Είναι διακριτική και χαμηλών τόνων. Με εκείνο το είδος της έμφυτης ευγένειας, που δεν χάνεται ούτε στις πιο δύσκολες ώρες, όταν βλέπει τους κόπους και το έργο χρόνων να πέφτουν στο κενό. Όταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι του Υπουργείου Πολιτισμού αγνοούν τις επιτυχίες της, σαν να μην έγιναν ποτέ, επιδιώκοντας την απομάκρυνσή της από τους χώρους στους οποίους άφησε τη σφραγίδα της. Η Αιμιλία Κουγιά, πολύπειρη manager χώρων μαζικής εστίασης και ειδική στη διοίκηση επιχειρήσεων και οργανισμών, με σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, είναι από το 2012 η υπεύθυνη των Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Νομισματικού Μουσείου.
Αλλά κυρίως είναι η ψυχή αμέτρητων εικαστικών και μουσικών εκδηλώσεων στους χώρους αυτούς, πρωτότυπων δράσεων που έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στον πολιτισμό της πόλης. «Οι δράσεις αυτές», μας εξηγεί, «προσφέρουν προστιθέμενη αξία στην περιηγητική εμπειρία χιλιάδων επισκεπτών, οι οποίοι, πέρα από την επαφή με τα έργα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, μέσα από τα έργα πολλών νέων ταλαντούχων δημιουργών».
Αυτή η δυναμική και επιδραστική σειρά δράσεων μέσα στα παραπάνω μουσεία κινδυνεύει σήμερα να διακοπεί οριστικά, εξαιτίας του νέου διαγωνισμού του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ) για τα αναψυκτήρια και εστιατόρια σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. Με οικονομικούς όρους που ευνοούν απροκάλυπτα τις μεγάλες αλυσίδες στον χώρο της εστίασης, χωρίς καμιά απολύτως μέριμνα για όσους έχουν προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες και αναγνωρισμένο έργο.
«Έχουμε λάβει ειδοποίηση να φύγουμε παραδίδοντας τα μίσθια, παρόλο που η σύμβαση ανάμεσα στο υπουργείο και στην Εταιρεία Μουσείων Εστίασης Α.Ε., στην οποία ιδιοκτήτης είναι ο Γιώργος Θαλασσινός και εγώ εκπρόσωπος και Πρόεδρος, παραμένει ενεργή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά την έκπληξη και την απογοήτευση που νιώσαμε γι’ αυτή την άδικη αντιμετώπιση, μετά από δέκα και πλέον χρόνια απρόσκοπτης συνεργασίας και καταγεγραμμένων επαίνων από τους προϊσταμένους μας, θα παλέψουμε μέχρι τέλους και με όσα μέσα μας παρέχει ο νόμος για το δίκιο μας», λέει η κ. Κουγιά, άνθρωπος των πράξεων και όχι των λόγων «εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος να υπερασπιστώ μια προσπάθεια πολλών ετών».
Ο νέος διαγωνισμός υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο να επιλέξει μία από τις 3 μεγάλες ομάδες αναψυκτηρίων, και αυτό, μοιραία, αποκλείει όχι μόνο την κ. Κουγιά, αλλά όλους τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες που δεν έχουν την οικονομική επιφάνεια να μισθώσουν ένα τόσο μεγάλο αριθμό αναψυκτηρίων. Ούτε διαθέτουν τα τελευταία 5 χρόνια ετήσιο κύκλο εργασιών μεγαλύτερο του 1.000.000 ευρώ, σύμφωνα με τα “Κριτήρια Χρηματοοικονομικής Επάρκειας”.
Μαζικοποιούν τις προσφερόμενες υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να χαθεί η ιδιαιτερότητα, η ταυτότητα, σε μια εποχή που η αναβαθμισμένη, ολιστική εμπειρία του επισκέπτη είναι το ζητούμενο σε όλα τα μουσεία διεθνώς.
Και αναρωτιόμαστε: Πόσο φωτογραφικός είναι ένας τέτοιος διαγωνισμός με κριτήρια απολύτως οικονομικά, χωρίς καμιά ποιοτική προϋπόθεση, και τελικά, ίσως, με στόχο την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των μεγάλων αλυσίδων; «Είναι μια οριζόντια διαχείριση, που για εμάς είναι και λανθασμένη και άδικη», απαντάει η κ. Κουγιά. «Αντί να λύσουν υπαρκτά προβλήματα σε περιφερειακά αλλά και σε κεντρικά αναψυκτήρια με ελέγχους από κλιμάκιο του ΟΔΑΠ, που θα ξεχωρίσει όσους ανταποκρίνονται στις επιθυμητές προϋποθέσεις, μας βάζουν όλους στο ίδιο τσουβάλι, υπέρ των μεγάλων οικονομικών ομίλων και φορέων. Μαζικοποιούν τις προσφερόμενες υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να χαθεί η ιδιαιτερότητα, η ταυτότητα, η εξατομίκευση κάθε μεμονωμένης επιχείρησης, σε μια εποχή που η αναβαθμισμένη, ολιστική εμπειρία του επισκέπτη είναι το ζητούμενο σε όλα τα μουσεία διεθνώς».
Πώς όμως ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία αυτής της εστίας σύγχρονης τέχνης μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Και ποια ήταν η απήχηση μιας τέτοιας ιδέας, που άνοιξε έναν διάλογο ανάμεσα στο παρελθόν και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία; «Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι το γκρι κουτί του Καφέ δεν μου έλεγε τίποτα. Έτσι, δημιουργήσαμε μια επιπλέον παροχή για τον επισκέπτη, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει παραπάνω γι’ αυτό. Δώσαμε μια νέα δυναμική στον χώρο συνδέοντάς τον με όψεις του σύγχρονου εικαστικού τοπίου. Φτιάξαμε μια μικρή γκαλερί μέσα στα σπλάχνα του Μουσείου, στην οποία αποτυπωνόταν η εξελικτική πορεία από τα αγγεία και τα αγάλματα μέχρι το σήμερα», λέει με τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως τότε που πρωτοξεκίνησε.
Σήμερα, στους τοίχους του Καφέ εκθέτουν έργα τους μαθητές του ζωγράφου Γιώργου Ρόρρη, υπό τον τίτλο «Το δάσος εντός μου», ενώ τον Σεπτέμβριο έρχονται σχέδια και γλυπτά εμπνευσμένα από τα σύμβολα του Δίσκου της Φαιστού, της Κλεοπάτρας Χατζηγιώση.
«Ενώ οι εκθέσεις μας είναι κλεισμένες μέχρι και όλη την επόμενη χρονιά, η απήχηση είναι τέτοια που οι αιτήσεις των καλλιτεχνών φτάνουν για να καλυφθεί ο προγραμματισμός μέχρι και το 2025. Όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από εικαστικούς του εξωτερικού». Είναι η αίγλη του πρώτου μουσείου της χώρας, η επιτυχία των προηγούμενων διοργανώσεων, η προσέλευση του κόσμου -παρά το περιοριστικό ωράριο του μουσείου-, που, όπως μας λέει η κ. Κουγιά, «έχουν κάνει αυτό το μικρό ‘μουσείο’ μέσα στο Μουσείο πολύ δημοφιλές».
Όσο για το κριτήριο της επιλογής των καλλιτεχνών, πέρα από την ποιότητα της δουλειάς τους, «είναι η ανάγκη να δοθεί βήμα σε όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μεγάλες γκαλερί. Οι εκθέσεις συναποφασίζονται με το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου, με το οποίο είχαμε πάντα άψογη συνεργασία. Για εμάς, η συμπερίληψη είναι πάντα στο μυαλό μας, καθώς και η ανάγκη να σπάσει ο αποκλεισμός των νέων καλλιτεχνών από τις μεγάλες γκαλερί».
Κι έτσι, από τις φιγούρες του Καραγκιόζη του Χρήστου Στανίση, που έφεραν κοσμοσυρροή στο Καφέ και τα Ομηρικά Ακρογυάλια του αγιογράφου και ζωγράφου Γιώργου Κόρδη, μέχρι τον Stephen McClymont από το Αμερικάνικο Κολλέγιο του Παρισιού με έργα εμπνευσμένα από τη Σαντορίνη, την ομαδική έκθεση “Αγγείο” του εργαστηρίου χαρακτικής των φοιτητών της ΑΣΚΤ ή την πρόσφατη έκθεση φωτογραφίας ¨Κάτοικος Μουσείου” του δημοσιογράφου Νίκου Βατόπουλου, εκατοντάδες ταλαντούχοι εικαστικοί είδαν τα έργα τους μέσα στο ΕΑΜ. Και μαζί τους, χιλιάδες επισκέπτες.
