταθμούς που δεν μπορούσαν καν να τους ακούσουν. Στο Κανάλι 15, όταν οδηγήθηκαν σε ένα οικονομικό αδιέξοδο, οι γονείς της ιδιοκτήτριας με κάλεσαν στο σπίτι. Μου είπε η πάμπλουτη κυρία, που ήταν η αρχηγός της οικογένειας: «κύριε Μηλάτε, μπαίνω το πρωί στο αυτοκίνητο, λέω στο σοφέρ, βάλε παιδί μου αυτό το Κανάλι 15. Το ακούω για λίγο, δε με αφορά. Γυρνάω το μεσημέρι σπίτι μου να ξεκουραστώ. Λέω στο σοφέρ, βάλε παιδί μου το Κανάλι 15, πάλι δε με αφορά. Βγαίνω το βράδυ να πάω κάπου, πάλι τα ίδια. Δεν καταλαβαίνω γιατί να το πληρώνω». Κατάλαβα ότι με έναν τρόπο είχε δίκιο. Σου λέει έδωσα στο παιδί μου τη δυνατότητα να κάνει την πλάκα του, πόσο ακόμη να πληρώνω, βαρέθηκα. Αυτό ίσχυε στο Rock FM με τον Καλογρίτσα. Στο αυτοκίνητό του άκουγε δημοτικά, ήταν άλλης κουλτούρας. Ένας από τους λόγους που πήγα στο Ρόδον ήταν ότι υπήρχε ήδη το κλαμπ, με αφεντικό ένα νέο τύπο, που ερχόταν στις συναυλίες, όχι ως επιχειρηματίας, αλλά ως φαν. Νόμιζα ότι θα συνεννοηθούμε.
Τάκης Γιαννούτσος: Τα πρώτα σύννεφα εμφανίστηκαν όταν ο επιχειρηματίας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί άλλο να κάνει το χόμπυ του.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Ο Μπόμπολας μας έδινε την αίσθηση ότι δεν τον νοιάζει. Εμείς λέγαμε τι ανάγκη έχει τώρα αυτός, του έδωσε ένα παιχνίδι να παίξει ο μπαμπάς του, στ’ αρχίδια του αν μπαίνει μέσα. Υπήρχε ένας εφησυχασμός. Φυσικά το τμήμα που ασχολιόταν με τις μετρήσεις -γιατί ο σταθμός ήταν πολύ οργανωμένος, είχε ανθρώπους που ασχολούνταν μόνο με αυτό- έλεγε τη γνώμη του. Λέγανε πχ ότι το απόγευμα ή το Σαββατοκύριακο πρέπει λίγο να ανέβει, τα γνωστά που λένε τα νούμερα των μετρήσεων. Από την άλλη, όταν τα συζητούσαμε όλα αυτά με τον διευθυντή μας, γινόταν όλο αυτό το παρεϊστικο και ξεχνιόμασταν.
Θάνος Θώμος: Οι πρώτες φήμες ότι κάτι δεν πάει καλά, άρχισαν να ακούγονται γύρω στον Μάρτιο του 97. Διαψεύστηκαν, χωρίς ιδιαίτερα πειστικά στοιχεία, αλλά ποιος ασχολιόταν; Περνούσαμε πολύ καλά για να αγχωνόμαστε με κάτι που ήταν εκτός της πραγματικότητάς μας.
Χρήστος Καρυώτης: Ενάμιση χρόνο μετά το ξεκίνημα άρχισαν κάποια προειδοποιητικά σημάδια. Έπρεπε να ανεβάσουμε ποσοστά για να έρθει διαφήμιση. Ναι μεν είχαμε την υποστήριξη του Μπόμπολα αλλά έπρεπε να γίνει και ταμείο. Κάπου εκεί άρχισε και το άγχος μας για την επόμενη μέρα που συνοδεύτηκε από φήμες για πώληση του σταθμού και διάφορα σχέδια για περικοπές.
Μανώλης Κιλισμανής: Όπως συνήθως συνέβαινε στις εταιρείες που διαχειριζόταν ο Φώτης Μπόμπολας, το σούσουρο ξεκίναγε μήνες πριν τη τελική απόφαση.
