Categories: ΔΙΕΘΝΗ

Ροχίνγκια: Ένας λαός χωρίς πατρίδα

Οι Ροχίνγκια είναι μουσουλμανική μειονότητα που ζει κυρίως στη δυτική επαρχία Ραχίν της Μυανμάρ. Διαφέρουν από τους υπόλοιπους κατοίκους της πρώην Βιρμανίας όχι μόνο ως προς το θρήσκευμα αλλά και ως προς την γλώσσα και την καταγωγή. Οι πρώτοι Ροχίνγκια έφτασαν στην περιοχή  στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα από το βασίλειο του Αρακάν και ο αριθμός τους μεγάλωσε αισθητά μετά την αποίκηση της τότε Βιρμανίας από τους Βρετανούς , οι οποίοι τους τοποθέτησαν εκεί για να δουλέψουν την γη.


Από την ανεξαρτησία της Βιρμανίας το 1948, μέχρι και στις μέρες μας οι διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας, που πλέον έχει μετονομαστεί σε Μυανμάρ, έχουν αρνηθεί να τους αναγνωρίσουν ως μια από τις πολλές μειονότητες της. Οι Ροχίνγκια θεωρούνται παράνομοι μετανάστες από το Μπανγκλαντές, οι οποίοι καταπάτησαν τα εδάφη αυτά με την ανοχή και βοήθεια των Βρετανών αποίκων και ως εκ τούτου δεν τους αναγνωρίζεται κανένα ιστορικό δικαίωμα διαμονής στη περιοχή και στη χώρα γενικότερα.

Μάλιστα η επίσημη κυβέρνηση και η βουδιστική πλειοψηφία της Ραχίν, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο Ραχίν και για να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνική οντότητα, απαγορεύουν την χρήση του όρου Ροχίνγκια καθώς σύμφωνα με γλωσσολόγους σημαίνει αυτόν που κατάγεται από την Ραχίν κάτι που το επίσημο κράτος αρνείται να αναγνωρίσει.  Το γεγονός αυτό τους καθιστά ένα λαό χωρίς επίσημη πατρίδα.

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί έχουν ως αποτέλεσμα οι Ροχίνγκια να μην έχουν καμία πρόσβαση στην εκπαίδευση και την πρόνοια. Τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας στις κοινότητες των Ροχίνγκια είναι τα μεγαλύτερα σε όλη τη χώρα.


Αν και υπήρχαν πάντα προβλήματα ανάμεσα στους βουδιστές της Ραχίν και τους μουσουλμάνους Ροχίνγκια, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται το 2012 όταν μια ομάδα μουσουλμάνων ανδρών κατηγορήθηκε για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας βουδίστριας.  Εθνικιστές βουδιστές έκαψαν  τα σπίτια  των Ροχίνγκια και περισσότεροι από 280 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ δεκάδες εκατοντάδες άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την περιοχή και να αναζητήσουν καταφύγιο σε στρατόπεδα προσφύγων. Τα  πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο μετά από μια σειρά επιθέσεων σε αστυνομικούς στα σύνορα Μυανμάρ-Μπανγκλαντές. Οι τοπικές αρχές της  Μυανμάρ υποστήριξαν  πως οι  υπεύθυνοι για τις επιθέσεις ήταν Ροχίνγκια και έβγαλαν στους δρόμους της Ραχίν την αστυνομία και τον στρατό σε ένα ανθρωποκυνηγητό για να βρεθούν οι υπαίτιοι. Οι νέες αυτές συμπλοκές είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων και των ξεριζωμό ακόμα περισσότερων.


Οι Ροχίνγκια αναζητούν καταφύγιο, συχνά με επικίνδυνους για την ζωή τους τρόπους, σε γειτονικές χώρες όπως το Μπανγκλαντές, η  Μαλαισία και η Ταϋλάνδη. Μάλιστα, για να μπορέσουν να φτάσουν σε αυτές τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας εμπιστεύονται την ζωή τους σε λαθρεμπόρους που τους στοιβάζουν σε κάκιστης ποιότητας βάρκες και τους αφήνουν στα ανοιχτά της θάλασσας της Βεγγάλης. Οι βάρκες πλέουν για μέρες ολόκληρες στον Ινδικό Ωκεανό με τους πρόσφυγες να μην έχουν πρόσβαση σε νερό και φαγητό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων βρίσκεται στο γειτονικό Μπανγκλαντές. Οι καταγεγραμμένοι πρόσφυγες ανέρχονται στους 33 χιλιάδες ενώ ανεπίσημοι υπολογισμοί κάνουν λόγω για γύρω στους 500 χιλιάδες να ζουν σε στρατόπεδα της χώρας. Σε τελευταίες της δηλώσεις, η αρμόδια για το θέμα υπουργός του Μπανγκλαντές ανακοίνωσε πως οι πληθυσμοί αυτοί των Ροχίνγκια θα μεταφερθούν στο νησί  Chengar Τhar. Το νησί αυτό που αναδύθηκε μόλις το 2008, πλημμυρίζει συχνά με αποτέλεσμα να βρίσκεται όλο σχεδόν αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας όσο διαρκεί η εποχή των μουσώνων.

