Η παιδική κακοποίηση έχει μπει για τα καλά στην ατζέντα της καθημερινής ενημέρωσης. Δεκάδες περιστατικά έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τα οποία στην πλειονότητά τους έχουν ως θύτες πρόσωπα της στενής ή ευρύτερης οικογένειας του παιδιού. Πριν από λίγες μόνο μέρες, ένας πατέρας στην Πάτρα ξυλοκόπησε κι έστειλε στο νοσοκομείο τον 15χρονο γιο του, όταν εκείνος έκανε coming out ως ομοφυλόφιλος. Μερικά 24ωρα προηγουμένως, ένα 11χρονο κορίτσι στην περιοχή Καταρράχι της Ηλείας είχε δολοφονηθεί από τα χέρια του 37χρονου θείου της, ο οποίος επιχείρησε πρώτα να τη βιάσει. Ο δολοφόνος του παιδιού είχε απασχολήσει ξανά τις αρχές για υπόθεση βιασμού ανήλικης το 2017, ωστόσο είχε αφεθεί ελεύθερος με όρους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, 1 στα 3 παιδιά στην Ευρώπη έχουν δεχτεί κάποιας μορφής κακοποίηση και 1 στα 4 παιδιά παγκοσμίως υφίστανται σωματική κακοποίηση, με τα συχνότερα θύματα να είναι κορίτσια. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Unicef, περίπου 7.500 παιδιά κάτω των 5 ετών υφίστανται κάποιας μορφής κακοποίηση στην Ελλάδα, ενώ σύμφωνα με τον ΠΟΥ περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης.
Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο πέραν του να μας προβληματίζει και να μας σοκάρει, οφείλει να αντιμετωπιστεί -επιτέλους- ριζικά, ξεκινώντας από την πρόληψη και τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας πολιτικής παιδικής προστασίας.
Η Δανάη Σεραφειμίδη, Διευθύντρια Συνηγορίας των Παιδικών Χωριών SOS, και ο Δημήτρης Ντζούρας, Υπεύθυνος Κοινωνικού Τομέα, μιλούν στην Popaganda για την υποστελέχωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας στην Ελλάδα, που οδηγεί στη μη αποτελεσματική διαχείριση του φαινομένου και τον επανατραυματισμό των παιδιών, αλλά και για τον ρόλο της οργάνωσης μέσα στο ελλιπές αυτό σκηνικό.
«Δεν έχουμε επίσημα στοιχεία που να φανερώνουν πόσα περιστατικά καταγγέλλονται σε κάθε Δήμο ή πόσα έχουν φτάσει στα δικαστήρια»
Αν και η χώρα μας δεν διαθέτει επίσημα στοιχεία, μια έξαρση περιστατικών παιδικής κακοποίησης μπορεί να οφείλεται στις αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνει σήμερα η ελληνική οικογένεια. Τόσο η οικονομική κρίση, όσο και η πανδημία, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες. Όπως περιγράφει η Δανάη Σεραφειμίδη, παρατηρούμε περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, παιδικής κακοποίησης, βίας μεταξύ των ανηλίκων, εφηβικής παραβατικότητας κ.ά. «Όσον αφορά στην παιδική κακοποίηση, η πραγματικότητα είναι πως όλοι μας είχαμε ή ξέραμε κάποιον στο περιβάλλον μας που κάποια στιγμή υπέστη κάποιας μορφής κακοποίηση στην παιδική του ηλικία. Τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί ο δημόσιος διάλογος και υπάρχει περισσότερη ευαισθητοποίηση – επομένως περισσότερα περιστατικά καταγγέλλονται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας».