Μάκης Μηλάτος: Το πρόβλημα άρχισε να δημιουργείται όταν τα έσοδα δεν ήταν αυτά που υποθέταμε ότι θα είναι. Επειδή έχουν περάσει χρόνια, μπορούμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Μέσα από την κουβέντα που είχε γίνει όταν συμφωνήσαμε, το συμπέρασμα ήταν ότι από τα 10-12 εκατομμύρια που στοίχιζε το μήνα, εγώ θα επεδίωκα μέσω του κυκλώματος -μπαρ, συναυλίες, εταιρίες- να βρω τα μισά και ο Πήγασος θα έφερνε μέσω των media shops τα άλλα μισά.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Μας πρόσεχαν οι δισκογραφικές. Έστελναν συνέχεια βινύλια και cd. Με σιγουριά όμως μπορώ να πω ότι δεν έγινε ποτέ καμία προσέγγιση με οικονομικό αντάλλαγμα κάτω από το τραπέζι για την προώθηση συγκεκριμένων κυκλοφοριών. Ήξεραν ότι είμαστε καυλωμένοι με τη μουσική και ότι θα παίξουμε μόνο αυτά που μας αρέσουν. Δεν είχε νόημα να μπουν στον κόπο να μας πιέσουν. Απλά μας έδιναν πολλούς δίσκους και παίζαμε ό,τι γουστάραμε. Αυτό με τα πληρωμένα γινόταν στα περιοδικά και όχι στα ραδιόφωνα, τουλάχιστον όχι στο Ρόδον. Ποτέ.
Μάκης Μηλάτος: Στα τρία χρόνια του σταθμού, κατόρθωσα και με το παραπάνω να κάνω αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τον Πήγασο. Από αυτούς δεν είδαμε ούτε μία δραχμή. Υπήρχε συνέχεια γκρίνια. Ήμασταν το παραπαίδι τους.
Θάνος Θώμος: Έγιναν προσπάθειες να ξεπεράσουμε το ψυχολογικό όριο του 3% (λες και θα μπαίναμε στη βουλή) ώστε να είμαστε στις προτεραιότητες των media planners. Μόνο μία φορά ξεπεράσαμε τον άμεσο ανταγωνιστή μας παρότι στα ποιοτικά από τις μετρήσεις του σταθμού, έβγαινε εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό σε ανώτερη/ανώτατη μόρφωση. Η διαφήμιση ήταν περιορισμένη – λίγα καταναλωτικά, ελάχιστα κρατικά και αρκετά μπαρ (αξέχαστες οι εκφωνήσεις στα spots από παραγωγούς του σταθμού). Άρα ο ισολογισμός ήταν παθητικός.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Ξεκίνησε μια παραφιλολογία περί κλεισίματος του Ρόδον και εξαγοράς του από την Virgin. Διαδώθηκε αρκετά, μέχρι και σύνθημα με σπρέι εναντίον της Virgin είχε γραφτεί έξω από τα γραφεία μας από θερμόαιμους ακροατές.
Τάκης Γιαννούτσος: Μπορεί σχεδόν όλη η Αθήνα να μιλούσε γι αυτόν τον σταθμό, εμπορικά όμως «μιλούσαν» ελάχιστοι.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Όποιος λέει ότι δεν τον νοιάζουν καθόλου οι μετρήσεις, λέει ψέματα. Εμείς ξέραμε ότι είχαμε ένα πακέτο καλών παραγωγών που δεν έπαιζαν μαλακίες. Παρ’ όλα αυτά δεν ξεπέρασε ποτέ ο σταθμός το 3 και κάτι.
Μάκης Μηλάτος: Ένα ποσοστό που σε επίπεδο ειδικού κοινού θα έπρεπε να συγκινεί τους διαφημιστές. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι διαφημιστές είναι βλάκες σε μεγάλο ποσοστό. Υπάρχουν φυσικά μερικοί που σκέφτονται διαφορετικά, αλλά είναι εγκλωβισμένοι σε μία θανατηφόρα πραγματικότητα.