Στη Μαλαισία βρίσκονται περίπου 100 χιλιάδες, καταγεγραμμένοι τουλάχιστον,  Ροχίνγκια, οι οποίοι όμως θεωρούνται παράνομοι και δεν έχουν δικαίωμα στην εργασία, με αποτέλεσμα να μην έχουν και πάλι πρόσβαση στην πρόνοια και στην εκπαίδευση.

Στην Ταϊλάνδη οι πρόσφυγες φτάνουν συνήθως με βάρκες, για να μπορέσουν μετά να συνεχίσουν με τα πόδια στη Μαλαισία και την Ινδονησία. Η χώρα αυτή είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος σταθμός στο ταξίδι τους καθώς οι ίδιες οι αρχές πολλές φορές συνεργάζονται με τους λαθρέμπορους. Η στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας δεσμεύτηκε το 2014, όταν ανέλαβε, ότι θα έδινε ένα τέλος στο εμπόριο και την εκμετάλλευση ανθρώπινων ζωών. Οι δηλώσεις αυτές ήρθαν μετά την ανακάλυψη ομαδικών ταφών κοντά στα στρατόπεδα προσφύγων.

Η Ινδονησία αυτή τη στιγμή φιλοξενεί έναν μικρό σχετικά αριθμό Ροχίνγκια. Η κυβέρνηση της χώρας έχει εκφράσει επανειλημμένα  την επιφύλαξη πως αν κάνει απλούστερες τις διαδικασίες για τους πρόσφυγες οι αριθμοί τους θα αυξηθούν κατακόρυφα. Μετά από διεθνείς πιέσεις άφησαν να μπουν στην χώρα 1000 περίπου πρόσφυγες.

Μαρτυρίες μιλάνε για κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία και τον στρατό που υποκινούν την αλόγιστη βία (ενώ πολλές φορές είναι και αυτοί που την ασκούν) για  κάψιμο σπιτιών, βιασμό γυναικών και δολοφονίες ακόμα και μικρών παιδιών.

 Η δημοκρατικά πλέον εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας διέταξε την σύσταση επιτροπής με σκοπό να ερευνήσει τους ισχυρισμούς αυτούς. Τα αποτελέσματα της έρευνας, σύμφωνα με την κυβέρνηση πάντα, δείχνουν ότι δεν υφίσταται γενοκτονία εις βάρος των Ροχίνγκια καθώς πολλοί κατοικούν ακόμα στη Ραχίν και δεν έχουν καταστραφεί μουσουλμανικοί ναοί. Ούτε μπόρεσαν να βρεθούν επαρκή στοιχεία για τους βιασμούς από όργανα της τάξης, ενώ θα συνεχίσουν οι έρευνες για το κάψιμο σπιτιών, τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια. Βέβαια, η επιτροπή δεν απάντησε στο σοβαρότερο ερώτημα όλων. Τις αλόγιστες δολοφονίες απλών Ροχίνγκια πολιτών ως αντίποινα  για τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών. Μάλιστα, χρειάστηκε να κυκλοφορήσει βίντεο στο διαδίκτυο με στρατιωτικούς να κρατάνε δεμένους και στα γόνατα άντρες των Ροχίνγκια και να τους χτυπάνε για να γίνουν οι πρώτες συλλήψεις ένστολων.