Το έλλειμμα που εντοπίζεται στο επίπεδο της καταγραφής των περιστατικών οφείλεται στο ότι «μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα καταγραφής από την Πολιτεία που να φανερώνει πόσα περιστατικά καταγγέλλονται σε κάθε Δήμο ή πόσα έχουν φτάσει στα δικαστήρια. Η παραμέληση, η κακοποίηση και κάθε μορφής βία δεν έχει καμία θέση στη ζωή των παιδιών, και αυτό επισφραγίζεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία η χώρα μας έχει κυρώσει εδώ και πολλά χρόνια και έχει νομική ισχύ. Αν και η Σύμβαση είναι απολύτως ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά την προστασία των παιδιών, στη χώρα μας αυτό που συμβαίνει απέχει παρασάγγας από τη διεθνή πρακτική», καταγγέλλει η Διευθύντρια Συνηγορίας των Παιδικών Χωριών SOS.
Στην Ελλάδα, οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων, που είναι οι θεσμικά αρμόδιες για τη διερεύνηση ενός περιστατικού κακοποίησης και οφείλουν να έχουν την άμεση επαφή με την οικογένεια, είναι ιδιαίτερα υποστελεχωμένες, ενώ αναλαμβάνουν πολλαπλές αρμοδιότητες – στην πλειονότητά τους μη σχετικές μεταξύ τους, αφού στο επίκεντρό τους δεν έχουν μόνο το παιδί. Επίσης, δεν διαθέτουν ενιαίες μεθόδους προσέγγισης και πρωτόκολλα, ενώ δεν διαθέτει κάθε Δήμος την επάρκεια να μπορεί να στείλει στο πεδίο κοινωνικούς λειτουργούς που θα διερευνήσουν ολιστικά ένα περιστατικό κακοποίησης ή παραμέλησης.
Ως απόρροια, ένα παιδί που είναι θύμα κακοποίησης, «δυστυχώς θα επανατραυματιστεί και θα επαναθυματοποιηθεί, και αυτό διότι καμία από τις παραπάνω διαδικασίες δεν το προστατεύει», εξηγεί η Δανάη Σεραφειμίδη και προσθέτει: «Από την ξαφνική απομάκρυνση που βιώνει ένα παιδί από τη βιολογική του οικογένεια (όπως συμβαίνει και στα παιδιά που έρχονται στα Παιδικά Χωριά SOS), μέχρι την τοποθέτησή του αρχικά σε ένα νοσοκομείο, οι διαδικασίες δεν είναι ορθές. Το νοσοκομείο δεν είναι χώρος φύλαξης. Είναι χώρος περίθαλψης για ζητήματα υγείας. Ας σκεφτούμε λοιπόν τι σημαίνει και αυτό για ένα παιδί που απομακρύνεται ξαφνικά από την οικογένειά του».
Όταν αποφασίζεται η απομάκρυνση ενός κακοποιημένου παιδιού από τη βιολογική του οικογένεια, σημαίνει ότι το παιδί έχει ήδη βιώσει μία σειρά τραυματικών εμπειριών και την πρώιμη απώλεια, από τη βία ή την παραμέληση, στη βίαιη απομάκρυνση, στην εξω-οικογενειακή φροντίδα. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ντζούρα, τα παιδιά που έχουν βιώσει σύνθετα και πολλαπλά τραυματικά γεγονότα είναι πιο πιθανό να έχουν δυσκολία να νιώσουν ασφάλεια, να εμπιστευτούν, να κατανοήσουν και να μπουν στη θέση του άλλου, είναι σύνηθες να εκφράζουν έντονα συναισθήματα ντροπής, θυμού ή/και ενοχών, να έχουν δυσκολία να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους και, εν γένει, να μη συμβαδίζει η χρονολογική τους ηλικία με την ψυχοσυναισθηματική, λόγω ιδιαίτερων δυσκολιών κατά την ανάπτυξη τους. «Ειδικότερα, η κακοποίηση από τον γονιό μπορεί να επιφέρει έντονα συναισθήματα ενοχής στο παιδί, που συνήθως αδυνατεί να κατηγορήσει τον ίδιο τον γονιό, για τον οποίο αισθάνεται τόση αγάπη. Καταλήγει, λοιπόν, να κατηγορεί τον εαυτό του για όσα του συμβαίνουν, σε μια προσπάθεια κατανόησης της δύσκολης αυτής πραγματικότητας που βιώνει».
Στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια προσπάθειες για την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών. Τα Παιδικά Χωριά SOS υπήρξαν ένας από τους επίσημους εταίρους της Unicef όταν υλοποίησε το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Child Guarantee για την αποϊδρυματοποίηση. Το προηγούμενο υπ. Εργασίας υποστήριξε την υλοποίησή του, με στόχο την ανάδειξη της αναδοχής έναντι της ιδρυματοποίησης και τη δημιουργία πρωτοκόλλων που πλαισιώνουν τα στάδια που μεσολαβούν μέχρι να πραγματοποιηθεί η αναδοχή ενός παιδιού.
«Κάθε παιδί, με την απομάκρυνσή του -από τη στιγμή που αποτελεί έσχατη λύση-, θα πρέπει να τοποθετηθεί σε μια ανάδοχη οικογένεια. Στην Ελλάδα ωστόσο έχουμε προσθέσει δύο βήματα από την απομάκρυνση μέχρι την αναδοχή: Την τοποθέτηση του παιδιού σε νοσοκομείο και, εφόσον το παιδί μείνει σε αυτό, για αρκετά μεγάλο διάστημα συνήθως, μετά θα τοποθετηθεί σε μια μονάδα παιδικής προστασίας, αυτό που ξέρουμε ως ίδρυμα, για τις οποίες πρόσφατα ορίστηκαν προδιαγραφές», τονίζει η Διευθύντρια Συνηγορίας. Η εναλλαγή προσώπων, η έλλειψη ιδιωτικότητας και η απουσία εις βάθος σχέσεων κατά τη διαμονή του σε ένα ίδρυμα, καλλιεργούν στο παιδί ανασφάλεια και αβεβαιότητα.
«Εκεί θα παραμείνει ωσότου -και αν- βρεθεί μια ανάδοχη οικογένεια για να αναλάβει προσωρινά τη φροντίδα του και μέχρι να διερευνηθεί η δυνατότητα επιστροφής στη βιολογική οικογένεια. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και τις δικαστικές αποφάσεις, το παιδί αυτό θα πρέπει να προοριστεί είτε για αναδοχή είτε για υιοθεσία», συμπληρώνει. Η υποστελέχωση που σημειώνεται και στις υπηρεσίες αναδοχής, επιβραδύνει τις αξιολογήσεις των υποψηφίων, ενώ η ταυτόχρονη έλλειψη σε αναδόχους καθιστά δύσκολη τη διαδικασία. «Στη χώρα μας δεν υπάρχουν τα κατάλληλα κίνητρα για να μπορέσει κάποιος να επιτελέσει ένα τόσο μεγάλο έργο που αφορά στο μεγάλωμα ενός παιδιού που έχει τραυματιστεί ποικιλοτρόπως», σχολιάζει η Δανάη Σεραφειμίδη.
Προκειμένου το παιδί και η ευάλωτη οικογένεια να υποστηρίζονται επαρκώς και έγκαιρα, απαιτούνται δομικές και τολμηρές αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, και η αναδιάρθρωση αυτού που θέλουμε να ονομάζουμε «σύστημα παιδικής προστασίας». Σύμφωνα με τη Διευθύντρια Συνηγορίας των Χωριών SOS, «Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν παρθεί είναι κατασταλτικού χαρακτήρα. Αν παρομοιάζαμε όμως ένα περιστατικό κακοποίησης με ένα κόκκινο φως που έχει ανάψει, θα έπρεπε πρωτίστως να έχουμε προσπαθήσει αυτό το φως να μην ανάψει. Είναι δηλαδή αναγκαίο να δούμε τα σημάδια και να εστιάσουμε στην πρόληψη, για να μπορέσουμε να πετύχουμε τη μετάβαση από την αποϊδρυματοποίηση στην αναδοχή».