Θανάσης Μήνας: Το κλίμα τον τελευταίο καιρό ήταν μάλλον πεσμένο, αν και συνεχίσαμε να κάνουμε τις εκπομπές μας με μεράκι.
Μανώλης Κιλισμανής: Σκατά ήταν αλλά δε θέλαμε να το παραδεχθούμε.
Γιάννης Αγγελάτος: Υπήρχε μια λύπη για αυτό που ερχόταν, αλλά και μια χαρά για ό,τι είχε προηγηθεί.
Θάλεια Καραμολέγκου: Είχα μια εσκεμμένη ψευδαίσθηση, μέχρι και ένα μήνα πριν την οριστική διακοπή, ότι θα αντιστραφεί η κατάσταση, αλλά το κλίμα ήταν ήδη βαρύ.
Χρήστος Καρυώτης: Είχαμε χάσει τον ενθουσιασμό μας. Η μόνη κουβέντα που γινόταν στο σταθμό ήταν για το «πότε», συνοδευόμενη από πολλά «γιατί». Είναι σα να συνερχόμασταν από ένα trip που άφηνε πίκρα και απογοήτευση.
Κυριακή βράδυ στο κέντρο της πόλης ακούστηκε το “Faith” των Cure και μετά… _______
Τάκης Γιαννούτσος: Κατάλαβα ότι το τέλος είναι μη αναστρέψιμο τη στιγμή που μας μάζεψε ο Σταθμάρχης και μας είπε «Τέλος». Μέχρι τότε οι φήμες ήταν πάντα φήμες, τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, η κινδυνολογία ανθούσε.
Χρήστος Καρυώτης: Το 1997 ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε μέλλον, μετρούσαμε μέρες. Είχε αλλάξει εντελώς η ατμόσφαιρα, απλά περιμέναμε το κλείσιμο του διακόπτη. Πράγμα που συνέβη τον Ιούλιο.
Θανάσης Μήνας: Αφού αντιληφθήκαμε ότι υπήρχε οικονομικό στρίμωγμα, μετά τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως γρήγορα.
Μάκης Μηλάτος: Ο σταθμός έκλεισε το καλοκαίρι του ’97. Δεν κάναμε κανέναν επίσημο αποχαιρετισμό, πάρτυ ή κάτι τέτοιο. Απλώς το λέγαμε στον αέρα.
Τάκης Γιαννούτσος: Λίγο πριν το τέλος ήταν σαν να γκαζώσαμε όλοι. Τουλάχιστον αυτό βίωνα εγώ. Σαν να δώσαμε το 100% των δυνατοτήτων μας, σαν να κεφάραμε όλοι, με την αυταπάτη ότι τα τελευταία νέα περί λουκέτου, είναι άλλος ένας αστικός μύθος.
Μανώλης Κιλισμανής: Θα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω την τελευταία μου εκπομπή – μελό αλλά αληθινό. Έπαιξα δύο ώρες disco πλην του τελευταίου τραγουδιού που ήταν Pale Fountains – “Don’t Let Your Love Start A War”.
Θάνος Θώμος: Οι καθημερινές εκπομπές είχαν κουνήσει το μαντήλι από την Παρασκευή 11/07. Οι τελευταίες δικές μου ήταν το Σαββατοκύριακο 12-13/7/1997, 7 με 10 το πρωί. Έπαιξα ό,τι χαρήκαμε με τους ακροατές μου τα προηγούμενα 3 περίπου χρόνια. Το στούντιο και τα δυο πρωινά ήταν γεμάτο κόσμο που έφερνε ποτά (από τις 7 το πρωί!), φαγητό και δημιούργησε ατμόσφαιρα πάρτυ, με πολλή συγκίνηση. Μιλούσα συνεχώς στο τηλέφωνο και στην αποφώνηση βούρκωσα. Έκλεισα, όπως είχα αρχίσει, με το “Pipeline”. Ακόμη και μετά τις 13/7/1997 που έγιναν οι τελευταίες εκπομπές, είχα την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει. Τελικά μετά από καιρό η συχνότητα πέρασε στα χέρια του Καββαθά, που της φέρθηκε με αξιοπρέπεια και δημιούργησε τον Εν Λευκώ.
Θάλεια Καραμολέγκου: Ήταν πολύ συγκινητική η τελευταία εκπομπή, άπειρα τηλεφωνήματα, κλάματα, αγκαλιές, ακροατές που είχαν έρθει με δώρα που έχω κρατήσει. Αλλά και η πικρή βεβαιότητα ότι δε θα επαναληφθεί αυτό το ραδιοφωνικό μοντέλο. Πριν από 2 χρόνια, ένας ακροατής άφησε για μένα στο Κόκκινο ένα δέμα. Όταν το άνοιξα δεν πίστευα στα μάτια μου: ήταν δυο μπομπίνες όπου ήταν γραμμένη μια εκπομπή μου από το καλοκαίρι του’95!
Μάκης Μηλάτος: Πριν από λίγο καιρό, κάνοντας μία προσπάθεια ξεκαθαρίσματος, βρήκα δυο κούτες γεμάτες γράμματα που είχα κρατήσει από όλες μου τις εκπομπές στο ραδιόφωνο. Τα τελευταία γράμματα που βρήκα ήταν από το Ρόδον. Ήταν η τελευταία εποχή πριν τα email και την υιοθέτηση άλλων τρόπων επικοινωνίας.
Χρήστος Καρυώτης: Θυμάμαι καθαρά την τελευταία μου εκπομπή. Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμος. Δεν ήταν εύκολο. Περιμέναμε μήπως γίνει κανένα θαύμα και συνεχίσουμε λίγο ακόμα. Σα να πνίγεσαι και να περιμένεις μια ανάσα ακόμα.
Θανάσης Μήνας: Κυριακή απόγευμα, παρέα με τον Σταμάτη Ζαχαρό, επί τέσσερις ώρες στον αέρα, με ακροατές στο στούντιο. Κλείσαμε με το “It’s All Over Now Baby Blue” στην εκτέλεση των Last Drive.
Δημήτρης Πολιτάκης: Δεν θυμάμαι την τελευταία μου εκπομπή, θυμάμαι όμως πολύ έντονα την τελευταία νύχτα. Πολύ συναισθηματική εμπειρία. Είχα πάει αργά το βράδυ στο σταθμό, έβαλα κι εγώ δυο-τρία τραγουδάκια στην εκπομπή του Λεωνίδα Σκιαδά.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Είχα την τύχη και την ατυχία η εκπομπή μου να είναι η τελευταία του Ρόδον, Κυριακή βράδυ. Την προηγούμενη μέρα, θέλοντας να δώσω έναν τόνο αισιοδοξίας, κάλεσα τους ακροατές να έρθουν στο studio την Κυριακή. Όταν όμως ξεκίνησε η τελευταία εκπομπή, κάθε τόνος αισιοδοξίας είχε πάει περίπατο. Έκανα 20 λεπτά να βγω στο μικρόφωνο μη μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Και μάλιστα προσπαθώντας να μην πολυφαίνομαι μιας και το studio ήταν γεμάτο κόσμο και πόσο ντροπή θεέ μου… Όμως όλοι ήταν ακριβώς στην ίδια φάση. Τελευταίο τραγούδι ήταν το “Faith” των Cure. Αμέσως μετά ακούστηκε ένα ηχητικό από μια καρδιά σε παλμογράφο, και τέλος ο ήχος του flat line. Αφήσαμε ένα κενό 20 δευτερολέπτων και μετά μπήκε ένα playlist που, αν και λογικά ήταν ένα από τα παλιά του Ρόδον, μου φάνηκε η χειρότερη μουσική που είχα ακούσει ποτέ. Ο Ρόδον είχε πεθάνει.
Μάκης Μηλάτος: Ήταν πολύ λυπηρό γιατί είχε ανταπόκριση αυτό που κάναμε. Υπήρχε η αίσθηση ενός πράγματος που είναι πετυχημένο με τον τρόπο του. Υπήρχε η αίσθηση, υποθέτω ακόμα και από τον Φώτη και τον Χασσίδ, ακόμα και αν δεν το λέγανε, ότι το πράγμα είναι βιώσιμο. Φαντάζομαι ότι η απόφαση είχε να κάνει με ένα συνδυασμό άλλων παραγόντων παρά με το ότι ο σταθμός δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα που κάπως έπρεπε να απαλλαγούν από αυτόν.