Εκείνη που έχει δεχθεί τα περισσότερα πυρά για την τροπή που έχουν πάρει τα γεγονότα και τις πρωτοφανείς βιαιοπραγίες κατά των Ροχίνγκια είναι η de facto ηγέτης της χώρας και πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος Aung Saan Suy Kyi. Η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Saan Suy Kyi πέρασε δεκαπέντε χρόνια σε κατ οίκον περιορισμό γιατί δήλωνε την αντίθεση της ως προς την στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τη χώρα και μαχόταν για την εκδημοκράτισή της. Στη χώρα της αντιμετωπίζεται σαν αγία, δεν έχει μπορέσει όμως να βρει έναν τρόπο να επιλύσει το θέμα χωρίς να κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη των εθνικιστών βουδιστών και κατ επέκταση τις ψήφους τους. Η μόνη κίνηση που έχει κάνει μέχρις στιγμής είναι η σύσταση 9μελους επιτροπής με επικεφαλής τον πρώην Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για να συζητήσουν τις μεθόδους λύσης του εθνικού διχασμού στην επαρχία της Ραχίν. Η επιτροπή αναμένεται να βγάλει τα τελικά της αποτελέσματα και να θέσει τις τελικές προτάσεις τον Αύγουστο του 2017, αφού εξετάσει τα δεδομένα και μιλήσει με όλες τις πλευρές.

Μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως το Human Rights Watch και το Arakan Project συνεχίζουν να προσελκύουν τους μεγάλους διεθνείς παράγοντες ώστε να ασκήσουν πιέσεις στη κυβέρνηση της Μυανμάρ για γρηγορότερη επίλυση του ζητήματος. Από την άλλη μεριά, η επικεφαλής του προγράμματος ειρήνης των ΗΠΑ Priscila Clapp προτρέχει να μην υπεραπλοιείται το θέμα και να μην πέφτουν οι ευθύνες μόνο στη μια μεριά γιατί έτσι δεν παρουσιάζεται πλήρως η ιστορικά πολυποίκιλη αυτή χώρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ και άλλες μεγάλες δυνάμεις έχουν πιέσει την Μυανμάρ να κάνει περισσότερα για να προστατεύσει τις μειονότητες. Πρόσφατα, μάλιστα, 23 κάτοχοι Νόμπελ Ειρήνης, μεταξύ των οποίων και ο αρχιεπίσκοπος της Νοτίου Αφρικής Ντέσμοντ Τούτου αλλά και η Μαλάλα Γιουσάφζαι, η νεότερη κάτοχος βραβείου Νόμπελ, έστειλαν ανοιχτή επιστολή στον ΟΗΕ επισημαίνοντας και καταγγέλλοντας τα όσα γίνονται. Μάλιστα στην επιστολή αναφέρεται πως οι θάνατοι και ο ξεριζωμός των εκατοντάδων χιλιάδων Ροχίνγκια έχει αρχίσει να θυμίζει αντίστοιχες τραγωδίες του παρελθόντος όπως την Ρουάντα, το Κόσσοβο, το Νταρφούρ και τη Βοσνία. Τέλος η επιστολή αναφέρει πως καταδικάζει το γεγονός ότι παρά τις αλλεπάλληλες επικλήσεις τους η Aung Saan Suy Kyi, ως ηγέτης της χώρας δεν έχει μπορέσει να εξασφαλίσει πλήρη δικαιώματα και υπηκοότητα για τους ενάμιση εκατομμύριο Ροχίνγκια που ζουν στην Μυανμάρ.

Η επιστολή ήρθε μερικές μόνο εβδομάδες μετά την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που φανέρωνε την καταφανή και δυσανάλογη βία εις βάρος των Ροχίνγκια, από μέλη του στρατού και της αστυνομίας, οι οποίοι βιάζουν, σκοτώνουν και καίνε ολόκληρα χωριά.

 Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιες θηριωδίες. Άνθρωποι χάνουν της ζωή τους γιατί δεν μοιάζουν με τους γείτονές τους, δεν προσεύχονται στον ίδιο θεό ή δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Στο παρελθόν επιστρέψαμε να χάσουν την ζωή τους εκατομμύρια άνθρωποι  γιατί δεν τους ξέραμε και δεν είχαμε τρόπο να τους μάθουμε. Δεν αναγνωρίζαμε τα πρόσωπά τους. Στην εποχή του Ίντερνετ και της πληροφόρησης θεωρούμαστε συνένοχοι αν γυρίζουμε την πλάτη και η αλήθεια είναι ότι είμαστε. Ας μάθουμε επιτέλους από τα λάθη μας για να μην χρειαστεί ποτέ να παραδεχτούμε πως δεν διαφέρουμε και πολύ από τα ζώα της ζούγκλας που αλληλοσπαράζονται. Η ιστορία δεν είναι ανάγκη να κάνει κύκλους γιατί στο τέλος αποδεικνύονται πάντα φαύλοι.

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι