ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ιστορίες αστικής συγκατοίκησης: Δυο-δυο, στις αυξήσεις δυο-δυο

Το καλοκαίρι του 2021, οι διακοπές μου έδωσαν τη θέση τους στην απόφαση του χωρισμού – με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Στην περίπτωσή μου, η ανάγκη αναζήτησης νέου σπιτιού, ήταν μία από τις κομβικές επιπτώσεις της.

Ποιος βρίσκει όμως σπίτι ντάλα καλοκαίρι; Οι επισκέψεις στον Σπιτόγατο και τη Χρυσή Ευκαιρία είχαν γίνει καθημερινότητα, στην προσπάθειά μου να συντομεύσω την άβολη παραμονή στο σπίτι όπου συζούσαμε ως ζευγάρι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, έπειτα από ψάξιμο πολλών ημερών, βρήκα το λιλιπούτειο δυάρι στην Κυψέλη στο οποίο μένω μέχρι σήμερα, με ενοίκιο 300 ευρώ τον μήνα. Με όσους μοιράστηκα την εμπειρία μου έκτοτε, έλεγαν πως ήμουν πολύ τυχερή που κατάφερα να βρω ένα πλήρως ανακαινισμένο σπίτι στην Κυψέλη σε τόσο προσιτή τιμή. Κι αυτό διότι, από το φθινόπωρο του ίδιου έτους, τα ενοίκια στην Αθήνα άρχισαν να αυξάνονται δραματικά.

Λίγο η άνοδος των ενοικίων, λίγο τα δεινά της πανδημίας, λίγο η εκτόξευση του πληθωρισμού και η ενεργειακή κρίση, το να μείνεις μόνος σε ένα σπίτι με αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, τη στιγμή που οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί, αρχίζει να μοιάζει με αγώνα μετ’ εμποδίων.

Σήμερα, όλες αυτές οι συνθήκες φαίνεται πως αρχίζουν και στρέφουν όλο και περισσότερους ανθρώπους στη συγκατοίκηση. Και δεν εννοούμε εκείνη την περιπετιώδη συγκατοίκηση των φοιτητικών χρόνων ή την (πολύ όμορφη;) από κοινού απόφαση ενός ζευγαριού να στεγάσει τον έρωτά του. Εννοούμε τη συγκατοίκηση που έρχεται από οικονομική ανάγκη σε μια ηλικιακή περίοδο της ζωής που ο καθένας έχει αρχίσει να χαράσσει την πορεία του στους δρόμους της ωριμότητας και όλα μοιάζουν κάπως να «τακτοποιούνται».

Εννοούμε τη συγκατοίκηση εκείνη που είδαμε να έρχεται από ανάγκη, στην περίπτωση των αναπληρωτών καθηγητών σε νησιά και επαρχιακές πόλεις, όπου τα ενοίκια είναι τσουχτερά και οι περισσότερες διαθέσιμες επιλογές μετατρέπονται σε airbnb προτού ολοκληρωθεί το σχολικό ή πανεπιστημιακό έτος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεκάδες αγγελίες ανεβαίνουν πια καθημερινά σε ανάλογες πλατφόρμες, που βρίσκονται σε άνοδο, αλλά και σε γκρουπ στα σόσιαλ μίντια. Εκεί, πολλοί αναζητούν έναν επιπλέον ένοικο για το σπίτι στο οποίο ήδη μένουν ή κάποιον για να ψάξουν μαζί ένα σπίτι, όπου θα μοιράζονται το ενοίκιο, τους λογαριασμούς και τις δουλειές του σπιτιού – και αν η συγκατοίκηση κυλήσει καλά, γιατί όχι και άλλες στιγμές της καθημερινότητας.

Κάπου εδώ βέβαια τίθεται το εξής ερώτημα: Μπορούμε να μιλάμε για τη σταδιακή διαμόρφωση μιας «κουλτούρας συγκατοίκησης», όπως αυτή υφίσταται στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα; Μέχρι να διαπιστώσουμε αν αυτό συμβαίνει, θελήσαμε να μάθουμε τους λόγους που οδήγησαν ορισμένους νέους στην Αθήνα να συγκατοικήσουν. Ο Βασίλης και ο Τάσος, η Βίβιαν και ο Παναγιώτης, αφηγούνται στην Popaganda τη δική τους εμπειρία συγκατοίκησης «από ανάγκη».