Μανώλης Κιλισμανής: Το αστείο είναι πως ο σταθμός έκλεισε λίγες μέρες πριν τη συναυλία των Massive Attack στον Λυκαβηττό της οποίας ήταν χορηγός, λες και δε μπορούσαν να περιμένουν λίγες μέρες παραπάνω. Το όχι και τόσο αστείο είναι πως συνέχισε να παίζει non-stop μουσική για μερικούς μήνες και όταν μου ζήτησαν να κάνω ένα σποτάκι για συναυλία Beautiful South αρνήθηκα γιατί θεώρησα άκομψο να ακουστεί φωνή ενός πρώην παραγωγού τη στιγμή που δεν ακουγόταν κανείς άλλος, με τη διεύθυνση της εταιρείας να με κατηγορεί για «επιλεκτική διαφήμιση» και άλλες τέτοιες βλακείες.
Χρήστος Καρυώτης: Ως παραγωγός ένιωθες μέλος μιας φανταστικής παρέας, μιας προνομιούχας ομάδας που έκανε αυτό που της άρεσε και πληρωνόταν κιόλας! Είχαμε δωρεάν cd από τις εταιρείες, προνομιακή μεταχείριση στην πιάτσα, προσκλήσεις για όλες τις συναυλίες και μια αίσθηση ότι συμμετέχουμε σε κάτι μοναδικό. Το χειρότερο του να είναι κανείς παραγωγός στο Ρόδον ήταν το κενό που άφησε μέσα μας η σιγή του. Η συνειδητοποίηση ότι δύσκολα θα μας τύχαινε ξανά κάτι ανάλογο.
Θάλεια Καραμολέγκου: Η σχέση μας μ’ αυτό το ραδιοφωνο ήταν σοβαρή όσο κι η ζωή μας, για να παραφράσω τον τίτλο του βιβλίου της Valerie Wilmer.
Μάκης Μηλάτος: Υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια και συγκίνηση από τον κόσμο. Ο σταθμός έπαιζε ένα ρόλο στη ζωή τους. Όταν λοιπόν αποχωρίζεσαι ένα πράγμα με το οποίο συνδέεσαι συναισθηματικά, είναι πάντα δυσάρεστο.
Η παρακαταθήκη ενός σταθμού που έζησε γρήγορα και πέθανε νέος. Κάπως σαν ροκ σταρ από τα παλιά…
Μάκης Μηλάτος: Αν ο σταθμός είχε ζήσει λίγο ακόμα, θα είχε βρει το δρόμο του, θα είχε επιβιώσει. Από την άλλη, τα πράγματα που κάνουν κάτι και χάνονται είναι λίγο σαν τους ροκ σταρ που πεθαίνουν νέοι. Αυτό. Μερικές φορές μου κάνει εντύπωση το πόσο μεγάλο impact είχε. Άνθρωποι ακόμα αναφέρονται στο σταθμό. Είναι μία ωραία, ικανοποιητική αίσθηση.
Χρήστος Ξανθάκης: Ήταν ο μόνος πραγματικά «εναλλακτικός σταθμός» και γι’ αυτό τον πήρε ο διάολος όταν αποφάσισε η οικογένεια Μπόμπολα ότι δεν ήθελε να επιβαρύνεται άλλο με το παιχνιδάκι του Φώτη. Η αγορά ποτέ δεν μας κατάλαβε και δεν είχε καμιά όρεξη να μας καταλάβει.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Ήταν διαφορετικό το κλίμα στο Ρόδον. Αν και για μένα η πολύ μεγάλη αλλαγή ήταν όταν μετά από έξι χρόνια στο κρατικό, πήγα στο Κανάλι 15. Ήταν μέρα με τη νύχτα, από τη μία είχες τη γραφειοκρατία και από την άλλη την ελευθερία. Και πάλι όμως επειδή το Κανάλι 15 είχε πολλούς δημοσιογράφους, και αυστηρούς μάλιστα, δεν υπήρχε αυτό το χαϊλίκι του Ρόδον. Εκεί απλώς παίζαμε μουσική και μιλάγαμε για μουσική. Δεν είχαμε να ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Ήταν μουσικός σταθμός. Να φανταστείς ότι υπήρχε ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο βινύλια. Ήταν η δισκοθήκη του σταθμού. Μπορούσε να έρθει κάποιος χωρίς να κουβαλάει τίποτα, ξέροντας ότι θα βρει 20 βινύλια για να βγάλει το δίωρό του.
Τάκης Γιαννούτσος: Ήταν το ραδιόφωνο που κάθε ραδιοφωνατζής θα ήθελε να κάνει. Σήμερα η εποχή έχει οδηγήσει αλλού τα μουσικά ραδιόφωνα, οπότε η ανάμνηση ενός σταθμού που ήταν όπως τον φανταζόταν ο κάθε ακροατής του, είναι μαγική.
Θάλεια Καραμολέγκου: Υπήρχε τεράστια ελευθερία χωρίς άνωθεν παρεμβάσεις, και ανοιχτή και διαδραστική σχέση με τους ακροατές. Εκείνη την εποχή γεννιόντουσαν πολύ δυνατά μουσικά ρεύματα, υπήρχαν ακόμα μικρές, ανεξάρτητες δισκογραφικές με υλικό των οποίων ο σταθμός δημιουργούσε τάσεις. Φυσικά έπαιξε μεγάλο ρόλο και η αλληλοτροφοδότηση με το Ρόδον club. To timing ήταν μοναδικό. Με το τέλος της δεκαετίας άλλαξε το τοπίο. Πάντως το γεγονός ότι συζητιέται ακόμα ζωηρά ένα ραδιόφωνο που έχει σιγήσει εδώ και 20 χρόνια είναι από μόνο του αξιοθαύμαστο.
Χρήστος Καρυώτης: Συντελέστηκε κάτι σπάνιο, με το οποίο συνδέθηκε αρκετός κόσμος, περισσότερος απ’ ότι φαινόταν στις μετρήσεις. Το αισθανόσουν, το άκουγες στον αέρα.
Μανώλης Κιλισμανής: Η κληρονομιά του σταθμού στις μέρες μας είναι ανύπαρκτη με την έννοια πως οι σταθμοί πλέον έχουν καταντήσει απόλυτα ελεγχόμενοι ως προς το περιεχόμενό τους, άρα λογικό να τον μνημονεύουν όσοι τον πρόλαβαν. Όσοι πάλι δεν τον πρόλαβαν, κάπου θ’ άκουσαν για ένα τρελοκομείο όπου μπορούσες ν ακούσεις (σχεδόν) τα πάντα μέσα σε ένα 24ωρο, από κάτι τύπους που στην πλειοψηφία τους δεν έδειχναν να παίρνουν στα σοβαρά ό,τι έκαναν, αλλά η αλήθεια είναι πως το έπαιρναν και το παραέπαιρναν.
Θανάσης Μήνας: Η καλή χημεία μεταξύ των εργαζομένων και η διαδραστικότητα ανάμεσα στους παραγωγούς και στους ακροατές παραμένουν αξιοζήλευτες.
Χρήστος Δασκαλόπουλος: Τα πιο διασκεδαστικά κεφάλαια σε ό,τι έχω κάνει στο ραδιόφωνο είναι το Κανάλι 15 και ο Ρόδον FM. Εύκολα. Αυτό έχει να κάνει με την πραγματικότητα. Ή με την έλλειψη της πραγματικότητας. Έχει να κάνει και με την παρέα, με τις φιλίες, με το πόσο δεμένος είσαι με κάποια άτομα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Αυτό συνέβη σε πολύ μεγάλο βαθμό στο Ρόδον. Μετά το 2000 αρχίσαμε να μεγαλώνουμε όλοι και να αλλάζει ο καθένας τρόπο ζωής. Aκόμη και σήμερα όμως, την ώρα που κάνω εκπομπή, αυτό το δίωρο κάθε Σάββατο και Κυριακή, είμαι χαρούμενος. Αλλά 5 λεπτά πριν την εκπομπή ή 5 λεπτά μετά, δεν είμαι χαρούμενος. Το πιάνεις αυτό που σου λέω; Τότε κράταγε όλη μέρα και περίμενες πώς και πώς να έρθει η επόμενη. Τώρα κρατάει μόνο την ώρα που το κάνεις.
Γιάννης Γιακουμάκης: Ο Ρόδον ήταν και είναι σημείο αναφοράς. Ήταν μπροστά σε ό,τι πιο προχωρημένο γινόταν στην πόλη. Βγήκε στον αέρα και έκανε αίσθηση με το καλημέρα σας. Άπαιχτες μουσικές, άμεση επαφή με τον κόσμο, απίστευτα live. Έκανε τη διαφορά, έστω και για λίγο.
Χρήστος Ξανθάκης: Tην πλάκα μας κάναμε. Πώς λένε οι κρετίνοι «περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει στον κόσμο»; Ε λοιπόν, όσο μπανάλ και να ακούγεται, περνάγαμε υπέροχα και ο κόσμος το καταλάβαινε. Δεν είναι χαζοί οι ακροατές, απλώς είναι αποπροσανατολισμένοι. Άμα τους δώσεις το καλύτερο, το διαφορετικό, το πρωτότυπο θα το ξεχωρίσουν αμέσως.
Δημήτρης Πολιτάκης: Τα καλύτερο ήταν ότι είχες πλήρη ελευθερία μουσικών επιλογών σε ιδανικές συνθήκες και πληρωνόσουν και κανονικά από πάνω. Το κακό ήταν ότι αυτό απεδείχθη μια ψευδαίσθηση που κράτησε όσο κράτησε. Πάντως είμαι ευγνώμων. Ήταν η ακμή του «εναλλακτικού» ήχου που φάνηκε ότι μπορεί να αγγίξει κι ένα ευρύτερο κοινό και η απόδειξη ότι μπορεί να υπάρχουν ιδανικές συνθήκες και επαγγελματική λογική «παρέας», έστω κι αν δεν κράτησε πολύ. Υπήρχε ακόμα τότε κραταιά η μουσική βιομηχανία και βέβαια περίσσευαν και λεφτά για να αμείβονται κανονικά οι εργαζόμενοι και στο «εναλλακτικό» σύστημα. Τότε ακόμα ενημερωνόσουν μουσικά αποκλειστικά σχεδόν από το ραδιόφωνο. Καμία σχέση, πλέον, ειδικά στη χώρα μας.
Θάνος Θώμος: Ο Ρόδον 94,4 ήταν το τελευταίο «σπουδαίο» εναλλακτικό ραδιόφωνο, με την έννοια του ενημερωτικού μουσικού σταθμού, πριν την έλευση του internet και της εύκολης πρόσβασης σε μουσικά αρχεία και πληροφορίες. Ήταν μέσα σε όλα τα μεγάλα μουσικά γεγονότα κι έκαναν εκπομπή οι κορυφαίοι παραγωγοί στο χώρο. Απευθυνόταν σε υψηλού επιπέδου ακροατές και δεν διαπραγματευόταν την ποιότητα στο περιεχόμενο, με επίπτωση πολλές φορές στις μετρήσεις που ποτέ δεν αποτίμησαν θετικά την εστέτ φυσιογνωμία του σταθμού. Τον αναγνωρίζουν ακόμη και αυτοί που δεν τον άκουσαν ποτέ. Θα παραφθείρω το slogan που ακουγόταν σε ένα από τα teaser του σταθμού: «Γιατί μας ξέρετε και εξακολουθείτε να μας συμπαθείτε».
Δημήτρης Πολιτάκης: Ήταν ο μόνος σταθμός «εναλλακτικής» μουσικής – τελεία.
Μάκης Μηλάτος: Μακάρι να μην είχε κλείσει, αλλά δεν πειράζει. Ζήσαμε ωραία πράγματα.
Λεωνίδας Σκιαδάς: Και οι Smiths τόσο περίπου δεν κράτησαν;