«Απέναντι στη μανία της φύσης, κανένα μέτρο δεν θα είναι αρκετό», δήλωνε στις 24 Ιουλίου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ενώ για μια ακόμα χρονιά τα πολύτιμα δάση μας ταΐζονταν αβοήθητα στις φλόγες λιγοστεύοντας τις ανάσες μας.
«Η μανία της φύσης» σαν βολική δικαιολογία για πολιτική απραξία. Τα δάση γίνονται πιο ξηρά με την κλιματική αλλαγή, κάτι που ευνοεί την εξάπλωση πυρκαγιάς, αλλά δεν αυτοαναφλέγονται. «Η φωτιά ξεκινά με έναν εκ των δύο τρόπων: από άνθρωπο ή από κεραυνό. Και οι δύο αυξάνονται σε αριθμό», γράφει το Scientific American. Συμπληρωνόταν ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, κανένα μεμονωμένο γεγονός δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Απλώς, η τελευταία το εντείνει. «Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τις πυρκαγιές, που επηρεάζονται πολύ από τη χρήση και τη διαχείριση της γης από τους ανθρώπους, εκτός από τον καιρό», τονίζεται. Εκείνο που έχει επηρεάσει η κλιματική αλλαγή είναι οι πυροσβεστικές περίοδοι, ίσως και οι άνεμοι που επηρεάζουν την εξάπλωση της φωτιάς.
Στη Ελλάδα, έχουμε δει τη φωτιά να αφήνεται να κάψει τα πάντα μέχρι να σβήσει στη θάλασσα – εξαιτίας ανεπαρκών δυνάμεων πυρόσβεσης και κακών πολιτικών επιλογών. Ωστόσο, ακόμα και το να πολεμάς τη φωτιά «με εκατοντάδες ανθρώπους και βυτιοφόρα, είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουμε. Είναι μια απελπισμένη προσπάθεια όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει», έλεγε ο καθηγητής της Επιστήμης τους Πυρός στο Imperial College του Λονδίνου Γκιγέρμο Ράιν. Γιατί ο εντεινόμενος κίνδυνος πυρκαγιών επιτάσσει κυρίως την πρόληψή τους.
Πώς προλαμβάνεις μια πυρκαγιά; «Προς το παρόν, βλέπω πως όλες οι κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν τα ίδια κι ό,τι έχει γίνει προγενέστερα στη Νότια Ευρώπη», έλεγε και ο καθηγητής Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ, διευθυντής του Global Fire Monitoring Centre (GFMC). «Δεν βλέπω ωστόσο να επενδύουν στην αντιμετώπιση των αιτίων της πυρκαγιάς, όπως στη δασολογία και τη διαχείριση γης». Υπενθυμίζουμε ότι τον Φεβρουάριο του 2019 είχε δημοσιευτεί η Έκθεση και τα Συμπεράσματα της Ανεξάρτητης Επιτροπής υπό τον συντονισμό του καθηγητή Γκολντάμερ με τίτλο «Προοπτικές Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών & Υπαίθρου στην Ελλάδα». Δεν αξιοποιήθηκε ποτέ.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου με τη μαζική μετακίνηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα σημαίνει πως έχει αλλάξει και ο τρόπος διαχείρισης της γης. Η βιομάζα που παραδοσιακά χρησιμοποιείται στη γεωργία ή τη θέρμανση ή άλλες τοπικές ανθρώπινες δραστηριότητες, «τώρα, αχρησιμοποίητη, γίνεται υλικό για πυρκαγιές», εξηγούσε στο Euronews ο Γκολντάμερ. Και ναι μεν η προληπτική καύση της εύφλεκτης βιομάζας είναι μια προσωρινή λύση, αλλά δεν αρκεί.
Το Global Fire Monitoring Centre πιστεύει ότι η μόνη λύση είναι να δοθούν κίνητρα στους νέους ανθρώπους να επιστρέψουν στην ύπαιθρο και να γίνουν επενδύσεις στην καινοτόμο διαχείριση της γης. Είναι εύκολο να αγοράσεις πυροσβεστικά αεροπλάνα και να τα παρουσιάσεις σε μια συνέντευξη Τύπου, λέει ο Γκολντάμερ (η Ελλάδα δεν κάνει ούτε αυτό – σημειώνουμε), «αλλά να επενδύσεις δίνοντας επιχορηγήσεις σε ντόπιους αγρότες και κτηνοτρόφους, να αλλάξεις την ευφλεκτότητα της γης, παίρνει πολύ χρόνο… Και δεν είναι εύκολο να αποδείξεις την επιτυχία. Είναι δύσκολο να αποδείξεις ότι έχει αποτραπεί οποιαδήποτε πυρκαγιά».