Είναι παράδοξο, αλλά το Καφέ βοήθησε να γίνει γνωστό το Νομισματικό Μουσείο στον κόσμο.
Είναι κοινό μυστικό ότι ο κόσμος γνωρίζει το Καφέ του Νομισματικού Μουσείου περισσότερο από το ίδιο το Μουσείο. Κάθε Πέμπτη, οι συναυλίες μικρών μουσικών συνόλων, κυρίως τζαζ, είναι talk of the town, όπως και τα αφιερώματα σε σημαντικές επετείους. «Είναι παράδοξο, αλλά εμείς βοηθήσαμε να γίνει γνωστό το Νομισματικό Μουσείο στον κόσμο που έρχεται στο Καφέ για τις συναυλίες, για τις παρουσιάσεις βιβλίων ή για τα θεατρικά δρώμενα», λέει η κ. Κουγιά, η οποία εξηγεί την απήχηση του Καφέ στον κόσμο. «Είναι ένας ωραίος αιφνιδιασμός, ένας κρυμμένος κήπος με μουσικές και συζητήσεις στο κέντρο της πόλης».
Φυσικά, αυτές οι δημοφιλείς δράσεις θα πάρουν τέλος αν ευοδωθούν τα σχέδια του υπουργείου. «Έχω δουλέψει σαν το μυρμήγκι μαζί με τους συνεργάτες μου, με επιμονή, προσήλωση και συνέπεια, προσωπικό πάθος και μεράκι για να το χτίσουμε όλο αυτό. Για μένα αυτές οι δράσεις είναι όρος ψυχικής επιβίωσης, όχι οικονομικής».
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, λόγω της θέσης του, έχει περάσει από σαράντα κύματα. Στην καρδιά μιας ευαίσθητης και προβληματικής περιοχής, έχει υποστεί πλήγματα στην επισκεψιμότητά του, λόγω των συχνών επεισοδίων στην περιοχή των Εξαρχείων, επί σειρά ετών.
Το ίδιο και το Καφέ του, το οποίο κρατήθηκε με νύχια και με δόντια, όχι απλώς ανοικτό, αλλά ακμαίο. «Με οικονομικό κόστος για εμάς, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε παρά τα προβλήματα, με την ίδια πάντα ποιότητα προσφερόμενων υπηρεσιών. Οι δράσεις μας στο Καφέ δεν σταμάτησαν παρά μόνο μέσα στην πανδημία. Και με το κόστος της διοργάνωσης των εκδηλώσεων να επιβαρύνει αποκλειστικά εμάς, αφού οι καλλιτέχνες εκθέτουν δωρεάν και τα έργα τους δεν πωλούνται. Είναι μια δική μας ‘χορηγία” προς το Μουσείο, όπως και όλες οι δράσεις που έχουμε αναλάβει να οργανώσουμε κατά καιρούς στον κεντρικό χώρο του ΕΑΜ, μετά από πρόταση της υπηρεσίας. Και τώρα, μετά την οικονομική κρίση, τα χρόνια της εγκληματικότητας και την πανδημία, πάνω που πήγαμε να βγάλουμε λίγο το κεφάλι απ’ το νερό, μας δίνουν μια και μας πνίγουν», λέει η κ. Κουγιά με συγκρατημένη οργή αλλά φανερή απογοήτευση. «Νιώθω απογοητευμένη, παρ’ όλο που δεν είμαι μελοδραματική από τη φύση μου και ξέρω ότι κάθε τέλος δεν έρχεται ποτέ με άδεια χέρια. Θα σταθώ ξανά στα πόδια μου, ό,τι κι αν συμβεί».