Ο Βασίλης και ο Τάσος ζουν σε ένα δυάρι στην Πανόρμου

Ο Βασίλης είναι 31 ετών, ο Τάσος 28. Τους τελευταίους επτά μήνες μένουν μαζί σε ένα διαμέρισμα 50 τ.μ. στην Πανόρμου. Η συγκατοίκησή τους ήρθε από ανάγκη, αφού και οι δύο αδυνατούσαν με τον μισθό τους να στηρίξουν μόνοι τους ένα σπίτι. Από το να συνεχίσουν να ζουν στην ίδια στέγη με τους γονείς τους, θεώρησαν πως το να μείνουν μαζί ήταν μία πολύ βιώσιμη λύση. «Με τον Βασίλη γνωριζόμαστε από κοινές παρέες, ωστόσο δεν ήμασταν κολλητοί φίλοι», λέει ο Τάσος. «Συζητώντας με μια φίλη μου έμαθα πως ψάχνει άτομο για συγκατοίκηση. Ζώντας με 650 ευρώ τον μήνα, όσο κι αν ήθελα να μείνω μόνο, ήταν πρακτικά αδύνατο εδώ που έχουν φτάσει τα ενοίκια».

«Εγώ ζούσα με τους γονείς μου στους Αμπελόκηπους μέχρι να αποφασίσουμε να συγκατοικήσουμε με τον Τάσο. Το να μείνω μόνος μου με εισόδημα 800 ευρώ δεν ήταν απλό, αν σκεφτείς πως πέρα από το ενοίκιο υπάρχουν και οι λογαριασμοί και η ΔΕΗ έχει πάει “στον Θεό”», εξηγεί ο Βασίλης. «Είμαι ένας πολύ κλειστός άνθρωπος και το να συγκατοικήσω ήταν κάτι που ιδανικά ήθελα να αποφύγω. Οι συνθήκες όμως τα έφεραν αλλιώς».

Οι πρώτες μέρες στο νέο διαμέρισμα ήταν αρκετά αμήχανες και ο Βασίλης δυσκολευόταν αρκετά να κοιμηθεί ξέροντας πως στο διπλανό δωμάτιο βρίσκεται κάποιος άλλος. «Το ενοίκιο του σπιτιού είναι 500 ευρώ, οπότε δίνουμε 250 ευρώ ο καθένας και είμαστε πολύ καλά. Πέραν του ενοικίου, μοιραζόμαστε τον λογαριασμό της ΔΕΗ, τα κοινόχρηστα κ.λπ. Βέβαια, το ότι δεν έχουμε ένα σαλόνι αποτελεί μια βασική έλλειψη, αλλά τουλάχιστον έχουμε ο καθένας το δικό του δωμάτιο, μια ευρύχωρη κουζίνα και ένα ευρύχωρο μπάνιο», αναφέρει ο Βασίλης.

«Αποφασίσαμε από κοινού να μείνουμε στην Πανόρμου γιατί η περιοχή μας ήταν οικεία. Τώρα, μετά από επτά μήνες συγκατοίκησης, τα πράγματα μεταξύ μας είναι πολύ καλά, αφού έχουμε ταιριάξει ως φίλοι και έχουμε και κοινές συνήθειες. Το μόνο που με δυσκολεύει αρκετά είναι ότι ο Βασίλης κάνει λιγότερες δουλειές στο σπίτι, γιατί εργάζεται και περισσότερες ώρες», λέει ο Τάσος.

«Εντάξει, αλήθεια είναι», θα πει ο ο Βασίλης γελώντας. «Ο Τάσος κάνει τις περισσότερες δουλειές, αλλά τουλάχιστον εγώ μαγειρεύω!»

Ρωτώντας τους αν τελικά, αποκτώντας τη δυνατότητα να μείνουν μόνοι τους, θα επέλεγαν και πάλι να συγκατοικήσουν, ο Τάσος διαβεβαιώνει πως «Όσο και να έχουμε ταιριάξει με τον Βασίλη, τίποτα δεν συγκρίνεται με το να μένεις μόνος σου και να έχεις τον προσωπικό σου χώρο, ας είμαστε ειλικρινείς». Και ο Βασίλης συμπληρώνει: «Κι εγώ της ίδιας άποψης είμαι, κυρίως γιατί όταν ζεις μαζί με κάποιον άλλον έχεις περισσότερες ευθύνες, τις οποίες ζώντας μόνος μπορείς και να αποφύγεις – βλέπε το καθάρισμα του σπιτιού…».