Η λήψη μέτρων είναι πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς εκτιμάται ότι οι ακραίες πυρκαγιές θα αυξηθούν κατά 30% μέχρι το 2050, με την κατάσβεσή τους να γίνεται πιο δύσκολη, εκτιμά ο ΟΗΕ. Ο οποίος πέρυσι καλούσε επειγόντως τις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν τη στάση τους. «Καλώντας για μια νέα ‘Φόρμουλα Ετοιμότητας για Πυρκαγιά’ και αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο της αποκατάστασης του οικοσυστήματος, μπορούμε να μειώσουμε τον κίνδυνο ακραίων πυρκαγιών αν είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι και αν δρούμε πιο αποτελεσματικά μετά από αυτές», σημείωνε.
Ο ίδιος ο ΟΗΕ λοιπόν καταρρίπτει το επιχείρημα ότι «κανένα μέτρο δεν είναι αρκετό». Αρκετές χώρες έχουν σπεύσει να τον ακούσουν.
«Η Πορτογαλία είναι μάλλον το κορυφαίο παράδειγμα διεθνώς αυτή τη στιγμή», είχε δηλώσει το 2022 ο ειδικός διαχείρισης πυρκαγιών του Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ Πίτερ Μουρ, καθώς η χώρα φαίνεται να πρωτοπορεί στα μέτρα πρόληψης πυρκαγιών.
Ειδικά από το 2003 κι έπειτα, η Πορτογαλία βίωσε πολλές πυρκαγιές, εν μέρει ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της υπαίθρου. Ήδη από τότε οι αρχές είχαν ξεκινήσει να αναθεωρούν τη διαχείριση της γης και να εργάζονται για να αναζωογονήσουν τις τοπικές οικονομίες δίνοντας κίνητρα στους πολίτες να επιστρέψουν. Το 2017, η χώρα βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία στη σύγχρονη ιστορία της, όταν μια μεγάλη πυρκαγιά έκαψε ζωντανούς 64 ανθρώπους και τραυμάτισε πάνω από 250 στην κωμόπολη του Pedrogao Grande. Πολλοί καήκαν μέσα στα αυτοκίνητά τους προσπαθώντας να γλιτώσουν. Βρίσκονταν στην εθνική οδό EN236-1, γνωστή πια ως «δρόμος του θανάτου».
Οι προσπάθειες λοιπόν εντατικοποιήθηκαν μετά το 2017: η κυβέρνηση ανακοίνωσε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις γης, επένδυσε σε καινοτόμες λύσεις για να προστατεύσει τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και σε drones και πυροσβεστικά ελικόπτερα. Δεν σημαίνει ότι όλα ήταν επιτυχημένα, καθώς, για παράδειγμα, προέκυψαν προβλήματα κατά την προσπάθεια δημιουργίας ζωνών πυρασφάλειας σε τμήματα του οδικού δικτύου.
Η Πορτογαλία δοκίμασε όμως κι ένα πιο ιδιαίτερο μέτρο: Το «Υπερόπλο» Κατσίκα.
Το 2018, το κρατικό Δασολογικό Ινστιτούτο της χώρας ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα στήριξης των βοσκών, προκειμένου να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Τι σχέση έχει αυτό με την κλιματική αλλαγή; Τα κατσίκια τρέφονται από τη χαμηλή βλάστηση που τροφοδοτεί τη φωτιά, και μάλιστα το κάνουν και σε απόκρημνες πλαγιές, δυσπρόσιτες σε μηχανήματα καθαρισμού. Το πρόγραμμα αρχικά περιλάμβανε 40 με 50 τσοπάνηδες, με 10.800 κατσίκια, τα οποία θα έβοσκαν στοχευμένα σε ευάλωτες στη φωτιά περιοχές.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που Πορτογαλία επιστράτευε φυτοφάγα ζώα σε ρόλο δασοπροστασίας. Το 2006, 45 άλογα και λίγοι ταύροι αφέθηκαν να βόσκουν ελεύθερα στον Εθνικό Δρυμό Faia Brava, στην Κοιλάδα Côa. Το 2017, το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας καταστράφηκε από τη φωτιά. Ο Εθνικός Δρυμός όμως σώθηκε – και εκτιμάται ότι ο λόγος ήταν η βόσκηση των ζώων και η διαρκής επαγρύπνηση.
Η «πυροσβεστική της βόσκησης», όπως έχει ονομαστεί, είναι φθηνή, φυσική και ενισχύει την τοπική βιοποικιλότητα, μεταξύ άλλων, γιατί τα ζώα μεταφέρουν σπόρους και βοηθούν τη γονιμοποίηση των φυτών κατά τη μετακίνησή τους.
Μήπως όμως η Λισαβόνα «δανείστηκε» τη μέθοδο από την ισπανική Ανδαλουσία, που ξεκίνησε να την εφαρμόζει πριν από 20 χρόνια, πληρώνοντας βοσκούς για να διασχίζουν περιοχές με τα ζώα τους; «Έκτοτε το περιφερειακό πρόγραμμα μεγάλωσε και περιλαμβάνει 100.000 ζώα, γλιτώνοντας τις αρχές από το 75% του κόστους που θα είχαν αν καθάριζαν την περιοχή με μηχανήματα», ανέφερε πέρσι ο Guardian.
Τα κουδουνάκια των συμπαθέστατων τετράποδων ξεκίνησαν το 2022 να ακούγονται και στο πιο μεγάλο πάρκο της Βαρκελώνης, το Collserola, αφού η πόλη επιστράτευσε μια λεγεώνα 290 προβάτων και κατσικιών με κωδικό αποστολής “φάτε όσο περισσότερα ξερόχορτα μπορείτε”. «Δεν επινοήσαμε τίποτα καινούργιο», έλεγε στον Guardian εκπρόσωπος του ιδρύματος Pau Costa που εφαρμόζει από το 2016 τη μέθοδο στην επαρχία της Girona, κοντά στη Βαρκελώνη. «Απλώς επαναφέρουμε κάτι που εξαφανιζόταν». Στο τεράστιο πάρκο Collserola, εν μέσω μιας πυκνοκατοικημένης περιοχής, σημειώνονται γύρω στις 50 φωτιές τον χρόνο, οι οποίες σβήνονται γρήγορα.
Και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όμως, ομνύουν σε αιγοπρόβατα και γελάδια. Στην επανειλημμένα λαβωμένη από πυρκαγιές Καλιφόρνια, πάνω από δέκα εταιρείες έκαναν συμβόλαια σε… κατσίκες για στοχευμένη βόσκηση. Και στην καναδική επαρχία της βρετανικής Κολούμπια έχουν χρησιμοποιήσει αγελάδες για να καθαρίσουν περιοχές που κινδυνεύουν από φωτιές.
Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν συνδυάζεται με άλλα μέτρα πρόληψης πυρκαγιάς, όπως ο μηχανικός καθαρισμός και η ελεγχόμενη καύση. Έχει και τις δυσκολίες της. Στην Πορτογαλία συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να βρουν αρκετούς βοσκούς, ενώ κάποιοι από τους βοσκούς του προγράμματος είχαν παράπονα. Αφενός κέρδιζαν ελάχιστα παραπάνω χρήματα την ημέρα – μόλις 3 ευρώ. Αφετέρου, ήθελαν μεγαλύτερη ελευθερία ως προς το πού θα βόσκουν τα κοπάδια τους. Όπως εξήγησε ένας τους στους New York Times, οι αρχές ήθελαν τα ζώα του να βόσκουν κοντά σε δρόμους, για να καθαρίζουν την περιοχή, αλλά η βλάστηση εκεί δεν είναι πάντα η καταλληλότερη για το κοπάδι.
Κι αν τα αιγοπρόβατα αποτελούν μια φυσική λύση πρόληψης πυρκαγιών, σημαντικότατος αρωγός έρχεται η τεχνολογική καινοτομία.
Σήμερα, συστήματα τεχνητής νοημοσύνης εκπαιδεύονται να εντοπίζουν έγκαιρα εστίες φωτιάς, όπως εκείνο της start-up Descartes Lab με έδρα τη Σάντα Φε. Εικόνες από δύο αμερικανικούς δορυφόρους για τον καιρό λαμβάνονται από το σύστημα ανά δεκάλεπτο και σαρώνονται εξονυχιστικά για ενδείξεις καπνού ή αλλαγές στα θερμικά υπέρυθρα στοιχεία, που μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει εστία φωτιάς. Με βάση αυτά, «τρέχουν» διάφοροι αλγόριθμοι. Εάν συγκλίνουν, τότε το σύστημα στέλνει συναγερμό στις αρμόδιες υπηρεσίες με τις συντεταγμένες της εστίας και οδηγίες προσέγγισής της. Στα δύο πρώτα χρόνια που εγκαινιάστηκε το σύστημα, εντόπισε πάνω από 6.000 εστίες, κάποιες μόλις σε εννιά λεπτά και πολύ μικρές.