Σε συνομιλία μας με την Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΟΔΑΠ, κα. Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, και σε σχετική ερώτησή μας για τον αποκλεισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εξαιτίας των οικονομικών προϋποθέσεων που ορίζει η προκήρυξη, μας απάντησε τα εξής: «Μπορεί οποιοσδήποτε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό, ακόμα και ενώσεις επιχειρήσεων, δεν απευθυνόμαστε μόνο στα μεγάλα ονόματα. Εμείς θέλουμε να κάνουμε βιώσιμες μισθώσεις με ένα σοβαρό και ενιαίο επιχειρηματικό πρόγραμμα και με ένα ανοιχτό και διάφανο διαγωνισμό, για να λυθούν πολλά προβλήματα που υπάρχουν σήμερα σε αναψυκτήρια ανά την Ελλάδα, με μεγάλη ή μικρότερη επισκεψιμότητα, χωρίς να αποκλείουμε κανέναν μεσαίο ή τοπικό επιχειρηματία να συμμετέχει σε ένα σχήμα που θα δημιουργηθεί».
Η κα. Δέσποινα Κουτσούμπα, Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, με την οποία επικοινωνήσαμε επίσης, έχει αντίθετη άποψη: «Η λύση που επιλέγεται από τον ΟΔΑΠ, δυστυχώς, είναι η απεύθυνση σε μεγάλες αλυσίδες, ενώ ως κριτήριο βάζει μόνο την πλέον οικονομική προσφορά. Δεν πιστεύω ότι το να γίνουν τα Μουσεία σαν αεροδρόμια είναι η προσήκουσα λύση και δεν είμαι καν σίγουρη ότι θα αποφέρει και οικονομικά. Ο διαγωνισμός θα έπρεπε να έχει και ποιοτικά κριτήρια, να ζητά ολοκληρωμένες προτάσεις διαμόρφωσης των αναψυκτηρίων και της λειτουργίας τους ως πολιτιστικών χώρων». Η κα Κουτσούμπα μας έδωσε μία εκτεταμένη απάντηση την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Η αντοχή στον χρόνο και η ικανότητα της Αιμιλίας Κουγιά να δημιουργεί ξεχωριστές και δημοφιλείς εστίες πολιτισμού έχει αποδειχθεί από νωρίς, όταν πριν και παράλληλα με τη δραστηριοποίησή της στο Αρχαιολογικό και στο Νομισματικό Μουσείο, υπήρξε υπεύθυνη της λειτουργίας και των εκδηλώσεων στο ιστορικό Καφέ-Βιβλιοπωλείο Floral, στη Μπλε πολυκατοικία της πλατείας Εξαρχείων. Και ποιος δεν πέρασε από το Floral στην τελευταία λαμπρή του περίοδο, από το 2009 έως το 2016, πριν κλείσει οριστικά λόγω της ραγδαίας υποβάθμισης της πλατείας. «Το ανέλαβα όταν έγινα μητέρα, επειδή ήταν κοντά στο σπίτι μου. Τότε δεν φανταζόμουνα την απήχηση που θα είχαν οι πρωτοβουλίες μας, αλλά είναι αλήθεια ότι όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων πέρασαν από εκεί».
Μουσικοί, συγγραφείς, ποιητές, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, όλοι ήταν παρόντες στις μουσικές εκδηλώσεις, στους κύκλους συζητήσεων και διαλέξεων, στις παρουσιάσεις βιβλίων και ντοκιμαντέρ. «Τι να πρωτοθυμηθώ, την κρατική Γαλλική Ραδιοφωνία να μεταδίδει ζωντανά από το Floral συναυλία με μεγάλα ονόματα Ελλήνων τραγουδιστών από την Αθήνα της κρίσης ή τα live που διοργανώναμε με τους μικρούς σολίστες; Είχα φέρει στο καφέ το πρώτο πιάνο του γιου μου, Λευτέρη Γαβαλά, ο οποίος είναι σήμερα φοιτητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και παθιασμένος πιανίστας. Θυμάμαι σαν τώρα τον χαμό που γινόταν τις μέρες που έπαιζαν πιάνο τα παιδιά».
Υπάρχουν σχέδια αν δεν μπορέσει η Αιμιλία Κουγιά να κρατήσει τη δουλειά της; «Όπως είπα και πριν θα το παλέψουμε, δεν θα φύγουμε αθόρυβα γιατί η συμπεριφορά του υπουργείου σε ανθρώπους που δούλεψαν για την καλή εικόνα και λειτουργία των μουσείων τόσα χρόνια είναι απαράδεκτη. Αν δεν τα καταφέρω, θα ψάξω για το επόμενο βήμα που θα με εκφράζει. Κι αν δεν το βρω θα το δημιουργήσω μόνη μου».