Αρχικά, είναι ζωτικής σημασίας να θεσμοθετηθεί μια ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας, η οποία θα διέπεται από διεπιστημονικότητα και διατομεακή συνεργασία όλων των ατόμων που υπάρχουν γύρω από το παιδί – από την κοινωνική υπηρεσία μέχρι το σχολείο και τον παιδίατρο που θα το εξετάσει. Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις λιγοστές χώρες της Ευρώπης που δεν έχουν καταφέρει να έχουν συνοχή σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, παρά το γεγονός ότι διαθέτει υψηλή τεχνογνωσία. Ταυτόχρονα, απαιτείται ένα ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης, μέσω του οποίου θα δίνεται η δυνατότητα παρακολούθησης της εξέλιξης μιας υπόθεσης. «Όλα αυτά μπορούν να γίνουν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο – δηλαδή στους Δήμους. Μια τέτοια υπηρεσία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία αυτοτελών υπηρεσιών, με μοναδικό αντικείμενο την παιδική προστασία, και σε κάθε Δήμο, με σκοπό την πρόληψη και την έγκυρη αναγνώριση της κακοποίησης».
«Στη χώρα μας βλέπουμε ότι μια υπόθεση πρέπει να φτάσει να γίνει επικίνδυνη για το παιδί, για να λάβουμε δράση»
Παράλληλα, είναι κύριας σημασίας να μπορέσουμε να κάνουμε τη φωνή του παιδιού να ακουστεί, με το να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να μιλούν – όσο αυτό είναι εφικτό. Η Δανάη Σεραφειμίδη επισημαίνει ότι, «Ένα παιδί μιλάει όταν νιώσει ασφάλεια, και το σχολείο αποτελεί βασικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας. Με την ενημέρωσή τους σε θέματα που αφορούν στο σώμα τους, στην κακοποιητική συμπεριφορά που επιχειρείται από τους οικείους με τρόπο φιλικό κ.λπ.». Με τον τρόπο αυτόν, οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να επικοινωνούν άμεσα με τους κοινωνικούς λειτουργούς και να τους ενημερώνουν για κάποιες υποψίες ή σημάδια που βλέπουν στα παιδιά. «Το παιδί πρέπει να ξέρει τα δικαιώματά του, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να εκπαιδευτούμε και όλοι όσοι δουλεύουμε και ερχόμαστε σε επαφή με παιδιά».
Τόσο η βιβλιογραφία, όσο και η διεθνής εμπειρία και τα στατιστικά στοιχεία, καταδεικνύουν ότι οι υπηρεσίες πρόληψης και ενδυνάμωσης των ευάλωτων οικογενειών σε πρώιμο στάδιο, είναι κρίσιμες για την αποφυγή του κινδύνου σοβαρής παραμέλησης και κακοποίησης των παιδιών και της ενδεχόμενης απομάκρυνσής τους από το πλαίσιό τους. Σύμφωνα με τον Υπεύθυνο Κοινωνικού Τομέα των Παιδικών Χωριών SOS, «Η κακοποίηση δείχνει πάντα τα σημάδια της σε πρώιμο στάδιο και η οικογενειακή ευαλωτότητα, όπως προσδιορίζεται με συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια, κρούει πάντα τον κώδωνα του κινδύνου από νωρίς. Οι περισσότερες περιπτώσεις κακοποίησης θα μπορούσαν είτε να προληφθούν, με την κατάλληλη οικογενειακή υποστήριξη, ή να αναγνωριστούν έγκαιρα από θεσμικούς φορείς που έρχονται σε επαφή με το ανήλικο θύμα – στο σχολείο, την κοινωνική υπηρεσία, το νοσοκομείο».
«Στη χώρα μας βλέπουμε ότι μια υπόθεση πρέπει να φτάσει να γίνει επικίνδυνη για το παιδί, για να λάβουμε δράση. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Τα χωριά SOS με τα Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας, προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό έχοντας στο επίκεντρο το παιδί, τον Χάρτη Δικαιωμάτων του αλλά και σαν βασική φιλοσοφία την ενδυνάμωση της οικογένειας, προσφέροντας μια ολιστικού τύπου παρέμβαση στην ευάλωτη οικογένεια. Χρειάζεται όμως -επιτέλους- αυτό να συμβαίνει ενιαία σε όλους τους Δήμους, υπό ένα θεσμικό πλαίσιο, όχι μόνο από τις ΜΚΟ», λέει καταληκτικά η Δανάη Σεραφειμίδη.