Στην Αυστραλία, λειτουργεί το μεγαλύτερο δίκτυο παρακολούθησης του περιβάλλοντος σε πραγματικό χρόνο, διεθνώς. Πρόκειται για το Latrobe Valley Information Network (LVIN). Η εταιρεία Attentis έχει αναπτύξει ένα δίκτυο έξυπνων αισθητήρων που παρέχουν σε αρχές και αρμόδιες υπηρεσίες πληροφορίες για ένα καλύτερο σχέδιο δράσης σε πυρκαγιές και πλημμύρες. Οι αισθητήρες λειτουργούν με τεχνητή νοημοσύνη και μηχανική μάθηση και μπορούν να ανιχνεύουν αυτόματα αλλαγές στο περιβάλλον τους.
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για τον καθοριστικό ρόλο του ανέμου στην εξέλιξη της φωτιάς; Τώρα, το WIFIRE Lab του Supercomputer Center στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας έχει κατορθώσει κάτι εκπληκτικό: μέσα σε λίγα λεπτά μπορεί να δημιουργήσει χάρτη πρόβλεψης της πορείας της φωτιάς!
Το σύστημα επιστρατεύει έναν συνδυασμό από τεχνικές βαθιάς μάθησης για να επεξεργαστεί στοιχεία πραγματικού χρόνου για τον καιρό, την τοπογραφία, τον βαθμό ξηρότητας της βλάστησης, καθώς και στοιχεία από δορυφόρους, αισθητήρες στο έδαφος, κάμερες και, εσχάτως, ένα αεροσκάφος σταθερών πτερύγων εξοπλισμένο με υπέρυθρα ραντάρ.
Όλη αυτή η πληροφορία διοχετεύεται σε μοντέλα που μπορούν να προβλέψουν πού θα δρα η φωτιά, τον ρυθμό εξάπλωσης και την κατεύθυνσή της για έως έξι ώρες. Έτσι, οι πυροσβεστικές δυνάμεις μπορούν να οργανώσουν ένα αποτελεσματικότερο σχέδιο δράσης. Το σύστημα χρησιμοποιείται ήδη στη Νότια Καλιφόρνια και αλλού.
Είναι γνωστό ότι τα πυροσβεστικά αεροσκάφη δεν μπορούν να πετάξουν το βράδυ ή όταν η ορατότητα έχει μειωθεί δραματικά λόγω καπνού. Επιπλέον, στις μεγάλες πυρκαγιές τίθεται σε κίνδυνο η ζωή των πιλότων. Έτσι, επιστρατεύονται τα drones. «Ενώ οι πυρκαγιές στα δυτικά [των ΗΠΑ] μαίνονταν πέρσι το καλοκαίρι, καμιά 25αριά τηλεκατευθυνόμενες συσκευές με κάμερες θερμικής απεικόνισης ιχνηλατούσαν μέσα από τον καπνό, συλλέγοντας εικόνες υψηλής ανάλυσης και άλλα δεδομένα πραγματικού χρόνου που ενημέρωναν τις υπηρεσίες για τις προσπάθειες κατάσβεσης», έγραφε το Smithsonian Magazine.
Στη μάχη, και τα «Αυγά του Δράκου»: Drones σαν μπάλες του πινγκ πονγκ. Το σύστημα Ignis της εταιρείας Drone Amplified ρίχνει 450 τέτοια «αυγά» σε καθορισμένα σημεία της φωτιάς, έγραφε το περιοδικό. Αυτά σκάνε κάτω και με τα χημικά που περιέχουν ξεκινά το «αντι-πυρ», μικρές φωτιές που σκοπίμως προκαλούνται στο διάβα της πυρκαγιάς για να μη βρει καύσιμο υλικό να επεκταθεί.
Εταιρείες προσπαθούν να κατασκευάσουν ακόμα και drones που να μπορούν να μεταφέρουν προς χρήση από τους πυροσβέστες βαριά μηχανήματα για την κατάσβεση της πυρκαγιάς.
Οι τρεις τους είναι οι «Δρυίδηδες Δασοφύλακες». Μπορεί ο Ρίκο, ο Τσανκ και ο Ντίξον να είναι ρομπότ σε στάδιο ανάπτυξης, αλλά ο «πατέρας» τους, ο φοιτητής βιομηχανικού σχεδίου Segev Kaspi, τρέφει υψηλές φιλοδοξίες. Θα περιπολούν στα δάση, θα καθαρίζουν μονοπάτια, θα φυτεύουν δέντρα και θα συλλέγουν στοιχεία για τις αρμόδιες υπηρεσίες ώστε να αποτρέπουν τις πυρκαγιές.
Κατσίκες, τεχνητή νοημοσύνη και στοχευμένη πολιτική διαχείρισης γης μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά στην προστασία των δασών. Προϋπόθεση, η πολιτική βούληση.