Η Βίβιαν και ο Παναγιώτης συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα στον Βύρωνα

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξοδεύεις το μεγαλύτερο μέρος του μισθού σου στο ενοίκιο και να μην έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις τίποτα άλλο στην καθημερινότητά σου», θα μου πει η 30χρονη Βίβιαν, η οποία μέχρι να γνωρίσει τον Παναγιώτη, ζούσε μόνη της σε ένα διαμέρισμα 65 τ.μ. Η απόφαση της συγκατοίκησης για τους δυο τους, ήρθε από ανάγκη. Η Βίβιαν, βλέποντας πως δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα με μισθό 700 ευρώ και τον πληθωρισμό στα ύψη, αποφάσισε να αναζητήσει συγκάτοικο.

«Άρχισα να ρωτάω τις κοντινές μου φίλες, ωστόσο καμία δεν είχε την ανάγκη ή την επιθυμία να συγκατοικήσει. Έτσι, ανοίχτηκα περισσότερο στις παρέες μου και κάπως έτσι ένας φίλος μου μίλησε για τον Παναγιώτη. Ήμουν πολύ διστατική στην αρχή και ένιωθα αρκετά άβολα στην ιδέα να μείνω μαζί με ένα αγόρι, ωστόσο είπα να το δοκιμάσω γιατί το σπίτι μου είναι αρκετά ευρύχωρο και ο καθένας – πέρα από το σαλόνι – έχει το δικό του δωμάτιο. Σκεφτόμουν ακόμη και να αναζητήσω δεύτερο άτομο για συγκατοίκηση, γιατί τα 550 ευρώ του ενοικίου σε συνδυασμό με τον λογαριασμό της ΔΕΗ που έφτανε τα 100, με είχαν φτάσει στο “αμήν”».

«Εγώ να σου πω την αλήθεια, δεν είχα κανένα θέμα με την ιδέα της συγκατοίκησης. Αν κι αυτή ήρθε από ανάγκη, ένιωσα εξαρχής άνετα με τη Βίβιαν. Η σχέση μας είναι πολύ αρμονική, μοιράζουμε τις δουλειές του σπιτιού και δίνουμε ο ένας στον άλλον τον χώρο που χρειάζεται. Πολλά βράδια κιόλας μαζευόμαστε στο σπίτι με την κοινή παρέα μας για να δούμε ταινίες, να παίξουμε επιτραπέζια κ.λπ.», τονίζει ο 27χρονος Παναγιώτης.

«Τους τελευταίους 3 μήνες, βγαίνω με ένα αγόρι και θα μπορούσα να του πω να μείνουμε μαζί στο σπίτι μου, ωστόσο δεν ήθελα να περιπλέξω τόσο μια πρόσφατη γνωριμία. Στο μέλλον σίγουρα θα ήθελα να συμβεί, όμως προς το παρόν τα πράγματα με τον Παναγιώτη είναι μια χαρά – και δεν τον ζηλεύει το αγόρι μου», μου εξηγεί η Βίβιαν.

Ρωτώντας τους αν για την αναζήτηση συγκατοίκου θα απευθυνόταν σε κάποια online πλατφόρμα ή κάποιο σχετικό group, η Βίβιαν μου λέει πως «Δεν θα το έκανα, φοβάμαι πολύ. Και αν υπήρχε τόσο μεγάλη ανάγκη και έπρεπε να το κάνω κι αυτό, σίγουρα θα απευθυνόμουν μόνο σε γυναίκες. Δεν συμβαίνουν και λίγα γύρω μας». «Κι εγώ να σου πω την αλήθεια δεν θα ήθελα να συγκατοικήσω με ένα τελείως άγνωστο άτομο. Μπορεί να μην ταιριάζαμε και να προέκυπτε το οτιδήποτε στην πορεία, πέρα δηλαδή από το ζήτημα της ασφάλειας», καταλήγει ο Παναγιώτης.

Λουίζα Σολομών-Πάντα