Στο πλαίσιο της πρόληψης και της λειτουργίας των Κέντρων Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας, εάν σε μία οικογένεια διαπιστωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις για σοβαρή παραμέληση ή κακοποίηση του παιδιού, είναι απαραίτητο η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διεξαχθεί κοινωνική έρευνα, με στόχο την προστασία του παιδιού. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ντζούρα, «Τα Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας δίνουν βάση στην προσωποποιημένη και εξατομικευμένη προσέγγιση, τόσο των γονιών όσο και του παιδιού, αντιμετωπίζοντας την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, όπως ορίζει η Διεθνής Συνθήκη για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Οι ειδικοί επαγγελματίες των Κέντρων μας, αφού συγκεντρώσουν όλη την απαραίτητη πληροφορία, θα προχωρήσουν στην υλοποίηση ενός θεραπευτικού πλάνου, το οποίο και θα επαναξιολογούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, τα Κέντρα μας συνεργάζονται με όλες τις υπηρεσίες και τους φορείς που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη ζωή των παιδιών, προκειμένου να έχουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των αναγκών τους».
Στα Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας προσφέρονται καθημερινά δωρεάν υπηρεσίες, όπως συμβουλευτική για τους γονείς, ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και γονέων, παιδοψυχιατρική διάγνωση και εκτίμηση, ειδική αγωγή, λογοθεραπεία, εργοθεραπεία, μαθησιακή υποστήριξη, δημιουργική απασχόληση και ψυχοπαιδαγωγικές δραστηριότητες. «Από το 1996 έως σήμερα, λειτουργούμε 14 Προγράμματα Πρόληψης σε κοινότητες σε όλη τη χώρα και έχουμε προσφέρει υπηρεσίες σε περισσότερες από 10.000 οικογένειες και 25.000 παιδιά», αναφέρει ο ίδιος.
Στην περίπτωση που αποφασιστεί με εισαγγελική εντολή να μεταφερθεί ένα παιδί σε ένα Παιδικό Χωριό SOS, θα πλαισιωθεί, από την πρώτη κιόλας μέρα, από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα προκειμένου να ενταχθεί σε ένα Σπίτι SOS. Ο Υπεύθυνος Κοινωνικού Τομέα των Χωριών SOS, εξηγεί ότι στη συνέχεια, «θα ακολουθηθεί διαγνωστική διαδικασία, θεραπευτικό πλάνο, επαναξιολόγηση και παρακολούθηση της πορείας του παιδιού από το επιστημονικό προσωπικό του Χωριού, για όσο καιρό χρειαστεί, καθώς και ταυτόχρονη υποστήριξη της βιολογικής οικογένειας ή/και ανάδοχης – υποψήφιας θετής».
«Τα Παιδικά Χωριά SOS είναι ο μοναδικός Οργανισμός Παιδικής Προστασίας στην Ελλάδα που εφαρμόζει το μοντέλο «Οικογενειακού Τύπου Φροντίδα» (Family Based Care, FBC). Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε Σπίτι SOS διαμένει μικρός αριθμός παιδιών, τέσσερα ή πέντε και πολλές φορές αδέλφια, με σταθερό πρόσωπο φροντίδας, προσομοιάζοντας -όσο γίνεται- τις συνθήκες ζωής μιας οικογένειας και καλύπτοντας τις σωματικές, γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες του παιδιού, ώστε να δομούνται δεσμοί και σχέσεις ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Το πρόγραμμα φροντίδας διέπεται επίσης από τα πιο αυστηρά διεθνή πρωτόκολλα προστασίας, φροντίδας και safeguarding», διασαφηνίζει ο Δημήτρης Ντζούρας.